Το θέατρο γεννήθηκε μέσα από τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, στα Ελευσίνια Μυστήρια, και μεγαλούργησε μαζί με την οικονομική και στρατιωτική υπεροχή των ελληνικών πόλεων - κρατών. Με την παρακμή τους και τη ρωμαϊκή κυριαρχία, παρακμάζει κι αυτό. Οι Ρωμαίοι παραδίδουν στους βυζαντινούς ένα «Θέατρο Ποικιλιών», όπως θα το λέγαμε σήμερα. Χοντροκομμένα αστεία, σαλτιμπάγκοι και εταίρες στο δυναμικό του το είχαν καταστήσει διασκέδαση φθηνού γούστου για τον «όχλο».
Η Ορθοδοξία, που αποτελεί το επίσημο δόγμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στέκεται με αυστηρότητα απέναντι σε όλα αυτά τα «έργα του Σατανά». Απορρίπτει το Θέατρο. Οι ηθοποιοί γίνονται δεκτοί στην εκκλησιαστική κοινότητα, αφού πρώτα αλλάξουν επάγγελμα. Για τους παντόμιμους (θεατρίνους), λοιπόν, ισχύει το επιτίμιο της αποχής από τη Θεία Μετάληψη. Υπάρχει μάλιστα και κατάλογος για τους «αποβλητέους» από τη χριστιανική κοινότητα: Ο επί σκηνής εμφανιζόμενος ανήρ ή γυνή, ο χοραύλης, ο κιθαριστής, ο την όρχησιν επιδεικνύμενος κ.ά. Οι κληρικοί, οι οποίοι τελούν το Μυστήριο του γάμου, θα πρέπει να αποχωρούν πριν αρχίσουν να παίζουν μουσικά όργανα ή να χορεύουν, και μάλιστα πριν εμφανισθούν «θυμελικοί» (ηθοποιοί), σύμφωνα με τη Σύνοδο της Λαοδίκειας (360 μ.Χ.).
Τα παιδιά των κληρικών απαγορεύεται να συμμετέχουν σε «θεώρια», σε εκδηλώσεις θεαμάτων δηλαδή, και βέβαια πολύ περισσότερο απαγορεύονταν να πάρουν και οι ίδιοι μέρος. Οι κληρικοί που θα ενέπιπταν στο αμάρτημα να παρακολουθήσουν θεατρική παράσταση τιμωρούνταν με καθαίρεση, ενώ για τους λαϊκούς η ποινή ήταν αφορισμός.
Να όμως που άνθρωποι του θεάτρου, μίμοι, ηθοποιοί, αγίασαν! Ο πιο γνωστός (θεωρείται και προστάτης των ηθοποιών) είναι ο Άγιος Πορφύριος. Η παράδοση τον θέλει ογκώδη μίμο που σατίριζε κατά τη ρωμαϊκή εποχή τα Άγια Μυστήρια. Σε μια παράσταση, λοιπόν, όπου διέσυρε από σκηνής το Μυστήριο της βαπτίσεως, ξαφνικά σταματά και μπροστά στο έκπληκτο κοινό, που διασκέδαζε, ομολογεί την πίστη του στον Χριστό.
Μαρτύρησε, λοιπόν, και θανατώθηκε. Έμεινε ως «ο Άγιος Μάρτυς Πορφύριος ο από μίμων - ξίφει τελειούται». Κατά την περίοδο του διωγμού των χριστιανών, έχουμε και άλλους μίμους - μάρτυρες. Είναι οι άγιοι Αδραλίων, Βαβύλας, Γαϊανός, Γελάσινος, η Οσία Πελαγία, ο αυλητής Φιλήμων.
Άθελά της (;) όμως η Χριστιανική Θρησκεία για τη λατρεία προς το Θείο υιοθέτησε μια σειρά από στοιχεία προερχόμενα από το Θέατρο. Στην αρχιτεκτονική, για παράδειγμα. Ο εσωτερικός χώρος ενός ορθόδοξου ναού παραπέμπει ολοφάνερα στο αρχαιοελληνικό, θεατρικό οικοδόμημα. Η πρόσοψη του Ιερού είναι αντιγραφή της σκηνής του αρχαίου θεάτρου, και μάλιστα του ρωμαϊκού με τα ανάγλυφα στολίσματά της. Οι τρεις Πύλες του Ιερού αντιστοιχούν στις τρεις θύρες της αρχαίας σκηνής. Η αρχαία θυμέλη μεταφέρεται εντός του ιερού και γίνεται η Αγία Τράπεζα. Στο Ιερό υπάρχουν τα σκεύη και τα άμφια. Στον αντίστοιχο θεατρικό χώρο υπάρχουν τα αντικείμενα της σκηνής και τα κοστούμια των ηθοποιών. Στην Ορθόδοξη λατρεία, άλλωστε, δεν αναγνωρίζει κανείς παραστατικά στοιχεία όπως στην τελετή του Σταυρού, στην Αποκαθήλωση, στην Ανάσταση;
Όμως η «εφεύρεση» των Ελλήνων, το Θέατρο δηλαδή, δεν ήταν μια απλή συνήθεια διασκεδαστική. Αποτελεί δυνατή εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου και έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να συμβιβασθεί η στάση της επίσημης Εκκλησίας, οι αποφάσεις των συνόδων για το θέατρο και τον κόσμο του, με αυτή την ανάγκη των πιστών. Προσχωρεί η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη λοιπόν στον χώρο της αυθεντικής θεατρικής λειτουργίας με τα δικά της υλικά. Εκκλησιαστικοί άνδρες σημαντικοί επιδίδονται στη θεατρική συγγραφή. Ο Σελευκίας Βασίλειος γράφει θεατρικό έργο με θέμα τη ζωή της μεγαλομάρτυρος Θέκλας. Ο Πτολεμαΐδος Συνέσιος κωμωδίες και τραγωδίες. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός την «Σουσσάναν». Ανώνυμος συγγραφέας γράφει το «Χριστός Πάσχων», έργο που ανεβαίνει ακόμα και σήμερα στις σκηνές των θεάτρων. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του εστιάζεται στο ότι συναντάμε κομμάτια ολόκληρα από τις Βάκχες του Ευριπίδη!
Τέλος στον χώρο του Kρητικού θεάτρου έχουμε την υπέροχη «Θυσία του Αβραάμ». Να σημειώσουμε ακόμα πως τα έργα των αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη έφτασαν ώς εμάς χάρη στις αντιγραφές που έκαναν λόγιοι μοναχοί.
Δρώμενα με καθαρή θεατρική μορφή έρχονται στη λειτουργική ζωή του Χριστιανισμού. Το «Άρατε πύλας» ή «Εις Άδου κάθοδος» του Χριστού είναι από τα πιο παλιά. Σε αυτό ο ιερέας «παριστάνει» τον Ιησού και ο διάκονος τον Σατανά - Άδη. Μετά τη μεταφορά του Επιταφίου, ο Ιησούς βρίσκει κλειστή την πόρτα του Ναού και ψάλλει το «Άρατε πύλας». Ο Σατανάς ερωτά ποιος είναι και ο Ιησούς σπρώχνει την πόρτα και εισέρχεται θριαμβευτής ο Επιτάφιος.
Η λειτουργία του «Νιπτήρος» αναπαριστά τη νίψη των ποδιών των μαθητών από τον Ιησού, πριν από τον Μυστικό Δείπνο. Δρώμενο που τελείται και στις ημέρες μας στα Ιεροσόλυμα με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων στο μέρος του Χριστού και τους αρχιερείς στους «ρόλους» των μαθητών.
Τα εργαλεία και τον τρόπο του Θεάτρου χρησιμοποιούν οι πιστοί για να παραστήσουν δρώμενα μέσα και έξω από τον ναό, με υλικά από τη χριστιανική παράδοση. Το «κάψιμο του Ιούδα», το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, είναι από τα πιο διαδεδομένα στον ελλαδικό χώρο. Ένα ομοίωμα του Ιούδα από πανιά και χόρτα, καίγεται συνήθως στο προαύλιο του ναού. Σημαντική περίπτωση λαϊκού δρώμενου και εκκλησιαστικού τυπικού, αποτελεί ο «Λάζαρος» στην Κύπρο. Ο αναστημένος φίλος του Χριστού, κατά τη δεύτερη ζωή του, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε επίσκοπος Κιτίου. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, στον ναό του Λαζάρου στη Λάρνακα, παριστανόταν η σκηνή της ανάστασής του, με ένα παιδί να υποδύεται τον Λάζαρο. Στο «Λάζαρε έξελθε» οι διάκονοι τοποθετούσαν έναν σταυρό στο κεφάλι του «Λαζάρου», τον ράντιζαν με αγίασμα και, όταν αυτός σηκωνόταν, ο επίτροπος του έδινε κρασί και λαζαρόψωμα. Οι γυναίκες τον έραιναν με άνθη και όλοι μαζί φώναζαν: «Λάζαρος Ανέστη»!
Η αρχαία τέχνη του Διόνυσου, αφού πέρασε από χίλια μύρια κύματα, ήρθε και συμφιλιώθηκε με τη χριστιανική πίστη, και μάλιστα την υπηρέτησε. Όπως συμβαίνει με όλα όσα μπορεί να χωρίζουν τους ανθρώπους και μπορούν να γίνουν υλικά αγαπητικής και ειρηνικής συνύπαρξης