Το Πρωτάτο στις Καρυές, με τη μνημειακή εικονογράφηση του Μανουήλ Πανσέληνου, είναι σχεδόν πάντα η πρώτη ουσιαστική επαφή του επισκέπτη με το Άγιον Όρος. Ένας ναός που χτίστηκε στο πρώτο μισό του 10ου αιώνα στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, με πολλές μετατροπές στη διάρκεια των αιώνων, φιλοξενεί τα έργα του κορυφαίου, μυθικού ζωγράφου της παλαιολόγειας αναγέννησης. Σε τέσσερις επάλληλες ζώνες ορίζεται η εικονογράφηση, την κατώτερη και ανώτερη καταλαμβάνουν ολόσωμες μορφές νεαρών στρατιωτικών αγίων, μαρτύρων, προφητών και ασκητών και στις δύο ενδιάμεσες παρατάσσονται ευαγγελικές σκηνές χωρίς διαχωριστικά πλαίσια σαν μια συνεχής ζωγραφική ζωφόρος.
Οι μορφές στον ναό του Πρωτάτου έχουν κανονικές αναλογίες με σωματικό εύρος που έχει όγκο και βάρος, αλλά ταυτόχρονα η ιδιάζουσα τεχνοτροπία του καλλιτέχνη αντιμάχεται τη ρεαλιστική κατεύθυνση. Ο ζωγράφος με εκπληκτική άνεση παρουσιάζει προσωπογραφική διαφοροποίηση εξατομικευμένης έκφρασης, γραμμή με σχεδιαστική καθαρότητα και σαφήνεια, θεματική οργάνωση ισορροπημένη, χρησιμοποιώντας κάθετους άξονες, κατανεμημένη σε γενικά ισοδύναμους όγκους.
Αλλά η ισορροπία λειτουργεί τελικά στην κατεύθυνση να απελευθερώσει τα επί μέρους στοιχεία, που το καθένα ξεχωριστά διεκδικεί την προσοχή του θεατή και τον καθηλώνει. Το χρώμα είναι καίριο στοιχείο της ζωγραφικής ταυτότητας του Πανσέληνου, και για πολλούς δυσερμήνευτο.
Ο Γιάννης Τσαρούχης, που είχε μελετήσει ιδιαίτερα τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, μας άφησε μερικές πολύ διεισδυτικές παρατηρήσεις: «Φαίνεται ότι αυτό το σκούρο γαλάζιο είναι καμωμένο με μαύρο και άσπρο και νομίζω πως και τα ρούχα που είναι γαλάζια, όπως του Χριστού λόγου χάρη που είναι στο δεξί μέρος του τέμπλου, είναι κι αυτά καμωμένα με μαύρο και άσπρο. Νομίζω το μαύρο του φόντου είναι καμωμένο από ένα μαύρο θερμό, δηλαδή έχει μέσα του από φυσικό του λίγο κίτρινο, ενώ το μπλε των ρούχων είναι καμωμένο με άσπρο κι ένα μαύρο ψυχρό. (...) Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ό,τι αφορά τη χρωματική κλίμακα του Πανσέληνου, η οποία είναι πολύ ντελικάτη και άξια να μελετηθεί από ντελικάτους καλλιτέχνες».
Λίγο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την άφιξη του ελληνικού στρατού στο Άγιον Όρος, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός ταξιδεύουν μαζί στην αθωνική πολιτεία, τον τελευταίο μήνα του 1914, αναζητώντας, μάταια, στο δικό τους βλέμμα, τη βυζαντινή αίγλη. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο Καζαντζάκης σημειώνει:
«Σήμερα, τη γιορτή μου την περάσαμε στο περίφημο ζωγραφικό αργαστήρι των Ιωσαφαίων. Είναι δέκα καλόγεροι ζωγράφοι, κάθε βδομάδα ένας κάνει τη λάτρα του σπιτιού, σκουπίζει, πλένει, μαγειρεύει, κι οι άλλοι ζωγραφίζουν. Από το αργαστήρι ετούτο βγαίνουν και παν στα πέρατα της ορθοδοξίας οι καλοχτενισμένοι, καλοθρεμμένοι Χριστοί, οι όμορφες πλουσιοντυμένες Παναγίες, οι ροδομάγουλοι ευχαριστημένοι άγιοι χωρίς καμιάν αγιότητα. Χαλκομανίες. Αγαθοί καλοπροαίρετοι καλόγεροι, φιλόξενοι, φιλότιμοι, αγαπούν το καλό φαΐ, το καλό κρασί, τους μουνουχισμένους γάτους.
Ώρες μετά το δείπνο, καθούμενοι γύρα από το μεγάλο αναμμένο τζάκι, κουβεντιάζαμε εμείς για τα εγκόσμια, αυτοί για τα υπερκόσμια (...) Το πρωί, στην τζαμωτή βεράντα της Σκήτης, μέσα στους ζωγραφισμένους ροδομάγουλους αγίους και τις παχουλές Παναγίες, πίναμε με τους δέκα ρασοφόρους ζωγράφους το γάλα και μασουλίζαμε το νόστιμο σιταρένιο παξιμάδι και τα πλούσια προσφάγια.
Από τα μεγάλα παράθυρα έμπαινε πράος πολύ ο χειμωνιάτικος ήλιος κι η μελένια μυρωδιά του πεύκου. Μιλούσαμε, γελούσαμε, δεν ήταν τούτο Άγιο Όρος, ο Χριστός εδώ είχε αναστηθεί και γελούσε κι αυτός μαζί μας. Στορούσαν οι καλόγεροι τα θάματα των αγίων και το μάτι τους έπαιζε, σα να πίστευαν, σα να μην πίστευαν, κι έλαμπαν τα πρόσωπά τους από ένα μακρινό αντιφέγγισμα».
Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Χρήστος Χρηστοβασίλης περιέγραφε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη (15.5.1895), την περιπλάνησή του στον Άθω: Αφού πρώτα είχε περάσει μια νύχτα στη σπηλιά ενός ασκητή: «Τον ευχαρίστησα, τον αποχαιρέτησα... Γιωμάτισα σ' ένα καλογεροχώρι, την Αγία Άννα, το πλειο παράξενο χωριό που μπορούσα να φανταστώ, και το βράδυ κατάντησα στο Μοναστήρι του Γρηγορίου, πούχει γούμενο έναν Τριπολιτσιώτη, Συμεών λεγόμενο, όπου πέρασα σαν στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας. Από την τρώγλη στο παλάτι! Αυτός ο γούμενος Συμεών μπορούσε να δώση τα καλλίτερα οικονομολογικά και διοικητικά μαθήματα σ' όλους τους υπουργούς και πρωθυπουργούς της Ελλάδας, από Κωλέττη και δώθε!».
Μερικά πράγματα μένουν αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο: Θυμάμαι ότι στην πρώτη μου επίσκεψη στην (ιδιόρρυθμη ακόμη τότε) μονή Βατοπεδίου, το 1986, ήμουν παρών σε μια συζήτηση του αρχοντάρη με τους επισκέπτες, όπου το κύριο θέμα ήταν η εξέλιξη της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας στο Χρηματιστήριο Αθηνών...
Τον Μάρτιο του 1994 ο Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος Κρίστοφερ Μέριλ φτάνει στο Άγιον Όρος για πρώτη φορά, καταρρακωμένος ηθικά και ψυχολογικά, καθώς μόλις έχει καλύψει δημοσιογραφικά το σφαγείο του πολέμου στη γειτονική Γιουγκοσλαβία. Διανυκτερεύοντας στο σέρβικο μοναστήρι, το Χιλανδάρι, οι μοναχοί που τον φιλοξενούν κάνουν έρευνα για τον συγγραφέα επισκέπτη τους στο Διαδίκτυο και ανακαλύπτουν ότι έχει δημοσιεύσει ένα βιβλίο για τους πρόσφυγες των Βαλκανίων.
Θεωρείται ανεπιθύμητος και αποφασίζουν να τον διώξουν από το μοναστήρι μέσα στη νύχτα -«η θερμοκρασία ήταν υπό το μηδέν και τα τσακάλια να ουρλιάζουν έξω από τα τείχη». Η τραυματική εμπειρία ωστόσο δεν αποθαρρύνει τον Μέριλ, που επιστρέφει ξανά και ξανά στο Άγιον Όρος, με πολύτιμο καρπό των ταξιδιών του το βιβλίο του «Ταξίδι στον Άθω» που κυκλοφόρησε το 2004 (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).
«Θεός είναι η φωτιά που κατακαίει το κακό»: Σε μια από τις επισκέψεις του στα μοναστήρια, ο Μέριλ ανακαλύπτει τα βιβλία του Νικόδημου του Αγιορείτη (1748-1809). Η «Φιλοκαλία» είναι καθοριστικό έργο για την αναγέννηση του μοναχισμού στον Άθω κατά τον 19ο αιώνα. Στα 1951, στην Αγγλία, ο Τ.Σ. Έλιοτ έρχεται σε σύγκρουση με το εκδοτικό συμβούλιο του οίκου Faber and Faber επιμένοντας ότι η «Φιλοκαλία» πρέπει να εκδοθεί στα αγγλικά, έστω και με οικονομική ζημία. Πέρα από τις προβλέψεις του συμβουλίου, η έκδοση αποδείχθηκε ιδιαίτερα κερδοφόρα και το έργο ανατυπώνεται συνεχώς από τότε.
«Αργά το απόγευμα που φτάνω, η Σκήτη της Αγίας Αννας σφύζει από ζωή. Σε ένα τραπεζάκι της αυλής ένας γέροντας κόβει κρεμμύδια για το γλέντι. Μερικοί προσκυνητές ξεδιαλέγουν τα σαλατικά και κόβουν το μαϊντανό και τον άνηθο, άλλοι μεταφέρουν καυσόξυλα στην κουζίνα όπου η ψαρόσουπα σιγοβράζει μέσα σε μεγάλα τσίγκινα δοχεία. (...) Κάποιος κρατά έναν γέροντα από το χέρι βοηθώντας τον να ανηφορίσει το μονοπάτι... Ακούμε τους μοναχούς να ψέλνουν στην αυλή του ξωκλησιού τους. Οι ερημίτες ψάλλουν απαντώντας τους... Χριστός Ανέστη!!».