Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Γράφει η Μάρω Σιδέρη για τον Άγιο Πορφύριο


article893-image-600x600
Κοιτάζω και ξανακοιτάζω την εικόνα του Γέροντα Πορφυρίου- του Αγίου Πορφυρίου, όπως ακούω να τον λένε οι πιστοί ολόγυρά μου. Κοιτάζω την αγιογραφία του με το φωτοστέφανο και νοιώθω ανόητη. Θεέ μου πόσο ανόητη! Ήταν Άγιος λοιπόν εκείνος ο γέροντας που με υποδεχόταν χωρίς να μιλά όταν έμπαινα στο κελάκι του τρομαγμένη; Ήταν άγιος εκείνο το γλυκό, υπομονετικό γεροντάκι που σεβάστηκε πάντα την άρνησή μου να ακούω συμβουλές τύπου Κατηχητικού και δε μου έδωσε ποτέ καμιά τέτοια συμβουλή; Ήταν Άγιος λοιπόν! Κι εγώ νοιώθω ανόητη γιατί πάντα ήξερα ότι ήταν Άγιος, κι όμως τον φοβόμουν. Ένα παιδί ήμουν όταν τον γνώρισα, με όλα τα θέματα που έχει ένα παιδί που μπαίνει σε μια άγρια μαύρη εφηβεία. Ένα παιδί, μεγαλωμένο με χριστιανικές αρχές που όμως ήθελε να τις γκρεμίσει γιατί δεν του άρεσαν, δεν το ικανοποιούσαν, το καταπίεζαν. Τέτοιο παιδί ήμουν όταν γνώρισα το Γέροντα, γι’ αυτό και καταπιεζόμουν όταν έπρεπε να ακολουθήσω την οικογένειά μου που λαχταρούσε να τον επισκεφτεί. Εκείνα τα Κυριακάτικα μεσημέρια όταν έπρεπε να βγάλω τα αγαπημένα μου τζιν και να φορέσω τη φούστα για να πάω να του φιλήσω το χέρι με εξόργιζαν. Τη θυμάμαι αυτή την οργή που έσκαγε μέσα μου σιωπηλά – γιατί δεν τολμούσα να πω ότι δεν ήθελα να τον δω. Δεν τολμούσα γιατί μέσα μου ήξερα ότι ήταν Άγιος- πώς να αρνηθώ την ευχή ενός τέτοιου ανθρώπου; Κι από την άλλη τον φοβόμουν που ήταν Άγιος. Στην αρχή φοβόμουν γιατί ένοιωθα ότι ήξερε τις σκέψεις και τις πράξεις μου και έτρεμα μην τις αποκάλυπτε στη μαμά μου… Κι όταν κατάλαβα ότι δεν αποκάλυπτε τίποτα, πάλι τον φοβόμουν γιατί πίστευα ότι με έκρινε για όσα είχα κάνει, όσα είχα πει, για ότι ήμουν, ότι δε με ενέκρινε για φιλαράκι του – και γιατί να το έκανε άλλωστε; Είχε ήδη εγκρίνει για φιλαράκια του την αδερφή μου, τη μαμά μου, το μπαμπά μου. Σ’ εκείνους μιλούσε, τους καλωσόριζε, τους έδινε το σταυρό που κρατούσε στο χέρι να τον φιλήσουν. Σε μένα δεν το έκανε… δεν άπλωνε το χέρι να του το φιλήσω… πλησίαζα μόνη μου, τρομαγμένη, καταπιέζοντας τον εαυτό μου να το κάνω και πάντα έφευγα με τρόμο ότι δεν με είχε δεχτεί. Ώσπου ένα μεσημέρι Σαββάτου , η μαμά μου ζήτησε επιτακτικά να ετοιμαστώ για να πάμε στο Γέροντα. Ήθελα να της πω ότι δεν ήθελα να έρθω μα δεν τόλμησα. Κι έτσι φώναξα ότι ήθελα να έρθω με το παντελόνι. Η μαμά μου ήταν ανένδοτη κι έτσι μπήκα οργισμένη στο δωμάτιό μου και πίσω από την ασφάλεια της μοναξιάς μου τον έβρισα. Τον έβρισα τόσο, που μετά από τόσα χρόνια ακόμα ντρέπομαι για όσα είπα μονάχη στο δωμάτιό μου. Μετά, βγήκα φορώντας τη φούστα μου, μπήκα στο αυτοκίνητο, σιωπηλή και πάντα με την ίδια οργή μέσα μου. Όταν φτάσαμε στο κελάκι του, μπήκαμε όλοι μέσα – εγώ απλά τυπικά θα του φιλούσα το χέρι και θα έφευγα τρέχοντας έξω. Εκείνο το απόγευμα ήταν η πρώτη φορά που με χαιρέτησε με το όνομά μου. Έλα Μάρω μου είπε και μου άπλωσε το χέρι. Θεέ μου πόσο μου άρεσε που άκουσα τη φωνή του να με λέει όπως με φώναζαν οι φίλοι μου! Και πόση ανακούφιση αισθάνθηκα, με την υποδοχή του! Ασφαλώς για να με υποδεχτεί έτσι για πρώτη φορά, ενώ εγώ είχα ξεσπάσει εναντίον του στο δωμάτιό μου, μάλλον δεν ήταν Άγιος. Μάλλον δεν ήξερε τι είχα πει…

Κι εκεί που πήγα μια ανάσα ανακούφισης τον άκουσα να μου λέει στοργικά- πολύ στοργικά: Μάρω θα μπορούσες να βγεις λίγο έξω, για να μιλήσω στο μητέρα σου;

Καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί εκείνη την ώρα! Ήμουν σίγουρη ότι, ως Άγιος, όχι μόνο είχε ακούσει όλα όσα είχα ψιθυρίσει, αλλά θα τα έλεγε όλα στη μαμά μου! Βγήκα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή κι όση ώρα περίμενα απ έξω είχα ετοιμάσει στη σκέψη μου την άμυνά μου: είχα φορτώσει κι ήμουν έτοιμη για μάχη! Κι όμως καμιά μάχη δε συνέβη. Δεν ξέρω τι της είπε, ξέρω όμως ότι όταν βγήκε από το κελάκι η μαμά μου μού ζήτησε συγγνώμη χωρίς να μου εξηγήσει γιατί. Ξέρω ακόμα ότι δεν μου επέβαλε ποτέ ξανά να πάω μαζί τους στο Γέροντα. Μόνη μου πήγαινα, από ντροπή, γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι δεν ήθελα να πάω, γιατί ζήλευα τη σχέση που είχε η αδερφή μου μαζί του κι ας μην τον πήγαινα! Ήθελα να τον αγαπάω κι ας μην τον αγαπούσα. Ήθελα να ένοιωθα την ευλογία του κι ας μην την ένοιωθα! Ήθελα να με θεωρήσει φιλαράκι του κι ας μην αισθανόμουν ότι ήταν δικός μου φίλος. Έπρεπε να βγω από το σκοτάδι της εφηβείας μου για να καταλάβω με ντροπή ότι εκείνος με είχε αποδεχτεί, έτσι όπως ήμουν. Κατάλαβα πως όταν δεν μου άπλωνε το χέρι να το φιλήσω, το έκανε όχι από αποδοκιμασία αλλά από αποδοχή. Στη μεταξύ μας σχέση εκείνος ήταν ο ειλικρινής κι εγώ η ψεύτικη. Εγώ πλησίαζα κι ας μην ήθελα, εκείνος όμως δεν άπλωνε το χέρι επειδή σεβόταν το φόβο και την αντίδρασή μου. Εγώ καταπίεζα τη Μάρω, ενώ εκείνος την αποδεχόταν κι έκανε αυτό που η Μάρω ήθελε… Ακόμα και την οργή μου εκείνος την ερμήνευε σαν προσευχή. Δε μου έκανε καμιά νύξη για το Χριστό, δε μου έδωσε καμιά συμβουλή, δε μου μίλησε για θαύματα για να με πείσει. Κι όμως ξέρω πια ότι αυτή η σιωπή ήταν η πιο τρανή απόδειξη ότι με είχε αποδεχτεί σα φιλαράκι του, έτσι όπως ήμουν. Ίσως γι’ αυτό ήταν ο μόνος που δεν αντέδρασε όταν πέρασα στη Θεολογία. Όλοι οι άλλοι, φίλοι συγγενείς θορυβήθηκαν: Η Μάρω στη Θεολογία? Ακόμα κι εγώ η ίδια δεν ήξερα γιατί είχα βάλει τη Θεολογία ως πρώτη επιλογή. Εκείνος όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε με συνεχάρη, ούτε θριαμβολόγησε. Κράτησε την ίδια σιωπηλή, ξεκάθαρη στάση που επιθυμούσε η ψυχή μου. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι βλέποντας το αγρίμι μέσα μου, με ανέθεσε απευθείας στο Θεό κι αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη απόδειξη ότι με ένοιωθε φιλαράκι του…

Αυτή τη σχέση την παθιασμένη την είχα με το Γέροντα ως το τέλος. Εγώ δε μαλάκωσα ποτέ κι εκείνος δεχόταν πάντα την ορμή μου σαν δείγμα αγάπης. Τον ξαναπρόσβαλα το Γέροντα, άλλη μια φορά και πάλι πίσω από την πλάτη του – ως γνήσια θρασύδειλη! Πάλι Σάββατο ήταν κι εγώ ήμουν φοιτήτρια πια και είχα εξεταστική. Τη Δευτέρα έδινα μάθημα και στις 9 το βράδυ του Σαββάτου έμαθα ότι είχα διαβάσει λάθος ύλη. Πανικοβλήθηκα κι όταν η μαμά μου προσπαθώντας να με ηρεμήσει μου είπε «Βρε τι σκας? Αφού έχεις το Γέροντα!», εγώ έγινα ηφαίστειο που έσκασε: «Δε μας παρατάς με το Γέροντά σου! Τι να μου κάνει τωρα ο Γέροντας;» Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν άκουσα τη μαμά μου να λέει: Γέροντα!… ναι εδώ είναι η Μάρω. Δίπλα μου!» ήθελα να έχει το πάτωμα μια καταπακτή για να χωθώ μέσα! Σα βρεμένο γατί πήρα το ακουστικό και η φωνή μου που τόσο σθεντόρια τον είχε αμφισβητήσει, τώρα είχε γίνει ψίθυρος. Την απορία του δε θα την ξεχάσω ποτέ: «Άραγε, ποια από τις δυο σας με επικαλέστηκε στ’ αλήθεια;» με ρώτησε, σα να ήθελε να με διαβεβαιώσει ότι εκείνος ως Άγιος δεν άκουγε λόγια του στόματος αλλά της ψυχής… «θα μπορούσες να έρθεις αύριο να διαβάσεις εδώ;» με ρώτησε με μια ευγένεια που όμοιά της δεν έχω συναντήσει. Είπα ναι, όλο ντροπή και χωρίς άλλα λόγια έκλεισε το τηλέφωνο. Το άλλο πρωί στις 7 ήμουν με τους γονείς μου στη Μαλακάσα. Ο Γέροντας είχε δώσει εντολή να ανοίξουν ένα γραφείο για να περιμένω- κι ας είχε λειτουργία στο Ναό. Εκείνος με αποδεχόταν όπως ήμουν… Όταν με δέχτηκε στο κελάκι, μετά τις 10, πάλι δεν είχε πολλά λόγια: «Αχ και να πίστευες λίγο! 10 θα έγραφες!» μου είπε απαλά κι άνοιξε το βιβλίο τέσσερις φορές. «δεν πειράζει όμως. Και το 5 καλό είναι!»
Από τα τέσσερα θέματα διάβασα τα δύο. Τα άλλα τα βρήκα ανούσια και χαζά! Έπεσαν και τα τέσσερα κι εγώ πήρα 5! Καλό ήταν! Καλό μου έκανε! Άλλωστε πάντα με το Γέροντα 5 έπαιρνα. Το παραπάνω δεν το αντέχω, ούτε το αξίζω και το ξέρω. Μου αρκεί όμως αυτό το 5… με κάνει να νοιώθω ότι τον έχω κοντά μου κι αυτό μου αρκεί. Όσο για το ότι είναι Άγιος; Το ξέρω μα δε το αντέχει το μυαλό μου… ο γέροντας ήταν άγιος πάντα , μόνο ένας Άγιος θα άντεχε κάποιαν σαν εμένα. Για μένα είναι Άγιος μα παραμένει ο Γέροντας, ο δικός μου Γέροντας, αυτός που χρησιμοποιεί την απιστία και τον εγωισμό και την αμφιβολία μου ως μέσα για να επικοινωνήσει μαζί μου. Είναι ο Γέροντας που δε με μάλωσε ποτέ, δε με κολάκεψε ποτέ, δε με εγκατέλειψε ποτέ μα μόνο με τα εντελώς απαραίτητα λόγια. Είναι ο Γέροντας που δε μου απαντά όταν απευθύνομαι σ’ αυτόν από υποκριτικό καθωσπρεπισμό και που με καλωσορίζει πάντα όταν του μιλάω απλά ως Μάρω…


Η απόλυτη γυναίκα...


Στο πρόσωπό της ισορροπούν όλες οι αρετές: ομορφιά, αθωότητα, δύναμη, υπομονή, ταπείνωση, αξιοπρέπεια, αγάπη, σοφία, θάρρος, συγχωρητικότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία, χάρη, προσφορά...
Στην ιστορία της όλες οι ιδιότητες ολοκληρώνονται: η κόρη που προσφέρεται, η γυναίκα που υπηρετεί το Ιδανικό της, η μητέρα που υιοθετεί την Ανθρωπότητα, ο άνθρωπος που χωρίς να κάνει θόρυβο επιβάλλεται και θριαμβεύει... Παναγία: πιο πολύ από αγία,πιο πολύ από ιερή, πιο στοργική από κάθε μητέρα, πιο ανθρώπινη από κάθε άνθρωπο... πιο όμορφη από την ανθρώπινη ομορφιά. Εκείνο το κορίτσι που ως παιδί δόθηκε δώρο στο Θεό που την είχε δωρίσει, στην εφηβεία της δόθηκε δώρο στην Ανθρωπότητα που την είχε προσφέρει: στα σπλάχνα της η Ζωή μεγάλωσε, στο νανούρισμά της η Ζωή αναπαύθηκε, στο δάκρυ της η Ζωή θρηνήθηκε, στη δοξολογία της η Ζωή θριάμβευσε... και στην ικεσία της, στην αδιάκοπη, πονεμένη ικεσία της, κάθε άνθρωπος στηρίζεται κι εκεί ελπίζει: σαν την κοιτάς δεν αισθάνεσαι ούτε μοναξιά, ούτε ορφάνια, ούτε φόβο... σαν της μιλάς νιώθεις γεμάτος σα να σ' αγκαλιάζει ο Ουρανός... σαν την αγαπάς τίποτα δε σε τρομάζει...η σκέψη της και μόνο είναι ικανή να γεμίσει τη ψυχή σου ηρεμία και θάρρος... κανένας άλλος άνθρωπος δεν υπέμεινε τόσο πολύ χωρίς ίχνος βαρυγκόμιας... καμιά άλλη μάνα δεν αγάπησε ποτέ τόσο πολύ τους βασανιστές του σπλάχνου της... καμιά άλλη γυναίκα δεν τιμήθηκε από γη και ουρανό όσο εκείνη: δούλη κι όμως βασίλισσα, θνητή κι όμως αθάνατη, κόρη ανθρώπων και μητέρα Θεού, ελπίδα και προστασία χιλιάδων ικετών, τιμημένη με χίλια ονόματα, με χίλιους ύμνους, με χίλια δάκρυα, με χίλιες παρακλήσεις, η Απόλυτη γυναίκα, η απόλυτη μητέρα, η απόλυτη προσευχή, η απόλυτη ελπίδα... Αν η Ανθρωπότητα είναι το πιο βλαβερό κομμάτι της δημιουργίας, η Παναγία είναι ο μοναδικός λόγος που αξίζει η ανθρωπότητα να νιώσει ευτυχία: όλοι μας ψεύτες και φονιάδες (με χέρια, λόγια ή σκέψεις), υποκριτές και βλάσφημοι, εγωιστές και αχάριστοι, κλέφτες και οκνηροί, δουλοπρεπείς και τύραννοι... κι όμως είδος δικό μας κι εκείνη...Μια μονάχα ξεχωριστή... μια μονάχα κι όμως αρκετή για να ελπίζουμε όλοι, πως τούτο το είδος μπορεί να σωθεί...
Υ.Γ. Της Παναγιάς η Ελλάδα γιορτάζει απ' άκρη σ' άκρη... γιορτάζει η μάνα μας... γιορτάζουμε όλοι! Χρόνια πολλά!!!!!!!!!!!!!!

 ΜΑΡΩ ΣΙΔΕΡΗ

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016

Θ΄ Ματθαίου: Α΄ Κορ. γ΄ 9-17
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016


Θ΄ Ματθαίου: Ματθ. ιδ΄ 22-34
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.       

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016

Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΚΥΡΙΑΚΗ  Θʹ  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ιδ΄, 22-34)
«Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀνάγκασε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ἕως ὅτου διαλύση τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τοὺς ὄχλους ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθῆ μόνος του. Ὅταν βράδιασε ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Τὸ πλοῖο βρισκόταν πλέον μέσα στὴ θάλασσα καὶ χτυπιόταν ἀπὸ κύματα· διότι ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος. Κατὰ τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύχτας, δηλαδὴ κατὰ τὰ ξημερώματα,  πῆγε σ᾽αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περπατώντας ἐπάνω στὴ θάλασσα. Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν οἱ μαθητές του νὰ περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα, ταράχτηκαν καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι φάντασμα, καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους φώναξαν. Ἀμέσως τοὺς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· πᾶρτε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβᾶστε. Ἀποκρίθηκε τότε ὁ Πέτρος σ᾽αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, παρήγγειλε νὰ ἔλθω σὲ σένα ἐπάνω στὰ νερά. Καὶ αὐτὸς τοῦ εἶπε· ἔλα. Καὶ ἀφοῦ κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ περπατάη ἐπάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ ἔλθη στὸν Ἰησοῦ. Βλέποντας ὅμως τὸν ἄνεμο ἰσχυρὸ φοβήθηκε, καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ καταποντίζεται φώναξε καὶ εἶπε· Κύριε, σῶσε με. Ἀμέσως τότε ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε  τὸ  χέρι  του,  τὸν  ἔπιασε καὶ τοῦ εἶπε· ὀλιγόπιστε! γιατί δίστασες; Καὶ ἀφοῦ ἀνέβηκαν αὐτοὶ στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος· καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦσαν στὸ πλοῖο ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ εἶπαν· Ἀλήθεια εἶσαι υἱὸς Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ πέρασαν ἀπέναντι, ἔφθασαν στὴ χώρα Γεννησαρέτ».
* * *
Στὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ βλέπουμε ὁλοκάθαρα τὴ μέριμνα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του ποὺ βασανίζονταν ὅλη νύχτα μέσα στὰ ἄγρια κύματα τῆς θάλασσας·  δὲν τοὺς ἄφησε νὰ πνιχτοῦν, ἀλλὰ πῆγε καὶ τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὴ φοβερὴ αὐτὴ τρικυμία μὲ τὴ θεία παρουσία του. Ἔδωσε ἀκόμα καὶ στὸν ἀπόστολο Πέτρο τὴ δύναμη νὰ περπατᾶ καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὰ νερά, γιὰ νὰ τοῦ δείξη, ὅτι ἐὰν βλέπη σ᾽ αὐτὸν καὶ ἔχη πίστη, μπορεῖ νὰ ξεπεράση κάθε φυσικὸ ἐμπόδιο καὶ νὰ φτάση σ᾽αὐτόν. Μὰ καὶ ἄν ὀλιγοπιστήση κάπου ὡς ἄνθρωπος, πάλι αὐτὸς εἶναι δίπλα του καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήση νὰ καταποντισθῆ μέσα στὰ ἄγρια κύματα τῆς θάλασσας τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγαπᾶ τοὺς μαθητές του καὶ δὲν τοὺς ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλὰ πάντα τοὺς προστατεύει καὶ τοὺς βοηθάει. Εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἔχει ὄχι μόνο τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τὴ θεία δύναμη γιὰ νὰ σώση τοὺς ἁγίους ἀποστόλους του ἀπὸ ὅποιοδήποτε κίνδυνο καὶ ἄν βρεθοῦν ὡς ἄνθρωποι.
Στὸ πλοῖο αὐτὸ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅλη τὴν Ἐκκλησία του. Στὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ βαίνουν ὅλοι οἱ πιστοί, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἔλαβαν τὸ ἅγιο βάπτισμα. Κάθε χριστιανὸς εἶναι καὶ ἕνας ἐπιβάτης τοῦ ἀποστολικοῦ αὐτοῦ πλοίου. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ πλοίου αὐτοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία λέγεται καὶ Ἀποστολική. Ὁ πηδαλιοῦχος καὶ ὁδηγὸς αὐτοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός· αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὁδηγεῖ καὶ κατευθύνει σωστὰ καὶ ἀλάνθαστα τὸ πλήρωμά του στὸ δρόμο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ μπῆκε μέσα στὸ πλοῖο αὐτὸ θὰ φτάση καὶ στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δὲν θὰ πνιχθῆ ὅσο μένει μέσα σ᾽ αὐτό.
Ἐμεῖς βλέπουμε στὴν Ἐκκλησία ἀνθρώπους νὰ διοικοῦν καὶ νὰ κατευθύνουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα· βλέπουμε ὅμως ὅτι καὶ τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας νὰ χτυπιέται ἄγρια ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὥστε νὰ κινδυνεύη νὰ καταποντισθῆ, ἀκοῦμε τὶς φωνὲς τῶν ἀρχηγῶν τῆς Ἐκκλησίας νὰ φωνάζουν κατατρομαγμένοι ὅπως ἐδῶ     οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ πολλοὶ νὰ λέγουν· πάει ἡ Ἐκκλησία, χάθηκε. Ἐπάνω ὅμως στὸ ὄρος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ προσεύχεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία του στὸ Θεὸ Πατέρα, ὁ ὁποῖος τώρα κατεβαίνει μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, περπατάει ἐπάνω στὰ νερὰ καὶ προχωρεῖ πρὸς τοὺς μαθητές του. Ἔρχεται γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύση στὸ ἔργο τους, ὥστε τὸ πλοῖο νὰ φτάση στὴν ἀπέναντι ὄχθη χωρὶς νὰ χαθῆ κανεὶς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ εἶναι μέσα σ᾽ αὐτό. Τοὺς λέγει καθαρά, γιατί αὐτοὶ φοβήθηκαν μὲ τὴν παρουσία του· «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι».
Πόσο παρήγορη εἶναι ἡ φωνὴ αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Οἱ μαθητὲς παίρνουν θάρρος, καὶ ὁ Πέτρος ζητάει νὰ περπατήση καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὰ νερὰ σὰν τὸν Κύριο, καὶ τὸ κάνει ὅσο βλέπει στὸ Χριστὸ· καὶ τότε μόνο ἀρχίζει νὰ καταποντίζεται, ὅταν χάνη τὴν πίστη του, ὅταν δὲν κοιτάζη στὸν Κύριο. Δίπλα του εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ τὸν σώζει. Ἀνεβαίνουν μαζὶ στὸ πλοῖο καὶ ἡ θάλασσα ἀμέσως κοπάζει, γιατί καμία δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὸ Χριστό ὅσο δυνατὴ καὶ ἄν φαίνεται, ἀφοῦ τὰ πάντα ὑπακούουν στὸν Κύριο καὶ ὑποτάσσονται σ᾽αὐτόν, καὶ ἡ θάλλασα καὶ ὁ ἄνεμος. Ὅλοι ὅσοι εἶναι μέσα στὸ πλοῖο τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν ὁμολογοῦν καὶ λέγουν· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
π. Γ.Δ.Σ.                                 
                                                                             
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Λευτέρης Πετρούνιας: "Ζήτησα βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε σήμερα"!



Ο Λευτέρης Πετρούνιας έκανε το σταυρό του, φίλησε τα δυο του χέρια με τα γούρια του, το κομποσκοίνι και το σταυρό και ανέβηκε... πέταξε για σχεδόν ένα λεπτό και ύστερα... καρφώθηκε στην πρώτη θέση μένοντας στην ιστορία του αθληματος, των Ολυμπιακών Αγώνων και της Ελλάδας.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Η Παναγία και ο Λαός, κείμενο του Φώτη Κόντογλου


Η Παναγία και ο Λαός, κείμενο του Φώτη Κόντογλου
Ρωμηοσύνη και Ορθοδοξία είναι ένα πράγμα.
Για να μην πάρω τους πολύ παληούς, παίρνω δυο τρεις από εκείνους πού αγωνισθήκανε για την ελευθερία της Ελλάδας, πού όποτε μιλάνε για τη λευτεριά, μιλάνε και για τη θρησκεία.
Ο Ρήγας Φεραίος λέγει: «Να κάνουμε τον όρκο / απάνω στο Σταυρό". Ένας άλλος ποιητής γράφει: «Για της πατρίδας την ελευθερία / για του Χρίστου την πίστη την αγία / γι' αυτά τα δύο πολεμώ, / μ' αυτά να ζήσω επιθυμώ_ / κι αν δεν τα αποχτήσω / τι μ' ωφελεί να ζήσω;».
Του Σολωμού η ψυχή είναι θρεμμένη με τη θρησκεία, γι' αυτό μοσκοβολούνε τα ποιήματα του από δαύτη. Κι αυτή τη μοσκοβολιά τη νιώθει κανένας στην Ημέρα της Λαμπρής, στη Δέηση της Μαρίας, στη Φαρμακωμένη, Εις Μοναχήν, στον Ύμνο της Ελευθερίας, στο Διάλογο και σε πολλά άλλα.
Οι αγράμματοι ποιητές των βουνών, μέσα στα τραγούδια πού κάνανε, και που δε θα τα φτάξει ποτέ κανένας γραμματιζούμενος, μιλάνε κάθε τόσο για τη θρησκεία μας, για το Χριστό, για την Παναγιά, για τους δώδεκα Αποστόλους, για τους αγίους. Πολλές παροιμίες και ρητά και λόγια που λέγει ο λαός μας, είναι παρμένα από τα γράμματα της Εκκλησίας.
Η Ρωμηοσύνη είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία, γι' αυτό Χριστιανός κ' Έλληνας ήτανε το ίδιο. Από τότε που γινήκανε χριστιανοί οι Έλληνες, πήρανε στα χέρια τους τη σημαία του Χριστού και την κάνανε σημαία δική τους: Πίστις και Πατρίς! Ποτάμια ελληνικό αίμα χυθήκανε για την πίστη του Χριστού, από τα χρόνια του Νέρωνα και του Διοκλητιανού, έως τα 1838, πού μαρτύρησε ο άγιος Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων. Ποια άλλη φυλή υπόφερε τόσα μαρτύρια για το Χριστό; Αυτό το ακατάλυτο έθνος πού έπρε¬πε να πληθύνει και να καπλαντίσει τον κόσμο, απόμεινε ολιγάνθρωπο γιατί αποδεκατίσθηκε επί χίλια οχτακόσια χρόνια από φυλές χριστιανομάχες.
Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι αγιασμένη, γιατί είσαι βασανι¬σμένη. Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ' ένα μαρτύριο σου. Τα πάθη του Χριστού τα 'κανες δικά σου πάθη, τα μαρτύρια των Αγίων είναι δικά σου μαρτύρια. Ο δικός σου ο κλήρος στάθηκε η πίκρα. Θλίβεσαι με τον Χριστό, θλίβεσαι με την Παναγιά, μαρτυράς μαζί με τους μάρτυρες της πίστης κι ολοένα κλαις σαν θρηνητικό τρυγόνι στα αγιασμένα μνημούρια πού 'ναι φυτρωμένα απάνω τους αγριοχόρταρα και φλυσκούνια. Πλην η θλίψη σου εσένα είναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ελπίδα κι αθανασία. «Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» κατά τον Σολομώντα. Αυτό είναι το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη» πού λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Είναι η αληθινή χαρά πού ξαγοράζεται μονάχα με τον πόνο.
Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ' αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και ψέλνουνε οι ψαλτάδες. Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ' όνομα, και πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέρα της Ζωής, όπως λέγει εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό πού λένε σήμερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου. Μεθ' ων, ως Υιός σου και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Σήμερα όλη η Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των ορφανεμένων, η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων. Κι απ' άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμένα βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοι¬μήθηκε. Το μελτέμι που φυσά τώρα το Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο τα δεντρικά που 'ναι φορτωμένα με λογής λογής πωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βα¬λανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογής-λογής καράβια και καΐκια πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλο τους το γλυ¬κύτατο τ' όνομα της. Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον!
Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ' ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία. Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλνουνε τούτα τα τροπάρια που γεμίζουνε την ψυχή μας με κάποιον αγιασμένον ενθουσιασμό: «Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου, Γεσθημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κοσμώ δια σου το μέγα έλεος».
Από τι καρδιές, από τι χρυσά σπλάχνα εβγήκε τού¬τος ο πλούτος! Εδώ δεν είναι συνταίριασμα τεχνικό από λόγια κι από ήχους. Εδώ είναι αληθινά «η φωνή του Γα¬βριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας. Αμή εκείνη η θ' ωδή που λέγει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομιών σου». Η εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικό¬νισμα της: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν, εφύλαξας, εν τη κοιμήσει, τον κόσμων ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Η ο α' ειρμός στις Καταβασίες που λέγει: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθέ¬νε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ, μετά χορών και τύ¬μπανων τω σω άδοντες μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».
Από τούτη την άγια μέθη, που μεταδίνει η «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ο αγιασμένος γλάρος της Σκιάθου, κ' έγραψε τους καημούς του Δεκαπενταύγου-στου σκιρτώντας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστά στ' αφρισμένο πέλαγο, «ο φιλέρημος γέρων». Από το ίδιο νέκταρ της Παναγίας μέθυσε κι ο Σολωμός και ψέλνοντας και κείνος με ενθουσιασμό την Πεποικιλμένη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λόγια:
Ακολουθεί την αρμονία η αδελφή του Ααρών, η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανον τερπνόν. Και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές τραγουδώντας ανθοφόρες με τα τύμπανα κ' εκείνες.
Η Μαριάμ, η συνονόματη της Παναγίας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλνει για να φχαριστήσει το θεό, που καταπόντισε τον Φαραώ στην Ερυθρή θάλασσα. Και τη συντροφεύανε οι άλλες οι κό¬ρες, χορεύοντας και παίζοντας τα τύμπανα. «Λαβούσα δε Μαριάμ η προφήτις, η αδελφή του Ααρών, το τύμπα¬νον εν τη χειρί αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τύμπανων και χορών (Εξοδ. ιε', 20).
Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γάλα της βυζάξανε και θραφήκανε οι ποιητές της, το γάλα της Πα¬ναγίας.
Εμείς αυτό το γάλα το συχαθήκαμε, αλίμονο!
(Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ)

Η Κοίμησις της Θεοτόκου: Άρθρο του Αλ.Παπαδιαμάντη (15 Αυγούστου 1887)

koimisis-tis-theotokou«Η Κοίμησις της Θεοτόκου» Άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851 – 1911), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εφημερίς στις 15 Αυγούστου 1887. Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου – poimin.gr
 
Μία των γλυκυτέρων και συμπαθεστέρων εορτών του χριστιανικού κόσμου είναι και η Κοίμησις της υπεραγίας Θεοτόκου, ην σήμερον εορτάζει η Εκκλησία. Ευθύς από των πρώτων μ.Χ. αιώνων, έξοχος υπήρξεν η τιμή και ευλάβεια, ην απένεμον οι χριστιανοί προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η σημερινή εορτή είναι η κατ’ εξοχήν μνήμη της Θεοτόκου, άτε την Κοίμησιν αυτής υπόθεσιν έχουσα.
Η Κοίμησις αύτη συνέβη, κατά την ευσεβή παράδοσιν, τη 15 Αυγούστου, αλλά προϊόντος του χρόνου, συν τη καλλιεργεία και αναπτύξει του χριστιανικού πνεύματος, ετάχθη η προηγουμένη της ημέρας ταύτης δεκατετραήμερος εγκράτεια, προς τιμήν της υπεράγνου Θεομήτορος και αυτή
γινομένη. Αγομένης της νηστείας ταύτης, ψάλλονται εν τοις ιεροίς ναοίς εναλλάξ καθ’ εκάστην, οι δύο μελωδικώτατοι Παρακλητικοί Κανόνες, η Μεγάλη λεγομένη παράκλησις και η Μικρά.
Και αύτη μεν επιγράφεται «ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχού, η Θεοφάνους», και πιθανώτατον, ότι είναι του Θεοφάνους μάλλον, διότι πράγματι φαίνεται έργον δοκιμωτάτου ποιητού, η δε Μεγάλη παράκλησις είναι ποίημα του βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως. Εξόριστος από της βασιλευούσης, αλωθείσης υπό των Λατίνων, ο ατυχής εκείνος βασιλεύς, ευγλώττως εκχέει τα παράπονά του προς την μόνην πολιούχον αυτής και προστάτιδα: «Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή; που προστρέξω λοιπόν και σωθήσομαι; Που πορευθώ;… Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι, και επί σε θαρρών κατέφυγον».
Περί το τέλος του Μεγάλου Παρακλητικού κανόνος ψάλλονται και τα κατανυκτικώτατα εκείνα εξαποστειλάρια.
Το πρώτον, ως εκ μέρους της Θεοτόκου, αρχαιοπρεπές και απέριττον, έχει ώδε: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

Το τρίτον, ικεσία εκ μέρους των πιστών, είναι περιπαθέστατον: «Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των αγγέλων, παρακαλώ σε Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει». Προς το τροπάριον τούτο συνδέεται ευσεβής τις δοξασία από στόματος εις στόμα φερομένη και ασπαστή παρ’ ορθοδόξοις χριστιανοίς, ότι, κατά την τελευταίαν Κρίσιν, και προ της φρικτής αποφάσεως του αδεκάστου δικαστού, η εύσπλαγχνος Μήτηρ και Παρθένος θ’ ανατείνη το τελευταίον χείρας ικέτιδας προς τον Υιόν της και Κύριον, επικαλουμένη την συγκατάβασιν αυτού επί των αμαρτωλών.
Μετά την δεκαπενθήμερον προπαρασκευήν και νηστείαν, άρχεται η εορτή, και μετ’ αυτήν τα μεθέορτα, ψαλλόμενα μέχρι της 23 του μηνός, καθ’ ην τελείται η απόδοσις της εορτής, η άλλως λεγομένη και Μετάστασις της Θεοτόκου.
Αλλά και όλος ο Αύγουστος μην θεωρείται αφιερωμένος εις την Θεομήτορα, εν τω ιερώ δε Άθω, τη ακροπόλει ταύτη της Ορθοδοξίας, ήτις εδέχθη μετά την πτώσιν της Βασιλευούσης όσα κειμήλια και θησαυρούς δεν περιεσύλησαν οι αλλόφυλοι, και όπου περιεσώθη προς τοις άλλοις και η προς την Θεοτόκον ιδιάζουσα τιμή και το προνόμιον του επ’ ονόματι αυτής σεμνύνεσθαι, τα μεθέορτα εξακολουθούσι και μετά την 23 του μηνός. Χάριν δε περιεργείας δύναται να σημειωθή και η σύμπτωσις, ότι ο Αύγουστος αστρονομικώς ανήκει εις το ζώδιον, το λεγόμενον της Παρθένου.
Κατ’ αυτήν την ημέραν της εορτής τα άσματα και οι ύμνοι είναι εκ των καλλίστων της Εκκλησίας. Ο,τι υψηλόν και ωραίον έγραψέ ποτέ ο Κοσμάς και ο Δαμασκηνός Ιωάννης, οι δύο μέγιστοι της Εκκλησίας μελοποιοί, τονίζεται την ημέραν ταύτην επ’ εκκλησίας, και η ακολουθία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αμιλλάται προς τας της Μεγάλης Εβδομάδος και των Χριστουγέννων.
Λυρικώτατος είναι ο ένθεος Κανών του ιερού Κοσμά, το «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη», εις ήχον α’ αδόμενος, πανηγυρικώτατος δε ο του θείου Δαμασκηνού προς το «Ανοίξω το στόμα μου», εις δ’ ήχον. Ο ειρμός της α’ ωδής του α’ ήχου έχει ως εξής: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη, η ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο, προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ μετά χορών και τυμπάνων, τω σω άδοντας Μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».
Το α’ τροπάριον της αυτής ωδής λέγει·
«Αμφεπονείτο αύλων τάξις, ουρανοβάμων εν Σιών το θείον σώμά σου· άφνω δε συρρεύσασα, των Αποστόλων η πληθύς, εκ περάτων Θεοτόκε, σοι παρέστησαν άρδην, μεθ’ ων Άχραντε, σου την σεπτήν, Παρθένε, μνήμην δοξάζομεν».
Και το β’ τροπάριον·
«Νικητικά μεν βραβεία ήρω, κατά της φύσεως Αγνή, Θεόν κυήσασα· όμως μιμουμένη δε, τον ποιητήν σου και Υιόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσεως νόμοις· διο θνήσκουσα, συν τω Υιώ, εγείρη διαιωνίζουσα».
Αξιοσημείωτα είναι τα δύο τροπάρια της ε’ ωδής του δ’ ήχου, προς το «Εξέστη τα σύμπαντα»·
  • «Κροτείτωσαν σάλπιγγες, των θεολόγων σήμερον, γλώσσα δε πολύφθογγος ανθρώπων, νυν ευφημείτω, περιηχείτω αήρ, απείρω λαμπόμενος φωτί, άγγελοι υμνείτωσαν, της Παρθένου την κοίμησιν».
  • «Το Σκεύος διέπρεπε, της εκλογής τοις ύμνοις σου, όλος εξιστάμενος Παρθένε, έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ, τοις πάσι θεόληπτος και ων, όντως και δεικνύμενος, Θεοτόκε πανύμνητε».
Ο ειρμός της ζ’ ωδής του α’ ήχου, εν ω μνημονεύεται κατά χρέος η ιστορία των Τριών Παίδων, έχει ως έπεται·
«Ιταμώ θυμώ τε και πυρί, θείος έρως αντιταττόμενος, το μεν πυρ εδρόσιζε, τω θυμώ δε εγέλα, θεοπνεύστω λογική, τη των οσίων τριφθόγγω λύρα αντιφθεγγόμενος, μουσικοίς οργάνοις εν μέσω φλογός· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει».
Το επόμενον τω ειρμώ τούτω τροπάριον περιέχει ποιητικωτάτην παραβολήν, ή μάλλον αντίθεσιν, αφορμήν λαβούσαν εκ της συντρίψεως των πλακών της Διαθήκης υπό του Μωυσέως. «Θεοπνεύστους πλάκας Μωσής, γεγραμμένας τω θείω Πνεύματι, εν θυμώ συνέτριψεν, αλλ’ ο τούτου Δεσπότης, την τεκούσαν ασινή, τοις ουρανίοις φυλάξας δόμοις, νυν εισωκίσατο· συν αυτή σκιρτώντες, βοώμεν Χριστώ· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει».
Αλλ’ η χρυσή κορωνίς και το επιστέγασμα όλου του Κανόνος, είναι η ωραιοτάτη εκείνη καταβασία της θ’ ωδής, μετά του Μεγαλυναρίου, ψαλλομένη και εν τη Λειτουργία·
«Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον.
«Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν, προμνηστεύεται θάνατος· η μετά τόκον Παρθένος, και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου».

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ο Ἀπόστολος: Προς Φιλιππησίους επιστολή Παύλου (β΄5–11)
Ἀδελφοί, τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Ἀδελφοί, ἀς ἐπικρατῇ μεταξύ σας τὸ ἴδιο φρόνημα, τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶχεν θεϊκὴν ὕπαρξιν, δὲν ἐθεώρησε τὸ ὅτι ἦτο ἴσος πρὸς τὸν Θεὸν σὰν κάτι πρὸς ἁρπαγμόν, ἀλλ’ ἐκένωσε τὸν ἑαυτόν του λαβὼν μορφὴν δούλου, γενόμενος ὅμοιος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καί, ἀφοῦ κατὰ τὸ σχῆμα εὑρέθηκε ὡς ἄνθρωπος, ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτόν του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερήψωσε καὶ τοῦ ἐχάρισε ὄνομα τὸ ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ κάμψῃ κάθε γόνυ τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν καταχθονίων, καὶ κάθε γλῶσσα νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Κύριος εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ Πατρός.


Το Ευαγγέλιο: Κατά Λουκάν (ι΄ 38-42, ια΄ 27-28)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.
Ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; Εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας.
Αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, ἐμπῆκε ὁ Ἰησοῦς εἰς ἕνα χωριό. Μία γυναῖκα, ποὺ ὠνομάζετο Μάρθα, τὸν ὑποδέχθηκε εἰς τὸ σπίτι της. Αὐτὴ εἶχε ἀδελφὴν ποὺ ὠνομάζετο Μαρία, ἡ ὁποία ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουε ὅσα ἔλεγε.
Ἀλλ’ ἡ Μάρθα ἦτο ἀπησχολημένη μὲ πολλὴν ὑπηρεσίαν καὶ ἐπλησίασε καὶ εἶπε, «Κύριε, δὲν σὲ μέλει ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνη μου νὰ ὑπηρετῶ; Πές της λοιπὸν νὰ μὲ βοηθήσῃ».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ ἀνησυχεῖς διὰ πολλὰ πράγματα, ἀλλ’ ἕνα πρᾶγμα εἶναι ἀναγκαῖον. Ἡ Μαρία ἐδιάλεξε τὴν καλὴν μερίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθῇ».
Ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, κάποια γυναῖκα ἀπὸ τὸν κόσμον ἐφώναξε καὶ τοῦ εἶπε, «Μακαρία ἡ κοιλιὰ ποὺ σ’ ἐβάσταξε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ ἐθήλασες».
Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μακάριοι μᾶλλον εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν φυλάττουν».

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ιερά Μητόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΠΑΥΛΟΣ

ΕΛΕΩ  ΘΕΟΥ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΤΗΣ  ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ  ΣΕΡΒΙΩΝ  &  ΚΟΖΑΝΗΣ

Πρός τόν εσεβ κλρο, τούς ντιμωτάτους ρχοντες

καί τόν ελαβ λαό τς καθ’ μς ερς Μητροπόλεως.

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ  ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  ΕΠΙ  Τῌ  ΕΟΡΤῌ

ΤΗΣ  ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ  ΤΗΣ  ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Δεῦτε ἀνυμνήσωμεν λαοί, τὴν Παναγίαν Παρθένον Ἁγνήν, ἐξ ἧς ἀρρήτως προῆλθε, σαρκωθεῖς ὁ Λόγος τοῦ Πατρός…»


(Στιχηρό Ἰδιόμελο Ἑσπερινοῦ Κοιμήσεως Ὑπεραγίας Θεοτόκου)


Σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πανηγυρίζει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. Στὸν οὐρανὸ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὑποκλίνεται εὐλαβικὰ στὴν ἑορτάζουσα Παναγία Μητέρα Του! Οἱ Ἀγγελικὲς Δυνάμεις χοροστατοῦν μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ μὲ δέος ἀτενίζουν Ἐκείνη, πού ἔγινε ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς καὶ σωτηρίας μας! Ἀτενίζουν αὐτὴν πού ἔφερε στὸν κόσμο τὸν Σωτῆρα Χριστό, Αὐτὸν πού μᾶς χάρισε παντοτινὰ τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.


Σήμερα ἑορτάζει καὶ σύμπας ὁ χριστιανικὸς ὀρθόδοξος λαὸς ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης. Ἰδιαιτέρως, ὅμως, τὸ Γένος μας καὶ τὸ εὐλογημένο Ἔθνος μας, τὸ ὑπερπερισσῶς εὐλογημένο καὶ εὐεργετημένο ἀπὸ τὴν Παναγία μας. Καὶ ὁ λόγος δὲν ἀποτελεῖ ὑπερβολή:

  • «Ὑπέρμαχον Στρατηγὸν» τὴν ὀνόμασαν καὶ τὴν ἔψαλαν οἱ Βυζαντινοὶ, γιατί πολλαπλῶς καὶ παντοιοτρόπως εὐεργέτησε καὶ φύλαξε τὴν Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, τὴν Κωνσταντινούπολη: «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοὶ ἡ Πόλις σου Θεοτόκε…».
  • Σκέπη καὶ Στρατηγὸ τὴν εἶχαν στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὁ Κολοκοτρώνης, ἡ Μπουμπουλίνα καὶ οἱ ἄλλοι Καπεταναῖοι τοῦ ξεσηκωμοῦ ἐναντίον τῆς τυραννίας τοῦ Τούρκου κατακτητῆ.
  • Νεφέλη ὁλόφωτη τὴν ἔβλεπαν οἱ Στρατιῶτες μας νὰ τοὺς σκεπάζει στὸ Ἔπος τοῦ Σαράντα ἐκεῖ στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, στὴν Βόρειο Ἤπειρο, στὸ Ἀργυροκάστρο, στὴν Χιμάρα, στὴν Κορυτσά.

Ἀλλὰ μήπως κάθε μέρα, κάθε στιγμή, στὶς χαρές μας καὶ τὶς λύπες μας, στοὺς πόνους καὶ τοὺς στεναγμούς μας, τὸ ὄνομά Της δὲν προφέρουμε; «Παναγιά μου, σῶσε μας», «Σ’ εὐχαριστῶ, Παναγιά μου» καὶ πόσες προσευχὲς καὶ παρακλήσεις ἀφιερωμένες στὸ Πανάγιο ὑπερδεδοξασμένο ὄνομά Της!


Πόσα καὶ πόσα στόματα καὶ στὶς μέρες μας, ἂν καὶ χαρακτηρίζονται ὡς μέρες ἀποστασίας ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ πολλοὶ μὲ τὴν συμπεριφορὰ τους ἀπορρίπτουν καὶ προδίδουν τὸ Βάπτισμά τους, ὡστόσο αὐτοί οἱ λίγοι σὲ πεῖσμα τῶν πολλῶν, μὲ καρδιὲς γεμάτες ἐμπιστοσύνη καταφεύγουν στὴν σκέπη της καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὑμνωδὸ ψάλλουν: «Τὴν πάσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μὲ ὑπὸ τὴν σκέπην Σου!»

Ἀδελφοί μου καὶ τέκνα μου ἀγαπητά, ὁ λαός μας, ἡ χώρα μας, τὸ γένος μας, τὸ Ἔθνος μας, μέσα στὴν διαχρονικότητά του καὶ πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν, πολλὰ ὑπέστη καὶ ὅμως στάθηκε χάριν τῶν δύο ἀγαθῶν πού ὁ λαὸς μας κλείνει βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά του. Καὶ αὐτὰ δίδουν καρποὺς καὶ μεγαλεῖο ὅταν παραστῆ ἡ ἀνάγκη. Ποία εἶναι αὐτά; Τὸ ἀγαθόν της φιλοθεΐας καὶ τὸ ἀγαθόν της φιλοπατρίας.


Καὶ εἰδικὰ σήμερα βλέπουμε τὴν χώρα μας νὰ ὑποφέρει ἀξιακὰ καὶ οἰκονομικά· νὰ ὑποφέρει ἀπὸ ἰδεολογίες καὶ ἰδεολογήματα, ἀπὸ φιλοσοφίες πού μοιάζουν περισσότερο μὲ φλυαρίες, οἱ ὁποῖες ἀπειλοῦν νὰ ἀλλάξουν τὴν ταυτότητα καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία μας, νὰ μᾶς βγάλουν ἀπὸ τὸν δρόμο αὐτόν, πού ἔδωσε ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, ἥρωες τοῦ πνεύματος, τῆς σοφίας, τῆς ἐπιστήμης, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς τέχνης, τῆς εὐγένειας καὶ προπαντῶς τῆς φιλοτιμίας καὶ τῆς ἁγιοπατερικῆς φιλαλληλίας.

Καὶ νά, σὲ πεῖσμα ὅλων αὐτῶν «τὸ μικρὸ ποίμνιον», κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ἀντιστέκεται στὸν ἀντίχριστο λίβα, στὸν λέοντα τῆς ἀνομίας, ὁ ὁποῖος «ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίη» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου (Α΄ Πετρ. ε, 8).


Εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ γευόμενος σὲ κάθε Θεία Λειτουργία τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος γίνεται ἕνα μ’ Αὐτόν. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ λίγοι! Ναί, οἱ λίγοι! Ἀλλὰ μπολιασμένοι στὸν Χριστὸ γίνονται πολλοὶ καὶ ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ. Γίνονται ὑψιπετεῖς ἀετοὶ καὶ λεοντόκαρδοι. Τοῦτο εἶναι τὸ διακριτικό του Γένους μας. Γεγονὸς πού τὸ θαυμάζουν οἱ ξένοι, οἱ δῆθεν ἰσχυροί. Ἀνερμήνευτο γι’ αὐτούς! Ἁπλοῦν γιά μας! Δύναμή μας ὁ Χριστὸς καὶ σκέπη μας ἡ Παναγία!

Στεκόμαστε σήμερα ὄρθιοι στὶς πολλαπλὲς τιμωρίες τῶν δικῶν μας καὶ τῶν ξένων, γιατί δίπλα στὸν πάσχοντα καὶ ἐλπίζοντα λαό μας βρίσκεται ἡ ποιμένουσα Ἐκκλησία, ἡ διαχρονικὴ μάνα μας μὲ τὴν στοργική της ἀγκαλιὰ καὶ τὴν φροντίδα της· μὲ τὸ πλῆθος τῶν Γηροκομείων της, τῶν Κοινωνικῶν Παντοπωλείων της, τῶν Κοινωνικῶν Ἰατρείων της, μὲ τὰ συσσίτια καὶ τὰ πάσης φύσεως φιλανθρωπικὰ ἱδρύματά της, μὲ τὶς κατασκηνώσεις της. 

Στέκεται δίπλα στὸ λαό, πονάει, ὑποφέρει ἀλλὰ στέκεται ὄρθια, γιατί ἔχει καπετάνιο στὸ σκάφος τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ δίπλα τὴν Παναγία Μητέρα Του. Ἔχει κοντά της ἕνα μέρος τοῦ λαοῦ, φιλάνθρωπο καὶ φιλότιμο, πού γεμίζει τὰ τραπέζια τῶν Γερόντων, τὰ ράφια τῶν Κοινωνικῶν Παντοπωλείων, τὶς κουζίνες τῶν σισσιτίων γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς ἀδελφούς μας. Ἔχει δίπλα της καὶ νέους, μαθητὲς καὶ μαθήτριες, πού τρέχουν μὲ τὴν χαρὰ τῆς νειότης τους νὰ ἐνισχύσουν τὸ κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους καί πάνω ἀπ’ ὅλους ἔχει ἐκείνους πού στεροῦνται χάριν ἐκείνων πού δὲν ἔχουν τίποτα!


Νὰ, λοιπὸν, σήμερα πού ἡ μνήμη τῆς Μάνας μας, τὸ ὄνομά της Παναγίας μᾶς συγκέντρωσε ὅλους στὸ σπίτι τοῦ Υἱοῦ της νά προσφέρουμε ὅλοι μας, μὲ τὴν καρδιά μας γιὰ τὸ Γηροκομεῖο καὶ τὰ δύο Κοινωνικὰ Παντοπωλεῖα μας, τὰ ὁποῖα ἐξυπηρετοῦν περισσότερες ἀπὸ ἐννιακόσιες (900) οἰκογένειες, εἴτε ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας εἴτε ἀπὸ τὸ περίσσευμά μας. Ἂς βάλλουμε σὲ κίνηση τὴν ἀρετὴ πού μόνο ὁ Ἕλληνας ἔχει, τὴν φιλοτιμία. Ρωτῆστε, σᾶς παρακαλῶ, τὸν ἑαυτό σας: «ἐὰν ἐγὼ εἶχα ἀνάγκη, δὲν θὰ περίμενα τὴν φιλοτιμία τοῦ ἄλλου;»


Ἀδελφοί μου, ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, τρέξτε στὴν σκέπη καὶ τὴν μεσιτεία τῆς Παναγίας μας καὶ μὴ φοβῆσθε· μᾶς δοκιμάζει ὁ Θεός, γιατί εἶναι ὁ φιλάγαθος Πατέρας μας καί ζητάει τήν ἐπιστροφή μας στό σπίτι του, πού εἶναι καί τό δικό μας σπίτι!


Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα. Ἡ Παναγιά μαζί μας.

Εὐχέτης πρὸς Κύριον

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ο ΣΕΡΒΙΩΝ & ΚΟΖΑΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...