Ο συγγραφέας του μπεστ σέλερ «Το μανιφέστο της χαρούμενης παιδικής
ηλικίας» μιλά για την πίεση που ασκεί στα παιδιά ο υπερπροστατευτισμός
των γονιών
Καρλ Ονορέ
«Εχουµε µετατρέψει την παιδική ηλικία σε έναν αγώνα δρόµου προς την τελειότητα. Τα παιδιά δεν έχουν αρκετό χρόνο να παίξουν, να σκεφτούν και να πειραµατιστούν µόνα τους. Κάθε λεπτό της ζωής τους βρίσκεται υπό διαρκή προγραµµατισµό, έλεγχο, επίβλεψη και αξιολόγηση (εκτός από τα λεπτά που περνούν online ή παίζοντας βιντεογκέιµ)».
Πώς θα περιγράφατε τη σύγχρονη οικογένεια;
«Κάθε κοινωνία καταλήγει να έχει την οικογένεια που αντανακλά τις δυνάµεις και τις αδυναµίες της. Ως ενήλικες είµαστε υπερδραστήριοι και υπεραγχωµένοι και από ένστικτο ζητούµε να το µεταδώσουµε αυτό και στα παιδιά µας. Η σύγχρονη οικογένεια λειτουργεί σαν εταιρεία, εστιάζοντας κυρίως στον τοµέα της παραγωγικότητας και των ικανοτήτων. Αποστολή της εταιρείας είναι να παράξει τέλεια παιδιά».
Αφηγηθείτε μας την προσωπικήιστορία που έδωσε το έναυσμα για «Το μανιφέστο της χαρούμενης παιδικής ηλικίας».
«Σε µια συγκέντρωση γονέων οι δάσκαλοι µίλησαν όλοι µε καλά λόγια για τον επτάχρονο γιο µου, η δασκάλα όµως των τεχνικών άγγιξε την ευαίσθητη χορδή: “Ο γιος σας ξεχωρίζει”. Και να τη λοιπόν η λέξη που κάνει την καρδιά κάθε ανταγωνιστικού µπαµπά να χτυπάει σαν τρελή: “Χαρισµατικός”. Εκείνο το βράδυ “χτένισα” το Google ψάχνοντας εργαστήρια και δασκάλους εικαστικών που θα αναδείξουν το ταλέντο του γιου µου. Φαντασιωνόµουν ότι µεγαλώνω τον επόµενο Πικάσο. Το επόµενο πρωί ο γιος µου µού ανακοίνωσε: “Μπαµπά, δεν θέλω δάσκαλο, το µόνο που θέλω είναι να ζωγραφίζω. Γιατί εσείς οι µεγάλοι θέλετε συνεχώς να ελέγχετε τα πάντα;”».
Στην Ελλάδα, ο υπεργονεϊσμός, όπως τον περιγράφετε, βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ποιες είναι οι παρενέργειές του;
«Η πίεση που ασκούµε στα παιδιά λειτουργεί εις βάρος της δηµιουργικότητάς τους. ∆εν µαθαίνουν να σκέφτονται και να αποφασίζουν µόνα τους, απλά πράττουν αυτά που τους υπαγορεύουµε. Συχνά υποφέρουν από άγχος και εξάντληση. Και δεν µαθαίνουν να γεµίζουν µόνα τους τον χρόνο τους, µε αποτέλεσµα να βαριούνται εύκολα. Τα παιδιά θα δυσκολευτούν αργότερα να σταθούν στα πόδια τους. Με άλλα λόγια, δεν θα ενηλικιωθούν. Μεγάλα ποσοστά φοιτητών Πανεπιστηµίου πάσχουν από ψυχολογικά προβλήµατα. Στη διάρκεια συνεντεύξεων για την εισαγωγή τους σε κάποιο πανεπιστήµιο οι 19χρονοι υποψήφιοι λένε στους καθηγητές: “Γιατί δεν τηλεφωνείτε καλύτερα στη µητέρα µου;”. Ο οµφάλιος λώρος µένει ανέπαφος, ακόµη και µετά την αποφοίτηση. Για να προσλάβουν αποφοίτους πανεπιστηµίων, µεγάλες εταιρείες όπως η Merrill Lunch καθιερώνουν “ανοιχτές µέρες”, όπου η µαµά και ο µπαµπάς µπορούν να εξετάσουν τις εγκαταστάσεις τους. Γονείς συχνά συνοδεύουν τα τέκνα τους στις συνεντεύξεις για δουλειά προκειµένου να διαπραγµατευτούν τον µισθό και τις µέρες αδείας τους!».
Και οι έλληνες γονείς έχουν… ψύχωση με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Γνωρίζω ένα τρίχρονο αγόρι που κάνει μαθήματα αρχαίων Ελληνικών! Την ίδια στιγμή η Ελλάδα έχει τα πιο παχύσαρκα παιδιά στην Ευρώπη. Οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος;
«Στη διάρκειά της έρευνας για το βιβλίο µου συνάντησα στη Νέα Υόρκη µια γυναίκα που προσέλαβε τρεις νταντάδες για το µωρό της: µία που µιλάει ισπανικά, µία που µιλάει κινεζικά και µια τρίτη που µιλάει ρωσικά. Ευελπιστεί ότι ώσπου να κλείσει τα πέντε της χρόνια, η κόρη της θα είναι τρίγλωσση. Αν θέλετε τη γνώµη µου, το πιο πιθανό είναι το παιδί να κάνει ψυχοθεραπεία. Την ίδια στιγµή ανατρέφουµε την παχύτερη γενιά παιδιών που έχει δει ποτέ ο πλανήτης. Αλλά και τα παιδιά που αθλούνται κινδυνεύουν σε αριθµούς ρεκόρ από σοβαρούς τραυµατισµούς γιατί έχουµε εισαγάγει τον επαγγελµατισµό στον παιδικό αθλητισµό. Αφοσιωνόµαστε µετά ζήλου να χτίσουµε το βιογραφικό και τα ακαδηµαϊκά διαπιστευτήρια του παιδιού µας ενώ ταυτόχρονα τρέµουµε να το αφήσουµε από τα µάτια µας (από τη δεκαετία του ’70 ως σήµερα, η απόσταση που µπορούν να διανύσουν µόνα τους τα παιδιά στη Βρετανία µειώθηκε σχεδόν κατά 90%) και τελικά του στερούµε αυτό που χρειάζεται: χρόνο και χώρο να χαλαρώσει και να παίξει µόνο του».
Το ότι οι γυναίκες γίνονται σήμεραμητέρες σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία έχει συμβάλει στον υπεργονεϊσμό;
«Αναµφίβολα. Επειδή δηµιουργούµε µικρότερες οικογένειες, έχουµε στη διάθεσή µας περισσότερο χρόνο και χρήµα για κάθε παιδί. Οι γονείς είναι πιο στρεσαρισµένοι διότι η ολιγοµελής οικογένεια τούς προσφέρει λιγότερη γονεϊκή εµπειρία ενώ “αποθηκεύει” λιγότερα γονίδιά τους. Αν έχεις την πρώτη σου εγκυµοσύνη στα 39, είναι πολύ πιθανό να έχεις περάσει αρκετά χρόνια προσπαθώντας να αποκτήσεις παιδί. Εποµένως, ξεκινάς µε µια αγωνία. Επιπλέον, και τα δύο φύλα αποκτούµε παιδιά συχνά έπειτα από πολλά χρόνια στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσµα είναι να εισαγάγουµε τα εργασιακά ήθη στο σπίτι µας. Για να βελτιώσουµε την απόδοσή µας ως γονείς, κάνουµε ό,τι και στο γραφείο: φωνάζουµε τους ειδικούς, ξοδεύουµε πολλά λεφτά και δουλεύουµε νυχθηµερόν. Επαγγελµατικοποιούµε τον ρόλο του γονιού».
Οι σύγχρονοι γονείς φοβούνται να αφήσουν τα παιδιά τους να βαρεθούν και έτσι υπερπρογραμματίζουν τη ζωή τους. Μήπως πρόκειται για έναν ενήλικο φόβο;
«Οι ενήλικες φοβόµαστε τη σιωπή και την ανία διότι µας αναγκάζει να κοιτάξουµε µέσα µας, θέτοντας τα µεγάλα ερωτήµατα της ζωής. Αν αφήσουµε τα παιδιά να “βαρεθούν”, θα χρησιµοποιήσουν την ανία και τον ελεύθερο χρόνο σαν εφαλτήριο για να παίξουν, να εξερευνήσουν, να εφεύρουν. Το πρόβληµα είναι ότι εµείς µε το πρώτο σηµάδι ανίας στο πρόσωπο του παιδιού µας σπεύδουµε να λύσουµε το “πρόβληµα”, προσφέροντας καινούργια ερεθίσµατα ή ψυχαγωγία».
Πηγή: http://www.tovima.gr/society/article/?aid=427444
μέσω
http://elearningtheology.wordpress.com/
Καρλ Ονορέ
«Θεωρούµε την παιδική ηλικία πολύ σηµαντική για να την εγκαταλείψουµε στα χέρια των παιδιών! Ετσι ελέγχουµε κάθε λεπτό της ζωής τους». Ο καναδός δηµοσιογράφος Καρλ Ονορέ, συγγραφέας του µπεστ σέλερ «Το µανιφέστο της χαρούµενης παιδικής ηλικίας» (εκδόσεις Αερόστατο), που ταξίδεψε δύο χρόνια σε ολόκληρο τον δυτικό κόσµο ερευνώντας εις βάθος τη «βιοµηχανοποιηµένη» παιδι κή ηλικία της εποχής µας, µιλάει στο «Βήµα» για τον «υπεργονεϊσµό» που πλήττει τα τελευταία χρόνια και την ελληνική οικογένεια και για τις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στον γονεϊκό ρόλο.
Κύριε Ονορέ, από τι πάσχει σήμερα η παιδική ηλικία στις δυτικές κοινωνίες;«Εχουµε µετατρέψει την παιδική ηλικία σε έναν αγώνα δρόµου προς την τελειότητα. Τα παιδιά δεν έχουν αρκετό χρόνο να παίξουν, να σκεφτούν και να πειραµατιστούν µόνα τους. Κάθε λεπτό της ζωής τους βρίσκεται υπό διαρκή προγραµµατισµό, έλεγχο, επίβλεψη και αξιολόγηση (εκτός από τα λεπτά που περνούν online ή παίζοντας βιντεογκέιµ)».
Πώς θα περιγράφατε τη σύγχρονη οικογένεια;
«Κάθε κοινωνία καταλήγει να έχει την οικογένεια που αντανακλά τις δυνάµεις και τις αδυναµίες της. Ως ενήλικες είµαστε υπερδραστήριοι και υπεραγχωµένοι και από ένστικτο ζητούµε να το µεταδώσουµε αυτό και στα παιδιά µας. Η σύγχρονη οικογένεια λειτουργεί σαν εταιρεία, εστιάζοντας κυρίως στον τοµέα της παραγωγικότητας και των ικανοτήτων. Αποστολή της εταιρείας είναι να παράξει τέλεια παιδιά».
Αφηγηθείτε μας την προσωπικήιστορία που έδωσε το έναυσμα για «Το μανιφέστο της χαρούμενης παιδικής ηλικίας».
«Σε µια συγκέντρωση γονέων οι δάσκαλοι µίλησαν όλοι µε καλά λόγια για τον επτάχρονο γιο µου, η δασκάλα όµως των τεχνικών άγγιξε την ευαίσθητη χορδή: “Ο γιος σας ξεχωρίζει”. Και να τη λοιπόν η λέξη που κάνει την καρδιά κάθε ανταγωνιστικού µπαµπά να χτυπάει σαν τρελή: “Χαρισµατικός”. Εκείνο το βράδυ “χτένισα” το Google ψάχνοντας εργαστήρια και δασκάλους εικαστικών που θα αναδείξουν το ταλέντο του γιου µου. Φαντασιωνόµουν ότι µεγαλώνω τον επόµενο Πικάσο. Το επόµενο πρωί ο γιος µου µού ανακοίνωσε: “Μπαµπά, δεν θέλω δάσκαλο, το µόνο που θέλω είναι να ζωγραφίζω. Γιατί εσείς οι µεγάλοι θέλετε συνεχώς να ελέγχετε τα πάντα;”».
Στην Ελλάδα, ο υπεργονεϊσμός, όπως τον περιγράφετε, βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ποιες είναι οι παρενέργειές του;
«Η πίεση που ασκούµε στα παιδιά λειτουργεί εις βάρος της δηµιουργικότητάς τους. ∆εν µαθαίνουν να σκέφτονται και να αποφασίζουν µόνα τους, απλά πράττουν αυτά που τους υπαγορεύουµε. Συχνά υποφέρουν από άγχος και εξάντληση. Και δεν µαθαίνουν να γεµίζουν µόνα τους τον χρόνο τους, µε αποτέλεσµα να βαριούνται εύκολα. Τα παιδιά θα δυσκολευτούν αργότερα να σταθούν στα πόδια τους. Με άλλα λόγια, δεν θα ενηλικιωθούν. Μεγάλα ποσοστά φοιτητών Πανεπιστηµίου πάσχουν από ψυχολογικά προβλήµατα. Στη διάρκεια συνεντεύξεων για την εισαγωγή τους σε κάποιο πανεπιστήµιο οι 19χρονοι υποψήφιοι λένε στους καθηγητές: “Γιατί δεν τηλεφωνείτε καλύτερα στη µητέρα µου;”. Ο οµφάλιος λώρος µένει ανέπαφος, ακόµη και µετά την αποφοίτηση. Για να προσλάβουν αποφοίτους πανεπιστηµίων, µεγάλες εταιρείες όπως η Merrill Lunch καθιερώνουν “ανοιχτές µέρες”, όπου η µαµά και ο µπαµπάς µπορούν να εξετάσουν τις εγκαταστάσεις τους. Γονείς συχνά συνοδεύουν τα τέκνα τους στις συνεντεύξεις για δουλειά προκειµένου να διαπραγµατευτούν τον µισθό και τις µέρες αδείας τους!».
Και οι έλληνες γονείς έχουν… ψύχωση με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Γνωρίζω ένα τρίχρονο αγόρι που κάνει μαθήματα αρχαίων Ελληνικών! Την ίδια στιγμή η Ελλάδα έχει τα πιο παχύσαρκα παιδιά στην Ευρώπη. Οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος;
«Στη διάρκειά της έρευνας για το βιβλίο µου συνάντησα στη Νέα Υόρκη µια γυναίκα που προσέλαβε τρεις νταντάδες για το µωρό της: µία που µιλάει ισπανικά, µία που µιλάει κινεζικά και µια τρίτη που µιλάει ρωσικά. Ευελπιστεί ότι ώσπου να κλείσει τα πέντε της χρόνια, η κόρη της θα είναι τρίγλωσση. Αν θέλετε τη γνώµη µου, το πιο πιθανό είναι το παιδί να κάνει ψυχοθεραπεία. Την ίδια στιγµή ανατρέφουµε την παχύτερη γενιά παιδιών που έχει δει ποτέ ο πλανήτης. Αλλά και τα παιδιά που αθλούνται κινδυνεύουν σε αριθµούς ρεκόρ από σοβαρούς τραυµατισµούς γιατί έχουµε εισαγάγει τον επαγγελµατισµό στον παιδικό αθλητισµό. Αφοσιωνόµαστε µετά ζήλου να χτίσουµε το βιογραφικό και τα ακαδηµαϊκά διαπιστευτήρια του παιδιού µας ενώ ταυτόχρονα τρέµουµε να το αφήσουµε από τα µάτια µας (από τη δεκαετία του ’70 ως σήµερα, η απόσταση που µπορούν να διανύσουν µόνα τους τα παιδιά στη Βρετανία µειώθηκε σχεδόν κατά 90%) και τελικά του στερούµε αυτό που χρειάζεται: χρόνο και χώρο να χαλαρώσει και να παίξει µόνο του».
Το ότι οι γυναίκες γίνονται σήμεραμητέρες σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία έχει συμβάλει στον υπεργονεϊσμό;
«Αναµφίβολα. Επειδή δηµιουργούµε µικρότερες οικογένειες, έχουµε στη διάθεσή µας περισσότερο χρόνο και χρήµα για κάθε παιδί. Οι γονείς είναι πιο στρεσαρισµένοι διότι η ολιγοµελής οικογένεια τούς προσφέρει λιγότερη γονεϊκή εµπειρία ενώ “αποθηκεύει” λιγότερα γονίδιά τους. Αν έχεις την πρώτη σου εγκυµοσύνη στα 39, είναι πολύ πιθανό να έχεις περάσει αρκετά χρόνια προσπαθώντας να αποκτήσεις παιδί. Εποµένως, ξεκινάς µε µια αγωνία. Επιπλέον, και τα δύο φύλα αποκτούµε παιδιά συχνά έπειτα από πολλά χρόνια στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσµα είναι να εισαγάγουµε τα εργασιακά ήθη στο σπίτι µας. Για να βελτιώσουµε την απόδοσή µας ως γονείς, κάνουµε ό,τι και στο γραφείο: φωνάζουµε τους ειδικούς, ξοδεύουµε πολλά λεφτά και δουλεύουµε νυχθηµερόν. Επαγγελµατικοποιούµε τον ρόλο του γονιού».
Οι σύγχρονοι γονείς φοβούνται να αφήσουν τα παιδιά τους να βαρεθούν και έτσι υπερπρογραμματίζουν τη ζωή τους. Μήπως πρόκειται για έναν ενήλικο φόβο;
«Οι ενήλικες φοβόµαστε τη σιωπή και την ανία διότι µας αναγκάζει να κοιτάξουµε µέσα µας, θέτοντας τα µεγάλα ερωτήµατα της ζωής. Αν αφήσουµε τα παιδιά να “βαρεθούν”, θα χρησιµοποιήσουν την ανία και τον ελεύθερο χρόνο σαν εφαλτήριο για να παίξουν, να εξερευνήσουν, να εφεύρουν. Το πρόβληµα είναι ότι εµείς µε το πρώτο σηµάδι ανίας στο πρόσωπο του παιδιού µας σπεύδουµε να λύσουµε το “πρόβληµα”, προσφέροντας καινούργια ερεθίσµατα ή ψυχαγωγία».
«ΓΟΝΕΙΣ-ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΑ»
«Η κρίση µάς βοηθά να ανακαλύψουµε ξανά τα απλά πράγµατα»
Η Ελλάδα πλήττεται σήμερα από μια βαθιά οικονομική κρίση. Πώς, αλήθεια, αυτή επιδρά στον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας;
«Οι οικονοµικές δυσχέρειες έχουν δύο ειδών επιπτώσεις. Από τη µία
πλευρά µπορεί να επιδεινώσουν το άγχος των γονιών για το µέλλον. Αυτό
τους καθιστά ακόµη περισσότερο «γονείς-ελικόπτερα» (διότι περιφέρονται
διαρκώς γύρω από τα παιδιά τους), καθώς πιστεύουν ότι σε ένα αυξηµένα
ανταγωνιστικό περιβάλλον οφείλουν να δώσουν στα παιδιά τους επιπλέον
εφόδια. Από την άλλη, µπορεί να προκληθεί το ακριβώς αντίθετο. Εχοντας
λιγότερα χρήµατα, οι γονείς δεν εγγράφουν τα παιδιά τους σε τόσες
οργανωµένες δραστηριότητες ή δεν αγοράζουν οτιδήποτε ζητήσουν. Τα
τελευταία χρόνια, η κουλτούρα του καταναλωτισµού είχε υπερσιτιστεί. Ενα
µέσο παιδί έβλεπε 40.000 διαφηµίσεις τον χρόνο. Αυτό δηµιούργησε µια
κουλτούρα διογκωµένων προσδοκιών: θέλαµε τέλεια δόντια, ένα τέλειο σώµα,
τέλειες διακοπές, ένα τέλειο σπίτι και για να, συµπληρώσουµε την
εικόνα, τα τέλεια παιδιά στα οποία εµείς εκαλούµεθα να προσφέρουµε την
τέλεια παιδική ηλικία. Υπό αυτή την έννοια, τα οικονοµικά προβλήµατα µας
βοηθούν συχνά να ανακαλύψουµε εκ νέου τα απλά πράγµατα στη ζωή.
Επιπλέον, βοηθούν να εστιάσει το µυαλό µας στο αληθινά σηµαντικό».Πηγή: http://www.tovima.gr/society/article/?aid=427444
http://elearningtheology.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου