Σελίδες

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής-30 Νοεμβρίου 2014




ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἰω. 1, 35-52
 Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, ἡ σημερινὴ περικοπή, ἀναφέρεται στὴ συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Χωρὶς καμιὰ ἀμφιβολία, ἡ πιὸ εὐτυχισμένη στιγμὴ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀνδρέα ἦταν ἐκείνη τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν Χριστό, τὴν ὁποία μας περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, μὲ ἕνα ὅμιλο μαθητῶν του βρισκόταν στὸν συνηθισμένο τόπο, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἐνῶ συνομιλοῦσε, εἶδε τὸν Κύριο νὰ περπατᾶ καὶ εἶπε στοὺς δυὸ μαθητές του, στὸν Ἀνδρέα καὶ στὸν Ἰωάννη: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Μόλις τό ἄκουσαν αὐτοὶ, ἄφησαν γιὰ λίγο τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστή καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ. Δὲν τολμοῦσαν οὔτε νὰ τὸν συνοδέψουν, οὔτε καὶ νὰ ρωτήσουν γι’ αὐτὰ ποὺ ἤθελαν νὰ μάθουν. Τὸν ἀκολουθοῦσαν δειλὰ ἀπὸ μακρυά. Ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ποῦν τί ζητοῦσαν, στράφηκε πίσω, τοὺς εἶδε ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τοὺς ρώτησε: «Τί ζητεῖτε;». Ἀμέσως ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης πῆραν θάρρος καὶ ρώτησαν: «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;». Μ’ ἄλλα λόγια, ποῦ μποροῦμε νὰ σὲ βροῦμε καὶ νὰ μιλήσουμε μαζί σου; «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» τοὺς ἀπάντησε ὁ Χριστός. Καὶ ἐκεῖνοι πῆγαν καὶ εἶδαν τὴν ἁπλὴ κατοικία ποὺ φιλοξενοῦσε τὸν Κύριο καὶ ἔμειναν κοντὰ
του ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἀφοῦ ἤδη ἦταν ἀπόγευμα. «Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη».
Αὐτὴ του τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία ὁ Ἀνδρέας δὲν τὴν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μόνο. Σκέφθηκε καὶ τὸν Πέτρο, τὸν ἀδελφό του. Καὶ ἐκεῖνος περίμενε καὶ ἤθελε νὰ γνωρίσει τὸ Μεσσία, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχαν γράψει οἱ Προφῆτες. Βρίσκει λοιπὸν ὁ Ἀνδρέας πρῶτος τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο, Σίμωνα τὸν λέγανε, καὶ τοῦ λέγει: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ Χριστό. Ὁ Ἀνδρέας δὲν κράτησε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὸν θησαυρό, ἀλλὰ τρέχει καὶ στὸν ἀδελφό του γιὰ νὰ μεταδώσει τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχε λάβει, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Πρῶτος ἐγνώρισε τὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ πρῶτος ἀργότερα προσκλήθηκε ἀπὸ τὸ Χριστὸ στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε Πρωτόκλητος. Μὲ τὸν Κύριο εἶχε μεγάλη οἰκειότητα καὶ ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ ἀνακοινώσει κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅταν τοῦ τὸ ζήτησε ὁ Φίλιππος ὅτι τὸν ζητοῦσαν νὰ τὸν δοῦν Ἕλληνες.
Ἔτσι ἄρχισε ἡ προσωπικὴ γνωριμία τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Ἰωάννη μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ συνάντηση αὐτὴ βέβαια δὲν ἔγινε τυχαῖα. Ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη. Μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου καὶ οἱ δυό, ζοῦσαν μὲ τὴν προσδοκία τοῦ Μεσσία καὶ προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς δείχνει τὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε δείκτης πορείας πρὸς τὸ Χριστὸ γιὰ τοὺς μαθητές
του. Ἐκεῖνοι, συνεπαρμένοι ἀπὸ τὴ μαρτυρία τοῦ Προδρόμου, ἀκολουθοῦν σιωπηλοὶ τὸ Χριστὸ καὶ περιμένουν νὰ κάνει Αὐτὸς τὴν ἀρχὴ μιᾶς στενότερης γνωριμίας. Καὶ ὁ Χριστὸς γυρίζει γιὰ μία στιγμὴ καὶ τοὺς κοιτάζει.
Πόσα δὲν λέγει αὐτὴ ἡ στροφὴ τοῦ Χριστοῦ στοὺς δυὸ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου. Εἶναι ἡ ἴδια ἐκείνη ἐνέργεια, ποὺ κάνει ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν καθὲνα ἀπό μᾶς, ὅταν εἰλικρινὰ Τὸν ζητοῦμε καὶ πραγματικὰ τὸν ποθοῦμε. Στρέφεται στὸν καθένα μας, καὶ πρὶν νὰ Τὸν ρωτήσουμε ἐμεῖς, μᾶς ἀπευθύνει ἐκεῖνος τὸ «λόγο», μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει, νὰ μᾶς συμπαρασταθεῖ, νὰ μᾶς σώσει. Ὁ Τριαδικὸς Θεός μας «ἔρχεται» συνεχῶς, κινεῖται ἀδιάκοπα νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο λυτρωτικά. Δὲν εἶναι ὅπως ὁ θεὸς τῶν φιλοσόφων, κάποιο ἀφηρημένο ὄν, μιὰ ἀπρόσωπη καὶ ἀφηρημένη «ἰδέα», ἀλλὰ ὁ «Ἐμμανουήλ», «μεθ’ ἠμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεὸς ποὺ ἐνεργεῖ λυτρωτικὰ μέσα στὴν ἱστορία καὶ σώζει μέσα στὴν Ἐκκλησία Του.
Ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης τὴν πρόκληση τοῦ Χριστοῦ «ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», ἐλάτε (τώρα) νὰ δεῖτε, τὴ δέχθηκαν χωρὶς καμιὰ ἀναβολή. Τὴν πρόσκληση αὐτὴ τὴν ἀπευθύνει συνεχῶς πρὸς ὅλους ὁ Χριστός. Ὅποιος ἀπὸ ἐμᾶς θέλει, ἀνταποκρίνεται καὶ Τὸν συναντᾶ. Ποῦ ὅμως μποροῦμε νὰ τὸν συναντήσουμε; Φυσικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία Του, τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Μέσα σ’ αὐτὴν ἀκούεται, ὁρᾶται, ψηλαφεῖται ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ μέσα σ’ αὐτὴν ὁ πιστὸς μὲ τὴ συνειδητὴ συμμετοχή του στὰ μυστήρια ἐνδύεται τὸ Χριστό. Ἡ συνάντηση δὲν εἶναι ἐξωτερική, ἀλλὰ ἐσωτερική, ὀργανική, πνευματικὴ καὶ σωματική. Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν συναντᾶμε μόνο τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Παντοκράτορα ἢ τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του, ποὺ σὲ κάθε θεία λειτουργία θυσιάζεται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ στιγμὴ τῆς θείας κοινωνίας εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς προσωπικῆς μας συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο. Τότε αὐθόρμητα ἐπαναλαμβάνουμε τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν».
Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας δέχθηκε πρῶτος τὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τὸν ὀνομάζει Πρωτόκλητο. Ἐκεῖνος μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Πεντηκοστή, θυμόταν πάντοτε τὴν ὥρα, τὴν εὐτυχέστερη τῆς ζωῆς του, ποὺ γνώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ὁποῖο ἐκήρυξε, καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο σταυρώθηκε. Ἡ μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριό του φανερώνουν ὅτι ὁ Κύριος εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου