Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Ο δίκαιος ανταμείβεται και σ’ ετούτη την ζωή Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή

Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης: Ο δίκαιος ανταμείβεται και σ’ ετούτη την ζωή
Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή. Πριν από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση.
Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυό αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ’ αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν.

Μου έλεγε: «Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυό Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ’ έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους».
Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει:
-Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;
-Ναι, του είπα και τον ρώτησα πώς περνάει.
-Έγινα πλούσιος τώρα, μου απάντησε.
-Και πώς έγινες πλούσιος αδερφέ;
-Να, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πης τι να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω.
-Να εξασφαλίσης τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσης μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν.
-Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά.
-Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς.
-Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά.
-Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια.
-Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά.
Τότε του λέω:
-Θα εύχωμαι να σε φωτίζη ο Χριστός, για να κάνης καλωσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη.
Μετά τον ρώτησα:
-Τι κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;
Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε:
-Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται.
Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πως θα λυπηθή τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυό να μάθουμε και γι’ αυτούς χαρούμενες ειδήσεις. Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει: “Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού” (Ψαλμ. 36, 35-36). Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του.
Χειρότερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει. Οτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε την ευλογία του Θεού.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Α΄ – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΤΗΣ    13 ΜΑΡ  2012


ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ


Κύριε, πλῆθος οἱ ἀνομίες μου,ἄβυσσος οἱ ἁμαρτίες μουκαί μέγας ὁ θρῆνος τῆς ψυχῆς μου.Ἀνάγαγέ με ἀπό τή θλίψη μουμέ τό ἄμετρο ἔλεός Σου,ἵνα λυτρωμένος ἐξέλθωἀπό πᾶσα βλάβη τῆς ψυχῆς μουἵνα ὑμνήσω τό Πανάγιον Ὄνομά Σου. .,Ἐπάκουσον τή φωνή τῆς δεήσεώς μουπροσφέροντας σεμνά καί σιωπηλάτά δάκρυα τῆς μετανοίας μουκαί τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μου,ἵνα παράσχεις ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μου.Ποθῶ νέα ζωή, μακρόθυμε Κύριε,παράσχου ἀνάσταση στήν ψυχή μουπληρούμενος τοῦ Παναγίου Πνεύματός Σου.Ζωοποίησον τήν καρδιά μουμέ τή θείαν εὐσπλαγχνία Σουπροθύμως νά τηρῶ ὅλες τίς Θεῖες ἐντολές Σου.Πολυέλεε Κύριε, τό πλάσμα Σουμήν τό ἐγκαταλείπειςστήν ὀδύνη τῆς ἁμαρτίας,ἀλλά ὕψωσέ το μέσα στό Φῶςτῆς θείας προστασίας σου,ἵνα ξεφύγει ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμουκαί τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου.Διάσωσέ το ἀπό τή πλάνη τῶν εἰδώλωνκαί καθάρισέ το μέ τή φωτεινή εὐλογία Σουδιότι ἐπόθησε πολύ τή δική Σου ἀγάπη.Μήν τό ἀφήσεις,νά πέφτει στόν ὕπνο τῆς ἁμαρτίαςδιότι ὁ νυσταγμός τῆς πνευματικῆς ἀμέλειαςτό ὁδηγεῖ στό βυθό τῆς κολάσεως.Ἱκετεύω, Κύριε, δῶσε μουκαρτερική ὑπομονή,καρδιά ταπεινή, ἐνάρετη ζωή,συμπάθεια εὐγενῆ, κατάνυξη καρδιᾶς,δάκρυα μετανοίας, σύνεση φρόνιμη,ἵνα κοσμοῦμαι ἀπό σοφία λαμπρή,γιά νά πολιτεύομαισύμφωνα μέ τό Θέλημά Σου.Τίποτα δέν ἐπιθυμῶ ἐπί γῆςπαρά μόνο τήν Πάνσεμνη παρουσία Σουνά κατοικήσει μέσα στήν καρδιά μου,βοῶντας τή θεοποιό ἀγάπη Σουκαί μεγαλύνοντας τό Πανάγιον Ὄνομά Σου.Λάμπρυνον τό βίο μουμέ τήν ἀστραπή τῆς Θεότητός Σουκαί καταύγασε μέ τίς Θεϊκές ἀκτῖνες Σουτήν ψυχή μου, γλυκαίνοντας τήν καρδιά μουμέ τήν ὑπέρλαμπρη ἀγάπη Σου.Ὁ πόθος μου πρός Σέ δέν ἀφήνειτό νοῦ μου νά στρέφεται στή γῆ,ἀλλά νοερῶς ἀτενίζω τόν οὐρανόκαί μέ ἁπλότητα δοξολογῶτήν Τριαδική Θεότητά Σου.Εὐφραίνεται ἡ καρδιά μουνά ζεῖ μέ ταπεινό νοῦ,διότι τό πῦρ τῆς Θεότητός Σουδιαπερνᾶ ὅλη τήν ὕπαρξή μουκαί ταπεινά προσφέρω δόξαστήν οὐράνια λαμπρότητά Σουκαί τήν ἄπειρη ἀγαθότητά Σου,διότι πλοῦτο οὐράνιο ἔχει εὕρειἡ ψυχή μου καί θεία προστασίακατέχει ὅλη τή ζωή μου.Ἐπικαλοῦμαι ἀπαύστωςτό ἀνεξιχνίαστο θεῖο ἔλεός σου,ἵνα διασώζει τήν ψυχή μουἀπό τά θανατηφόρα πάθηκαί νά λυτρωθῶ τῆς αιωνίου κολάσεως.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου ὦ Κύριε!



P Panteleimon Giannikouris 

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.



Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπὸ ὅτι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μὲ ἔχουν προσδέσει στὴν γῆ, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἀποξένωσαν ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ ἔκαναν ἕναν ξένο καὶ ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου.

Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῷο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπὸ ἕνα μὴ κυνηγημένο, ἔτσι καὶ ἐγὼ καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω εὔρει τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο προφυλασσόμενος ὑπὸ τὸ σκήνωμά Σου, ὁποῦ οὔτε φίλοι, οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν ν᾿ ἀπωλέσουν τὴν ψυχή μου.



Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.



Αυτοὶ μᾶλλον παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν μαστιγώσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα διστάσει νὰ μαστιγωθῶ. Μὲ ἔχουν βασανίσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα προσπαθήσει ν᾿ ἀποφύγω τὰ βάσανα. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν ἐπιπλήξει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα κολακεύσει τὸν ἑαυτό μου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν κτυπήσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει μὲ ἀλαζονεία.



Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.



Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν σὰν νὰ ἤμουν νᾶνος. Κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ περιθώριο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θὰ κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοὶ μὲ ξύπνησαν ἀπὸ τὸν ὕπνο. Κάθε φορὰ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω σπίτι γιὰ μία μακρὰ καὶ ἤρεμη ζωή, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω. Στ᾿ ἀλήθεια οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.



Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε!



Πλήθυνέ τους καὶ κᾶνε τους ἀκόμη πιὸ σκληροὺς ἐναντίον μου. Ὥστε ἡ καταφυγή μου σὲ σένα νὰ μὴ ἔχει ἐπιστροφή, ὥστε καὶ κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους νὰ διαλυθεῖ ὡς ἱστὸς ἀράχνης, ὥστε ἀπόλυτη εἰρήνη ν᾿ ἀρχίσει νὰ βασιλεύει στὴν ψυχή μου, ὥστε ἡ καρδιά μου νὰ γίνει ὁ τάφος τῶν δυὸ κακῶν διδύμων μου ἀδελφῶν τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ θυμοῦ. Ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τοὺς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοῖς ὥστε νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίχτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.



Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.

Οἱ ἐχθροὶ μὲ δίδαξαν νὰ μάθω - αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανεὶς - ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μισεῖ κάποιος τοὺς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνει ν᾿ ἀναγνωρίσει ὅτι δὲν εἶναι ἐχθροὶ ἀλλὰ σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι φίλοι. Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο καλὸ καὶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο κακὸ στὸν κόσμο- οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι; Γι᾿ αὐτὸ εὐλόγησε, ὦ Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς μου...



Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ἐπισκόπου Ἀχρίδος (1880 - 5/18 Μαρτίου 1956)

Tι λένε για μένα οι άνθρωποι;

Κύριε, πριν 2000 χρόνια ρώτησες τους μαθητές σου: Τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Ο λόγος Σου διαχρονικός κι έρχεται σήμερα να κουδουνίσει στ’ αυτιά μου. Ζητάς κι από μένα μια απάντηση: τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Εσύ γνωρίζεις τις σκέψεις που κρύβω από τους άλλους και ξέρεις –ενώπιος ενωπίω είμαστε- πως δεν θέλω να Σου πω ψέματα. Άλλωστε Εσύ γνωρίζεις τα εσώψυχά μου. Πώς γίνεται το λοιπόν να σε ξεγελάσω; Μόνο που ό,τι πούμε, παρακαλώ Σε, ας μείνει μεταξύ μας.
Συγχώρα με μονάχα γιατί θα Σε πικράνω…
Κι αρχίζω. Ναι, σήμερα όσο ποτέ, ομολογούν οι άνθρωποι πως είσαι απαραίτητος. Είσαι λένε, αναντικατάστατος. Γιατί, όταν πιστεύουμε στην ύπαρξή Σου, λιγότερα Lexotanil πίνουμε για να κοιμηθούμε και να ηρεμήσουμε! Λένε πως είσαι ο Δημιουργός. Αλλά το βλέπεις, πως απόχτησα κι εγώ, ο άνθρωπος, δύναμη και δημιουργώ. Με την Επιστήμη μέχρι κλωνοποίηση κάνω!
Λένε ακόμα οι άνθρωποι του καιρού μου πως είναι βεβαιότητα η Πρόνοιά Σου. Αλλά καλού-κακού πρέπει να εμπιστευτώ στη δικιά μου πρόνοια, για ν’ αποχτήσω το κάτι τις -όπου θέλεις το προχωράς το κάτι τις…
Τι λεν για Σένα; Πως είσαι ο Κύριός μας, λένε. Γι’ αυτό άλλωστε σου αφιερώνουμε τη μια μέρα της εβδομάδας, την Κυριακή, και τις άλλες μέρες, το ξέρεις, τις αφιερώνουμε σε άλλους κυρίους.
Τι λένε για Σένα; Μα ότι είσαι ομπρέλα που, όταν βρέχει, τρέχουμε από κάτω της να φυλαχτούμε. Αλλά –μη προς κακοφανισμό- μπορούμε να κυβερνάμε σήμερα τα σύννεφα, να τα βομβαρδίζουμε, να φεύγουν… να ’ρχονται και τέτοια.
Ακόμα λένε πως το θέλημά Σου είναι σοφό. Κι όπως στον ουρανό έτσι κι εδώ στη γη να γίνεται ‘κείνο που θες. Μονάχα, πρόσεξε, σύμφωνα με το δικό μας θέλημα να ’ναι το θέλημά Σου.
Ναι, Κύριε, για Σένα λέμε πως είσαι ο Πατέρας μας κι όπως μας είπες, είμαστε παιδιά Σου όλοι. Γι’ αυτό υπάκουοι στην εντολή Σου πήγαμε στα πέρατα της γης και διαδώσαμε το λόγο Σου. Βέβαια σα μυαλωμένοι που είμαστε, τους δώσαμε το Ευαγγέλιο και τους πήραμε τη γη τους. Είναι θέμα προνοητικότητας –δικής μας- όπως Σου εξήγησα.
Εξακολουθούμε πάντα, πιστοί στην εντολή Σου, να διαδίδουμε το Ευαγγέλιό Σου. Και βεβαίως ΟΛΑ τα παιδιά Σου πρέπει να μάθουν τη μοναδική Αλήθεια που είσαι Εσύ και ο λόγος Σου. Να Σε προσκυνήσουν όλοι, ε, και σα δάσκαλοι εμάς να μας χειροκροτούν, να μας ειδωλοποιούν.
Λένε οι άνθρωποι πως είσαι ο Πλάστης μας και όλοι πλάσματά Σου. Φιλάνθρωπος ως είσαι –το λέμε και το πιστεύουμε αυτό– όλους τους σκέπει η αγάπη Σου. Αγάπη είσαι, έτσι Σε λένε οι άνθρωποι κι είπες πως πρέπει να Σου μοιάσουμε. Γι’ αυτό ανοίξαμε τις ντουλάπες μας και δίνουμε… και δίνουμε απλόχερα στους άλλους αδελφούς μας. Γιατί, έλα και πες μου Σε παρακαλώ, τι να την κάνω τη ζακέτα που μου στένεψε; Αμ το παλιομοδίσιο το παλτό και τα παπούτσια, ξέρεις δα, κείνα που με στενεύουν; Δοξολογούν το όνομά Σου οι άνθρωποι, όπως μας ζήτησες, γιατί αλάφρωσαν κι οι βαρυφορτωμένες μας ντουλάπες!
Αλλά γενικά μας ενδιαφέρει να μάθουν όλοι το νόμο Σου. Γιατί τότε δε θα κλειδώνουμε τα σπίτια μας, δε θα κινδυνεύει η ζωή μας και τα αγαθά μας!
Ο κόσμος λέει, πως είσαι ο Σωτήρας και η Οδός. Κι εμένα με συμφέρει πολύ να είσαι η Οδός, γιατί ο άντρας μου όταν βαδίζει το δρόμο Σου δεν θα ξενοκοιτάζει, τα παιδιά μου δεν θα ξημεροβραδιάζονται σε ντισκοτέκ και ύποπτα μπαρ. Θα μπορώ να έχω έτσι ήσυχο το κεφάλι μου! Είσαι η Οδός, αυτό λένε οι άνθρωποι, Κύριε, οδός που θα μας βοηθήσει να περάσουμε καλύτερα ετούτη τη ζωή!
Οι άνθρωποι παραδέχονται πως ήρθες και σταυρώθηκες για μας και προσκυνούν τ’ Άγια Πάθη Σου. Κι είπες και το ομολογούν αυτό οι πιστοί Σου, πως αν θέλουμε να Σε ακολουθήσουμε, να σηκώσουμε το σταυρό μας. Κι εμείς, οι πιστοί Σου, πήραμε το σταυρό μας, και επειδή ήτανε –και μην το αρνηθείς- βαρύς, τον κάναμε κόσμημα και θαρρετά και υπερήφανα τον κρεμάσαμε στο στήθος μας. Ομολογούμε έτσι πως και δικοί Σου είμαστε, μα κι ελαφρύς είναι ο σταυρός. Άσε που ομορφαίνει τον κόρφο μας και το κομψό μας φουστάνι.
Και με ρωτάς: «Τι λένε οι άνθρωποι για μένα;»
Πως κι αν δεν υπήρχες έπρεπε να Σε εφεύρουμε!
Αγαπημένε φίλε, αδελφέ, Κύριε και Δημιουργέ, δικέ μου Πλάστη, Σε πίκρανα το ξέρω.
Ό,τι είπαμε, παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας. Θα εξακολουθώ ίδια, ολόιδια ο Φαρισαίος, να λέω άλλα στους άλλους κι άλλα να κάνω. Πώς είπες; Μ’ αγαπάς στο χάλι που ’χω; Το άκουσα καλά αυτό που είπες; Πως μ’ αγαπάς, ναι… ναι… το είπες, κι Εσύ ψέματα δε λες ποτέ.
Σ’ ευχαριστώ!!! Κι αυτό το ευχαριστώ είναι αληθινό… αλήθεια λέω, πίστεψέ με.

Απόσπασμα από το Βιβλίο: “2000 χρόνια μετά «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;»” - Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη 

ΔΑΦΝΗ
     
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...