Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης

Η θεραπευτική ενός οσίου

Στα Φάρασα, όπως και σ’ όλη την περιφέρεια τους, δεν υπήρχε άλλος γιατρός εκτός από τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη. Ήταν δάσκαλος και γιατρός , ψυχών και σωμάτων.
Όπου περνούσε και του έφερναν αρρώστους, ποτέ δεν εξέταζε αν ήσαν χριστιανοί ή τούρκοι. Εξέταζε μόνο ποια αρρώστια τους βασάνιζε, για να διαβάσει την ανάλογη ευχή. Με τις θεραπείες του οι τούρκοι καταλάβαιναν την αξία της Ορθοδοξίας μας και εκδήλωναν τον σεβασμό τους σ’ αυτήν.
Δεν έδινε στους αρρώστους συνταγές αλλά τους διάβαζε την ανάλογη ευχή της Εκκλησίας και έτσι τους θεράπευε. Όσοι είχαν άρρωστο και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν στο κελί του, είτε επειδή ήταν πού βαριά είτε επειδή βρισκόταν μακριά, έστελναν στον όσιο Αρσένιο ένα ρούχο από τον άρρωστο να το διαβάσει. Εκείνος το διάβαζε και το επέστρεφε. Ο άρρωστος το φορούσε με ευλάβεια και πίστη, και θεραπευόταν . πολλές φορές, για να τους αναπαύσει και τον λογισμό, τους έστελνε και γραμμένη την ευχή σ’ ένα χαρτί, που το φορούσαν στο άρρωστο διπλωμένο σαν φυλαχτό. Επειδή οι περιπτώσει των ασθενειών ήσαν πολλές και δεν εύρισκε στο Ευχολόγιο την ανάλογη ευχή, είχε πάρει ορισμένους ψαλμούς από το Ψαλτήρι και χρησιμοποιούσε αυτούς. Το Ευαγγέλιο συνήθως το διάβαζε μόνο για πολύ σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βωβούς, παραλύτους και δαιμονισμένους. Όταν έβλεπε κανέναν ότι ήταν και πνευματικά άρρωστος δεν τον θεράπευε αμέσως , αλλά σιγά-σιγά. Του έλεγε δηλαδή να έρχεται και να ξαναέρχεται , μέχρι που τον θεράπευε στην ψυχή. Μετά τον θεράπευε και στο σώμα.



Η Τυφλή μουσουλμάνα

Κάποτε είχαν φέρει στον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη μια τυφλή μουσουλμάνα, την Φάτμα. Την έφεραν όμως ημέρα Τετάρτη , που ήταν έγκλειστος. Αφού χτύπησαν πολύ την πόρτα του κελιού του, την άφησαν κοντά στο κατώφλι και απομακρύνθηκαν.
Σε λίγη ώρα ήρθε μια φαρασιώτισσα με αγκύλωση στο χέρι και, γνωρίζοντας ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή ο όσιος δεν δέχεται, πήρε χώμα από το κατώφλι της πόρτας του. Το έβαλε στο αρρωστημένο χέρι της και έγινε καλά!

Όταν είδε την τυφλή μουσουλμάνα, την ρώτησε , τι περίμενε. Η Φατμά της φανέρωσε την αιτία της αναμονής.

-Τι κάθεσαι και χασομεράς; Της είπε τότε η χριστιανή. Δεν ξέρεις ότι ο Χατζεφέντης Τετάρτη και Παρασκευή δεν ανοίγει; Πάρε χώμα από το κατώφλι της πόρτας του και τρίψε το στα μάτια σου. Έτσι κάνουμε εμείς αυτές τις δύο μέρες.

Η Φατμά παραξενεύθηκε μ’ αυτό που άκουσε, αλλά έψαξε , βρήκε το κατώφλι , πήρε χώμα και το έτριψε στα μάτια της. Αμέσως άρχισε να βλέπει θαμπά. Από την χαρά της τότε πήρε μια πέτρα και χτυπούσε σαν τρελή την πόρτα του οσίου Αρσενίου. Εκείνος άνοιξε και επειδή είδε πως ήταν μουσουλμάνα, ενώ δεν μιλούσε αυτή την ημέρα, έκανε διάκριση και την ρώτησε τι ήθελε. Του είπε τον λόγο και ο όσιος πήρε το Ευαγγέλιο και την διάβασε. Αμέσως ήρθε όλο της το φώς. Εκείνη τότε από την χαρά της έπεσε στα πόδια του και τον προσκυνούσε με ευλάβεια, αλλ΄ ο όσιος την μάλωσε και της είπε:
-Εάν θέλεις να προσκυνήσεις, να προσκυνήσεις τον Χριστό, που σου έδωσε το φώς, και όχι εμένα.

Η δαιμονισμένη νεόνυμφη

Πήγαν κάποτε στον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη μία τουρκάλα νεόνυμφη δαιμονισμένη, δεμένη με αλυσίδες, για να την διαβάσει. Επειδή ήταν έγκλειστος εκείνη την ημέρα, οι συγγενείς της παρακάλεσαν τους επιτρόπους να μεσολαβήσουν να τους δεχθεί γιατί παρ’ όλο που την είχαν δεμένη, δεν μπορούσαν να την συγκρατήσουν.

Ο όσιος τους δέχθηκε και έκανε νόημα για να την λύσουν. Μόλις λύθηκε όμως η δαιμονισμένη, όρμησε εναντίον του, του άρπαξε το ένα του πόδι και το δάγκωνε. Ενώ κρατούσε εκείνος το Ευαγγέλιο για να την διαβάσει , δεν το άνοιξε, παρά την χτύπησε απαλά στο κεφάλι τρείς φορές. Το δαιμόνιο έφυγε αμέσως! Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και ν’ ασπάζεται με ευλάβεια το δαγκωμένο πόδι του ιερέως. Επίσης ο πατέρας της έπεσε και αυτος στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχθεί ολόκληρο το πουγγί του:
-Πάρτα όλα, να είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου.
Ο όσιος τον σήκωσε πάνω και του είπε:
-Κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται.

Απο το βίο του Αγίου Διονυσίου του Ολύμπου

H σωτηρία του Λογγίνου

Ο όσιος Διονύσιος (+1541) ησύχαζε κάποτε στο σπήλαιο του Αγ. Λαζάρου, παρακάτω από την μονή που ίδρυσε στον Όλυμπο.
Μια νύχτα όμως σηκώθηκε και πήγε στην μονή. Χτύπησε δυνατά την πόρτα και είπε στους πατέρες, που του άνοιξαν:
-Συγκεντρωθείτε να κάνουμε προσευχή για τον αδελφό Λογγίνο. Η ζωή του διατρέχει μεγάλο κίνδυνο.

Εκείνη την νύχτα είχαν στείλει τον μοναχό Λογγίνο να βοσκήσει τις αγελάδες της μονής. Όταν ξημέρωσε και ήρθε στο μοναστήρι, διήθηκε ότι αντιμετώπισε φοβερό κίνδυνο: Επιτέθηκαν κακοποιοί εναντίον του και αφού έκλεψαν τα πράγματα του και το άλογο του, γύμνωσαν στα σπαθιά τους για να τον θανατώσουν. Ξαφνικά όμως παρουσιάσθηκε κάποιος και τους εμπόδισε. Κατατρομαγμένοι εκείνοι έφυγαν και τον άφησαν σώο και αβλαβή. Ο άγνωστος εξαφανίστηκε απότομα, όπως απότομα είχα παρουσιαστεί.

Δύο επισκέπτες στον Όλυμπο

Ο όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω σαν καθαρό δοχείο του Αγ. Πνεύματος, έλαβε από τον Θεό έκτακτα και υπερφυσικά χαρίσματα. Έγινε σύμφωνα με τον υμνογράφο «γνώστης και προαγγελεύς εσομένων ακριβής», «κρήνη βλυστάνουσα ρείθρα ιαματικά» και «πολλών πασχόντων υγίασις».
Κάποτε είπε ξαφνικά στους αδελφούς της συνοδείας του:
-Να, έρχονται σε μας δύο μοναχοί.
Και σαν ζωγράφος που ήταν πήρε ένα χαρτί και σκιτσάρισε τέλεια τις μορφές τους. Τον έναν τον έκανε με γένεια , ενώ τον άλλο, που ήταν νεώτερος τον έκανε αγένειο.
Έπειτα από ένα ημερόνυχτο ήρθαν πράγματι δύο μοναχοί . Ο πρώτος με γένεια , λεγόταν Ιάκωβος και έμεινε μέχρι τέλους της ζωής του στο μοναστήρι του οσίου. Ο άλλος, ο αγένειος, λεγόταν Ηλίας, έγινε ηγούμενος και ακολούθως επίσκοπος Πλαταμώνα.

Η χωρική της Ραψάνης

Η Παρασκευή από το χωριό Ραψάνη παρουσίαζε ένα θλιβερό θέμα. Είχε καμπουριάσει τόσο πολύ, που το κεφάλι της έφθανε στα γόνατα! Υπέφερε έτσι υπερβολικά. Δεν μπορούσε ούτε να καθίσει ούτε να περπατήσει.
Ο άνδρας της, καταλυπημένος , την έτρεψψε σε διάφορους γιατρούς, οι οποίοι όμως δεν μπορόυσαν να κάνουν τίποτε.
Κάποτε οικονόμησε ο πανάγαθος Θεός να επισκεφθεί την Ραψάνη ο όσιος του Ολύμπου Διονύσιος. Ο σύζυγος , μόλις τον είδε, έτρεξε και με δάκρυα τον παρακαλούσε να έρθει στο σπίτι του και να προσευχηθεί για την ταλαίπωρη Παρασκευή. Ο άγιος ευχαρίστως ήρθε. Προσευχήθηκε και έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στην άρρωστη. Αμέσως εκείνη σηκώθηκε όρθια! Όλοι οι παριστάμενοι έκθαμβοι και αγαλλόμενοι ευχαρίστησαν τον Κύριο, τον «θαυμαστόν εν τοις αγίοις Αυτού».

Η περιφρόνηση του σχήματος

Κάποια γυναίκα είχε ένα μονάκριβο γιό, ο ποίος έγινε μοναχός στην Ι. Μονή του οσίου Διονυσίου , στον Όλυμπο. Όταν μια μέρα ο μοναχός πήγε στο σπίτι για να δει την μητέρα του, αυτή γεμάτη θυμό του άρπαξε από το κεφάλι τον σκούφο και το πέταξε κάτω. Μετά του έβγαλε με βία τα ράσα, τον έντυσε κοσμικά και τον κράτησε στο σπίτι της.
Έπειτα από λίγες μέρες ήρθε στο χωριό της ο όσιος. Η μητέρα, μόλις το έμαθε, έτρεξε ν’ ασπαστεί το χέρι του. Ο όσιος, που την έβλεπε πρώτη φορά, της είπε αυστηρά:
-Μη με εγγίζεις εσύ που κατεπάτησε το αγγελικό σχήμα του γιού σου και τον κρατάς μαζί σου στον κόσμο. Αλλοίμονό σου, ταλαίπωρη, γιατί αυτός θα πεθάνει αύριο και κακό θάνατο, και έτσι θα τιμωρηθείς και σε για την αφροσύνη σου.
Πράγματι. Την άλλη μέρα ο γιός της γκρεμίστηκε από ένα ψηλό δένδρο και σκοτώθηκε.


Ο σωφρονισμός της άφρονης


Ήταν άνοιξη , όταν ο όσιος Διονύσιος του Ολύμπου κατέβηκε στην Κατερίνη. Συνάντησε εκεί μια παρέα από νέους και νέες, που τραγουδούσαν άσεμνα χειρονομούσαν άπρεπα. Ο άγιος λυπήθηκε πολύ και απευθυνόμενος κυρίως στις κοπέλες είπε:
-Γιατί εσείς που είστε κορίτσια, λέτε αυτά τα αισχρά λόγια και προκαλείτε τους νέους στην αμαρτία;
Όλες κοκκίνισαν από την ντροπή. Βρέθηκε όμως μια που ξεχώρισε. Ύψωσε με αναίδεια την φωνή της και του αποκρίθηκε:
-Τι σε νοιάζει εσένα, ψευτοκαλόγερε, τι κάνουμε εμείς; Δεν κοιτάς τα χάλια τα δικά σου;
Ο άγιος πικράθηκε ακόμη πιο πολύ για την υβριστική συμπεριφορά της νέας. Την κοίταξε με απέραντη θλίψη και της είπε:
-Ο Θεός κόρη μου, που οικονομεί την σωτηρία του καθενός μας και με σκληρούς τρόπους, είθε να σε σωφρονίσει , για να γίνεις παράδειγμα και στους άλλος.
Μετά το επεισόδιο αυτό ο όσιος πήγε το βράδυ εκείνο στο σπίτι ενός φιλομόναχου χριστιανού.
Η κοπέλα προτού να φθάσει στο σπίτι της δαιμονίστηκε! Έπεσε κάτω στον δρόμο , άρχισε να κλωτσάει και να βγάζει αφρούς από το στόμα. Οι γονείς της βλέποντας το παιδί τους σ’ αυτή την ελεεινή κατάσταση, ζήτησαν να μάθουν την αιτία. Μια φίλη της τους εξιστόρησε τι είχε συμβεί. Εκείνοι με μεγάλη αγωνία γύρισαν όλη την πόλη αναζητώντας τον άγιο.
Όταν τον βρήκε, έπεσαν στα πόδια του και με λυγμούς τον παρακαλούσαν να συγχωρήσει την κόρη τους. Ο ανεξίκακος δούλος του Θεού την συγχώρησε με όλη τους την καρδιά και την ευλόγησε. Η κοπέλα ησύχασε, ηρέμηση απαλλάχθηκε από την επήρεια του δαίμονος.
Έκτοτε έζησε με σωφροσύνη και φόβο Θεού. Έμεινε μάλιστα άγαμη σε όλη της την ζωή.

Το σαπισμένο χέρι

Κάποια Αφροδίτη από την Κεφαλληνία είχε μία αδελφή , που κάποτε αγανάκτησε , σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό και έκανε μια ασεβή χειρονομία.

Σύντομα ήρθε η τιμωρία: Πλένοντας κάτι ρούχα, ένα μικρό βελόνι μπήκε στο χέρι της, δημιούργησε σε τρείς ημέρες γάγγραινα και το χέρι σάπισε. Οι γιατροί της είπαν να το κόψει. Τότε η ευσεβής αδελφή της την πήρε και την πήγε στον όσιο Παναγή Μπασία.

Ο άγιος ήταν βαρειά άρρωστος στο κρεββάτι και πολλοί τον ξενυχτούσαν. Η Αφροδίτη πλησίασε στο κρεββάτι, έβαλε το χέρι της αδελφή ςη επάνω του και μυστικά παρακάλεσε μέσα της:
--Παπα- Μπασιά μου, η ευχή του ας κάνει το χέρι της αδελφή μου καλά.
Τότε ο άγιος άνοιξε το στόμα του και είπε:
-Αφροδίτη. Το χέρι της αδελφή σου θα γίνει καλά! Δεν θα το κόψουν!

Ο γιατρός που εξέτασε το χέρι αργότερα , ομολόγησε ότι έγινε κάποιο θαύμα. Ήταν τελείως θεραπευμένο!

H Ρουμπίνα

Ο όσιος Παναγής Μπασιάς είχε βαπτίσει την αδελφή του Σπύρου Μηνιάτη που λεγόταν Ρουμπίνα. Αυτή παντρεύτηκε ένα πολύ σκληρό και βάναυσο άνδρα, που την κακομεταχειριζόταν. Ένα μεσημέρι η οικογένεια του Σπύρου καθόταν στο τραπέζι και έτωγε. Ξαφνικά μπροστά βλέπουν τους αναπάντεχα τον άγιο, που απευθυνόμενος προς τον Σπύρο του είπε:

-Ε! Τι κάθεσαι.. Αυτή την στιγμή την αδελφή σου την Ρουμπίνα την δέρνει απάνθρωπα ο άνδρας της. Και δεν φθάνει αυτό, αλλά της έσπασε και το χέρι της. Και το χειρότερο έκανε τα γαμήλια στέφανα τους κομμάτια.

Και συνέχισε ακόμα πιο έντονα:

-Πλήν όμως, ο πρώτος γάμος είναι μυστήριο! Ακούς;
Μετά τα λόγια αυτά έφυγε βιαστικά.
Το επεισόδιο που τους ανήγγειλε, γινόταν σ’ ένα χωριό, σε μακρινή απόσταση, αλλά ο Σπύρος πίστεψε τον άγιο και στενοχωρήθηκε κατάκαρδα για την αδελφή του. Σηκώθηκε αμέσως , ετοίμασε το μουλάρι του και έσπευσε να πάει να δει τι γίνεται στο σπίτι της.

Όταν εκείνη τον είδε, τον δέχθηκε με χαρά και του είπε:
-Πως , αδελφέ μου , τέτοια ώρα, μεσημέρι μ’ αυτή την ζέστη του Ιουλίου, ξεκίνησες για δω;
Ο Σπύρος την ρώτησε:
-Ρουμπίνα, που είναι ο άνδρας σου;
-Αχ Σπύρο μου, είχε ξενύχτι απόψε στην δουλειά του και κουράστηκε και βγήκε έξω να συναντήσει κανένα, να του περάσει η ώρα.
-Καλά , το χέρι σου τι έχει;
-Αδελφέ μου , αυτές οι προβατίνες, όταν πρόκειται να βγουν έξω από το μανδρί , κάνουν πολλά πηδήματα. Μ έσπρωξε, έπεσα και χτύπησα. Μα δεν είναι τίποτα… Έλα τώρα πάμε να ξεκουραστείς και το απόγευμα φεύγεις με την δροσιά.

Μπαίνοντας στο σπίτι ο Σπύρος αμέσως κοίταξε στα εικονίσματα, γιατί διαρκώς σκεπτόταν τα λόγια του οσίου Παναγή.

-Ρουμπίνα, που είναι τα στέφανα σου; Δεν τα βλέπω.

Η αδελφή του, που δεν ήθελε να διαλύσει το γάμο της, δικαιολογείται και λέει:
-Σπύρο μου, με τις δουλειές μου είχα καιρό να ξεσκονίσω και τα κατέβασα να τα καθαρίσω.
Η γυναίκα προσπάθησε να κρύψει την άθλια συμπεριφορά του συζύγου της και να μη φανερώσει την αλήθεια. Αλλά ο αδελφός της, που όλα τα ήξερε με το διορατικό χάρισμα του οσίου, της είπε:
-Αδελφή μου, σήκω να φύγουμε, γιατί ο άνδρας σου είναι σκληρός και σε βασανίζει. Εγώ ήρθα εδώ, γιατί μας απεκάλυψε την κατάστασή σου ο νουνός σου παπα-Μπασιάς. Έλα μαζί μου, η ζωή σου εδώ θα είναι μαρτύριο.
Η Ρουμπίνα όμως, συνετή και ανδρεία στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, γνώριζε ότι δεν έπρεπε να διαλύσει το σπιτικό της.

-Αδελφέ μου , του απαντά, όταν ο Θεός προστάζει , πρέπει να τα υπομένω όλα.

Έτσι ο Σπύρος Μηνιάτης έφυγε διαπιστώνοντας ότι τα λόγια του οσίου ήταν αληθινά.

Η φιλανθρωπία του οσίου Παναγή

Ο όσιος Παναγής Μπασιάς έγινε ονομαστός για την φιλανθρωπία του. Ήταν ακούραστος στο να ευεργετεί . ήταν εφευρετικός στις αγαθοεργίες, αλά και τολμηρός με το θάρρος,που του έδινε η άψογη ζωή του. Συχνά έμπαινε σ’ ένα κατάστημα, άνοιγε το ταμείο, έπαιρνε όσα χρήματα ήθελε για τους φτωχούς και έφευγε.

Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες παρακολουθούσαν άφωνοι, γιατί γνώριζαν τον προορισμό των χρημάτων που έπαιρνε. Λένε μάλιστα ότι κάποτε ένας φούρναρης τον εμπόδισε να πάρει χρήματα και τα ζυμωμένα ψωμιά του δεν φούσκωσαν, μέχρι που του ζήτησε συγγνώμη.

Μια φορά ο φτωχός παπα-Θεόδωρος Κοντομίλαχος βρέθηκε σε φοβερή κατάσταση. Η πρεσβυτέρα του επρόκετο να γεννήσει και δεν είχαν τα απαραίτητα χρήματα. Ο όδιος Παναγής, μόλις το έμαθε, πήγε στο παντοπωλείο του Γεράσιμου Μωραΐτη, άνοιξε μπροστά σε όλους το κρυφό συρτάρι του , βρήκε έξι μεξικάνικα τάλληρα(κολονάτα) και τα πήρε. Βγήκε μετά έξω, συνάντησε τον παπα-Θεόδωρο και του τα έδωσε λέγοντας του ότι θ’ αποκτήσει δίδυμα.

Ο ιερέας στην συνέχει πήγε στο ίδιο παντοπωλείο και ζήτησε ν’ αγοράσει κάρβουνα για θέρμανση δίνοντας ένα τάλληρο. Ο καταστηματάρχης το αναγνώρισε, αλλά είπε ότι δεν λυπάται τόσο για τα χρήματα που στερήθηκε, όσο γιατί ο άγιος του προφήτευσε σύντομο θάνατο και τον συμβούλευσε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.

Έχοντας έτσι απόλυτη εμπιστοσύνη στα λόγια του όσιο ετοιμάσθηκε και σε δεκαπέντε μέρες κοιμήθηκε.

Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι ο όσιος συνδύασε το προορατικό χάρισμα με την υλική και πνευματική φιλανθρωπία. Παρόμοια πολλές φορές ενήργησε για να προλάβει κάποιο ηθικό ή φυσικό κακό.

Μι α βροχερή νύχτα συνάντησε κάποιον που πήγαινε να κάνει μια αμαρτία. Τον σταμάτησε και του φώναξε:
-Αμαρτωλέ, αμαρτωλέ! Γύρισε στο σπίτι σου.
Άλλοτε ,μπήκε ξαφνικά στο σπίτι του Γεράσιμου Βώρου και του ζήτησε ένα πιστόλι , που ο ιδιοκτήτης το είχε γεμάτο/ οι οικοδεσπότες δεν του το έδωσαν, φοβούμενοι μήπως σκοτωθεί. Μετά από λίγες ημέρες ο Γεράσιμος θέλησε να το αδειάσει από τις σφαίρες, αλλά τραυματίστηκε και έκοψε το χέρι του. Τότε κατάλαβαν όλοι, γιατί ο όσιος είχε ζητήσει το πιστόλι.

Άγιος Παναγής Μπασιάς

Η μελλοντική ηγουμένη

Μια Κεφαλλονίτισσα από το Ληξούρι είχε τέσσερις κόρες. Ο άνδρας της ήταν πολύ ιδιότροπος. Την έβριζε γιατί γεννούσε κορίτσια και ήταν στενοχωρημένη.
Κάποτε σκέφτηκε να πάει να συναντήσει τον όσιο Παναγή Μπασιά και να πάρει την ευχή του. Πήρε μαζί και τις κόρες της. Στα μαλλία μάλιστα της μικρότερης είχε βάλει έναν ωραίο φιόγκο. Όταν έφθασαν στον άγιο, είδαν ότι είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος και έτσι περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους. Έπειτα από αρκετή ώρα τελείωσαν οι προηγούμενοι και η μητέρα οδήγησε τα παιδιά της στον άγιο:
-Παπά έφερα τα παιδιά μου να τα ευλογήσεις.
Ο όσιος Παναγής ευλόγησε την πρώτη και της είπε:
-Καλώς την Διονύσαινα!
Στην δεύτερη είπε:
-Καλώς την Γιώργαινα!
Στην τρίτη είπε:
-Καλώς την Σπύραινα!
Προφήτευσε δηλαδή τα ονόματα των συζύγων των κοριτσιών.
Την τέταρτη δεν την ευλόγησε. Η μητέρα που μέχρι τότε χαιρόταν , άρχισε ν’ ανησυχεί. Σκέφτηκε ότι θα πέθαινε το τέταρτο παιδί της . τον παρακάλεσε λοιπόν πιο θερμά να το ευλογήσει. Ο άγιος δεν το ευλογούσε. Η μητέρα ταραγμένη ρωτούσε:
-Παπά μου, θα πεθάνει το παιδί μου; Γιατί δεν το ευλογάς;
Τότε σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά στο μικρό κορίτσι και του είπε:
-Ευλόγησέ με, αμμά( δηλ. γερόντισσα).
Η μητέρα τρόμαξε περισσότερο μ’ αυτό και αναρωτιόταν τι να σημαίνει. Εκείνος έβγαλε τα στολίδια από τα μαλλιά της μικρής και είπε:
-Αυτά δεν χρειάζονται , ηγουμένη των Λεπέδων.
Και πράγματι! Έπειτα από πολλά χρόνια οι τρείς μεγαλύτερες αδελφές παντρεύθηκαν συζύγους με τα ονόματα που είχε προφητεύσει ο άγιος, ενώ η μικρότερη έγινε ηγουμένη της μονής των Λεπέδων , με το όνομα Ευγενία.

Αγία Ραΐς η δωδεκάχρονη παρθενομάρτυς

ΑΓΙΑ ΡΑ΄Ι΄Σ

Η δωδεκάχρονη Παρθενομάρτυς.

Η μνήμη της εορτάζεται την 23ην Σεπτεμβρίυ

Μικρός ο βίος της, που διεσώθη. Μικρή η ηλικία της, αλλά μεγάλος ο άθλος και η δόξα της ανήλικης Αγίας Ραΐδος, που θυσιάστηκε για την αγάπη του Χριστού στα δώδεκά της χρόνια! Άλλα κορίτσια στην ηλικία της παίζουν με τα παιχνίδια τους και τις κούκλες ή ονειρεύονται το κοσμικό τους μέλλον και τις χαρές του μάταιου κόσμου. Αντίθετα η μικρή Ραΐδα όλα τα είχε πρεριφρονήσει απο μικρή και δεν αγαπούσε και δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο απο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον Δημιουργό και Σωτήρα του σύμπαντός και τον πιό μεγάλο, τον πιό αληθινό και ασύγκριτο φίλο και προστάτη των παιδίων. Κι όπως αναφέρι ο Συναξαριστής στα «Μηναία» (μήνας Σπτέμβριος ΚΓ΄):

«Ποθουσα κάλλος η Ραΐς Θεού βλέπεις
Σαρκός το κάλλος εκδίδωσι τω ξίφει».

Και σε σημερινή απόδοσι:

«Η Ραΐς ποθώντας να δή την ομορφιά του Θεού
θυσίασε με το ξίδος την ομορφιά της σάρκας».

Δεν είναι η πρώτη και δεν είναι η μόνη ανήλικη Αγία, που εμαρτύρησε για τον Χριστό. Αμέτρητα είναι τα αγόρια και τα κορίτσια, που εθυσίασαν την ζωή τους και τις χαρές του κόσμου τούτου για τον Κύριο. Στρατιές απο, μικρούς ένσαρκους αγγέλους, που χαίρονται τώρα στην Βασιλεία των Ουρανών. Εκείνο, που ξεχωρίζει την Ραΐδα απο όλες τις άλλες μορφές των παιδίων , που αγίασαν με το μαρτύριο, είναι ότι δόθηκε μόνη της, εθελοντικά στο μαρτύριο, χωρίς κανείς να την βιάσει σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα μάλιστα προσπάθησε και αγωνίστηκε να φτάσει ως το μαρτύριο και να ξεπεράσει τα εμπόδια που συναντούσε.Είναι μια απο τις σπάνιες, αλλά και τόσο ωραίες και μεγάλες κορυφώσεις εθελοθυσίας απο αγάπη. Κι’ όλα αυτά τα μαρτύρια και ο αποκεφαλισμός,οι σκληρές και άγριες ώρες, που λυγίζουν ακόμη και τους μεγάλους, να γίνονται σένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών και το κοριτσάκι αυτό αντίνα λιποψυχή και να αποφεύγει τον πόνη , να ζητά μόνο του , απο αγάπη και μόνο, τα βάσανα και τον θάνατο για την αγάπη και την δόξα του Θεού! Ω, Κύριε των Δυνάμεων , πόσο θαυμαστά ξέρεις να μας διδάκσεις και να μας δίνεις οδηγούς για την ζωή μας κι’ ας είμαστε εμείς τόσο ράθυμοι και σκληρόκαρδοι και εγωϊστές και ανάξιοι για κάιθε ευεργεσία. Πάντα το έλεος σου είναι μεγαλύτερο απο κάθε σκέψι και απο κάθε φαντασία της αμαρτωλής καρδιάς μας!..

Ας σταθούμε όμως μέσα στις λίγες αράδες, που διέσωσαν για την Ραΐδα οι Συναξαριστές, μέσα στις μυριάδες των Αγίων και των Μαρτύρων , που μετριουνται σε πολλά εκατομύρια.

Γράφει λοιπόν το Συναξάρι της θαυματουργής Αγίας ότι γεννήθηκε στην πόλι Τάμμαν της Αιγύπτου. Δεν αναφέρεται όμως η ακριβής ημερομηνία της γενήσεώς της. Πάντως υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στο τέλος περίπου του τρίτου αιώνος. Ήταν κό΄ρη ενός Χριστιανού ιερέως, που τον έλεγαν Πέτρο και είχε φροντίσει απο νωρίς να της δώση χριστιανική ανατροφή και να της εμπνεύση απεριόριστη πίστι και αγάπη για τον Χριστό. Μέρα και νύχτα η μιρκη Ραΐδα βρισκόταν μαζί με τον πατέρα της και ζούσε απο κοντα την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Κι’ όταν εξέφρασε την επιθυμία της να γίνη μοναχή, ο καλός πατέρας δέχτηκε μετά χαράς κι όχι όπως κάνουν σήμερα πολλοί γονείς, ποθ αρνουνται και αντιδρούν και αναστατώνουν τον κόσμο, εάν τα παιδία τους αποφασίσουν να αφιερωθούν στο Χριστό...

Ευλόγησε λοιπόν ο ιερεύς Πέτρος την δωδεκάχρονη κόρη του, της έδωσε την ευχή του και τις καλές του πατρικές συμβουλές και ύστερα της παρέδωσε στο γυναικείο μοναστήρι της Τάμμαν. Εκεί φόρεσε το σχήμα της δόκιμης μοναχής , μέχρι να φθάση στην νόμιμη ηλικία για να γίνη μοναχή.

Μια μέρα , που πήγαινε μαζί με τις άλλες μοναχές στην πηγή για να κουβαλήση νερό, είδε ένα πλήθος απο μοναχόυς, μοναχές, κληρικούς και λαϊκούς , που τους είχε συλλάβει ο σκληρός ηγεμόνως της περιοχής Λουκιανός. Όταν έμαθε ότι τους είχαν δέσει γιατί ήταν Χριστιανοί και θα τους θανάτωναν , εάν δεν αρνιόταν την πίστι τους, έτρεξε σαν μικρό ελαφάκι για να ενωθή μαζί τους και να ομολογήση τον Χριστν Κύριον και Θεός και Σωτήρα του κόσμου. Ο κομενταρίσιος ( δεσμοφύλακας) την λυπήθηκε, καθώς την είδε τόσο μικρή, με το μαύρο ράσο της και την σταμάτησε με καλό τρόπο:

-Που πας κοριτσάκι μου, εσύ με τους άλλους; Αυτούς θα τους σκοτώσουν αν επιμείνουν στην θρησκεία τους. Εσύ όμως γιατί να πεθάνης πρίν απο την ώρα σου; Κι’ ούτε κανένας σε βιάζει να κάνης κάτι τέτοιο. Είσαι μικρή ακόμα και δεν ξέρεις τι κάνεις...

-Ξέρω τι πιστεύω και τι κάνω, κομενταρίσιε, είπε, θαρρετά η μικρή Ραΐς. Κι ούτε με νοιάζει πότε θα πεθάνω, τώρα ή αργότερα. Είμαι Χριστιανή και θέλω να ομομλογήσω και να δικηρύξω την πίστι μου!

-Ξανασκέψου το , την συμβούλεψε ο δεσμοφύλακας. Είσαι τόσο μικρούλα. Κρίμα να χαθείς απο τώρα, πρίν γνωρίσεις την χωή και τον κόσμο.

-Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιό σπουδαίο απο τον Χριστό κι’ όποιος θυσιάζεται για τον Κύριο δεν πεθαίνει ποτέ του. Κατάλαβες; Μη στενοχωριέσαι λοιπόν για μένα και πες μου που είναι ο ηγεμόνας;

Της έδειξε την άμαξα του κι’ εκείνη χωρίς δισταγμό πλησίασε και είπε στον σκληρό Λουκιανό:

-Άρχοντά Λουκιανέ, είμαι Χριστιανή κι’ έτοιμη αν χρειασθή να πεθάνω για τον Χριστό και Θεό μου, που τον αγαπώ και τον λατρεύω πάνω απο όλα και απο την ίδια την ζωή!

-Μπα, μπα και τους δικόυς μας θεούς δεν τους προσκυνάς, λοιπόν μικρή μου;


-Ούτε τους προσκυνώ , ούτε τους θεωρώ θεούς, αλλά ψεύτικα είδωλα και τους περιφρωνώ με όλη την καρδιά μου!

Ο Λουκιανός κάγχασε και μίλησε με ασέβεια για την πίστι των Χριστιανών. Η Ραΐς αντί να του απαντήση με λόγια, έκανε ένα βήμα πιό κοντά στον ηγεμόνα και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε στην αρχή με το τόλμημα της Ραΐδος και ύστερα ούρλιαξε απο τον θυμό του , για την απάντηση, που πήρε στις βλασφημίες του κατά του αληθινού Θεού.

-Βασάνιστε της! Σκοτώστε την! Κομματιάστε την!

Η μικρή Αγία όταν άκουσε τις φωνές του ηγεμόνα δεν ταράχτηκε ούτε φοβήθηκε. Η καρδιά της χαιρόταν , που θα υπέφερε για τον Κύριο, όπως κι’ Εκείνος είχε υποφέρει πάνω στον σταυρό για την σωτηρία των ανθρώπων. Χαιρόταν ,για΄τι έφτυσε έναν εχθρό του Χρισοτυ, όπως κι’ Εκείνος είχε δεχθή «Εμπτυσμούς» απο τους βασανιστές του πρίν σταυρωθή. Κι’ ακόμα έχαιρε, γιατί ο θάατος της θ τη έφερνε ολοκάθαρη και πιό γρήγορα μπροστά στον θρόνο του Θεού και θα μπορούσε να δη τις ομορφιές και τα μεγαλεία της Βασιλείας των Ουρανών.

Οι δήμιοι άρπαξαν την μικρή Ραΐδα και κατά διαταγήν του Λουκιανού, την βασάνισαν πολύ ,πρίν την αποκεφαλίσουν με ξίφος.

«Ποθούσα κάλλος η Ραΐς Θεού βλέπειν...»

Έτσι μόλις έπεσε στην γη το κομμένο κεφάλι της Αγίας η ψυχή της πέταξε ψηλά στα ουράνια και τότε ο πόθος της να δη την ομορφιά του Θεου- μακάρι όλοι να την δούμε μιά μέρα- έγινε πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Κύριος , που στεφανώνει όλους τους Μάρτυρες, στεφάνωσε και την δωδεκάχρονη Ραΐδα με την αιώνια δόξα του Μαρτυρίου υπέρ Χριστού και χαίρεται τώρα την «ανεκλάλητη χαρά» στους κόλπους του Αβραάμ. Αλλά κι’έδώ στη γη, η Αγία Παρθενομάρτυς Ραΐς, θα λάμπη μέσα στο στερέωμα της μνήμης της Εκκλησίας, για να θυμίζει ότι η δωδεκάχρονη Αγία εθυσίασε εθελοντικά την ζωή της για τον Κύριο και μας δείχνει πόσο πρέπει να αγαπούμε τον Χριστό και τίποτε να μη μας χωρίζη απο Εκείνον, στον οποίο ανήκει , μαζί με τον Θεόν Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, η δόξα , η δύναμις και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων . Αμήν.


ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Π. Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΥ
ΑΣΤΗΡ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...