Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Ονόματα της Παναγίας




-->
Δέσποινα, Παναγία, Μαρία, Μαριάμ, Άμπελος η αληθινή,  Άχραντος, Άσπιλη , Γλυκοφιλούσα, Δεξιά,  Ελεούσα, Ενδοξοτέρα, Ζωδόχος Πηγή, Λαοδέουσα, Φιλόστοργος, Άσπιλη, Πανάσπιλη, Τριχερούσα,  Βηθλεεμίτισσα, Ευλογημένη, Παντευλογημένη, Απείρανδρη, Κοσμοπόθητη , Άξιον Εστί ,  Αγαθή, Καλοκάγαθη, Κεχαριτωμένη, Γλυκοφιλούσα,  Άχραντη, Πανάχραντη, Αγνή, Πάναγνη, Σπηλιώτισσα, Θεοτάτη,  Υπερθεοτάτη, Χαριωτάτη, Υπερχαριωτάτη, Ένδοξη,  Υπερένδοξη, Υπερενδοξασμένη, Αγία, Υπεραγία, Αγιοτέρα, Βασίλισσα, Άνασσα, Καθαρωτέρα, Υπερτέρα, Παρθένος, Αειπάρθενος, Θεοτόκος, Θεολόγος, Λοχεύτρια, Ικετεύρια,  Γαλαζοόμορφη Φιλόστοργος, Σεπτή, Πάνσεπτη Υπερτέρα, Τιμιωτέρα, Λαμπροτέρα,  Υπερλαμπροτέρα, Εκλαμπρωτέρα, Ποθητή,  Πλατυτέρα, Κοσμοπόθητη, Καλοπόθητη, Υπερπόθητη, Μυροφόρα, Σκέπη, Σεπτή, Παμάκαρ, Παμακάριστη, Ιεροσολυμίτισσα, Καλλιπάρθενος, Πανύμνητη, Πανεύφημη,  Παντάνασσα,  Πάνσοφή, Σοφή, Νύμφη , Κόρη,  Κυρία,  Μάνα, Οδηγήτρια, Ανύμφευτη, Παρηγορήτρια, Βηματάρισσα, Μαλεβή, Παραμυθία, Υψηλοτέρα, Εσφιγμένη, Πορταΐτισσα, Ελαιοτριβίτισσα, Πυροβοληθείσα, Μυρτιδιώτισσα, Βρεφοκρατούσα,  Θεόνυμφε, Τιμιοτέρα, Ζιδανιώτισσα, Ολυμπιώτισσα, Οδηγήτρια, Αειμακάριστος, Πανάμωμος, Μητέρα, Καθαρωτέρα, Προυσιώτισσα, Αρχοντάρισσα, Γοργοηπύκοος, Κρεμαστή, Παρθενομήτωρ, Μητροπάρθενε, Απείρανδρος, Θεοφόρος, Παναγιωπούλα,  Καστριώτισσα, Καταφυγή, Κλίμαξ, Μυροβλύτισσα, Πόκος ο ένδροσος, Χοζοβιώτισσα, Ποταμίτισσα, Μεσίτρια, Δαμάστα, Φιδούσα, Τήνου, Φανερωμένη, Γερόντισσα, Αμπελακίωτισσα, Μοναδική, Αξιολάτρευτη, Αξιομακάριστη, Μικροπάρθενε, Τηνιάτισσα, Θεόπαιδα, Θεομακάριστη, Θεόλιπτη, Θεόσοφη Θεόφαντη, Θεόπνευστη, Τρισμακάριστη, Θεοπειθή, Θεόφρονη, Παναοίδημε, Γλυκυτάτη, Θαυμαστή, Θαυματουργή, Παντάνακτα, Καθικετεύτρια, Θεοκήρυκτη, Υπερύμνητη, Φιλάγαθη, Αξιάγαστη, Θεοπίστη, Καλλονή, Καλή , Δοξασμένη, Παρθενομάρτυς, Μαρτυροπάρθενη, Εκαντοπυλιανή, Χοζοβιώτισσα, Παμβασίλισσα, Μεγαλομάρτυς,  Καστοριανή, Καταφυγιώτισσα, Δεούσα, Απειράγαθη, Υπαρβασίλισσα, Υπερλοχεύτρια, Εικοσιφοινιάτισσα, Φιλάγαθη, Φιλοπόθητη, Προδρομίτισσα, Αγιορείτισσα, Παραμυθία, Χριστονύμφη, Θεούμήτηρ, Θεόφρων, Θησαυρός, Σεβαστή, Πανσεβαστή, Πανάφθορος, Πληθύς, Ευπρόσδεκτη, Ζωηφόρα, Μεσοσπορίτισσα, Πρεποσέμνη, Θεοτίμητη, Φιλάνθρωπος, Υπερφιλάνθρωπος, Υπερδυνατή, Αξιοθαύμαστη, Αξιοτίμητη, Ευσπλαχνική, Φιλεύσπλαχνη, Υπέραγνη, Κοσμοκράτωρα, Αρχαγγελιώτισσα, Προσπελάζουσα, Πολυτίμητος, Θησαύρισμα, Μονοπάρθενη, Νικηφόρος, Πανάθλια, Πανακήρατε, Υπαπαντή, Σεμνοπρεπής, Υπερθεοτίμητη, Δυνατή, Υπέρσοφη, Αξιοπρεπής, Πανάριστη, Παναμώμητος, Δακρυρροούσα, Χειμάζουσσα, Γουμένισσα, Καθολική, Ωραιοτάτη, Υπερμυροφόρα, Γλυκιά, Ευαγγελίστρια, Έμψυχε Παράδεισε, Θεογεννήτρια, Απειρόγαμε, Πολυπόθητη, Προστάτισσα, Χαριτόβρυτη, Αθληφόρα,  Θεολάτρευτη, Ωραία,φοβερά Προστασία, Γάλαξα,  Θαλασσοκρατούσα, Κυριοπρεσβεύτρια.
Μορείτε κι εσείς να προσθέσετε τα δικά σας ονόματα στα σχόλια.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου- Για τις αρρώστιες και συμφορές



Ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του, «ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεό», μας λέγει:
«…Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες· κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν οδύνη στο σώμα, όπως είναι οι αρρώστιες και τα τραύματα του σώματος, η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οικονομικές ζημιές, θάνατοι συγγενών , τα οποία ενεργεί ( κατά παραχώρηση ) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος. Ο Οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά, για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστιες, σ΄αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις αρρώστιες, παρά να είναι ελεύθερο για ν’ αμαρτάνει. Παίρνει με θάνατο εκείνους, που τους συμφέρει ο θάνατος παρά η παράταση της ζωής. Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρει πείνα , ξηρασίες, κατακλυσμιαίες    βροχές , που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολοκλήρων εθνών…»

Αλλού πάλιν ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει τα εξής:
«Οι αρρώστιες των πόλεων και των εθνών , οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα είδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από το Θεό, για ν’ αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών, που είναι οι αμαρτίες. Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό (που είναι η αμαρτία)αλλά το (όντως) κακό δεν κατάγεται από το Θεό. Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί την νόσο από το σώμα. Οι αφανισμοί των πόλεων , οι σεισμοί και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων  και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από τη γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα, από τη φωτιά ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από το Θεό , που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτωλότητα…».

Δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε με άλλο τρόπο τα αγαθά που μας έχουν απαγγελθεί, και να αξιωθούμε την βασιλείας των ουρανών , παρά μόνον αν οδεύσουμε τον εδώ βίο μας με θλίψη.

Εάν είμαστε ξύπνιοι , προσεκτικοί οι θλίψεις μας οικειώνουν πιο πολύ  με τον Δεσπότη , και μαθητεύουμε να είμαστε επιεικείς.

Ο Θεός δεν εμποδίζει τις θλίψεις να έλθουν , αλλά όταν έλθουν είναι παρών, εργαζόμενος να μας καταστήσει χρήσιμους και έμπειρους.

Μην απελπίζεται, αλλά τότε, όταν έλθουν οι θλίψεις, περισσότερο να αφυπνιστείς, επειδή τότε οι προσευχές γίνονται πιο καθαρές.

Η θλίψη εργάζεται ισχυρούς τους θλιβομένους , τους κάμνει κατανυκτικούς και ταπεινώνει την διάνοια.
Είναι μεγάλο κατόρθωμα το να υπομένει κανείς την θλίψη με ευχαριστία.

Οι θλίψεις είαι τα κατάλληλα  φάρμακα στα δικά μας ψυχικά ταύματα. Ο Θεός επιτρέπει να γίνονται αυτά για την θεραπεία των ιδικών μας ψυχών.

…Κανείς δεν επικοινωνεί με τον Χριστό τρυφώντας και κοιμώμενος, αλλά εκείνος που βρίσκεται σε θλίψη και πειρασμό , αυτός στέκεται κοντά σε Εκείνον.

Απο το βιβλιαράκι "Λυτρωτικά εφόδια για την σωστή αντιμετώπιση των θλίψεων"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Η εικόνα είναι απο:
www.pmeletios.com

Ο Άγιος Βασίλειος και ο ύπαρχος Μόδεστος.

Πως σκέφτηκες εσύ ( ανέφερε το όνομα του χωρίς να τον αξιώσει να τον ονομάσει επίσκοπο) και τολμάς να αντιστέκεσαι εναντίον τόσης εξουσίας , μόνος εσύ από όλους φέρεσαι με τόσην αυθάδεια;

-Γιατί η ερώτηση αυτή; απάντησε ο Βασίλειος. Ποια η απείθεια και η υπεροψία μου; διότι ακόμη δεν μπορώ να εννοήσω;

- Διότι δεν ακολουθείς την θρησκεία του βασιλέως, ενώ όλοι πλέον οι άλλοι υποτάχθηκαν και ηττήθηκαν, λέγει ο ύπαρχος.

- Δεν είναι αρεστά αυτά εις τον δικό μου βασιλιά , απήντησε ο Βασίλειος. Ούτε ενέχομαι να προσκυνώ κάποιο κτίσμα , εφ’ όσον είμαι του Θεού κτίσμα και έχω εντολή, ότι θα είμαι θεός.

- Αλλά εμάς πως μας θεωρείς; Δεν είμαστε τίποτε εμείς που διατάζουμε αυτά; Πως λοιπόν; Δεν θεωρείς μέγα και τιμητικό το να ταχθείς με το μέρος μας και να μας έχεις φίλους και συντρόφους;

-Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι, απάντησε ο Βασίλειος ότι εσείς είστε ύπαρχοι και επιφανείς , ουδόλως όμως ανώτεροι του Θεού. Και θεωρώ σπουδαία μεν τη φιλία σας (πως όχι; πλάσματα Θεού είστε και εσείς), αλλά θεωρώ σπουδαία τη φιλία και των άλλων Χριστιανών, που είναι ταγμένοι υπό την εξουσία σας. Διότι δεν είναι επίσημος ο Χριστιανισμός από την αξία των προσώπων που ανήκουν σ’ αυτόν, αλλά από την Πίστη.

-Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία ;

-Τι θα μου συμβεί; Τι πρόκειται να πάθω; απάντησε ο Βασίλειος

- Τι θα πάθεις; Ένα από τα πολλά που είναι στην την εξουσία μου.

-Ποια είναι αυτά; Πες μου

-Δήμευση , εξορία, βάσανα, θάνατος.

-Απείλησε με κάτι άλλο, αν υπάρχει. Διότι κανένα από αυτά που ανέφερες δεν μπορεί να με θίξει και να με βλάψει, απάντησε με θάρρος ο Βασίλειος

-Πως είναι δυνατόν και με ποιο τρόπο θα το κατορθώσεις αυτό; ρώτησε ο ύπαρχος

-Διότι, απάντησε ο Βασίλειος, δήμευση περιουσία δεν μπορεί να υποστεί εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρεις τα τρίχινα και φτωχά ενδύματα και τα λίγα βιβλία , από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δεν γνωρίζω, εφ’ όσον δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος , και ούτε αυτή την πόλη που κατοικώ τώρα θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω ως πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Μάλλον όμως κάθε τόπο τον θεωρώ τόπο του Θεού, στον οποίο εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βάσανα όμως τίποτα δεν μπορούν να κάνουν στον άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λες βάσανο την πρώτη πληγή , με την οποία θα πέσει αυτό το σώμα. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Ο θάνατος όμως θα είναι για μένα ευεργεσία. Διότι θα με στείλει ταχύτερα στο Θεό, με τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και για χάρη του οποίου νεκρώθηκα κατά το πλείστον και προς τον οποίο από πολλά χρόνια σπεύδω να φτάσω.

-Κανείς , είπε μέχρι σήμερα δεν μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόσο θάρρος σε μένα ( και πρόσθεσε το όνομά του.

-Ίσως δεν συνάντησες ποτέ επίσκοπο απάντησε ο Βασίλειος. Διότι αν συναντούσες πραγματικό επίσκοπο, ο οποίος αγωνίζεται για την πραγματική Πίστη, με αυτόν τον τρόπο θα σου απαντούσε. Και πρόσθεσε με θάρρος. :Εμείς , ύπαρχε, σε όλα τα άλλα ζητήματα είμαστε επιεικείς και ταπεινότεροι από κάθε άλλον άνθρωπο, διότι τέτοια εντολή έχουμε από τον Κύριο. Και όχι μόνο σε τόση μεγάλη εξουσία, όπως η δική σου, αλλά ούτε και στον τυχόντα άνθρωπο σηκώνουμε τα μάτια. Αλλά όπου πρόκειται περί Θεού και τίθεται σε κίνδυνο η Πίστη μας σε αυτόν, όλα τα περιφρονούμε και σε Αυτόν αποβλέπουμε. Φωτιά και ξίφος και θηρία και νύχια που κόβουν τις σάρκες, αυτά για μας είναι μάλλον ευχαρίστηση παρά εκφοβισμός και κατάπληξη. Γι’ αυτό βρίζε και φοβέριζε και κάνε ότι θέλεις και χρησιμοποίησε την εξουσία σου. Ας ακούσει την απάντηση αυτή ο βασιλιάς. Εμένα , πάρε το απόφαση , δεν θα με υποτάξεις ούτε θα με πείσεις να ταχθώ με το μέρος της αιρετικής ασέβειας, έστω και αν απειλήσεις ακόμη με τρομερότερο τρόπο.


Απο:  
http://talanto.forumup.gr/about245-talanto.htm

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης-Ταπείνωση


Εις τι θα μας ωφελήσει εμάς αν μάθουμε ότι η φωνή ήταν του Πατρός ή ο Θεός μιλεί δι' αγγέλου για τό 'να και τ' άλλο. Εις τι θα μας ωφελήσει εις τον δρόμο της σωτηρίας μας, αν γνωρίζουμε αυτό; Εσύ μιλάς θεολογικά. Τι θα μας ωφελήσει; Τίποτε. Θα σε προσβάλω. Άφησες το δρόμο της ταπεινώσεως και πιάνεις υψηλά επίπεδα θεολογικά. Όχι. Άφησε αυτόν το δρόμο κι ακολούθησε το δρόμο της καλογερικής. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Άφησε αυτόν το δρόμο της ερεύνης, διότι...
Ήρθε κάποιος στο σπίτι και λέει: «Πάτερ, το σώμα που μεταλαμβάνομε είναι το Σώμα του Χριστού, το είπανε λέει...» Λέω: «Πάτερ, δεν μπορούμε να θεολογήσουμε, διότι δεν είμαστε θεολόγοι. Μεταλαμβάνουμε Σώμα και Αίμα Χριστού. Περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε, μήπως και πέσουμε σε κάνα δογματικό λάθος και θα το βρούμε εμπόδιο μετά το θάνατό μας».
Τέτοια δεν μας ωφελούν, πάτερ. Άφησε αυτόν το δρόμο και πάρε το δρόμο της υπακοής και άφησε τα υψηλά επίπεδα.


Αι θλίψεις γεννούν την ταπείνωση και η ταπείνωση έχει κατόπιν!! Συντρίβεται ο άνθρωπος, συντρίβεται ο άνθρωπος μέσα του.

Απο:  
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/monasticism/Efraim.htm

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Αρνταβάν ο τέταρτος Μάγος και το μυστικό των άστρων.


Να μια ιστορία για τον Αρταβάν τον τέταρτο μάγο, τον φίλο του Μελχιώρ, του Γάσπαρ και του Βαλτάσαρ που προσκύνησαν τον Χριστό στη Βηθλεέμ.

Οι Τρεις γνωστοί Μάγοι κατοικούσαν στη Βορσίππη της Βαβυλώνας και αποφάσισαν ομόφωνα ότι το ασυνήθιστα φωτεινό ουράνιο σώμα που έβλεπαν από τα παρατηρητήριά τους ήταν το σημάδι της γέννησης ενός βασιλιά που αποφάσισαν να επισκεφθούν. Ο Αρταβάν που κατέγραφε από το παρατηρητήριό του στα Εκβάτανα τις θέσεις του Δία και της Αφροδίτης παρατήρησε μια ασυνήθιστη προσέγγιση μεταξύ τους. Πριν οι δυο πλανήτες πλησιάσουν ακόμα περισσότερο, αποφάσισε να επισκεφτεί τους σοφούς της Βορσίππης για να επωφεληθεί από τη σοφία τους και την πείρα τους.

Ήταν βέβαιο ότι όταν οι δύο πλανήτες θα πλησίαζαν περαιτέρω, θα έμοιαζαν σαν να εκπέμπουν λόγω της εγγύτητος μια ασυνήθιστη λάμψη. Ένιωθε ότι δεν ήταν σε θέση να βλέπει στα ουράνια φαινόμενα σημάδια και να τα ερμηνεύει. Άλλοι επιφανείς αστρονόμοι της Χώρας του μπορούσαν να υπερβαίνουν την ατέλεια της ανθρώπινης υπόστασης εντάσσοντάς την σε ένα κοσμικό σχέδιο με το οποίο βρισκόταν σε ισορροπία και που οι αντιστοιχίες, οι θέσεις και οι γωνίες των πλανητών στη ζώνη του ζωδιακού δημιουργούσαν μια τέλεια απεικόνιση καθαρή και σαφή του ανθρωπίνου σύμπαντος και της κοσμικής του μοίρας. Ο Αρταβάν δεν αδυνατούσε να διακρίνει τα σχήματα και τις μορφές τους στον ουράνιο θόλο. Υπέκυπτε όμως στην σχολαστική υπερβολή της καταγραφής των μετρήσεων, που από το πάθος να συγκρατήσει στη μνήμη του τις σχετικές θέσεις των αστέρων από νύχτα σε νύχτα παρασυρόταν σε ματαιόδοξη ικανοποίηση για τις καταγραφές του που μετά αδυνατούσε να δει το σύνολο και τις επιρροές και αλληλεξαρτήσεις τους με τον γήινο και φθαρτό κόσμο των ανθρώπων. Είχε ανάγκη λοιπόν να συμβουλεύεται έναν μεγαλύτερο αστρονόμο και συνήθως ρωτούσε τον Μελχιώρ.
Προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις διαφορές στις θέσεις των άστρων από τη διαφορετική θέση παρατήρησης, ταξίδευε με το βλέμμα στραμμένο στον Ουρανό. Φτάνοντας όμως στη Βορσίπη ο υπηρέτης του Μελχιώρ που είχε μείνει για να τον ενημερώσει, του είπε ότι οι σοφοί, που έβλεπαν πιο σοφά τον ίδιο ουρανό, είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους για να προσκυνήσουν τον νέο βασιλέα. Νέος βασιλέας λοιπόν! Αυτό ήταν το μήνυμα που ο Αρταβάν αναγκαζόταν να αποδεχτεί, χωρίς να μπορεί να το καταλάβει και να το δεχτει με όλη του την καρδιά. Γνωρίζοντας όμως ότι ο ίδιος δεν θα είχε ποτέ το χάρισμα της ερμηνείας, χάρηκε που θα είχε και αυτός την ευκαιρία να προσκυνήσει το νέο βασιλέα μια και οι τρεις Μάγοι δεν είχαν παρά τρεις μέρες που είχαν φύγει. Να παρατηρεί τον ουρανό το γνώριζε καλά. Άλλες οδηγίες δεν είχε ανάγκη και ξεκίνησε όλο προσμονή για το ταξίδι. Ταξίδευε μέρα και νύχτα για να καλύψει την απόσταση που τους χώριζε.

Εν τω μέσω της ερήμου συνάντησε έναν άνθρωπο, πεσμένο καταγής με τα χείλη άσπρα από τη δίψα, που καιγόταν από τον πυρετό. Ο Αρταβάν τον μετέφερε με την καμήλα του σε μια όαση που είχε συναντήσει και έμεινε μαζί του μέχρι να συνέλθει όσο τον φρόντιζαν οι νομάδες που είχαν κατασκηνώσει στην όαση. Ο Μελχισεδέκ, γιατί αυτό ήταν το όνομα του ανθρώπου, συνήλθε μετά από δυο μέρες και συμφώνησε να τον συνοδεύσει στο υπόλοιπο του ταξιδιού γιατί ήταν φανερό από την πορεία που είχε πάρει ότι κατευθυνόταν προς τη χώρα των Ιουδαίων.

Δυστυχώς ο Αρταβάν δεν πρόλαβε να προσκυνήσει το Θειο Βρέφος όπως οι άλλοι τρεις μάγοι γιατί η Αγία Οικογένεια είχε ήδη διαφύγει για την Αίγυπτο. Στη Βηθλεέμ, όπως και σε όλη τη χώρα είχε ξεκινήσει η σφαγή των νηπίων που ο Αρταβάν συγκλονισμένος παρακολουθούσε χωρίς να μπορεί να αποτρέψει. Προσπάθησε όμως μοιράζοντας ρουμπίνια που κρατούσε ως δώρο για τον νέο βασιλέα να δωροδοκήσει Ρωμαίους στρατιώτες και να σώσει κάποια παιδιά από βέβαιη σφαγή. Λέγεται ότι μεταξύ αυτών που εσώθησαν ήταν και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.

Ενώ οι τρεις Μάγοι επέστρεψαν στην Περσία, ο Αρταβάν θεώρησε ότι έπρεπε να ακολουθήσει το Θειο Βρέφος στην Αίγυπτο και έτσι πήγε εκεί προσπαθώντας να τους εντοπίσει. Αυτό δε στάθηκε δυνατόν γιατί η Αγία Οικογένεια κρυβόταν φοβούμενη τους κατασκόπους του Ηρώδη. Θεράπευε όμως ασθενείς με τις γνώσεις που είχε για τις παθήσεις του ανθρωπίνου σώματος και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών, εξαγόραζε φυλακισμένους και ανακούφιζε τους φτωχούς με το θησαυρό που είχε φέρει μαζί του. Έτσι πέρασαν περίπου 33 χρόνια. Είχε πια γεράσει. Είχε αποκτήσει μια άσπρη γενειάδα που τον έκανε φαίνεται ακόμα πιο σεβάσμιος και μονολογούσε "αν θεραπεύσετε αυτούς εμένα θεραπεύσατε, αν ελεήσατε αυτούς εμένα ελεήσατε". Προσπαθούσε έτσι να βρει ανακούφιση στο ότι είχε καθυστερήσει και δεν είχε προλάβει να δει τον Βασιλέα, μετατρέποντας έτσι την απουσία της συνάντησης σε σκοπό της ζωής του. Οι φτωχοί τον θεωρούσαν Άγιο και μια ομάδα πιστών του φίλων αποφάσισαν να τον ακολουθήσει στην επιστροφή στην Ιερουσαλήμ γιατί είχε φτάσει η φήμη ακόμα και στην Αίγυπτο για ένα βασιλιά των Ιουδαίων.

Όταν έφτασε μετά από ένα εξαντλητικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα γιατί δεν ήταν πια νέος, ήταν η μέρα της σταυρώσεως. Ο Αρταβάν αποφάσισε να ανεβεί στο βουνό για να ρωτήσει για τον βασιλιά των Ιουδαίων. Είχε ακόμα ρουμπίνια από το δώρο και ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσε για άλλη μια φορά να εξαγοράσει τους Ρωμαίους. Δυστυχώς η καρδιά του τον πρόδωσε και λιποθύμησε κάτω από το σταυρό. Έχοντας χάσει τις αισθήσεις του είδε εν τούτοις ένα εκτυφλωτικό φως και μια φωνή, που θεώρησε ότι ήταν η φωνή του Θεού του Πυρός που λατρεύουν στην πατρίδα του, να λέει:

« Είσαι ο Αρνταβάν και σε αγαπώ»

Αρνταβ στη Μανιχαϊστικη Μέση Περσία, είναι το ουράνιο πρόσωπο που είναι το πιο φωτεινό, ο δίκαιος και ο εκλεκτός. Αρνταβάν είναι αυτός που μένει πάντα αθάνατος σύμφωνα με την Περσική παράδοση.

Όταν αργότερα οι μαθητές του τέλεσαν την ταφή του, είπαν μεταξύ τους ότι ο ίδιος ο εσταυρωμένος του είχε πει:

« ότι εποίησας εις ένα των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εποίησας».

Ο Αρνταβάν, περνώντας στην αιωνιότητα, μπόρεσε επιτέλους να διαβάσει στο όνομά του το μυστικό που του έλεγαν τα άστρα.






Πηγές:
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%84%CE%AC%CE%B2%CE%B1%CE%BD

http://www.iranica.com/newsite/index.isc?Article=http://iranica.com/newsite/articles/unicode/v1f6/v1f6a067.html

http://hdelboy.club.fr/beaune_1.jpg
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/5/55/Magi_(1).jpg/333px-Magi_(1).jpg
http://www.fravahr.org/IMG/jpg/Marco_Polo_01.jpg

Απο: 
http://waxtablets.blogspot.com

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Το Ευαγγέλιο των Χριστουγέννων

Ματθ. 2, 1-12

Η γέννηση του Ιησού έγινε κατά τον εξής τρόπο. Αφού η μητέρα του Μαρία αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ, έμεινε έγκυος από Άγιο Πνεύμα πριν να συνευρεθούν. Ο άνδρας της , ο Ιωσήφ, επειδή ήταν δίκαιος και δεν ήθελε να την εκθέσει, σκέφτηκε να την διώξει κρυφά. Και ενώ έτσι σκεπτόταν, άγγελος Κυρίου, του παρουσιάστηκε στο όνειρό του και του είπε, ‘‘Ιωσήφ, γιέ του Δαβίδ, μη φοβηθείς να πάρεις μαζί σου την Μαριάμ, την γυναίκα σου , διότι εκείνο που γεννήθηκε μέσα στης προέρχεται από Πνεύμα Άγιο. Θα γεννήσει γιό, τον οποίο θα ονομάσεις Ιησού, διότι αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες του’’. Όλα αυτά έγιναν για να εκπληρωθεί εκείνο, το οποίο λέχθηκε από τον Κύριο με τον προφήτη, Να η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιό και θα τον ονομάσει Εμμανουήλ, το οποίο μεταφραζόμενο σημαίνει, Μαζί μας είναι ο Θεός. Όταν ο Ιωσήφ ξύπνησε, έκανε όπως τον διέταξε ο άγγελος του Κυρίου, πήρε δηλαδή την γυναίκα του μαζί του∙ και δεν είχε καμία σχέση μαζί της μέχρι ότου γέννησε τον γιό της τον πρωτότοκο και τον ονόμασε Ιησού.

Όταν ο Ιησούς γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας κατά τις ημέρες του Ηρώδη του βασιλιά, έφτασαν μάγοι από την Ανατολή στα Ιεροσόλυμα και ρωτούσαν, ‘‘Πού είναι εκείνος που γεννήθηκε, ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Διότι είδαμε το άστρο του να ανατέλλει και ήλθαμε να τον προσκυνήσουμε’’. Όταν τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς Ηρώδης, ταράχτηκε και μαζί του όλη η πόλη των Ιεροσολύμων και αφού συγκέντρωσε όλους τους αρχιερείς και τους γραμματείς του λαού ζητούσε να πληροφορηθεί από αυτούς που θα γεννηθεί ο Χριστός. Εκείνοι του είπαν, ‘‘Στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, διότι είναι γραμμένο από τον προφήτη, και εσύ Βηθλεέμ, γη του Ιούδα, δεν είσαι με κανένα τρόπο η μικρότερη μεταξύ των ηγεμόνων του Ιούδα, διότι από εσένα θα προέλθει ένας αρχηγός, ο οποίος θα κυβερνήσει τον λαό μου , τον Ισραήλ’’. Τότε ο Ηρώδης κάλεσε κρυφά τους μάγους και εξακρίβωσε από αυτούς τον χρόνο που φάνηκε το άστρο. Κατόπιν τους έστειλε στην Βηθλεέμ και τους είπε, ‘‘Πηγαίνετε κα εξετάσετε ακριβώς για το παιδί. Και όταν το βρείτε, ειδοποιήστε με, για να έλθω και εγώ να το προσκυνήσω’’. Αυτοί , αφού άκουσαν τον βασιλιά, έφυγαν. Και να, το άστρο, το οποίο είχαν δει να ανατέλλει, προηγούνταν, έως ότου ήλθε και στάθηκε επάνω στο μέρος όπου βρισκόταν το παιδί. Και μόλις είδαν το άστρο, αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά. Και όταν μπήκαν στο σπίτι , είδαν το παιδί μαζί με την Μαρία την μητέρα του και έπεσαν στην γη και το προσκύνησαν∙ κατόπιν άνοιξαν τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν για δώρα χρυσό και λιβάνι και σμύρνα. Και επειδή καθοδηγήθηκαν με όνειρο από τον Θεό να μην επιστρέψουν στον Ηρώδη, αναχώρησαν στην πατρίδα τους από άλλο δρόμο.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο

«Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾿ στὸ Κάστρο, τ᾿ν πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο, τ᾿ ἀκούσατε;»
Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων καὶ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186... Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πιῆ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἐξηκοντούτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.
«Τ᾿ ἀκούσαμε κι ἡμεῖς, παπά» ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος, «ἔτσ᾿ εἴπανε».

Ολο το διήγημα βρίσκεται  εδώ

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Απο τους πατέρες της Εκκλησίας

Κανέναν άνθρωπο δεν περιφρονώ. Έστω και αν είναι ένας, είναι άνθρωπος, το δημιούργημα το τόσο αγαπημένο του Θεού. Έστω και αν είναι δούλος, δεν είναι για μένα άξιος για περιφρόνηση. Δεν κοιτάζω το αξίωμα, αλλά την αρετή. Όχι την δύναμη ή την αδυναμία, αλλά την ψυχή. Έστω και αν είναι ένας και οποιοσδήποτε, δεν παύει να είναι άνθρωπος. Γι' αυτόν δημιουργήθηκε ο ουρανός , γι' αυτόν ανατέλλει ο ήλιος, γι' αυτόν τρέχει η σελήνη και ο αέρας μας περιβάλλει και οι πηγές αναβλύζουν και η θάλασσα απλώθηκε και οι προφήτες εστάλησαν και η θάλασσα απλώθηκε και ο νόμος εδόθη. Και το πιο σπουδαίο που θα ήθελα να πω: Για τον άνθρωπο ο Μονογενής Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος. Ο Κύριος μου θυσίαστηκε και έχυσε το αίμα Του για τον άθρωπο. Και εγώ θα περιφορνήσω τον άνθρωπο; Και μπορώ να έχω κάποιο ελαφρυντικό;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Απο το ημερολόγιο 2010 του ΟΝΙCIMOY

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν - Τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα



Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα. Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα. Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.

Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.

Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα. Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή. Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.

Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.

Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.

Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;

Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει. Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.

Τὸ κοριτσάκι προχώρησε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω ἀπὸ τὸν ἀναμμένο φανοστάτη. Ἀπὸ τὸ παράθυρο κάποιου σπιτιοῦ ἔβλεπε ἕνα δωμάτιο μὲ χριστουγεννιάτικες γιρλάντες καὶ στολίδια καὶ μία τρυφερὴ μανούλα νὰ ταΐζει μὲ στοργὴ καὶ ἀπέραντη ἀγάπη τὴν κορούλα της.

Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ. Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε. Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς. Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;

Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.

Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.

Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.

Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα. Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν. Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.

Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...

Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ ἀγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».

Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα. «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».

Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.

http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/prose/hans_christian_andersen_girl_matches.htm

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Το αυταπόδεικτο της ύπαρξης του Θεού


Βλέπεις γύρω σου τραπέζια, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα.


Όλα αυτά έγιναν τυχαία ή τα έφτιαξε κάποιος δημιουργός;

Δέχεσαι, υποθέτω, ότι τα παραπάνω είναι κατασκευάσματα ενός δημιουργού, δηλαδή του ανθρώπου.

Ίσως κάποτε να συγκρούστηκε το αυτοκίνητό σου και να διαλύθηκε. Το άφησες παράμερα, σε μια γωνιά, ένα μήνα, ένα χρόνο, είκοσι (20) χρόνια. Μήπως επανήλθε στην προτέρα κατάσταση μόνο του, τυχαία, ή χρειάστηκε κάποιος φανοποιός, δηλαδή ένας δημιουργός, για να το επισκευάσει και να το επαναφέρει στην προτέρα κατάσταση; Μήπως είδες επίσης κάποιο τραπέζι ( ή καρέκλα ή τηλεόραση ) να γίνεται, να δημιουργείται μόνο του, τυχαία;

Άρα συμφωνείς, υποθέτω, ότι τίποτε δεν γίνεται τυχαία, αλλά μόνο ύστερα από την επέμβαση ενός δημιουργού.



Βλέπεις γύρω σου δέντρα, βουνά, ζώα, ανθρώπους.

Όλα αυτά έγιναν τυχαία ή τα έφτιαξε κάποιος δημιουργός;

Δέχεσαι, υποθέτω, ότι τα παραπάνω δεν είναι κατασκευάσματα του ανθρώπου, αλλά ενός υπέρτατου δημιουργού, δηλαδή του Θεού.

Άρα συμφωνείς, υποθέτω, ότι κάθε τι που υπάρχει σ' αυτόν τον κόσμο δεν έγινε μόνο του, τυχαία, αλλά ύστερα από την επέμβαση του δημιουργού, τουτέστιν του Θεού.

Άρα η ύπαρξη του Θεού είναι αυταπόδεικτη !



Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Απο:
http://sites.google.com/site/thetidiolarisa/index

Άγιος Ελευθέριος


Ο ΄Αγιος Ελευθέριος γεννήθηκε στην Ελλάδα το 2o αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίνος Σεβήρος. Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, Ανθία. Διακαής πόθος της Ανθίας ήταν να επισκεφτεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφτεί με το αίμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, αποφάσισε και πήγε. Μαζί πήρε και το νεαρό γιό της Ελευθέριο. Ο επίσκοπος Ρώμης, όταν είδε τον Ελευθέριο εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασία του. Μετά από λίγα χρόνια τον χειροτόνησε διάκονο και έπειτα ιερέα. Από τη θέση αυτή ο Ελευθέριος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου του, και σε έργα φιλανθρωπίας. Γιʼ αυτό και το έτος 182 μ. Χ., με κοινή ψήφο κλήρου και λαού, ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Η φήμη της αρετής του έφτασε μέχρι τη Βρεττανία. Έτσι, ο βασιλιάς αυτής Λούκιος έγραψε επιστολή στον Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί. Ο Ελευθέριος αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς τον Λούκιο με το λαό του. Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Ελευθέριος τον έλεγξε θαρραλέα. Τότε διατάχθηκε ο μαρτυρικός θάνατός του, μαζί με τη μητέρα του Ανθία. Έτσι ο ΄Αγιος Ελευθέριος πέρασε «εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του Θεού.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...