Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Πάσχα στα πέλαγα

Ανδρέας Καρκαβίτσας
Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια ζερβόδεξα της γέφυρας· ένα άλλο φανάρι άσπρο, αχτινοβόλο, ψηλά στο πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο.
          Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και οι θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στα κρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν ανάεροι, έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων.

Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα. Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους.
          Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω, ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’ αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο.
          Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν, σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.
          Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε Άγια Τράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουρα επάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.
          ― Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!... ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
          ― Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!... Απάντησαν εκείνοι ομόφωνα.
          ― Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι στην άκρη των ματιών του.
          ― Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε.

Έπειτα πέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα.
          ― Χριστός Ανέστη!
          ― Αληθινός ο Κύριος!
          ― Και του χρόνου σπίτια μας!
          Oι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά.
          Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι.
          ― Γραμμή!
          ― Γραμμή!
          Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.

(από το βιβλίο: Αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1974)

H ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Νύχτα του Πάσχα. Σφαλιστοί στη φυλακή
Στο ίδιο κελλί κ’ οι δυό: από δίκαιη κρίση
φονιάς ο ένας∙ τον άλλο είχε αδικήσει
του νόμου η πλάνη, αθώο τον έριξαν εκεί!

Χριστός ανέστη! Ακούγεται ξάφνου η ψαλτική
κι ολόχαρη η καμπάνα απ’ το ξωκκλήσι.
Και του φονιά το μάτι έχει δακρύσει ,
γελά του αθώου η όψη εκστατική.

Και τότε στο κελλί περιχυμένο
με φώς μυρίων λαμπάδων είδαν το Χριστό…
-Ήρθα για σε! Είπε στο μετανοιωμένο.

Και μ’ ένα κίνημα της τρυπημένης
παλάμης, είπε στον αθώο γονατιστό:
Αθώος εσύ, μπορείς να με προσμένεις.

Γεώργιος Δροσίνης

Από το περιοδικό «Φίλοι Φυλακισμένων» Τεύχος 6ο
Συλλογος Συμπαραστάσεως Κρατουμένων «Ο ΟΝΗCΙΜΟC»

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Η όνος του Βαλαάμ


Αριθμοί 22ο

20 καὶ ἦλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Βαλαὰμ νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ καλέσαι σε πάρεισιν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, ἀναστὰς ἀκολούθησον αὐτοῖς· ἀλλὰ τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν λαλήσω πρὸς σε, τοῦτο ποιήσεις. 21 καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ τὸ πρωΐ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη μετὰ τῶν ἀρχόντων Μωάβ. 22 καὶ ὠργίσθη θυμῷ ὁ Θεός, ὅτι ἐπορεύθη αὐτός, καὶ ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ διαβαλεῖν αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐπιβεβήκει ἐπὶ τῆς ὄνου αὐτοῦ, καὶ δύο παῖδες αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ. 23 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὴν ρομφαίαν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐξέκλινεν ἡ ὄνος ἐκ τῆς ὁδοῦ καὶ ἐπορεύετο εἰς τὸ πεδίον· καὶ ἐπάταξε τὴν ὄνον ἐν τῇ ράβδῳ αὐτοῦ τοῦ εὐθῦναι αὐτὴν ἐν τῇ ὁδῷ. 24 καὶ ἔστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς αὔλαξι τῶν ἀμπέλων, φραγμὸς ἐντεῦθεν καὶ φραγμὸς ἐντεῦθεν· 25 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ προσέθλιψεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον καὶ ἀπέθλιψε τὸν πόδα Βαλαὰμ πρὸς τὸν τοῖχον· καὶ προσέθετο ἔτι μαστίξαι αὐτήν. 26 καὶ προσέθετο ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπελθὼν ὑπέστη ἐν τόπῳ στενῷ, εἰς ὃν οὐκ ἦν ἐκκλῖναι δεξιὰν ἢ ἀριστεράν. 27 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ συνεκάθισεν ὑποκάτω Βαλαάμ· καὶ ἐθυμώθη Βαλαὰμ καὶ ἔτυπτε τὴν ὄνον τῇ ράβδῳ. 28 καὶ ἤνοιξεν ὁ Θεὸς τὸ στόμα τῆς ὄνου, καὶ λέγει τῷ Βαλαάμ· τί ἐποίησά σοι ὅτι πέπαικάς με τρίτον τοῦτο; 29 καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῇ ὄνῳ· ὅτι ἐμπέπαιχάς μοι· καὶ εἰ εἶχον μάχαιραν ἐν τῇ χειρί, ἤδη ἂν ἐξεκέντησά σε. 30 καὶ λέγει ἡ ὄνος τῷ Βαλαάμ· οὐκ ἐγὼ ἡ ὄνος σου, ἐφ’ ἧς ἐπέβαινες ἀπὸ νεότητός σου ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας; μὴ ὑπεροράσει ὑπεριδοῦσα ἐποίησά σοι οὕτως; ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί. 31 ἀπεκάλυψε δὲ ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς Βαλαάμ, καὶ ὁρᾷ τὸν ἄγγελον Κυρίου ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὴν μάχαιραν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ κύψας προσεκύνησε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ. 32 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ· διατί ἐπάταξας τὴν ὄνον σου τοῦτο τρίτον; καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐξῆλθον εἰς διαβολήν σου, ὅτι οὐκ ἀστεία ἡ ὁδός σου ἐναντίον μου, 33 καὶ ἰδοῦσά με ἡ ὄνος ἐξέκλινεν ἀπ’ ἐμοῦ τρίτον τοῦτο· καὶ εἰ μὴ ἐξέκλινεν, νῦν οὖν σὲ μὲν ἀπέκτεινα, ἐκείνην δ’ ἂν περιεποιησάμην. 34 καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῷ ἀγγέλῳ Κυρίου· ἡμάρτηκα, οὐ γὰρ ἠπιστάμην ὅτι σύ μοι ἀνθέστηκας ἐν τῇ ὁδῷ εἰς συνάντησιν· καὶ νῦν εἰ μή σοι ἀρκέσει, ἀποστραφήσομαι. 35 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πρὸς Βαλαάμ· συμπορεύθητι μετὰ τῶν ἀνθρώπων· πλὴν τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν εἴπω πρὸς σε, τοῦτο φυλάξῃ λαλῆσαι. καὶ ἐπορεύθη Βαλαὰμ μετὰ τῶν ἀρχόντων Βαλάκ.

Απόδοση

Και ήρθε ο Θεός στον Βαλαάμ  τη νυχτα και του είπε: Αν σε καλέσουν οι άνθρωποι αυτοί, σήκω και ακολούθησέ τους. Και ότι θα σου πούνε κάνετο. Και σηκώθηκε το πρωί ο Βαλαάμ και ετοίμασε το γαϊδουράκι του και ταξίδεψε με τους άρχοντες της Μωάβ. Και θύμωσε ο Θεός ότι πήγε μαζί τους, και πήγε να τον βρει άγγελος του θεού, ενώ αυτός ήταν πάνω στο γαϊδουράκι μαζί δύο βοηθούς. Και βλέποντας το γαϊδουράκι τον άγγελο του Θεού να κλείνει το δρόμο και να κρατά σπαθί στα χέρια του βγήκε απο το δρόμο και πήγαινε προς τα χωράφια. Και χτύπησε το γαϊδουράκι με το ραβδί του για να μπει πάλι στο δρόμο. Και στάθηκε ο άγγελος του Θεού στα αυλάκια των αμπελιών, και υπήρχε φράχτης από τη μία και από την άλλη πλευρά. Και βλέποντας το ζώο τον άγγελο πέρασε ξυστά από τον φράχτη και σύνθλιψε το πόδι του Βαλαάμ στον τοίχο.Και αυτός το χτύπησε περισσότερο. Και επέμενε ο άγγελος του Θεού και πήγε και στάθηκε σε ένα μέρος στενό, όπου δεν υπήρχε πέρασμα αριστερά και δεξιά. Και βλέποντας το γαϊδουράκι τον άγγελο του Θεού γονάτισε κάτω από τον Βαλαάμ. Και θύμωσε ο Βαλαάμ και το χτύπησε ξανά με τη ράβδο. Και άνοιξε ο Θεός το στόμα του γαϊδουριού και λέει στον Βαλαάμ. Τι σου έκανα και με χτυπάς και τρίτη φορά; και είπε ο Βαλαάμ. Γιατί με κορόϊδεψες. και αν είχα μαχαίρι στο χέρι θα σε χτυπούσα. Και λέγει η όνος. Δεν είμαι εγώ η όνος , που με έχεις από τα νιάτα σου μέχρι σήμερα; σου ξανάκανα τέτοιο πράγμα; Και είπε, όχι. Και αποκάλυψε ο Θεός τα μάτια του Βαλαάμ και βλέπει τον άγγελο του Κυρίου να στέκεται στον δρόμο και να έχει το σπαθί στα χέρια και έπεσε και τον προσκύνησε. και του είπε ο άγγελος του Θεού. γιατί χτύπησες το ζώο σου τρείς φορές; και να εγώ ήρθα για να σου αλλάξω τον δρόμο , ότι πήρες άλλο δρόμο, και βλέποντάς με το ζώο έφυγε από μένα τρεις φορές. και αν δεν άλλαζε δρόμο, εσένα θα σε σκότωνα ενώ εκείνη θα την περιποιόμουν. Και είπε ο Βαλαάμ, έκανα λάθος , δεν ήξερα ότι εσύ έκλεινες το δρόμο, και τώρα αν σου αρέσει γυρίζω πίσω. και είπε ο άγγελος , πήγαινε μαζί με τους ανθρώπους. αλλά αυτό που θα σου πω αυτό μόνο θα τους πεις. Και πήγε με τους άρχοντες της Βαλάκ.

Το Μυστήριο του Ιερού Εύχελαίου

α. Το νόημα και ή σύσταση του Μυστηρίου

Ή σύσταση του ιερού αυτού Μυστηρίου στηρίζεται στην εξουσία πού έδωσε ό Χριστός στους Μαθητές Του, «...ώστε (μ' αυτήν την εξουσία) θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Ματθ. ι', 1). και οι Απόστολοι πιστοί εκτελεστές των εντολών του Κυρίου επέστρεφαν από τις περιοδείες τους και με ενθουσιασμό ομολογούσαν: "Κύριε και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματι σου» (Λουκ. ι', 17). Γι' αυτό και ό Ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει ότι οι Απόστολοι «...ήλειφον ελαίω πολλούς αρρώστους και εθεράπευον» (Μαρκ. στ', 13).
Αυτή ή θεραπευτική τακτική τηρήθηκε και μετά την Πεντηκοστή από τους Αποστόλους και τους διαδόχους τους και είναι προνόμιο πού χορηγήθηκε από τον Χριστό στην Εκκλησία Του. Αυτό το προνόμιο καθιερώνει πρακτικά αργότερα (μεταξύ 55-60 μ.Χ.) ό Απόστολος Ιάκωβος, ό Άδελφόθεος, στην επιστολή του λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν κάποιος είναι άρρωστος, να προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να προσευχηθούν γι' αυτόν και να τον αλείψουν με λάδι, επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου. και ή προσευχή πού γίνεται με πίστη θα σώσει τον άρρωστο» (Ίακ. ε', 13-15).

β. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου

Τα σημεία αυτά είναι τρία:
(1) Το καθαρό «ελαιον».
(2) Ή επάλειψη των μελών του σώματος (κεφαλής -χειρών) καί
(3) Ή ευχή του Ιερέα:
«Πάτερ Άγιε, ιατρέ των ψυχών και των σωμάτων... ίασαι τον δούλον Σου... έκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής και ψυχικής ασθενείας και ζωοποίησον αυτόν δια της χάριτος του Χριστού Σου...».

γ. Σχέση Ευχελαίου και Εξομολογήσεως

Το ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου γίνεται σε περιπτώσεις ασθενειών ή σε ψυχορραγούντες και όχι π.χ. για το καλό του μήνα ή του χρόνου, για να φύγουν τα δαιμονικά. για να έλθει ή ευλογία του Θεού επειδή όλα πάνε «κακά και ανάποδα» ή γι' άλλες ποικίλες περιπτώσεις46, για τίς όποίες μπορούμε να κάνουμε αγιασμό ή ο,τι άλλο μας συστήσει ό Ιερέας. Μαζί λοιπόν με τίς ευχές για θεραπεία της ψυχής και του σώματος μνημονεύονται και συγχωρητικές ευχές των αμαρτιών του ασθενούς και των συμμετεχόντων στο Μυστήριο ανθρώπων, όπως τονίζει και ό Άδελφόθεος Ιάκωβος: «...και αν έχει κάνει αμαρτίες θα τους τις συγχωρέσει ο Κύριος» (Ίακ. ε', 15). Ζητούμε τη συγχώρηση των αμαρτιών, πρώτον διότι ο ίδιος ό Κύριος μας έδίδαξε ότι και οι σωματικές ασθένειες πολλές φορές έχουν σαν αίτιο τις αμαρτίες μας και δεύτερον διότι ή αμαρτία αφήνει τις ουλές της στις ψυχές και τα σώματα μας ακόμη και μετά τη μετάνοια και εξομολόγηση μας.
Με δεδομένο ότι του Εύχελαίου προηγείται το ιερό Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως στο οποίο ενωρίτερα ό πιστός συμμετέχει, γίνεται αποδεκτό αυτό πού αναγράφεται σε ορισμένα Βυζαντινά λειτουργικά υπομνήματα. Ή Εξομολόγηση και το Ευχέλαιο είναι οι δύο πλευρές ενός και μοναδικού θεραπευτικού «μυστηρίου», στο όποιο ή Θεία Χάρη συγχωρεί τις αμαρτίες μας και θεραπεύει τα ψυχικά και σωματικά μας νοσήματα είναι Μυστήρια ψυχοσωματικής ιάσεως και ολοκληρώσεως του χριστιανού.

δ. Πληρότητα του Μυστηρίου

Το Ευχέλαιο τελείται κανονικά από επτά Ιερείς. Επτά είναι και τα Αποστολικά και Ευαγγελικά αναγνώσματα, επτά είναι και οι ευχές γι' αυτό ανάβουμε και επτά κεριά (ό αριθμός επτά σημαίνει πληρότητα). Όταν δεν είναι εύκολη ή ανεύρεση επτά Ιερέων γίνεται και από λιγότερους, ή κατ' οικονομία και από ένα μόνο. Ή πληρότητα του αριθμού επτά σημαίνει ότι το Αγιο Ευχέλαιο εκφράζει και φανερώνει την αγάπη και τη στοργή ολόκληρης της Εκκλησίας για το άρρωστο σωματικά και ψυχικά μέλος της. Στίς δύσκολες στιγμές της ασθενείας του άρρωστου μέλους της, εμπρός στον κίνδυνο του σωματικού θανάτου του, εύχεται ή Εκκλησία (παριστάμενοι Ιερείς και Λαϊκοί), κατά την τέλεση του ιερού αυτού Μυστηρίου, την πλήρη ίαση και την ολοκληρωτική θεραπεία του ασθενούς, για να αποδοθεί και πάλι στην Εκκλησία «σώος και ολόκληρος», για να «ευαρεστή και να πράττη» το θέλημα του Θεού.

ε. Τέλεση του Μυστηρίου

Στούς Ιερούς Ναούς τελείται Ευχέλαιο τη Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα για καλύτερη προετοιμασία των πιστών, πρίν από τη θεία Κοινωνία των ήμερων του Πάσχα. Κατά αντιστοιχία το ίδιο πράττουν πολλοί και προ των Χριστουγέννων, όπως και σ' άλλες περιπτώσεις κατά την κρίση των Ιερέων και τίς ανάγκες της Ενορίας.
Όταν κάποιος θέλει να τελεστεί το Ιερό Ευχέλαιο στο σπίτι του για λόγους υγείας μπορεί να ενεργήσει ορθότερα ως έξης: Πρίν από το Εύχέλαιο οι οικείοι του ασθενούς και ό ίδιος ό ασθενής εξομολογούνται εν μετάνοια, προετοιμάζονται με νηστεία, κάνουν πολλή προσευχή και τελούν το Ευχέλαιο. Την επομένη κανονίζουν να τελεστεί και ιδιαίτερη Θεία Λειτουργία υπέρ υγείας του πάσχοντος, στην οποία και κοινωνούν. Εάν ό ασθενής είναι κατάκοιτος, κοινωνεί στο σπίτι. Για να γίνουν τ' ανωτέρω δεν πρέπει το Ευχέλαιο να γίνει κοσμικό γεγονός. Αυτοί πού θα προσκληθούν, για να παραστούν σ' αυτό, θα πρέπει να έχουν διάθεση να συμπροσευχηθοϋν και να συμβάλουν ουσιαστικά στο πρόβλημα μας. (Ή καλύτερη συμβολή τους είναι η «εν έπιγνώσει» συμμετοχή τους στο Μυστήριο).
Από πλευράς τυπικής προετοιμασίας του Μυστηρίου απαιτείται μια βαθιά πιατέλα με αλεύρι (για να τοποθετηθούν σ' αυτήν τα επτά κεριά), καντήλα, θυμιατό, χριστήρας (ή χριαλίδιο), Εικόνα. οι παρευρισκόμενοι δεν είναι άπαραίτητο να κρατούν κερί στο χέρι κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου. Ή εύκολη αυτή προετοιμασία γίνεται και ουσιαστική, εάν προσφέρουμε την ψυχή μας αγνή, καθαρή, ταπεινή. Ετσι συμμετέχουμε στο αγγελικό πανηγύρι των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας!
Όταν, μερικές φορές, βλέπουμε ότι οι αιτήσεις μας, με το Ευχέλαιο πού τελούμε, δεν ικανοποιούνται, αυτό μπορεί να συμβαίνει διότι:
-Δεν πιστεύουμε ταπεινά και απλά ότι για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά και εύκολα.
-Ή προσευχή μας δε βγαίνει από χείλη και ζωή καθαρή.
-Οί αιτήσεις μας δεν είναι σύμφωνες με το πνεύμα του Ευαγγελίου: «Ούχ ως εγώ θέλω, άλλ' ως Σύ» (Ματθ. κστ',39).
-Ζητάμε περισσότερο την υγεία του σώματος, ενώ θα έπρεπε να ζητούμε πρωτίστως την υγεία της ψυχής.
Άλλα, ακόμη δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ό Θεός πού μας αγαπά απεριόριστα, είναι δυνατόν να μας στερεί αυτό πού ζητάμε σήμερα, για να μας προσφέρει αύριο κάτι πολύ ανώτερο! Γι' αυτό ό θείος Χρυσόστομος τονίζει: «υπάρχουν περιπτώσεις για τίς όποιες θα ευχαριστούμε τον Θεό περισσότερο γι' αυτά πού δε μας έδωσε, παρά γι' αυτά πού μας δίνει»!

*****

46. Κάποια μητέρα ζήτησε από τον Ιερέα της ενορίας της να κάνει Ευχέλαιο, διότι το γιο της τον συνέλαβαν οι Αστυνομικοί και τον έκλεισαν στις φυλακές... αδίκως! Το ίδιο συμβαίνει όταν λέμε στον Ιατρό:

Σημ. Γιατρέ θέλω να μου δώσεις αυτό το φάρμακο. Όπως ό ιατρός πρώτα μας εξετάζει και μετά μας δίδει το φάρμακο, οποίο αυτός κρίνει, έτσι και στα πνευματικά. Λέμε στον Ιερέα ή τον Πνευματικό μας το πρόβλημα πού μας απασχολεί και τότε αυτός αποφασίζει το «φάρμακο» πού θα μας δώσει ή θα μας συστήσει (ευχή, αγιασμό, ευχέλαιο, εξομολόγηση κ.λπ.).

Από το βιβλίο "Λατρευτικό Εγχειρίδιο"

Από: www.pigizois.net
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...