Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Θαύματα του προφήτη Ελισαίου

Βασιλειών Δ΄  (4, 1-38)


ΚΑΙ γυνὴ μία ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν ἐβόα πρὸς τὸν ῾Ελισαιὲ λέγουσα· ὁ δοῦλός σου ἀνήρ μου ἀπέθανε, καὶ σὺ ἔγνως ὅτι δοῦλός σου ἦν φοβούμενος τὸν Κύριον· καὶ ὁ δανειστὴς ἦλθε λαβεῖν τοὺς δύο υἱούς μου ἑαυτῷ εἰς δούλους. 2 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· τί ποιήσω σοι; ἀνάγγειλόν μοι τί ἔστι σοι ἐν τῷ οἴκῳ. ἡ δὲ εἶπεν· οὐκ ἔστι τῇ δούλῃ σου οὐδὲν ἐν τῷ οἴκῳ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ὃ ἀλείψομαι ἔλαιον. 3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· δεῦρο αἴτησαι σεαυτῇ σκεύη ἔξωθεν παρὰ πάντων τῶν γειτόνων σκεύη κενά, μὴ ὀλιγώσῃς. 4 καὶ εἰσελεύσῃ καὶ ἀποκλείσεις τὴν θύραν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ τῶν υἱῶν σου καὶ ἀποχεεῖς εἰς τὰ σκεύη ταῦτα καὶ τὸ πληρωθὲν ἀρεῖς. 5 καὶ ἀπῆλθε παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν καθ᾿ ἑαυτῆς καὶ κατὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς· αὐτοὶ προσήγγιζον πρὸς αὐτήν, καὶ αὐτὴ ἐπέχεεν ἕως ἐπλήσθησαν τὰ σκεύη. 6 καὶ εἶπε πρὸς τοὺς υἱοὺς αὐτῆς· ἐγγίσατε ἔτι πρός με τὸ σκεῦος· καὶ εἶπον αὐτῇ· οὐκ ἔστιν ἔτι σκεῦος· καὶ ἔστη τὸ ἔλαιον. 7 καὶ ἦλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· δεῦρο καὶ ἀπόδου τὸ ἔλαιον καὶ ἀποτίσεις τοὺς τόκους σου, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου ζήσεσθε ἐν τῷ ἐπιλοίπῳ ἐλαίῳ. 8 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ διέβη ῾Ελισαιὲ εἰς Σωμάν, καὶ ἐκεῖ γυνὴ μεγάλη καὶ ἐκράτησεν αὐτὸν φαγεῖν ἄρτον. καὶ ἐγένετο ἀφ᾿ ἱκανοῦ τοῦ εἰσπορεύεσθαι αὐτὸν ἐξέκλινε τοῦ ἐκεῖ φαγεῖν. 9 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς· ἰδοὺ δὴ ἔγνων ὅτι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἅγιος οὗτος διαπορεύεται ἐφ᾿ ἡμᾶς διὰ παντός. 10 ποιήσωμεν δὴ αὐτῷ ὑπερῷον τόπον μικρὸν καὶ θῶμεν αὐτῷ ἐκεῖ κλίνην καὶ τράπεζαν καὶ δίφρον καὶ λυχνίαν. καὶ ἔσται ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι πρὸς ἡμᾶς καὶ ἐκκλινεῖ ἐκεῖ. 11 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ καὶ ἐξέκλινεν εἰς τὸ ὑπερῷον καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ. 12 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· κάλεσόν μοι τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ. 13 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰπὸν δὴ πρὸς αὐτήν· ἰδοὺ ἐξέστησας ἡμῖν πᾶσαν τὴν ἔκστασιν ταύτην· τί δεῖ ποιῆσαί σοι; εἰ ἔστι λόγος σοι πρὸς τὸν βασιλέα ἢ πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως; ἡ δὲ εἶπεν· ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ ἐγώ εἰμι οἰκῶ. 14 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζί· τί δεῖ ποιῆσαι αὐτῇ; καὶ εἶπε Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· καὶ μάλα υἱὸς οὐκ ἔστιν αὐτῇ, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς πρεσβύτης. 15 καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη παρὰ τὴν θύραν. 16 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ πρὸς αὐτήν· εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα σὺ περιειληφυῖα υἱόν. ἡ δὲ εἶπε· μὴ Κύριε, μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου. 17 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ ἔτεκεν υἱὸν εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα, ὡς ἐλάλησε πρὸς αὐτὴν ῾Ελισαιέ. 18 καὶ ἡδρύνθη τὸ παιδάριον· καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐξῆλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ πρὸς τοὺς θερίζοντας, 19 καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· τὴν κεφαλήν μου, τὴν κεφαλήν μου· καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· ἆρον αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ. 20 καὶ ᾖρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆς ἕως μεσημβρίας καὶ ἀπέθανε. 21 καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν κλίνην τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέκλεισε κατ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε. 22 καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἀπόστειλον δή μοι ἓν τῶν παιδαρίων καὶ μίαν τῶν ὄνων, καὶ δραμοῦμαι ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιστρέψω. 23 καὶ εἶπε· τί ὅτι σὺ πορεύῃ πρὸς αὐτὸν σήμερον; οὐ νεομηνία οὐδὲ σάββατον. ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη. 24 καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον καὶ εἶπε πρὸς τὸ παιδάριον αὐτῆς· ἄγε πορεύου, μὴ ἐπίσχῃς μοι τοῦ ἐπιβῆναι, ὅτι ἐὰν εἴπω σοι· δεῦρο καὶ πορεύσῃ καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ εἰς ὄρος τὸ Καρμήλιον. 25 καὶ ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄρος. καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν ῾Ελισαιὲ ἐρχομένην αὐτήν, καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ἰδοὺ δὴ ἡ Σωμανῖτις ἐκείνη· 26 νῦν δράμε εἰς ἀπαντὴν αὐτῆς καὶ ἐρεῖς· εἰ εἰρήνη σοι; εἰ εἰρήνη τῷ ἀνδρί σου; εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ; ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη. 27 καὶ ἦλθε πρὸς ῾Ελισαιὲ εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐπελάβετο τῶν ποδῶν αὐτοῦ. καὶ ἤγγισε Γιεζὶ ἀπώσασθαι αὐτήν, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ἄφες αὐτήν, ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτῆς κατώδυνος αὐτῇ, καὶ Κύριος ἀπέκρυψεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ οὐκ ἀνήγγειλέ μοι. 28 ἡ δὲ εἶπε· μὴ ᾐτησάμην υἱὸν παρὰ τοῦ Κυρίου μου; ὅτι οὐκ εἶπα· οὐ πλανήσεις μετ᾿ ἐμοῦ; 29 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ τῷ Γιεζί· ζῶσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ λαβὲ τὴν βακτηρίαν μου ἐν τῇ χειρί σου καὶ δεῦρο· ὅτι ἐὰν εὕρῃς ἄνδρα, οὐκ εὐλογήσεις αὐτόν, καὶ ἐὰν εὐλογήσῃ σε ἀνήρ, οὐκ ἀποκριθήσῃ αὐτῷ· καὶ ἐπιθήσεις τὴν βακτηρίαν μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου. 30 καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ τοῦ παιδαρίου· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἀνέστη ῾Ελισαιὲ καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω αὐτῆς. 31 καὶ Γιεζὶ διῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῆς καὶ ἐπέθηκε τὴν βακτηρίαν ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου, καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις· καὶ ἐπέστρεψεν εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ λέγων· οὐκ ἠγέρθη τὸ παιδάριον. 32 καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ. 33 καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον· 34 καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου. 35 καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ. 36 καὶ ἐξεβόησε ῾Ελισαιὲ πρὸς Γιεζὶ καὶ εἶπε· κάλεσον τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσε, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν. καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· λάβε τὸν υἱόν σου. 37 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβε τὸν υἱὸν αὐτῆς καὶ ἐξῆλθε.

Απόδοση

Και μια γυναίκα που η οικογένειά της άνηκε στην τάξη των προφητών φώναξε προς τον Ελισαίο. ο δούλος σου, ο άντρας μου, πέθανε και γνωρίζεις ότι ήταν θεοφοβούμενος άνθρωπος. ο δανειστής του ήρθε να πάρει τους δύο γιούς μου  για δούλος του. και είπε ο Ελισαίος. τι να κάνω; πες μου τι έχεις στο σπίτι σου. και είπε. δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο σπίτι μου παρά λίγο λάδι. Και της είπε. πήγαινε και ζήτησε πολλά άδεια σκεύη απο τους γείτονες σου. και μπές στο σπιτι σου, κλείσε τον πόρτα εσύ και τα παιδία σου,  ρίξε το λάδι που έχεις μέσα στα άδεια σκεύη και αυτά που θα γεμίζουν να τα βάζεις στην άκρη. Αυτό και έκανε, τα παιδιά της έφερναν τα δοχεία  ενώ αυτή έριχνε μέσα λάδι. Και όταν τους ζήτησε δοχείο και αυτοί της είπαν ότι δεν έχουμε άλλο δοχείο, τότε  σταμάτησε και  το λάδι. πήγε και το είπε στον άνθρωπο του Θεού  και της είπε ο Ελισαίορς. Πήγαινε πούλησε το λάδι που μάζεψες και δόσε το για τους τόκους σου και εσύ και τα παιδιά σου  ζήστε με το υπόλοιπο που θα μείνει.


Κάποια μέρα περνούσε ο Ελισαίος απο την Σωμάν και εκεί ζούσε μια γυναίκα μεγάλη και τον κράτηε για φαγητό. και καθε φορά που περνούσε απο εκεί, πήγαινε και έτρωγε σε αυτό το σπίτι. και είπε η γυναίκα στον άνδρα της. Γνωρίζω ότι αυτός ο άνδρας που περνάει πάντα απο το σπίτι μας είναι άγιος άνθρωπος  του Θεού. ας του κάνουμε ένα μικρό δωμάτιο στο πάνω μερος του σπιτιού για να κάθεται και ας του βάλουμε εκεί ενα κρεβάτι, τραπέζι, κάθσμα και  μια λυχνία για να κάθεται καθε φορά που έρχεται.

Μια μέρα ήρθε  ο Ελισαιος και ανέβηκε στο δωμάτιο του και κοιμήθηκε εκεί. και είπε στο βοηθό του τον Γιεζί. Φώναξε μου  αυτή την Σωμανίτισσα. Την φώναξε σταθηκε μπροστά του και  είπε. Πες στη γυναίκα. Εσύ μας έκανες αυτό το δωμάτιογια να μένουμε, εμείς τι θέλεις να σου κάνουμε; να μιλήσουμε στον βασιλιά ή στον άρχοντα του στρατού; ζω ανάμεσα στο λαό και τα έχω όλα. Τότε είπε στο Γιεζί. τι να κάνουμε γι' αυτή;  ο Γιαζί ειπε οτι η γυναίκα αυτή δεν έχει καθόλου παιδιά και ο άνδρας της είναι μεγάλος σε ηλικία. Την φώναξαν και αυτή στάθηκε στην πόρτα. Της είπε ο Ελισαίος. Του χρόνου τέτοια ώρα θα έχεις γιο. αυτή είπε. Μη Κύριε, μη λες ψέματα στην δούλη σου. Και γέννησε γιο η γυναίκα στον ίδιο καιρό που της είπε ο Ελισαίος. Και το παιδί έγινε άνδρας. Κάποια μέρα βγήκε με τον πατέρα του για θερισμό. Και είπε στον πατέρα του. Το κεφάλι μου, το κεφάλι  μου. Ο πατέρας του είπε στον βοηθό να τον πάει  στη μητέρα του. όταν φτάσανε , κοιμήθηκε στα γόνατα της μητέρας του ως το μεσημέρα και μετά πέθανε. Τότε εκείνη τον ανέβασε στο δωμάτιο του ανθρώπου του Θεού τον έβαλε στο κρεβάτι του , έκεισε την πόρτα και βγήκε. Μετά φωναξε τον άνδρα της και είπε. Στείλε με με  τον υπηρέτη, ,με ένα γαιδούρι  για να τρέξω ως τον άνθρωπο του Θεου και να επιστρέψω πάλι. Αυτός της είπε. Γιατί θέλεις να πας σε αυτόν σήμερα; δεν είναι  νουμηνία ούτε σάββατο. Να έχεις ειρήνη του απάντησε. Ετοίμασε το γάιδαρο και είπε στον υπηρέτη, μη με σταματήσεις έως ότου σου πω εγώ. Θα ταξιδέψουμε στον άνθρωπο του Θεού στο όρος Καρμήλιο. Και ταξίδεψε και έφτασε τον άνθωπο του Θεού.Μόλις την είδε ο Ελισαίος είπε στον Γιεζί. Κοίταξε η Σωμανίτισσα εκείνη. Τρέξε γρήγορα προς αυτή και ρώτησε την πως έρχεται, αν είναι καλά αυτή , ο άνδρας της και το παιδί.  Αυτή απάντησε έρχομαι  ήρεμη.  Όταν έφτασε τον Ελισαίο έπεσε στα πόδια του ενώ οταν ο Γιεζί προσπάθησε να την απομακρύνει αυτός του είπε.  αφησέ την , γιατί είναι γεμάτη οδύνη και ο Θεός δεν μου το αποκάλυψε. Αυτή του είπε. Ζήτησα  μήπως εγώ γιό απο τον Κύριο; δε  σου είχα πεί μη με πλανήσεις; και είπε ο Ελισαίος στο Γιεζί. Ζώσου με το ζωνάρι σου και πάρε το ραβδί σου στα χέρια σου και πάμε. και αν βρείς άνδρα μη τον ευλογήσεις και αν σε ευλογήσει άνδρας μη του αποκριθείς. Θα τοποθετήσεις το ραβδί σου στο πρόσωπο του παιδιού. και είπε η μητέρα του παιδιού. Ζεί ο Κύριος και ζεί η ψυχή σου και δεν θα σε εγκαταλείψω. και σηκώθηκε ο Ελισαίος και πορεύθηκε πίσω της. και o Γιεζί προχώρησε μπροστά απο αυτήν και έβαλε το ραβδί του στο πρόσωπο του παιδού και δεν έγινε τίποτα.  γύρισε πίσω και είπε ότι δεν σηκώθηκε το παιδί. Μπήκε τοτε ο Ελισαίος στο σπίτι και το παιδί ήταν ακόμα  πεθαμένο στο κρεβάτι του. όταν μπήκε στο σπίτι,  έκλεισε την πόρτα στου άλλους και προσευχήθηκε στο Κύριο . και ανέβηκε και κοιμήθηκε πάνω στο παιδί και έβαλε τι στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια του και τα χέρια του στα χέρια του και ζεστάθηκε το σώμα του παιδιού. και σηκώθηκε και γύριζε  μέσα στο σπίτι εδώ κι εκεί και ανέβηκε και έσκυψε στο παιδί ξανά ως επτά φορές και άνοιξε το παιδί τα μάτια του. Και φώναξε  Ελισαίος τον Γεζί και είπε. Καλέσε την Σωμανίτισσα .  Ήλθε η γύναίκα και της είπε ο Ελισαίος . Λάβε τον γιό σου. και ήλθε η γυναίκα και  έπεσε στα πόδια  του και τον προσλυνησε και έλαβε τον γιό της και βγήκε. 

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

᾿Επὶ τῇ ἱερᾷ μνήμῃ Πάντων τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων: Κυριακὴ Γʹ Ματθαίου



ΑΠΟΛΥΤΙΚΟΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ
Ηχος γ΄Θείας πίστεως....

ΝΕΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ,ΠΑΛΑΙΑΝ ΠΛΑΝΗΝ,ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΑΝΤΕΣ,ΥΨΩΣΑΝ ΠΙΣΤΙΝ,ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ,ΚΑΙ ΣΤΕΡΡΩΣ,ΗΓΩΝΙΣΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΓΑΡ ΑΝΟΜΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑΝ ΕΛΕΓΞΑΝΤΕΣ,ΕΝ ΠΑΡΡΗΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΑΝΕΚΗΡΥΞΑΝ,ΘΕΟΝ ΤΕΛΕΙΟΝ,ΚΑΙ ΝΥΝ ΑΠΑΥΣΤΩΣ ΠΡΕΣΒΕΥΟΥΣΙΝ,ΔΩΡΗΣΑΣΘΑΙ ΗΜΙΝ ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΛΕΟΣ.

http://www.facebook.com/group.php?gid=179329401997&v=info

Επίσκεψη στο Άγιον Όρος

Τηλεφωνείτε στο "Γραφείο Προσκυνητών Αγίου Όρους" στην τηλεφωνική σύνδεση 2310 252575 (Εγνατίας 109, Θεσσαλονίκη), προκειμένου να εξασφαλίσετε μια άδεια εισόδου και να εκδοθεί ένα "Διαμονητήριο" στο όνομά σας (Εκδίδεται για 4 -το πολύ- μέρες και μπορείτε να μένετε 1 μέρα στον κάθε τόπο που θα επισκευτείτε). Θα σας ζητηθούν για τον λόγο αυτό τα ακριβή στοιχεία της ταυτότητάς σας, ενώ επιπλέον θα πρέπει να γνωρίζετε εκ των προτέρων και να δηλώσετε ποια/ποιες από τις Ιερές Μονές πρόκειται να επισκευτείτε. Οπότε, καλό θα ήταν από πριν να έχετε κάνει μια επικοινωνία για το που θα μπορούσατε να μείνετε, στα ακόλουθα τηλέφωνα (όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα):

ΙΕΡΕΣ ΜΟΝΕΣ
Μονή Μεγίστης Λαύρας ΤΗΛ.: 23586, 23754 FAX:23762, 23013
Μονή Βατοπεδίου ΤΗΛ.: 41488 FAX:41462, 23509
Μονή Ιβήρων ΤΗΛ.: 23643 FAX: 23248
Μονή Χελανδαρίου ΤΗΛ.:23797 FAX:23108, 23494
Μονή Διονυσίου ΤΗΛ.:23687 FAX:23686
Μονή Κουτλουμουσίου ΤΗΛ.:23226 FAX:23731
Μονή Παντοκράτορος ΤΗΛ.:23880, 23253 FAX:23685
Μονή Ξηροποτάμου ΤΗΛ.:23251 FAX:23733
Μονή Ζωγράφου ΤΗΛ.:23247 FAX:23247
Μονή Δοχειαρίου ΤΗΛ.:23245 FAX:23271
Μονή Καρακάλου ΤΗΛ.:23225 FAX:23746
Μονή Φιλοθέου ΤΗΛ.:23256 FAX:23674
Μονή Σίμωνος Πέτρας ΤΗΛ.:23254 FAX:23707
Μονή Αγίου Παύλου ΤΗΛ.:23250, 23741 FAX:23355
Μονή Σταυρονικήτα ΤΗΛ.:23255 FAX:23255
Μονή Ξενοφώντος ΤΗΛ.:23249, 23633 FAX:23631
Μονή Γρηγορίου ΤΗΛ.:23218, 23668 FAX:23671
Μονή Εσφιγμένου ΤΗΛ.:23229, FAX:23653
Μονή Παντελεήμονος ΤΗΛ.:23252 FAX:23682
Μονή Κασταμονίτου ΤΗΛ.:23228 FAX:23228

ΙΕΡΕΣ ΣΚΗΤΕΣ
Σκήτη Αγίας Άννας ΤΗΛ:23320
Σκήτη Αγίου Παύλου (Νέα Σκήτη) ΤΗΛ:23351
Σκήτη Αγίου Ανδρέου (Σαράι) ΤΗΛ:23810
Σκήτη Καυσοκαλυβίων ΤΗΛ:23319
Σκήτη Ευαγγελισμού (Ξενοφωντινή) ΤΗΛ:23301
Σκήτη Τιμίου Προδρόμου (Ιβηρήτικη) ΤΗΛ:23296
Σκήτη Τιμίου Προδρόμου (Ρουμάνικη) ΤΗΛ:23294
Σκήτη Προφήτου Ηλιού ΤΗΛ:23304
Σκήτη Λάκκου (Ρουμάνικη) ΤΗΛ:23636
Σκήτη Αγίου Δημητρίου (Βατοπεδινή) ΤΗΛ:23303

Θα πρέπει στη συνέχεια να κλείσετε μια θέση με το πλοίο (για Δάφνη), τόσο για την είσοδό σας όσο και για την έξοδό σας (Αγιορείτικες Γραμμές: 23770 21041, 21061). Μπορείτε να φτάσετε στη Δάφνη (τερματικός σταθμός) και με ταχύπλοο. Υπάρχουν δύο τηλέφωνα επικοινωνίας: το 6947819885 (το ταχύπλοο της εταιρίας) και το 6995105105 (το ταχύπλοο Αγία Άννα). Μην παραλείψετε να ρωτήσετε την ώρα που θα πρέπει να είστε εκεί, δεδομένου ότι πραγματοποιούνται δρομολόγια σε διαφορετικές ώρες (από το πλοίο της γραμμής αλλά και από τα ταχύπλοα).

Τέλος, πληροφορίες σχετικά με εσωτερικά δρομολόγια (ταξί) για απομακρυσμένες μονές (π.χ. Λαύρα) θα λάβετε από το "Γραφείο Κίνησης Αυτοκινήτων Αγίου Όρους" στη σύνδεση 23770 23266.

http://www.psaltologion.com/showthread.php?t=9000&highlight=%D7%C1%D3%C1%CD%C9%C4%C7%D3

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΣΤΑ ΟΝΟΜΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ

φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας
Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΕΝ Τῼ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚῼ ΝΑῼ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΣΤΗΡΙΩΝ ΑΥΤΟΥ
(11 Ἰουνίου 2010)
* * *
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἐντιμολoγιώτατοι Ἄρχοντες,
Εὐλογημένοι Χριστιανοί,
Εὐχαριστοῦμεν ἐκ μέσης καρδίας καί ἐν συγκινήσει πολλῇ, ἀγαπητέ ἀδελφέ καί συλλειτουργέ, Ἱερώτατε Μητροπολῖτα ἅγιε Χαλκηδόνος κ. Ἀθανάσιε, διά τήν γέμουσαν ἀγάπης, μεστήν νοημάτων καί λόγων ἐπαινετικῶν προσφώνησιν ὑμῶν ἐπί τῇ ἑορτῇ καί τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου, οὗ τό ὄνομα φέρομεν καί Κύριος οἶδε κατά πόσον ἐπαξίως.
Εἶπέ ποτε πολιός γέρων ἁγιορείτης εἰς νεαρόν ἐκ τοῦ κόσμου διάκονον, μέγα ἐφ᾿ ἑαυτῷ φρονοῦντι˙ «Ἐάν κάποιοι σέ ἐπαινοῦν, πρόσεχε μήπως ἐπαρθῇς. Νά νομίζῃς ὅτι τά λεγόμενα ἀφοροῦν σέ κάποιον ἄλλο πού στέκεται δίπλα σου καί ὄχι σέ ἐσένα. Ἔτσι γλυτώνεις ἐκ τῆς ἐπάρσεως πού φέρνουν οἱ ἔπαινοι».
Τούτῳ τῷ διακριτικῷ γέροντι στοιχοῦσα καί ἡ ἡμετέρα Μετριότης, λέγει μετά τοῦ προφητάνακτος Δαυΐδ «Μή ἡμῖν, Κύριε, μή ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἤ τῷ ὀνόματί σου δός δόξαν» (Ψαλμ. ΡΙΓ’, 9). Ἐκείνῳ γάρ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις.
Ἀλλά «περί τήν νύσσαν τόν πῶλον κεντῶ», ἵνα τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρός καί προκατόχου ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μνησθῶμεν (Λόγος εἰς τήν Γέννησιν).
Σήμερον ἑορτάζομεν τήν μνήμην τοῦ κατά μέν τούς τρεῖς συνοπτικούς Εὐαγγελιστάς Βαρθολομαίου, καί κατά τόν Εὐαγγελιστήν Ἰωάννην Ναθαναήλ, διότι κατά τούς ἐγκρίτους τῆς Καινῆς Διαθήκης ἑρμηνευτάς Βαρθολομαῖος καί Ναθαναήλ ἕν εἰσι καί τό αὐτό πρόσωπον. Τό μέν Ναθαναήλ (Θεόσδοτος ἤ Θεόδωρος ἑλληνιστί) τό κύριον αὐτοῦ ὄνομα, τό δέ Βαρθολομαῖος τό ἐπώνυμον ἤ ὀρθότερον τό πατρώνυμον αὐτοῦ (υἱός τοῦ Ταλμαΐ ἤ Τολομᾶ).
Οὗτος, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος ἐκήρυξεν, ὡς γνωστόν, εἰς τούς εὐδαίμονας Ἰνδούς «Χριστόν Ἰησοῦν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α’ Κορ. 2, 2), διό καί ἐσταυρώθη ὑπό τῶν εἰδωλομανούντων, κατ᾿ ἰσχυράν καί παλαιοτάτην τῆς Ἐκκλησίας παράδοσιν. Καί οὐ μόνον αὐτός ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι Ἅγιοι Ἀπόστολοι κατά τόν αὐτόν ἐμαρτύρησαν τρόπον, σταυρωθέντες δηλονότι, ὡς Ἀνδρέας, Πέτρος, Φίλιππος, Ἰάκωβος Ἀλφαίου, Σίμων ὁ Κανανίτης, Κλεόπας καί μακρά σειρά ἄλλων μετ᾿ αὐτούς Ἁγίων Μαρτύρων ἕως οὗ ὁ τῶν ἀνάκτων πρῶτος Χριστιανός, ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, κατήργησε τήν διά σταυρώσεως θανατικήν ποινήν, ἐξ ἀπείρου σεβασμοῦ πρός τόν σταυρωθέντα Κύριον. Σημειωτέον ὅτι ἡ σταύρωσις ἦτο ρωμαϊκή ποινή διά τούς κακούργους, τούς ληστάς, τούς δούλους καί τούς ἐπαναστάτας, ἐνῷ διά τούς Ρωμαίους πολίτας ἦτο ἡ διά ξίφους καρατόμησις.
Ἔμειναν ὅμως δύο τινά: Ἡ τιμητική προσκύνησις τοῦ Ζωοποιοῦ τοῦ Κυρίου Σταυροῦ, καί ἡ ἀνάμνησις τῶν φρικτῶν πόνων τοῦ μαρτυρίου τῆς σταυρώσεως. Ἐξ ἧς καί αἱ φράσεις αἱ ἕως τοῦ νῦν λεγόμεναι: «μέ σταύρωσες», «μή μέ σταυρώνῃς», «εἶσαι σταυρωτής», «σηκώνει τόν σταυρόν του», ὡς καί ἄλλαι παρεμφερεῖς.
Ὡς ἐκ τούτου, ὀρθῶς καί ἡ Ὀρθοδοξία γενικῶς ἀλλά καί ἡ ἐν τῇ Πόλει ταύτῃ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἀποκαλεῖται «ἐσταυρωμένη». Καί τοῦτο διότι ὅλη ἡ ἀνά τούς αἰῶνας πορεία τῆς Μητρός Ἐκκλησίας εἶναι μία διαρκής «σταύρωσις» καί μία ἀέναος «συσταύρωσις» μετά τῆς ὁμογενείας.
Εἶναι μία πορεία ἐν μέσῳ κινδύνων κατά τό τοῦ Σειραχίδου «Ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις καί ἐπί ἐπάλξεων πόλεως περιπατεῖς» (Σοφία Σειράχ 9, 13). Τό χωρίον τοῦτο ἑρμηνεύων ὁ ἐν Ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Βασίλειος ὁ Μέγας συμπληροῖ: «Πανταχόθεν σεαυτόν περισκόπει. Ἀκοίμητον ἔχε πρός τήν σεαυτοῦ φυλακήν τό τῆς ψυχῆς ὄμμα. Ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις. Κεκρυμμένοι βρόχοι παρά τοῦ ἐχθροῦ πολλαχόθεν καταπεπήγασι. Πάντα οὖν περισκόπει «ἵνα σῴζῃ ὥσπερ δορκάς ἐκ βρόχων καί ὥσπερ ὄρνεον ἐκ παγίδος» (Παροιμίαι 6, 5).
Ἔγραφε πρός ἡμᾶς πρό ἡμερῶν προσφιλής ἐν Χριστῷ ἀδελφός: «Ἴσως στούς ἀποκαλυπτικούς μας καιρούς τό πιό δυνατό κήρυγμα Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἐσταυρωμένη Μητέρα Ἐκκλησία, πού μαρτυρεῖ ὅτι βρίσκεται μέν ἐν φυλακῇ, ἐν πτωχείᾳ, ἐν πληγαῖς, ἐν στενοχωρίαις, ἐν θλίψεσιν, ἀλλά αὐτό εἶναι ἡ δόξα Της καί ὁ στέφανός Της καί αὐτό ἐγγυᾶται τήν πορεία Της, τήν ἁγιότητά Της».
Ἐδῶ πλησίον εἶναι αἱ «Κυανέαι Πέτραι», βραχονησίδες εἰς τό ἄνω στόμιον τοῦ Βοσπόρου ἐν τῇ ἐξόδῳ πρός τόν Εὔξεινον Πόντον, ἄκρως ἐπικίνδυνοι διά τήν ναυσιπλοΐαν. Ὠνομάζοντο καί «Πλαγκταί Πέτραι» διότι ἐπιστεύετο ὅτι κινοῦνται ἡ μία πρός τήν ἄλλην. Εἶναι αἱ περίφημοι «Συμπληγάδες Πέτραι». Ἐν μέσῳ αὐτῶν πορεύεται ἡ τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία καί ἡ εὐλογημένη ὁμογένεια.
Πολλάκις, καθ᾿ ἅ φησιν ὁ τῆς ἡμετέρας Μετριότητος προκάτοχος, ὁ ἐν Ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «εἴδομεν τήν θάλασσαν κάτωθεν ἀναμοχλευομένην τῆς ἀβύσσου, χαλεπός γάρ ὁ χειμών» (Ἐπιστολή ΡΚΕ’, πρός Κυριακόν ἐπίσκοπον). Ὅμως ὁ δεσπότης ἡμῶν Χριστός «οὐ τέχνῃ περιγίνεται τοῦ χειμῶνος, ἀλλά νεύματι λύει τήν ζάλην» (αὐτόθι).
Νεύει πρός ἡμᾶς ὁ Κύριος τῆς δόξης ἵνα μή γενώμεθα ὡς οἱ ναῦται, οἵτινες λόγῳ τρικυμίας «ἀντί τῶν οἰάκων καί τῶν κωπῶν τάς χεῖρας τοῖς γόνασι περιπλέκουσι, καί ἵνα μή πρός ἀμηχανίαν τοῦ χειμῶνος κείμεθα ἐπί τῶν στρωμάτων ὀλοφυρόμενοι καί κλαίοντες» (αὐτόθι).
«Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» (Β’ Τιμ. 30, 7). Μακράν ἀφ᾿ ἡμῶν πᾶν εἶδος, ἔστω καί ἀποσκίασμα, δειλίας. Διότι, ὡς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος συγγραφεύς, «δειλία ἐστίν ἐκτροπή πίστεως, ὡς ἐπί προσδοκίᾳ ἀδοκήτων. Ὁ δοῦλος Κυρίου γενόμενος, τόν οἰκεῖον Δεσπότην καί μόνον φοβηθήσεται˙ ὁ δέ τοῦτον οὔπω φοβούμενος, τήν ἑαυτοῦ σκιάν πολλάκις πεφόβηται. Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους. Οὐ γάρ ἔστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς ἰσχυρότερον ὅπλον» (Λόγος Κ’).

Γνωρίζομεν καί ἀκραδάντως πιστεύομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ᾠκοδομήθη ἐπί τήν πέτραν, ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός. Καί «εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν;» (Ρωμ. 8, 31). Οὔτε βροχή, οὔτε ποταμοί, οὔτε ἄνεμοι, οὔτε δείματα καί φόβητρα δύνανται ἵνα παρασαλεύσωσιν ἡμᾶς οὐδέ βῆμα ποδός. Ψάλλομεν μετά τοῦ ψαλμῳδοῦ: «οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τήν γῆν καί μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν» (Ψαλμ. ΜΕ’, 3). Ἀπό ὕσπληγγος θέομεν καί νομίμως ἀθλούμεθα, ἀποβλέποντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἡμῶν ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν, ὅς «ἀντί τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν» (Ἑβρ. 12, 2).
Ἀποκαλούμεθα «Ρωμηοί», ἐκ τῆς Νέας βεβαίως Ρώμης. Αὐτή ἡ λέξις περιλαμβάνει τήν ἔννοιαν τῆς ρώμης πού εἶναι δύναμις, ἰσχύς, ἀνδρεία, ρωμαλέον φρόνημα, ρωμαλεότης φρενῶν, ἀγωνιστική διάθεσις «καί στά εὔκολα καί στά δύσκολα». Μακράν ἀφ᾿ ἡμῶν πᾶσα μεμψιμοιρία, «μιζέρια», ἡττοπάθεια. Ζῇ Κύριος ὁ Θεός!
Πρό ὀλίγων μόλις ἐτῶν ἐφαίνετο ὅτι τό πᾶν ἀπώλετο. Αἱ Κασσάνδραι ὠρύοντο. Διαπεφωνήκαμεν.
Ὅμως, ἦλθεν ἡ ἄνοιξις. Ἐντός ὀλίγου καί τό θέρος. Νῦν οἱ πάγοι ἐκτήκονται καί, ὡς λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, «νῦν πηγαί διαυγέστερον νάουσι, νῦν δέ ποταμοί δαψιλέστερον τῶν χειμερίων δεσμῶν λύονται» (Λόγος εἰς τήν Καινήν Κυριακήν). Ὁ νοῶν νοείτω.
Εὐελπιστοῦμεν ὅτι θά ἀνατείλουν ἀκόμη καλύτεραι ἡμέραι καί διά τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν καί διά τήν ὁμογένειαν. Ὑπεμείναμεν χειμῶνα βαρύν. Ἦλθεν ἡ ἄνοιξις καί ἡ ἀνθοφορία. Ἀναμένομεν τό θέρος καί τήν καρποφορίαν. Ἀπαναινόμεθα τήν ἔλευσιν φθινοπώρου καθ᾿ ὅ φθίνουσιν αἱ ὀπῶραι καί φρικιῶμεν ἀναλογιζόμενοι νέον χειμῶνα καί «βοριᾶν πού τ᾿ ἀρνάκια παγώνει», κατά τόν ποιητήν.
Εἰθισμένοι βεβαίως εἴμεθα εἰς πειρασμούς καί εἰς τό «κινεζικόν» μαρτύριον. Ὡς ἄνθρωποι ἀσθενεῖς εὐχόμεθα πολλάκις τῆς ἡμέρας ἵνα μή ὁ Κύριος εἰσενέγκῃ ἡμᾶς εἰς πειρασμόν. Ἀλλ᾿ ὅταν, Θεοῦ παραχωρήσει, οἱ πειρασμοί ἔλθουν δριμύτεροι, τότε ἀκούομεν Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου τοῦ παραγγέλλοντος: «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν» (Ἰακώβου 1, 2-3). Καί ἡμεῖς ἐνταῦθα οὐσιαστικῶς δέν ζῶμεν, μόνον ὑπομένομεν.
Ἀφίνομεν τά πάντα εἰς τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, ᾧ μέλει περί ἡμῶν. Ἡ Πόλις ἡμῶν καί Χριστούπολις εἶναι, καί Θεοτοκούπολις καί Ἁγιούπολις. Ἐν αὐτοῖς πᾶσι πᾶσα ἡ ἐλπίς ἡμῶν ἐστι. Καί οὐ ψευσόμεθα τῶν ἐλπίδων.

http://fanarion.blogspot.com/2010/06/blog-post_5380.html

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

«Ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει»


 Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει. Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».
 Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά,θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».«Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο. Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά; Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει. Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».
«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας. «Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».
 Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.
 * * *
* Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...»
«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».
"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

ΔΑΦΝΗ
      

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Μια φωτογραφία απο το Αγιον Όρος

Προσεξτε αυτη τη φωτογραφία απο το Αγιον Όρος που είναι γεμάτη απο διάσπαρτα σφαιρικά  φωτεινά σημάδια.

Ο αρχιμάγος Καούλου

 Απο την Κεντρική Αφρική

Το κύτταζε απορημένος. Κυλούσε πάνω σε ράγες, ξεφυσώντας καπνό, σφυρίζοντας, αφήνοντας ενα ρυθμικό τάκα τάκ- τάκα τάκ- τάκα τάκ. Έσερνε πίσω του βαγόνια, πολλά βαγόνια, κατάφορτα απο μεταλλεύματα, εμπορεύματα, πραμάτειες και ταξιδιώτες, διασχίζοντας τον πλατύ κάμπο του Κονγκό και πάντα αγκομαχώντας...Πρός στιγμή ρίγησε, ύστερα το παρακολουθούσε να ξεμακραίνει κι όλο να ξεφυράσει...

"Τι είναι αυτό;"ρώτησε ένα διαβάτη του δάσους. "Καούλου" του απάντησε, που στη γλώσσα του συμαίνει τραίνο. "Καούλου", είπε με θαυμασμό! Σε δύο μέρες απέκτησε ένα χαριτωμένο αγόρι. Γεμάτος συγκίνηση , φώναξε. "να το ονομάσουμε Καούλου". Έτσι κι έγινε.

Μεγάλωσε ο "Καούλου". έξυπνος, εργατικός, με μιά έντονη όμως τάση στα μάγια. Συζητούσε με τους μάγους της φυλής του, έμαθε τη γλώσσα τους, τις γοητείες τους, τη σατανική τους τέχνη. Τόσο, ώστε ξεπέρασε όλους, κι αυτούς τους δασκάλους του. Κι αυτοί τον θαύμαζαν τόσο, ώστε τον ανεκήρυξαν αρχηγό τους. αρχιμάγο, θα λεγαμε με τη δική μας ορολογία. Κι ο Καούλου, χάρη στην εργατικότητα του και στη μαγική του τέχνη, και με τη συνεργεία του Σατανά, του αφεντικού του, πλούτισε. Έκτισε ωραιότατο σπίτι , απέκτησε περιουσία, 15 φορτηγά, εκτάσεις γής. Για τα μέτρα του φτωχού λαού του Κογκό ήτανε πάμπλουτος. "Πάντα ταύτα σοί δώσω, εάν πεσών προσκυνήσεις με". είπε ο Σατανάς στον Κύριο. Κι ο Καούλου , που έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε τον αρχηγό τους σκότους, τα πήγε όλα πλούσια.

Κάποτε αρρώστησε βαρειά. Κι όλο χειροτέρευε. Τα μάγια του και των ομοτέχνων του δεν ωφέλησαν σε τίποτε. Πάνω στην απελπισία του κάλεσε τον Ορθόδοξο ιθαγενή ιερέα π. Στέφανο να του διαβάσει μιά ευχή. Πήγε πρόθυμα ο σεμνός λευίτης, έβαλε το πετραχίλι του, στάθηκε δίπλα του, άνοιξε το Ευχολόγιο, διάβασε με θέρμη την ευχή . Αλλά το ποθητό αποτέλεσμα δεν ήλθε. Ο Καούλου ξανακάλεσε τον ιερέα, ο οποίος ανταποκρίθηκε. Παραπονέθηκε ο Καούλου που δεν έγινε τίποτε, αλλά ο ιερέας του απάντησε ταπεινά.

-"Πως να πιάσει η ευχή , αφού το σπίτι σου , και ιδιαίτερα το δωμάτιο σου, είναι γεμάτο απο φετίχ(*);"Πέταξε όλα αυτά τα μπρούντζινα , ξύλινα ,πήλινα ειδώλια, απο ' δω μέσα. Μόνο έτσι θα πια΄σει η ευχή".
Τα πέταξε ο Καούλου, κι ο ιερέας ξανάρθε και ξαναδιάβασε την ευχή. Αλλά και πάλι δεν ήλθε η επιθυμητή ίαση. Σε νέο παράπονο του Καούλου, ο π. Στέφανος τον ρώτησε ήρεμα.:
-Μήπως δεν τα πέταξες όλα;
-Όλα, εκτός απο κάνα- δυο, απάντησε κομπάζοντας ο Καούλου. Θα τα πετάξω όμως κι αυτά.

Ήλθε για τρίτη φορά ο π. Στέφανος. Το σπίτι είχε πιά αδειάσει απο τα σατανικά φετίχ. Η ευχή διαβάστηκε με θερμή ψυχής και πίστη, ενώ ο Καούλου παρακολουθούσε με προσοχή και πόθο ψυχής.
Και η θεραπεία ήλθε. Κι ο Καούλου δέν έμεινε στην ειδωλολατρία και στα μάγια. Βαφτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός, λυτρώθηκε  απο τη δουλεία του Σατανά και πολιτευόταν πιά ώς μέλος της Εκκλησίας του Χριστού με καινούργιες αποφάσεις και με το χριστιανικό  του όνομα Pierre, Πέτρος. Το Καούλου ξεχάστηκε και όλοι τον ήξεραν πιά ως μεσιέ Πιέρ...

Ο εχθρός όμως της ψυχής μας, ο πάγκακος διάβολος , δεν του συγχώρεσε ποτέ την αποστασία αυτή. Σε λίγο καιρό εξανεμίστηκε στους τέσσερις ανέμους η περιουσία του Πιέρ. Η μία κόρη του , που ζούσε σ' άλλη πόλη, αρρώστησε με την ανίατη αρρώστια έητζ και της μικρής εγγονής του πρήστηκαν τα λαιμά, δεν μπορούσε να καταπιεί. Μάνα και κόρη δεν ήθελαν να εμφανίζονται για να μη τις περιγελούν, όπως έλεγαν. Ο μεσιά Πιέρ την καλούσε επίμονα να έλθει να τη δεί, να την περιποιηθεί, εκε΄νη όμως αρνιόταν να παρουσιαστεί μπροστά του.

Μιά μέρα , που ο Πιέρ συμμετείχε στη θεία Λειτουργία και προσευχόταν θερμά με δάκρυα και με το πρόσωπο χωμένο στις χούφτες του, κάποιος του ανάγγειλε χαμηλόφωνα πως η κόρη του ήλθε στο σπίτι και τον περίμενε. Τον άκουσε ο Πιέρ, αλλά δεν διέκοψε την προσευχή του. Έμεινε ως την απόλυση , σχεδόν δεν πήρε είδηση ότι άδειασε ο ναός...Τελικά συνειδητοποιώντας πως όλοι σχεδόν είχαν φύγει, πήρε το αντίδωρο του και βγαίνοντας από το ναό κοντοστάθηκε στη βάση του μετάλλινου σταυρού, που βρισκόταν στην είσοδο της αυλής του ναού. Στη βάση του  είχαν φυτέψει βασιλικό, που φουντωτός σκόρπιζε ολοτρόγυρα  το άρωμα του. Κι άλλη προσευχή εδώ, με πόνο και πίστη. Ασπάσθηκε  ευλαβικά το σταυρό, έσκυψε, έκοψε κάποια κλαδάκια του βασιλικού, πήγε γρήγορα στο σπίτι του, έβρασε το βασιλικό και πρόσφερε στην κόρη του να πιεί. το ήπιε εκείνη με πίστη και δεν άργησε να ανακτήσει  πλήρως την υγεία της. το πρόσωπο της έλαμψε και πάλι γεμάτο σφρίγος. Περπατούσε με νεύρο , όπως πρώτα. Όλοι θαύμαζαν.

Κάποια μέρα ο υπεύθυνος αρχιμανδρίτης , η ψυχή της Ορθόδοξης Ιεραποστολής  στην Κανάνγκα, βρέθηκε στο αεροδρόμιο της πόλεως για δουλεία. Κάποια στιγμή ο συνεργάτης του του είπε:
-Πάτερ, πάτερ. κοίταξε. Βλέπεις αυτή τη γυναίκα;
-Τη βλέπω. γιατί; τι συμβαίνει;
-Την ξέρεις αυτή;
-Όχι , ποιά είναι;
-Είναι η κόρη του Πιέρ.
Ήταν μιά γεροδεμένη, στιβαρή  νεαρή γυναίκα, όλο σφρίγος και ζωή...Δε θύμιζε τίποτε από την περιπέτεια του έητζ, που είχε περάσει...

Β.

*Φετίχ, αντικείμενα, αγαλματίδια κ.τ.ο, που λατρεύονται , διότι θεωρούνται από τους πρωτόγονους λαούς ως φορείς μαγικών ικανοτήτων ή κατοικίες θεών.


Η Δράσις μας
Ετος ΜΑ΄ Φεβρουαριος 2002 Τεύχος 396


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...