Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

8 εκ. ευρώ για ιερές μονές και βυζαντινά μνημεία

Πέντε έργα που αποτελούν μνημεία της κιβωτού της ορθοδοξίας βελτιώνονται και αναδεικνύονται μέσα από το ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας. Έπειτα από έγκριση της γενικής γραμματέως της περιφέρειας, Μαρίας Λιονή, οδεύουν προς αποκατάσταση κτίρια σε ιερές μονές του Αγίου Όρους, αλλά και βυζαντινά μνημεία της Χαλκιδικής και της Βέροιας.
Οι εργασίες, συνολικού προϋπολογισμού 8 εκατ. ευρώ, συγχρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και αφορούν “στην ανάδειξη της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς της χώρας και έχουν εξαιρετική σημασία. Οι παρεμβάσεις θεωρούμε πως θα δώσουν ώθηση στην επισκεψιμότητα των χώρων, αλλά κυρίως θα συμβάλουν στην προστασία και διατήρηση ιστορικών κειμηλίων, στην ανάδειξή τους, και αποτελούν χρέος μας απέναντι στον πολιτισμό και την ιστορία”, όπως τονίζει η κ. Λιονή.
Αναλυτικά, τα πέντε έργα που εντάχθηκαν στο ΕΣΠΑ αφορούν:

- Αποκατάσταση κτιριακών συνόλων ιεράς μονής Γρηγορίου (κεντρική φωτογραφία) προϋπολογισμού 2.822.738,00 ευρώ. Το έργο αφορά στη συνολική αποκατάσταση της δυτικής πτέρυγας του μοναστηριού, αλλά και κτισμάτων (ψαρόσπιτο, κελί Αγίου Νικολάου) με προσθήκη κτιρίου βοηθητικών χώρων.

- Αποκατάσταση εργατόσπιτου Α’ ιεράς μονής Καρακάλου προϋπολογισμού 738.388,85 ευρώ. Αντικείμενο του έργου είναι η λειτουργική αποκατάσταση του κτίσματος και η προστασία και ανάδειξη των ιδιαίτερων μορφολογικών του στοιχείων. Οι επεμβάσεις στο κτίσμα αποκαθιστούν τιςΜονή Καρακάλου. φθορές και τα δομικά στοιχεία του κτίσματος και αναδεικνύουν εργονομικά και λειτουργικά τον χώρο.

- Ολοκλήρωση συντήρησης και αποκατάστασης πύργου Τριών Ιεραρχών ιεράς μονής Βατοπεδίου προϋπολογισμού 345.043,00 ευρώ. Πρόκειται για ένα μεγάλης σημασίας μνημειακό σύνολο της αθωνικής αρχιτεκτονικής, δεδομένου ότι διασώζει τμήματα της βυζαντινής οχύρωσης, του 12ου αιώνα, αλλά και την πενταώροφη πτέρυγα του 1818. Οι στόχοι της παρέμβασης είναι η αντιμετώπιση των οικοδομικών προβλημάτων, η αισθητική αναβάθμιση του μνημείου, η ανάδειξη της αρχαιολογικής αξίας του, η ένταξη σύγχρονων ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων και η λειτουργική αξιοποίηση μέσω της επαναχρησιμοποίησής του.

- Αποκατάσταση παλαιού κτιρίου στο Κέντρο Βυζαντινού Πολιτισμού Χαλκιδικής “Ιουστινιανός” στα Νέα Φλογητά απο τη 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, προϋπολογισμού 670.948,00 ευρώ. Το παλαιό κτίριο ανήκει σε συγκρότημα κτηρίων που θα αποτελέσουν Κέντρο Βυζαντινού Πολιτισμού με την ονομασία “Ιουστινιανός”. Είναι ένα διώροφο κτίσμα που βάσει επιγραφής χρονολογείται το 1853. Λόγω της εγκατάλειψης του συγκροτήματος υπέστη τη φθορά του χρόνου και χρησιμοποιήθηκε ως πηγή οικοδομικού υλικού. Σήμερα σώζονται οι ασβεστόκτιστες τοιχοποιίες καθώς και το σύνολο σχεδόν των κουφωμάτων. Για την αποκατάστασή του συντάχθηκε μελέτη, η οποία εγκρίθηκε από την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού.

- Αποκατάσταση Παλαιάς Μητρόπολης Βέροιας απο την 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων,  προϋπολογισμού 3.465.000,00 ευρώ. Πρόκειται για ένα κορυφαίο και σπάνιο μνημείο του 11ου αιώνα που εντάσσεται σε άξονα ιστορικής διαδρομής, η οποία με αφετηρία το Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας διέρχεται από δύο διατηρητέες ιστορικές περιοχές και καταλήγει στο κέντρο της σύγχρονης πόλης, δηλαδή στον αρχικό ιστορικό πυρήνα. Οι εργασίες περιλαμβάνουν στερέωση και αποκατάσταση του μνημείου, διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου και συντήρηση του τοιχογραφικού διακόσμου. Επίσης προκειμένου να καταστεί το μνημείο επισκέψιμο θα πραγματοποιηθεί τοποθέτηση των απαραίτητων ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων.
ΠΗΓΗ:   http://www.makthes.gr/

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ Ο ΑΓΙΟΣ

ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ Ο ΑΓΙΟΣ
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
Ο συγγραφεύς περιγράφει τον εσπερινόν της παραμονής του Αγίου Νικολάου εις τον ομώνυμον ναόν της πατρίδος του Σκιάθου.
 
     Εβράδυασεν. Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολικάς άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του ακτίνας, λαμβάνων μεθ' εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος και αφήνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον.
Ο λιμήν ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία, τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν' άράξωσι χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκης εταιρείας ανεβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.
Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν. Εις οποιανδήποτε νήσον και αν αποβιβασθής, θα απαντήσης τον ναόν του Αγίου Νικολάου μικρόν η μέγαν, με μάρμαρα η με πλίνθους. Ο Αγιός Νικόλαος είναι ο παππούς του ναυτικού μας, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία, των θαλασσών ο Αγιος. Εις την αγρυπνίαν έπρεπεν όλοι να παρευρεθώσι, διότι ηυτύχησαν να πανηγυρίσουν την εορτήν του εις το νησάκι των. Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέψη εις την νήσον του, φέρει το τάξιμον του εις τον Άγιον, ευχηθείς, όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν' αγρυπνήση όλην την νύκτα. Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθη, η εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα, πρώτα θα φέρη το τάξιμο του εις τον Άγιον, λαμπάδα μεγάλην η αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετήση την μητέρα του την σύζυγόν του. Αλλ' ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμον του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γίνη καλόγηρος ! Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματα της θαλάσσης πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηριού τοίχους, εις τον Άθωνα.
Πάντες, γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης η υπό του χρόνου, η διότι ο ζωγράφος ηθέλησε δια του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του θαυματουργού αρχιερέως. Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξίδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ηυχαριστείτο, ότι την στιγμήν εκείνην εβούϊζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ' ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις. Και ηυχαριστούντο γύρο, γύρο οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οίς διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα. Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες, ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του Αγίου και ευλογούσεν η χείρ τους προσφιλείς του ναυτίλους και ότι συχνά μετέβαλλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον.
Άλλος εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο Άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του, ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μύρων, άγριος και απειλητικός εμφανισθείς, εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και άπειλητικόν με πύρινα βλέμματα. Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον Άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παρίστα τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος δε πάλιν, ο ενθυμούμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν, ότι έβλεπε διάβροχοντόν Ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα. Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν...
 
«Των θαλασσών ο Άγιος» Αλέξανδρος Μωραϊτίδης

http://egolpion.net

Αγρυπνίες στον Προφήτη Ελισσαίο

«Το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, που χρονολογείται στα μέσα του 16ου αιώνα, αποτέλεσε τα χρόνια από το 1885 έως το 1943 «στέκι» λογοτεχνών και λογίων της εποχής. Εκεί εκκλησιάζονταν, εξαιτίας της εμβληματικής μορφής του Παπαδιαμάντη και «εκ περιεργείας», για ν' ακούσουν τη «φωνή γεμάτη ευλάβεια», ο Παύλος Νιρβάνας, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Γεράσιμος Βώκος κ.ά...
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε το 1911, αλλά οι αγρυπνίες συνεχίστηκαν από τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ο οποίος το 1925, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει, πρόλαβε και εξέδωσε την Ακολουθία του Αγίου Ελισσαίου. Απ' όσα γράφει στον πρόλογο φαίνεται ότι οι αγρυπνίες ξεκίνησαν γύρω στο 1885 και σύντομα άρχισαν να συμμετέχουν ο ίδιος και ο Παπαδιαμάντης. Αγρυπνίες γίνονταν σε όλες τις μεγάλες γιορτές, δεσποτικές και θεομητορικές. Μάλιστα στο διήγημα «Ιστορία μιας τυρόπηττας» ο Μωραϊτίδης γράφει ότι τους οδήγησε για πρώτη φορά στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου «ο Θεοφάνης, ένας ευλαβέστατος χριστιανός, γηγενής Αθηναίος». Αρκετοί λόγιοι και λογοτέχνες δημοσίευσαν σχετικά άρθρα με τις εντυπώσεις τους από επισκέψεις ή συμμετοχές τους στις αγρυπνίες, ίσαμε τα δίσεκτα χρόνια της Κατοχής, που ο ναός αφέθηκε να καταρρεύσει. Αν και ιδιωτικός, αποτελούσε τμήμα της οικίας της μεγάλης οικογένειας των Χωματιανών, ήταν ανοιχτός στο κοινό, μέχρι το καλοκαίρι του 1943, οπότε ο νέος ιδιοκτήτης, φοβούμενος την απαλλοτρίωση του οικοπέδου του, ξήλωσε την οροφή του και τον άφησε να ερημώνει».
ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΠΑΡΚΑ

Ο ναός του Αγίου Ελισσαίου σήμερα
του Μάνου Ελευθερίου
«…Πέρασαν 62 χρόνια από τότε και το 2005 το εκκλησάκι επανιδρύθηκε στην ίδια θέση που βρισκόταν πάντα, το ίδιο σεμνά παρόν. Τούτη δε η επαναφορά του ναϋδρίου στη ζωή θαρρείς πως συνομιλεί παιχνιδιάρικα με τη φήμη του προφήτη στον οποίο είναι αφιερωμένο, καθώς ο Ελισσαίος [που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικούς προφήτες του Ισραήλ, μαθητής και χρισμένος διάδοχος του Προφήτη Ηλία], αναφέρεται πως είχε τη Θεία Χάρη της νεκρανάστασης.
»Ο ναΐσκος του Προφήτη Ελισσαίου [στα νεότερα χρόνια πολλές φορές αναφερόμενος κι ως ναός του Αγίου Ελισσαίου] θεωρείται κτίσμα της τουρκοκρατίας, αν και δεν μπορεί να υπολογιστεί ποιας ακριβώς περιόδου [υπολογίζεται πως είναι του 17ου αιώνα]. Πρώτη φορά όμως μνημονεύεται στο σχέδιο των Αθηνών του 1832 των Schaubert και Κλεάνθη.
»Ο κτητορικός αυτός ναός είναι συνδεδεμένος με τις μορφές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του επίσης σκιαθίτη εξαδέλφου του, Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, που πέρασαν εκεί τις κατανυκτικές ώρες της Αγρυπνίας ψάλλοντας. Δεξιός ψάλτης ο πρώτος, αριστερός ο δεύτερος. Είναι τόσο έντονη αυτή η διασύνδεση των δυο εξαδέλφων με το ναΐσκο, ώστε εκείνη την εποχή που πραγματοποιούνταν η κατεδάφισή του οι αντιδρώντες σε αυτήν επικαλούνταν συναισθηματικά στην τότε επιστολογραφία κι αρθρογραφία τους, πέραν των όσων ιστορικών επιχειρημάτων, και την μνήμη των δυο Αλεξάνδρων. Κι ήταν τέτοια η ακτινοβολία του Παπαδιαμάντη, ώστε εκκλησιάζονταν εκεί μόνο και μόνο για να τον ακούσουν σημαντικές μορφές των γραμμάτων της εποχής, όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Γεράσιμος Βώκος κ.α.
Στην οδό Άρεως, λοιπόν, με τον αριθμό 14, πίσω από μία μικρή πύλη…

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΣ ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ
Από Ἄρθρο τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ, στὴν ἐφημερίδα «Ἡ Βραδυνή» - 16 Ἰανουαρίου 1963.
«…Αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου εἶναι μιὰ ὁλόκληρος Ἱστορία. Ἕνας ἅγιος, ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς τὸ ἐλειτούργησε χρόνια καὶ χρόνια καὶ ψάλτες του σταθήκανε δυὸ κορυφαῖες πνευματικὲς μορφές: Δεξιὸς ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κι᾿ ἀριστερὸς ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Γύρω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ τριανδρία μιὰ πλειάδα ἀνθρώπων ποὺ ἔχουνε γράψει ὡραία Ἱστορία κι᾿ ἔχουνε ἀληθινὰ στολίσει τὸ Χρονικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ τὸν μισὸν εἰκοστό, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ σταθήκανε οἱ ἀνανεωτὲς καὶ τὰ φωτεινὰ στηρίγματα τοῦ μοναχικοῦ βίου στὸν ἀγῶνα μας. Ἱστορικὲς σταθήκανε οἱ ἀγρυπνίες στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο, μὲ λειτουργὸ τὸν παπα-Νικόλα Πλανᾷ καὶ ψάλτες τοὺς δύο Ἀλέξανδρους, τὸν Φιλόθεο Ζερβάκο, τὸν σημερινὸ καὶ ἀπὸ τόσα χρόνια ἡγούμενο τῆς θαυμαστῆς μονῆς τῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, τὸν παπα-Σταμάτη τῆς Βρύσης καὶ ἕνα πλῆθος ἄλλο εὐλαβῶν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ποὺ κοσμήσανε τὸ νεοελληνικὸ μοναχικὸ βίο. Στὰ χρόνια τοῦ Παπαδιαμάντη τοῦτο τὸ ἐκκλησάκι τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου γνώρισε δόξες λειτουργικές, ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπερίτμητων, γνώρισε θαυμαστοὺς ὄρθρους καὶ κατανυκτικοὺς ἑσπερινούς, ἀναρίθμητες παρακλήσεις, ἀγρυπνίες μοναδικές, ποὺ θὰ τὶς ζήλευε κι᾿ ἡ πιὸ αὐστηρὴ μοναστικὴ παράδοσι, ἐξομολογήσεις καὶ μνημόσυνα ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Στάθηκε ἐντευκτήριο εὐλαβῶν ἀνθρώπων καὶ ἐπειδὴ ἔτυχε τέτοιες προσωπικότητες νὰ εἶναι μέτοχοι τῶν ἀκολουθιῶν μὲ ὀργανικὴ καὶ πολύτιμη συμμετοχὴ καὶ συμβολὴ κίνησε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τῆς περίεργης ὀλιγοπιστίας, ποὺ μολονότι δὲν ἤτανε σὲ θέσι νὰ ἐκτιμήσῃ τὴν οὐσία τοῦ τί συνέβαινε στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο, ἤτανε ἱκανὴ νὰ θαυμάσῃ τὴν ἱερὴ γραφικότητα, τὴν ἁπλὴ καὶ οὐσιαστικὴ ποίησι τῆς ἐκκλησίας, τοῦ λειτουργοῦ της καὶ τοῦ ἐκκλησιάσματος. Λόγιοι καὶ ἄνθρωποι κοσμικοί, ὁ περιπλανώμενος πλοῦτος καὶ ὁ κοινωνικὸς ἀρριβισμὸς σημείωσαν τὴν φευγαλέα παρουσία της καὶ χαρίσανε τὸν ἄβαθο ἔπαινό τους.
Αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι εἶχε καταστῇ ἕνα μνημεῖο ἀληθινῆς καὶ ἀνόθευτης Ὀρθοδοξίας καὶ κόσμημα καὶ πετράδι ἀμίμητο…»

Για το εκκλησάκι αυτό γράφει ο Νίκος Ορφανίδης:
«Ὁ μικρὸς ναὸς τοῦ ἁγίου Προφήτου Ἐλισσαίου ἔχει τὴ δική του δυναμικὴ στὸν τόπο τῶν Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ λειτουργοῦσε ὁ παπα Πλανᾶς, ἐκεῖ χειροτονήθηκε ἱερεὺς στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1884. Στὶς 2, ὅμως, Μαρτίου τοῦ 1932, κατὰ Θεία παραχώρηση, θὰ κοιμηθεῖ ὁσιακῶς, ἐν ἐκστάσει, βλέπων τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, τυλιγμένος μέσα στὸ φῶς, καὶ ψιθυρίζοντας τὸ «ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω..
»Αὐτὴ τὴν ἀπέραντη στοργὴ καὶ ἀγάπη μοίρασε στὸν τόπο τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ στὴν καθ᾽ ἡμᾶς ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ παπᾶ Πλανᾶς, ἀπὸ τὴ Νάξο, ποὺ ἔζησε στὸ ἄστυ τῶν ᾽Αθηνῶν, γιὰ νὰ ἁγιασθεῖ καὶ νὰ πλημμυρίσει τὴν πόλη, μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτός του. Αὐτὸς ὁ ταπεινὸς ἱερέας, ποὺ ἁγιάσθηκε ἐν ταπεινότητι καὶ διὰ τῆς ταπεινότητος, ψάλλοντας καὶ ὑμνώντας καὶ ὑπηρετώντας τὸν Κύριο, μὲ ὑποδειγματικὸ ζῆλο, ἐπιμόνως, σταθερά, μὲ τὶς ἀτέλειωτες ἐκεῖνες λειτουργίες στὶς ἐκκλησίες, στὰ ξωκκλήσια καὶ στὰ παρεκκλήσια, μέσα στὸ ψῦχος καὶ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας. «Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου, ἕως ὑπάρχω», ψιθύριζε, λοπόν, μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, φεύγοντας ἀπὸ τὴ ζωή, αὐτὸς ὁ ταπεινὸς ἱερεύς, ὁ ἅγιος Νικόλαος, συνομήλικος τοῦ κὺρ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ ᾽Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, ποὺ μαζὶ ἁγίασαν τὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, ἐκεῖ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, στὴν ὁδὸ Ἄρεως στὴν Πλάκα, μὲ τὶς ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες».

Γράφει, και ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος γιὰ τὶς ἀγρυπνίες στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα Πλανᾶ:
«Κατὰ τὸ ἔτος 1905 ‐ 1907 ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐφοίτων εἰς τὴν Βυζαντινὴν Μουσικὴν Σχολὴν «Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός... Ὁ συμπατριώτης μου Ἰωάννης Ἀλεξάκης... ἡμέράν τινα λέγει μοι: «Νὰ ἔλθης εἰς τὸν μικρὸν ναὸν τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, εἰς τὸν ὁποῖον γίνονται κατανυκτικαὶ ἀγρυπνίαι καὶ ψάλλουν βυζαντινὰ οἱ Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης καὶ ἄλλοι. Θὰ ὠφεληθῆς καὶ θὰ μάθης πολλὰ ἀναγκαῖα, χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα διὰ τὴν ἱερὰν ὑμνωδίαν.» Μετέβην εἰς μίαν ἀγρυπνίαν καὶ τόσον πολὺ ηὐχαριστήθην καὶ κατενύγην, ὥστε συχνάκις καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα εἶχον εἰς τὸν νοῦν μου, πότε θὰ ἔλθη ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀγρυπνίαν∙ καὶ ὅτε ἤρχετο ἡ ὥρα, ἔτρεχον μὲ χαράν, ὥσπερ τρέχει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς, διὰ νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ποτίσω, δροσίσω καὶ εὐφράνω τὴν διψῶσαν μου ψυχήν. Καὶ πράγματι ᾐσθανόμην δρόσον, εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν καὶ μοὶ ἐφαινοντο εἰς τὸν λάρυγγά μου γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, οἱ ὕμνοι, αἱ δοξολογίαι, τὰ στιχηρά, τὰ ἰδιόμελα, οἱ κανόνες, τὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι καθηγηταὶ ἐξάδελφοι Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὄχι μὲ φωνὰς θυμελικὰς καὶ βοὰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους, ἀλλά, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ, μὲ σύνεσιν, μὲ συναίσθησιν, μὲ φόβον καὶ τρόμον: «ψάλατε συνετῶς, ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ». Ὅταν ἔψαλλον οἱ δύο Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὁ εἷς δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά, ἔψαλλον μὲ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας, ποὺ ἐνόμιζες ὅτι προσηύχοντο, ὅτι ἵσταντο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως παρισταμένου καὶ πανταχοῦ παρόντος Παντοδυνάμου καὶ Παντοκράτορος Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ τις ἠλαύνετο ὁ νοῦς του ὥσπερ ὑπὸ μαγνήτου, ἐπρόσεχε, ᾐσθάνετο τὰ δρώμενα καὶ ἐνόμιζεν ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸν Οὐρανόν, ὡς ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός...
Εἰς τὰς ἀγρυπνίας ἐγνώρισα καὶ δύο ἱερεῖς τὸν παπα Ἀντώνιον, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων, καὶ τὸν παπα ‐ Νικόλαον Πλανᾶ, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Κυνηγοῦ∙ καὶ οἱ δύο ἀκούραστοι, πρόθυμοι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, καλόκαρδοι. Ἐξαιρέτως δὲ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος παπα‐ Νικόλας Πλανᾶς ἦτο ἁπλοῦς, ἄκακος, πρᾶος, ἀκέραιος, ἀπόνηρος, ἀόργητος, ἀμνησίκακος, πάντοτε ἱλαρός, χαροποιός, γελαστός. Εἰς τὸν παπα‐ Νικόλαον, ἐπειδὴ ἦτο ταπεινός, ἐπέβλεψεν ἐπ᾽ αὐτὸν ὁ Κύριος, ὡς λέγει ὁ σοφὸς παροιμιαστής: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, λέγει Κύριος, εἰμὴ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ταπεινὸν τῇ καρδίᾳ καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους∙» καὶ πάλιν: « ἐν καρδίαις πραέων ἀναπαύσεται πνεῦμα Κυρίου»∙ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰ. Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις μακαρίζει αὐτούς: «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν»

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850 - 1929)

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε στη Σκιάθο, και ήταν ο πρωτότοκος γιος ανάμεσα σε επτά παιδιά. Ο πατέρας του, ο οποίος ήταν ξάδερφος της μητέρας του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά και η μητέρα του από ιερατική οικογένεια της Σκιάθου. Στο νησί του τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και το 1871 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο γυμνάσιο στην Αθήνα σε ηλικία εικοσιενός ετών. Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των γυμνασιακών σπουδών του οφειλόταν στην έλλειψη της ανώτερης γυμνασιακής τάξης στη Σκιάθο, καθώς και στην κακή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του.

Ενα χρόνο αργότερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών από όπου αποφοίτησε δέκα χρόνια αργότερα (1881). Από το 1872 υπήρξε μέλος του Παρνασσού, όπου γνώρισε τους εκδότες Δημήτριο Κορομηλά και Βλάση Γαβριηλίδη. Με τη βοήθειά των παραπάνω ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία. Από το 1880 και για είκοσι χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1901 παντρεύτηκε τη Βασιλική Φουλάκη, με την οποία αποφάσισαν να ζήσουν εν παρθενία. Από το 1907 ο Μωραϊτίδης εγκατέλειψε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική του δραστηριότητα και μετά το θάνατο της συζύγου του (1914) αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια και ασχολήθηκε μόνο με τη συγγραφή και μετάφραση θεολογικών κειμένων ως το 1919, οπότε πείστηκε από το δημοσιογράφο Στέφανο Δάφνη να τυπώσει τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του. Το 1914 τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών. Το 1828 αναγορεύτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Λίγο πριν το θάνατό του έφυγε για τη Σκιάθο, εκάρη μοναχός και άλλαξε το όνομά του σε Ανδρόνικος. Πέθανε το 1929. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872 με το (θωρούμενο ως χαμένο) δράμα Μιχαήλ Κομνηνός. Δεσπότης της Ηπείρου, το οποίο βραβεύτηκε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό. Ένα χρόνο αργότερα παρουσίασε τη μετάφραση του ποιήματος Η Βερενίκης κόμη από τα λατινικά (1873). Το 1874 ανέλαβε τη δημοσίευση των πρακτικών της Ελληνικής Βουλής στην Εφημερίδα, ενώ παράλληλα διακωμωδούσε την πολιτική κίνηση από τις στήλες της σατιρικής εφημερίδας Αγορά, την οποία εξέδιδε ο ίδιος. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το θεατρικό έργο Βάρδας Καλλέργης και ακολούθησε δυο χρόνια αργότερα Η καταστροφή των Ψαρών, που βραβεύτηκε στο Νικοδήμειο διαγωνισμό και το ιστορικό μυθιστόρημα Δημήτριος ο πολιορκητής.

Από το 1874 και ως το 1881 δημοσίευσε ποιήματα, θεατρικά μονόπρακτα αλλά και κριτικά άρθρα στο Μη χάνεσαι και σε ημερολόγια της εποχής. Το 1875 δημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκόν Ημερολόγιον του Δημητρίου Κορομηλά η κωμωδία του Τις πταίει; και το 1876 η κωμωδία Τα δύο δόμινα. Πήρε μέρος στο Λασσάνειο δραματικό διαγωνισμό το 1889 και το 1896 με τα έργα Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και Χαμάρετος αντίστοιχα. Από το 1880 ως το 1907 δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά διηγήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις που εκδόθηκαν με τίτλους Διηγήματα και Με του βορηά τα κύματα, σε δύο εξάτομες συλλογές.

Ο Μωραϊτίδης ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη μετάφραση και το δοκίμιο. Η ποιητική του παραγωγή είναι μικρή σε έκταση και περιλαμβάνει λυρικά και θρησκευτικά ποιήματα, γραμμένα στη δημοτική (τα νεανικά του) και την καθαρεύουσα (εκείνα της ωριμότερης περιόδου της ζωής του). Για το θέατρο έγραψε αρχικά κωμωδίες και εν συνεχεία πέρασε στο χώρο της μίμησης της σαικσπηρικής γραφής. Ωστόσο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ο Μωραϊτίδης κατέχει κυρίως θέση διηγηματογράφου. Τα διηγήματά του εντάσσονται στην ηθογραφία και κυριαρχούνται από πνεύμα έντονης θρησκευτικότητας και αγάπης για τη φύση. Η γλώσσα τους είναι περίτεχνη καθαρεύουσα, με εξαίρεση τα διαλογικά μέρη.

http://www.e-alexandria.gr

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Παναγία Σουμελά του Πόντου

Φωτογραφίες από την Παναγία Σουμελά του Πόντου: Νικόλαος Μαγγίνας
Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΕΙΣ ΠΑΝΑΓΙΑΝ ΣΟΥΜΕΛΑ ΠΟΝΤΟΥ
(15 Αὐγούστου 2010)


«Π α ν η γ υ ρ ι ζ έ τ ω σ α ν  ο ἱ  θ ε ό φ ρ ο ν ε ς»!


Μὲ τὰ λόγια αὐτά, Ἱερώτατοι ἀδελφοὶ Ἀρχιερεῖς, Εὐλαβέστατοι λοιποὶ κληρικοί, Ἐξοχώτατοι κύριοι βουλευταί, Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες τοῦ Θρόνου, καὶ εὐλογημένα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελῳδὸς μᾶς παρακινεῖ νὰ πανηγυρίσουμε τὴν πάνσεπτον Κοίμησιν καὶ ἱερὰν εἰς οὐρανοὺς Μετάστασιν τῆς Παναγίας Θεομήτορος!


«Πανηγυριζέτωσαν οἱ θεόφρονες»!


Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὸν Χριστόν, ὅσοι προσκυνοῦν τὴν πανύμνητον Δέσποιναν Μαρίαν ὡς ἀληθῆ Θεοτόκον, ὅσοι αἰσθάνονται τέκνα της, κατὰ τὴν υἱοθεσίαν ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Υἱός της, ἄς πανηγυρίζουν σήμερον! Διότι αὐτή, ἡ ὁποία «ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξε», κατὰ τὴν σημερινὴν Κοίμησίν της δὲν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμον, ἀλλ’ ὡς Κυρία τοῦ κόσμου καὶ Παντάνασσα, Παντοβασίλισσα -ὅπως θὰ ἔλεγαν οἱ Τριγλιανοί-, φέρει ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Υἱοῦ της ὅλον τὸν κόσμον, δεομένη ἀπαύστως ὑπὲρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἐκείνη ποὺ εἶναι ὁ «κόσμος» τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τὸ στολίδι καὶ ἡ εὐπρέπεια ὅλης τῆς Δημιουργίας, γίνεται μεσίτρια τοῦ κόσμου πρὸς τὸν Οἰκτίρμονα Θεόν, καὶ μεταβιβάζει τὸν πόνον τοῦ κόσμου, τὴν ἀγωνίαν τοῦ κόσμου, τὸν φόβον τοῦ κόσμου, τὴν ἀνάγκην τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ τὸν πόθον τοῦ κόσμου εἰς τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος τὴν τιμᾷ ὡς Μητέρα Του καὶ ἐπακούει εὐχαρίστως τῶν μητρικῶν πρεσβειῶν καὶ ἱκεσιῶν της! «Πανηγυριζέτωσαν, λοιπόν, οἱ θεόφρονες», διότι ἡ Παναγία εἶναι γιὰ πάντα δική μας! «Τεμέτερον Παναΐαν τρανέσσαν»!





Ἀλλά, ἀγαπητοὶ παρόντες καὶ ὅσοι εἶσθε μαζί μας νοερῶς ἢ τηλεοπτικῶς αὐτὴν τὴν στιγμήν, αὐτὸ τὸ «πανηγυριζέτωσαν οἱ θεόφρονες», τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου ἐφέτος προσλαμβάνει διὰ τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὰ ἀνὰ τὸν κόσμον εὐσεβῆ τέκνα της νέας διαστάσεις! Μετὰ ἀπὸ ὀγδόντα ὀκτὼ ἔτη ληθάργου καὶ σιωπῆς, «ἀητὲτς ἐπαραπέτανεν ψηλὰ σὰ ἐπουράνια» καὶ ἰδοὺ ὅτι, κατόπιν τῆς ἀδείας τῶν ἐντίμων τοπικῶν ἀρχῶν τῆς Τουρκίας, τὰς ὁποίας καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἐπαινοῦμεν καὶ εὐγνωμόνως εὐχαριστοῦμεν, ἐδῶ, εἰς τὸ ὄρος Μελᾶ, εἰς τὸ παλλάδιον τῆς Θεομητορικῆς εὐλαβείας τοῦ Πόντου, τῆς Καππαδοκίας, ὅλης τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Νοτίου Ρωσσίας, τῆς Οὐκρανίας καὶ τῶν Παραδουναβίων Χωρῶν, εἰς τὴν πανίερον Πατριαρχικὴν ἡμῶν καὶ Σταυροπηγιακὴν Μονὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σουμελιώτισσας, ἔστω καὶ χωρὶς «λαλίαν» ἀπὸ τὰ τέως «τρανταπέντε σήμαντρα καὶ τὰ δεκοχτὼ καμπάνας» τοῦ ᾄσματος, ἀκούσθηκε καὶ πάλιν γλυκύτατον τὸ «Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ ἡ ἱερὰ καὶ εὐπρεπής, Παρθένε, μνήμη σου»! Ἀκούσθηκε ξανὰ τὸ παρήγορον «ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»!





Τελεῖται καὶ πάλιν ἡ Θεία Λειτουργία, καὶ μάλιστα Πατριαρχική, τοῦ Θεοῦ ἐπιφυλάξαντος εἰς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα τὴν μεγάλην συγκίνησιν καὶ χαράν, τὴν ὁποίαν μόνον εἰς τὰ ὄνειρά της εἶδε μακρὰ σειρὰ ἐκ τῶν ἀοιδίμων σεβασμίων προκατόχων μας Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν! «Ἴδετε, λαοὶ καὶ θαυμάσατε! Τὸ ὄρος γὰρ τὸ ἅγιον καὶ ἐμφανέστατον Θεοῦ», τὸ Ποντιακὸν Θεομητοροσκέπαστον ὄρος Μελᾶ, καὶ πάλιν, ὅπως καὶ κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους τῆς ἀνθήσεως ἐδῶ τῆς χριστιανικῆς εὐσεβείας καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ, «ἐφ’ ὕπερθεν αἴρεται, οὐρανὸς ἐπίγειος, ἐν ἐπουρανίῳ, καὶ ἀφθάρτῳ χθονὶ οἰκιζόμενος»! (Δ΄ ᾠδὴ Α΄ Κανόνος). Ἡνώθη καὶ πάλιν, μετὰ ἀπὸ ἐννέα περίπου δεκαετίας, ἡ ἁγιοτόκος καὶ ἁγιοτρόφος γῆ τοῦ Πόντου μὲ τὸν οὐρανόν! Ἄγγελοι καὶ Ἀρχάγγελοι, Ὅσιοι καὶ Μάρτυρες καὶ Ἱεράρχαι, πνεύματα δικαίων τετελειωμένα, ψυχαὶ εὐσεβῶς κεκοιμημένων πατέρων μας ἀναρίθμητοι, συμπροσεύχονται σήμερον μαζί μας, ᾄδοντες ἐν εὐφροσύνῃ ἐξαίσιον ὕμνον πρὸς τὴν Ἀρχοντοδέσποιναν τοῦ Πόντου, τῆς Σουμελᾶ τὴν Παναγίαν!
Πανηγυρίζουν μὲ ἔξαλλον χαρὰν οἱ Ἅγιοι Κτήτορες τῆς Μονῆς Βαρνάβας καὶ Σωφρόνιος, ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος, οἱ γείτονες Τίμιος Πρόδρομος τοῦ Βαζελῶνος, Ἅγιος Γεώργιος Περιστερεώτας ἀπὸ τὸ Πυργὶ καὶ Ἅγιος Εὐγένιος τῆς Τραπεζοῦντος! Σκιρτοῦν ἀπὸ ἀγαλλίασιν αἱ μακάριαι ψυχαὶ τῶν ἀοιδίμων Μεγάλων Κομνηνῶν, Ἰωάννου τοῦ Β΄, Ἀλεξίων Β΄ καὶ Γ΄, Βασιλείου καὶ Μανουὴλ τοῦ Γ΄, ὡς καὶ τῶν Σκαρλάτου, Στεφάνου καὶ Ἰωάννου Ὑψηλάντου, τῶν μακαριστῶν Ἡγεμόνων τῶν Παραδουναβίων Χωρῶν, καὶ συμψάλλουν μαζί μας «ᾠδὴν τὴν ἐξόδιον» εἰς τὴν Θεομήτορα!




Μαζί των, πιστεύομεν ὅτι θὰ αἰσθάνωνται χαρὰν καὶ ἱκανοποίησιν καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν Ὀθωμανῶν Σουλτάνων Βαγιαζὴτ τοῦ Β΄, Σελὴμ τοῦ Α΄ καὶ τοῦ Β΄, Μουρὰτ τοῦ Γ΄, Ἰμπραὴμ τοῦ Α΄, Μεχμὲτ τοῦ Δ΄, Σουλεϊμὰν τοῦ Β΄, Μουσταφᾶ τοῦ Β΄ καὶ Ἀχμὲτ τοῦ Γ΄, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἠγάπησαν, ὑπεστήριξαν, ἐνίσχυσαν ποικιλοτρόπως καὶ ἐτίμησαν τὴν Μονὴν καὶ τοὺς Μοναχοὺς αὐτῆς, διότι κάποιο θαῦμα τοὺς εἶχε κάμει ἡ Παναγία, κάποιαν εὐεργεσίαν της εἶχον δεχθῆ καὶ αὐτοί!
Ἔγινε, λοιπόν, καὶ πάλιν ἡ Παναγία Σουμελᾶ κοινὸν σημεῖον ἀναφορᾶς ὅλων μας, καὶ μαζί μας σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἐξ Ἑλλάδος, Ρωσσίας, Οὐκρανίας καὶ ἄλλων χωρῶν προσκυνητῶν, εὑρίσκονται ἐδῶ τόσον ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ποντὸλσκ κ. Τύχων, κομιστὴς τῆς πρὸς τὴν Μονήν μας μεγάλης εὐλαβείας τῶν Ρώσσων ἀδελφῶν μας, ὅσον καὶ ὁ προτελευταῖος ἡγούμενος τῆς ἐν Βερμίῳ ἀναδενδράδος τῆς Σουμελᾶ Ἱερώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παῦλος, ἐντεῦθεν ἕλκων τὴν καταγωγήν, ὡς καὶ οἱ συμπροσευχόμενοι Ἱερώτατοι Μητροπολῖται Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας καὶ Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, τῶν ὁποίων τὴν παρουσίαν, ὡς καὶ τῶν Ἐξοχωτάτων κυρίων Βουλευτῶν ἐξ Ἑλλάδος καὶ ἐκ Ρωσσίας καὶ πάντων τῶν λοιπῶν προσελθόντων προσκυνητῶν, χαιρετίζομεν μὲ πολλὴν ἀγάπην καὶ ἐγκαρδιότητα.
Χαιρετίζομεν ἐπίσης μὲ πολλὴν τιμὴν τὴν παρουσίαν τῶν ἐκπροσώπων τῆς ἐντίμου Τουρκικῆς Κυβερνήσεως καὶ τῶν τοπικῶν ἀρχῶν. Διαβεβαιούμεθα καὶ αὐτοὺς καὶ ὅλον τὸν ἐπιτόπιον πληθυσμὸν ὅτι οἱ Χριστιανοὶ συνερρεύσαμεν ἐδῶ σήμερον ὡς ἄγγελοι εἰρήνης καὶ φιλίας, μὲ τὰ καλλίτερα δι’ αὐτοὺς αἰσθήματα. Ἡ Παναγία, ἄλλωστε, μᾶς ἑνώνει ὅλους, ἐὰν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν ὅτι πάρα πολλὰ θαύματα καὶ θεραπείας ποικίλων ἀσθενειῶν ἔκανε ἀδιακρίτως ἡ Σουμελιώτισσα καὶ εἰς Χριστιανοὺς καὶ εἰς Μουσουλμάνους, καὶ εἰς Ρωμηοὺς, καὶ εἰς Τούρκους! καὶ εἰς Ρώσσους, καὶ εἰς Γεωργιανούς, καὶ εἰς Ρουμάνους! Εἶναι δροσοπηγὴ θείων χαρίτων ἡ πανύμνητος Θεοτόκος καὶ ξεδιψᾶ ἀδιακρίτως ὅλους τοὺς προστρέχοντας εἰς αὐτήν! Ἀλλὰ καὶ τὸ Κοράνιον τὴν τιμᾷ ὡς Προφήτιδα καὶ τῆς ἀφιερώνει σελίδας ὁλοκλήρους μὲ ὡραίους λόγους εὐλαβείας καὶ μὲ ἀρκετὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸν βίον της, γνωστὰ εἰς ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἱερὰν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.


Ὅταν πρὸ ἐτῶν εἰς τὴν Ἀδελαΐδα τῆς Αὐστραλίας κάποιοι κατεσκεύασαν μίαν βλάσφημον εἰκόνα διὰ νὰ ἐμπαίξουν τὴν Παναγίαν, πρῶτος ὁ μουσουλμάνος θρησκευτικὸς λειτουργὸς τῆς πόλεως ἔσπευσε, μαζὶ μὲ τὸν ἐκεῖ Ἐπίσκοπόν μας (Ἀριανζοῦ Ἰωσήφ), νὰ διαμαρτυρηθῇ ἐντόνως διὰ τὴν ἐνέργειαν ἐκείνην καὶ νὰ ἀπαιτήσῃ σεβασμὸν πρὸς τὴν πάνσεπτον Παρθένον Μαρίαν.

Ἄς εἶναι ἡ Παναγία ἡ Σουμελιώτισσα, ἡ Ἀθηνιώτισσα Παναγία, ἡ Παναγία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἡ Κυρία τοῦ Πόντου, ἐγγυήτρια καλλιτέρων ἡμερῶν διὰ τοὺς δύο λαούς, οἱ ὁποῖοι συναντῶνται σήμερον εἰς τὸ ἐδῶ ἑορτάζον πανίερον σέβασμά της! «Ἐκεῖ ἀτὲν προσκύναναν Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι». Τὸ προσκύνημά μας αὐτὸ ἄς εἶναι μία ἐπὶ πλέον γέφυρα ἐπικοινωνίας καὶ ἐμπιστοσύνης ἀνάμεσα εἰς τοὺς δύο λαοὺς.
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ, παιδιὰ τῆς Παναγίας, σεῖς ὅλοι ποὺ συρρεύσατε σήμερα «σοῦ Μελᾶ», σ᾿ αὐτὸ τὸ μέγα μοναστῆρι ποὺ «ἔχτισαν καλόγεροι, λαὸς καὶ βασιλιάδες»!
Σήμερα ζοῦμε ἕνα κορυφαῖο θρησκευτικὸ καί ἱστορικὸ γεγονός. Σήμερα σταματοῦν «τὰ δάκρε τὴ Παναΐας» καθὼς ὑποδέχεται ἐδῶ πολυάριθμα τὰ παιδιά της «ἐκ δυσμῶν, καὶ βορρᾶ, καὶ θαλάσσης, καὶ ἑῴας» (ᾨδὴ η΄ Κανόνος τοῦ Ἁγίου Πάσχα).


Σήμερα ὁ Πόντος γίνεται πραγματικὰ Εὔξεινος καθὼς δέχεται καραβάνια ὁλόκληρα προσκυνητῶν ποὺ γεμίζουν τοὺς δρόμους καὶ τὰ δρομάκια καὶ τὲς ἀνωφέρειες καὶ τὲς πλαγιὲς τῶν βουνῶν ποὺ ὁδηγοῦν στὸν ἱερό βράχο ὅπου ἡ Παναγία ἡ Σουμελιώτισσα θρονιασμένη ἐκεῖ ψηλά- ἐδῶ ψηλά, στάζει τὸ ἱερὸ δάκρυ γύρω ἀπὸ προσευχὲς καὶ λιβανωτά- ὅπως ἔγραφε ὁ νοσταλγὸς πρὸ 90 ἀκριβῶς ἐτῶν.
Ὅλα αὐτὰ τὰ 88 χρόνια ἡ ἀκοίμητος κανδήλα τὴς μνήμης καὶ τῆς εὐλαβείας πρὸς τὴν Σουμελιώτισσα ἔκαιε καὶ ἐφώτιζε καὶ καθοδηγοῦσε τὴν πορεία ὅλων τῶν Ποντίων, ὅλων τῶν Ρωμηῶν, ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ ἔλεγαν στὴν προσευχή τους: «Σουμελά μας Παναγία, τὴν εἰκόνα σου ἐγώ, τὴ σεπτὴ καὶ τὴν ἁγία, ἔρθα γιὰ νὰ προσκυνῶ».
Χρόνια πολλά, ἀδελφοί, τέκνα ἐν Κυρίῳ καὶ λοιποὶ παριστάμενοι! Ἄξιον τὸ προσκύνημά μας! Ἐπιστρέφοντες εἰς τὰ ἴδια ἄς κρατήσουμε σὰν ἀναμμένη πασχαλινὴ λαμπάδα τὴν ἀκαταίσχυντη Θεομητορικὴ ἐλπίδα τοῦ Σουμελιώτικου Δεκαπενταυγούστου, ν’ ἀνθήσῃ πλουσίως μέσα μας καὶ «νὰ φέρῃ κι ἄλλο»! Ἀμήν.





ΠΗΓΗ: http://www.iskiosiskiou.com/

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Ὑπεράνω τῶν νεφελῶν

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης

Ὑπεράνω τῶν νεφελῶν

Ἀπὸ τὸ «ὲ τοῦ βορρηᾶ τὰ κύματα» Ἀθῆναι , ἔκδ. Ι.Ν.Σιδέρης, 1927.


Τὰ Κατουνάκια.—Δανιήλ ὁ Σμυρναῖος.— Ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος καὶ ὁ ναΐσκος της.—
Τί λέγει ἡ ἁγειορείτικη μυθολογία περὶ αὐτοῦ.•—Συγκέντρωσις προσκυνητῶν.—Οἱ ἀλάδωτοι.— Ὁ παπᾶ-Βίκτωρ.—Ὅπου ἡ μυθολογία ἀρχίζει νὰ γίνεται ἱστορία.—Ἡ Παναΐτσα.—Ἕνα τρομακτικὸν δεῖπνον.

Ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως συνέπεσε νὰ εὑρίσκωμαι εἰς Κατουνάκια, ἕνα βραχῶδες ὁροπέδιον, ἐπάνω ἀπὸ τὸ Καροῦλι, τὸ περιβόητον ἀκρωτήριον τοῦ Ἄθωνος, εἰς τοὺς πρόποδας ἀκριβῶς τοῦ ἱεροῦ βουνοῦ, φιλοξενούμενος εἰς τὴν Καλύβην τοῦ γνωστοῦ ἐρημίτου Δανιὴλ τοῦ Σμυρναίου, γέροντος ἐκ τῶν μᾶλλον τιμωμένων ἐν Ἁγίῳ Ὄρει διὰ τὴν διάκρισιν αὐτοῦ καὶ τὸν ἀσκητικὸν βίον.

Τὰ Κατουνάκια εἶναι τὸ ἐρημικώτατον μέρος τοῦ Ἄθωνος, ἡ Ἔρημος, ὡς ἀποκαλεῖται κοινῶς, μακρὰν τῶν κέντρων καὶ τῶν συγκοινωνιῶν, ἔνθα ἀπεσύρθησαν οἰκοῦντες εἰς σπηλαιώδεις καλύβας, ταπεινὰ καὶ εὐτελῆ κελλία, οἱ ἡσυχασταί του Ἄθωνος, οἱ ποθοῦντες τὴν ἄκραν ἡσυχίαν, ἵνα ἀποκτήσωσι τὴν ἀπαιτούμενην ἀπὸ τῶν παθῶν κάθαρσιν, τὴν τόσο ὑμνουμένην ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, διδάσκοντος ἀξιωμάτικῶς: «ἡσυχία, ἀρχὴ καθάρσεως...»

Τὸ μέρος εἶνε εἰς ἄκρον ὑγιεινὸν διὰ τὴν ἁγνὴν δροσιὰν του, ἄλλην μὲν ἀναβαίνουσαν ἀπὸ τοῦ πελάγους, γεμάτην ἀπὸ ἰώδειον, ἄλλην δὲ καταβαίνουσαν ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ Ἄθωνος, γεμάτην ἀπὸ ἀπεσταγμένην κυριολεκτικῶς δροσιάν, κατερχομένην ἀπὸ τῶν αἰθερίων.

Τὴν πρωΐαν μετὰ τὴν Ὀρθρινὴν Ἀκολουθίαν καθὼς καὶ εἰς τὰ εὔμορφα δειλινά, ὁ γέρων Δανιὴλ μὲ τοὺς δύο ὑποτακτικούς του κατεγίνετο εἰς τὴν ζωγραφικήν, ἢ εἶχεν ἐπίσκέπτας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπέλιπον, ζητοῦντες τὰς συμβουλὰς του• ἐγὼ δὲ ρεμβάζων εἰς τὸ γαλήνιον ἐκεῖνο ὕψος ἔβλεπον καθ'ἑκάστην τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνος, ὅπου εἶνε κτισμένος ὁ ναΐσκος τῆς Μεταμορφώσεως, τὸν ὁποῖον ἔβλεπον ὡσὰν ἕνα μνημοῦρι μικρούτσικον.

—Ὅστις δὲν ηὐτύχησε νὰ ἀναβῇ εἰς τὸν Ἄθωνα, μοῦ ἔλεγε καμμιὰ φορὰ ὁ γέρων Δανιήλ, τὴν ἡμέραν τῆς Μεταμορφώσεως, νὰ συμπροσευχηθῇ μετὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ ἐρημιτῶν ἐν μὲσῳ τῶν νεφῶν ὑπὸ τὰς ὀφιοειδεῖς ἀναλάμψεις τῶν ἀστραπῶν, πρηνὴς ὡς οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν, ἐν τῇ θείᾳ τοῦ Θαβωρίου λάμψει, μέσα εἰς τοὺς κρυεροὺς κρότους τῶν κεραυνῶν, δὲν δύναται νὰ ἀναπαραστήσῃ μὲ τὴν φαντασίαν του, πόσον ἄρρητον, πόσον ἀπερίγραπτον, πόσον ἐξαίσιον, πόσον οὐράνιον ὄντως, εἶνε τὸ θέαμα μιᾶς ἀγρυπνίας τελουμένης ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνος, ἐν τῷ ναΐσκῳ τῆς θείας τοῦ Σωτῆρος Μεταμορφώσεως...

— «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ Ὄρος Κυρίου...» Μοῦ λέγει τὴν πρωΐαν τῆς παραμονῆς τῆς λαμπρᾶς πανηγύρεως, ἕνας γείτονάς μας ἐρημίτης, θὰ εὐχαριστηθῆς πολύ, πάρα πολύ. Νά, κύτταξε ἐκεῖ ἐπάνω.

Φαίνεται ὄντως ὁ ναΐσκος τῆς Μεταμορφώσεως. Εἶνε πανάρχαιος, χτισμένος ἐπάνω ἀκριβῶς εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνος, ἐπὶ τῆς στακτερᾶς πέτρας. Φαίνεται ὡσὰν ἕνα σύννεφον ἀπὸ τὴν Λαύραν, σκοῦφος Ἅγιαννανίτικος ἀπὸ τῶν μακρυνωτέρων τῆς Χερσονήσου Μονῶν. Τὰ περὶ αὐτοῦ ἀδόμενα ὑπὸ τῶν μοναχῶν περιλάλητα, τὰ ὁποῖα ἀπίστευτα καθιστῶσιν αἱ ζωηραὶ διηγήσεις τῶν ὀλίγων τολμηρῶν, ὁποῦ ηὐτύχησαν νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀνέκφραστον αὐτὴν ἡδονήν, ὅλα τὰ μυθοπλαστούμενα ἐκεῖνα, ὅτι ὁ ναΐσκος εἶνε τόσον μικρὸς ὡσὰν τὸ φανάρι τῆς Τραπέζης τοῦ Ρωσικοῦ, ἐν ὧ φυλάσσονται τὰ ἀπομεινάρια τοῦ δείπνου, ὅτι αἱ εἰκόνες του εἶναι κατάμαυροι, ἀπὸ μπροῦντζον, ὅτι ὁ θόλος του εἶνε κατατρυπημένος ἀπὸ τοὺς κεραυνούς, καὶ ὅτὶ οἱ τοῖχοι καὶ τὸ δάπεδον κατακαυμένα ἀπὸ τὰς ἀστραπάς, καὶ ὅτὶ σῴζεται ἀκόμη ὁ σκελετὸς τοῦ δυστυχοῦς Διάκου, ὅστις ἐκεραυνώθη μίαν χρονιάν, κατὰ τὴν πανήγυριν, ἐμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Πύλην, ἐνῷ ἒλέγε τὰ Εἰρηνικά... ὅλαι αὐταὶ αἱ τρομεραὶ περιγραφαί, αἱ ὁποῖαι ποικίλλονται ἀναλόγως τῆς φαντασίας ἢ στωμυλίας τῶν αὐτοπτῶν γενομένων, ἢ παρ' ἄλλων αὐτοπτῶν ἀκουσάντων, θὰ ἴδῃ ὅτι εἶνε ἀληθιναὶ καὶ ὄντως ἱστορικαί, ὅταν ἀποφασίση κανείς, μίαν εὐδίαν τοῦ θέρους αὐγήν, ὅτε δὲν εἶνε κανεὶς κίνδυνος θυέλλης, ν' ἀναβῇ εἰς τὴν ὑπερνεφῆ αὐτὴν κορυφήν, ἥτις εἶνε τὸ θέατρον δύο ἀντιθέτων πραγμάτων, δύο ἐναντίων ὁράσεων καὶ θεαμάτων, κέντρον ἐξ ἑνὸς καὶ ὀμφαλὸς οὐρανίου ὄντως καλωσύνης καὶ εὐδίας ἄνω μιᾶς ἀπεράντου γαλανῆς ὀθόνης, ἁπλουμένης ἀπὸ Δαρδανελλίων μέχρι Σμύρνης καὶ Σάμου, καὶ ἐξ ἄλλου ὑπέροφρυ ἐργοστάσιον τερατουργῶν κεραυνῶν, ἐν θυέλλῃ καὶ ζόφῳ, ὡς ἐν Σιναὶῳ τὸ πάλαι, ὑπὸ τὰς λάμψεις τὰς ὑπερφιάλους τῶν ἀστραπῶν, ὅτε Ἄθως καὶ ναὸς καὶ προσκυνηταὶ ἀπόλλυνται εἰς τὰ νέφη μὲ ὅλον τὸν περίγειον κόσμον, στοιχεῖον ἒκφυλον, σπαραγμὸς τῶν ἄλλων τῆς Δημιουργίας λυσσαλέων στοιχείων ὅταν εἰς τὸ ἐλάχιστον τοῦ καιροῦ σκανδάλισμα ἔρχωνται ἀπὸ τὸν τετραπέρατον κόσμον αἱ νεφέλαις νὰ καθήσωσιν εἰς τὴν ἀγαπημένην των φωλεάν...

Ἡ κορυφὴ καὶ ὁ ναΐσκος τοῦ Ἄθωνος ἐξαρτῶνται ἀπὸ τῆς Μονῆς τῆς Λαύρας ὡς ἰδιοκτησία της ἀναφαίρετος, ἥτις ἀποστέλλει κατ' ἔτος τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ἐφημέριον μετὰ διακόνου καὶ ψάλτου πρὸς ἐπιτέλεσίν της ἀγρυπνίας, τοὺς ὁποίους συνοδεύουν καὶ οἱ εὐάριθμοι ἐκεῖνοι προσκυνηταί, οἵτινες ἀψηφοῦντες τὸν κίνδυνον τοῦ κεραυνοῦ ἀναβαίνουσι νὰ ἑορτάσουν τὴν Μεταμόρφωσιν ὑψηλὰ ἐκεῖ, οἱ μὲν ἐξ ἁπλῆς περιεργείας ὁδοιπόρων, οἱ δὲ ἐξ εὐλαβείας, ἀββάδες ἐνάρετοι, ποθοῦντες νὰ ψαύσωσι σχεδόν, ἐκεῖ ἐπάνω, τὴν ὑπέρφωτον τοῦ Θαβωρίου δόξαν...
— Καὶ ὅσοι δὲν ἀναίβουν, μετανοοῦν, μοῦ ἐλεγεν ἕνα γεροντάκι εἰς τὰς Καρυάς, ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς, καὶ ὅσοὶ ἀναίβουν, πάλιν μετανοοῦν.

Οἱ μὲν διότι δὲν ἠσθάνθησαν τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ἀρρήτου θεάματος, οἱ δὲ διότι τὴν ἔχασαν τόσον ὀγλήγορα.

Εἰς τὴν Κερασιάν, λοιπόν, συνεκεντρώθημεν οἱ εὐάριθμοι προσκυνηταὶ τὴν παραμονὴν τῆς ἁγίας ἡμέρας. Εἶνε δὲ ἡ Κερασιὰ κατάρρυτον καὶ χλοερὸν ὀροπέδιον εἰς τὴν ποδιὰν τοῦ Ἄθωνος, ἢ ἂν τὸν Ἄθωνα τὸν παραστήσης ὡς λευκογένειον καὶ λευκόμαλλον ἀσκητήν, σταυροπόδι καθήμενον, εἰς τοὺς κόλπους αὐτοῦ, ὅπου δύο μόνον τοῦ ἔτους ὧραι ὑπάρχουσιν, ἄνοιξις καὶ χειμών, καὶ ὅπου καὶ τὸν Ἰούλιον ἀκόμη ἀνθίζουσιν ἡ ἀγριαμπελιαίς, καὶ ἡ πόα πρασινίζει, πυκνὴ καὶ βαθεῖα, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνέρπει μὲ χάριν ὡς γλάστρα βασιλικοῦ, τὸ χιώτικο Κάθισμα τοῦ παπᾶ - Ἱεροθέου μὲ τοὺς τέσσαρας ὑποτακτικοὺς ἱερεῖς του, οἵτινες ὅλοι ἀλάδωτοι ἀκούονται, ὡς μὴ τρώγοντες οὐδέποτε, καὶ τὸ Πάσχα ἀκόμη, ἔλαιον, ἀντὶ δὲ κόκκινων αὐγῶν μεταχειριζόμενοι βρασταὶς πατάταις... Ἀφ' οὗ ἐσταθμεύσαμεν ὀλίγον εἰς τὸ οὐρανοκρέμαστρον Κάθισμα τοῦτο, μεγάλον ὡς μίαν μικρὰν Μονήν, πέριξ τοῦ ὁποίου εὐωδιάζουν τὰ καζανάκια, δι’ ὧν ἀποστάζουσιν ἐκ τῶν διαφόρων ἰαματικῶν βοτανῶν τὰ σπάνια ἁγιορείτικα μυρέλαια οἱ ἐδῶ κ' ἐκεῖ διαιτώμενοι ἀσκηταί, μέλισσαι ἱεραὶ ἐπάνω εἰς τῆς ἀρετῆς τὰ ἄνθη, ἠρχίσαμεν τὴν ἀνάβασιν εἰς τὸν Ἄθωνα. Ὅλοι φέρομεν κατ' ἀρχαίαν συνήθειαν ἀπὸ ἕνα ξύλον, χονδρὴν ράβδον, ἥτις θὰ χρησιμεύσῃ ἐπάνω διὰ τὴν νυκτερινὴν πυρὰν κατὰ τοῦ ψύχους. Μεταξύ μας ὑπάρχουν καί τινες νεαροὶ ρῶσοι μοναχοί, ἐνθουσιώδεις ἀνιχνευταὶ ὄχι τόσον τοῦ ὑπερφυσικοῦ μεγαλείου τοῦ θεάματος, οὐδὲ ἐξ εὐλαβείας μετεωριζόμενοι ἐκεῖ ἐπάνω, ὅσον ἐκ φιλαργυρίας ὠθούμενοι πρὸς τὴν ἐπικίνδυνον κορυφήν, νὰ συνάξουν ἀμάραντα τὰ εὔμορφα λευκοπόρφυρα τῆς πετρώδους κορυφῆς ὁποῦ ποτὲ δὲν μαραίνονται, ἀνθύλλια, τὰ ὁποῖα περιδένοντες εἰς μικρὰ μπουκετάκια ἀποστέλλουσιν εἰς Ρωσίαν, εὐσεβῆ ἀνάμνησιν τοῦ τόσον τιμωμένου ἐν τῇ ἀχανεῖ ὁμοδόξῳ χώρᾳ ἁγίου βουνοῦ.

Ὁ παπᾶ-Βίκτωρ, ἕνας παχὺς καὶ κοντὸς ἐφημέριος Λαυριώτης, πολὺν χρόνον διατρίψας εἰς τὸ Μετόχι τῆς Λαύρας ἐν Ὕδρᾳ, καὶ ἄρτι ἐπανελθὼν εἰς τὴν Μονήν του, εἶνε ὅλος χαρά, διότι μετὰ τόσον καιρὸν ἐν τῷ κόσμῳ ἠξιώθη πάλιν νὰ ἀπολαύσῃ τὴν ἐρημικὴν τῆς Μετανοίας του ἡσυχίαν, μηδὲν ἀποκομίσας ἐκ τῶν ἐγκοσμίων μεριμνῶν του ἤ ὀλίγα ἀρβανίτικα, τὰ ὁποῖα σπείρει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ὡς κουκκία μισιριώτικα, μικρὰ καὶ γλυκά, εἰς τοὺς ἀγόνους τῆς Κορυφῆς βράχους, πολὺ ὁμοιάζοντας πρὸς τὰς φαιὰς πέτρας τῆς ἐνδόξου νήσου, διαχέων οὕτω ἱκανὴν θυμηδίαν, εἰς τὴν εὐλαβῆ συνοδίαν μας, καὶ διαλύων πᾶσαν ὁμίχλην δειλίας ἀπὸ τῶν καρδιῶν μας, ὅταν μάλιστα προσαγορεύων ἀρβανίτικα τοὺς ρώσους λαμβάνῃ ρωσιστὶ τὰς ἀπαντήσεις.

Εἰσήλθομεν ἤδη, ἀναβαίνοντες, εἰς πυκνὸν δρυμὸν ἐκ δρυῶν καὶ καστανεῶν αἰωνοβίων, ὑπὸ τοὺς κλώνους τῶν ὁποίων αἰσθανόμεθα τὴν δρόσον τοῦ θέρους ὡς ἀναφρικίασιν χειμερινοῦ ψύχους, ἐν ὧ ἐξ ἄλλου κατάξηροι καὶ κατάμαυροι κορμοὶ ἐξ αὐτῶν δηλοποιοῦσιν ὅτι τόσον πλησίον μας ἐξερράγησάν ποτε κεραυνοί, οἵτινες ἀπηνθράκωσαν τὰ ὑπερήφανα δένδρα, τὰ ὁποῖα ὑπερηφάνως ἀκόμη, ὡς νὰ μὴ ἐπτοήθησαν ποτέ, ἀνατείνουσι τὸν ἄφυλλον καὶ μαῦρον κορμὸν των, μὲ δύο ξηροὺς κλώνους δεξιὰ καὶ ἀριστερά, οἵτινες ἀπέμειναν ὡς ἀπανθρακωθεῖσαι χεῖρες ἐρημίτου, κεραυνοβοληθέντος ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς προσευχῆς διὰ τὸν γαῦρον φαρισαϊσμόν του, ἴσως, ὅτε κατὰ τὰς θυελλώδεις ἰδίως νύκτας, ἀληθεῖς μάχαι γιγάντων καὶ τιτάνων συνάπτονται μέσα εἰς τὰς ἀνηλίους φάραγγας ἐκείνας. Καὶ ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τὴν Παναΐτσαν, Κάθισμα τῆς Λαύρας εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, ἐξεπεζεύσαμεν νὰ ἀναπαυθῶμεν ὀλίγον καὶ νὰ δειπνήσωμεν ἀπὸ τὴν τράπεζαν, τὴν ὁποίαν προφθάσας εἶχε προετοιμάσει ὁ Κελλάρης τῆς Λαύρας, πλουσιοπάροχον διὰ τοὺς προσκυνητάς.

— Χάνι-μίρ, εἶπεν ἀρβανίτικα προκαθίσας ὁ παπᾶ-Βίκτωρ, θαρρῶν ὅτι εὑρίσκεται ἐν Ὕδρᾳ ἀκόμη, ἐ-πίνι-μίρ! (φᾶτε καλὰ καὶ πιῆτε καλά) θωπεύων δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸν πυρρόχρουν πώγωνά του, καὶ προσφέρων εἰς ἡμᾶς ἄρτον καὶ ὕδωρ καὶ ὀπώρας διὰ τὴν νηστείαν τῆς παραμονῆς.

Ὅλων οἱ ὀφθαλμοί, ἐν ὧ ἐτρώγαμεν, ἦσαν ἐστραμμένοι πρὸς τὴν κορυφὴν διότι τὸν Αὔγουστον δὲν εἶνε σπάνιον πρᾶγμα ἡ ἀλλαγὴ τοῦ καιροῦ αἴφνης, ἡ δὲ καρδιά μας ἔτρεμεν ἀπὸ μέλλοντα φόβον, τὸν ὁποῖον εἰς μάτην προσεπάθει ν' ἀπομακρύνῃ ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς λευίτης μὲ τὰ μονόλεξα ἀρβανίτικά του, ἐπαναλαμβάνων συχνά, διὰ τὴν ὄρεξιν:
— Χάνι-μίρ, ἐ-πίνι-μίρ!
Ἀποτεινόμενος δὲ πρὸς τὸν νεαρὸν ρῶσον Παλάμωνα, τὸν Προφητηλιάτην, τοῦ ὁποίου, ἀστειευόμενος, παρέφθειρε τὸ ὄνομα, ἐπὶ τὸ ὑδραϊκὸν τάχα, εἰς Μπαμπ-Λένο (θεία Ἑλένη) ὅπως ἐκαλεῖτο ἡ κανδηλανάπτρια τοῦ ὑδραϊκοῦ Μετοχίου, εἶπε γελῶν:
— Πίνι-μίρ, Μπάμπ-Λένο!
— Νού, Μπάμπ-Λένο!. διέκοψε πειραχθεὶς ὁ ρῶσος ἀσκητής. Σκουσένιε! Παλάμων! Καὶ ἐπανελάμβανε: Παλάμων! Παλάμων! Σκουσένιε!...

Μέχρι τῆς κορυφῆς ἦτο μιᾶς ὥρας περίπου ἀκόμη ἐπὶ τοῦ βράχου ὁδός. Ὁ καιρὸς ἦτο εὐδιώτατος, ἕν ἐκ τῶν σπανιωτάτων δειλινῶν, ἡ δὲ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος γελαστὴ ὡς ἡ κεφαλὴ τοῦ γέροντος πάππου ἐν τῇ εὐδαιμονίᾳ τῶν μικρῶν ἐγγόνων του, ἐχάνετο εἰς τὸν γαλανὸν ὁρίζοντα. Κάτω πρὸς τὴν βαραθρώδη ἀκτὴν κοιμώμενον τὸ Αἰγαῖον, ὡς κῆτος ξενερισμένον ἀπὸ τὴν ζέστην, ἥπλωνε τὴν οὐράν του ἀτάραχον πρὸς τὸν Ἀκράθω τὸν φοβερόν, τὸν ὁποῖον ἡδέως ἐθώπευε πρὸς μεγάλην χαρὰν τῶν ρώσων ἀσκητῶν ἐκεῖ, οἵτινες καταβάντες ἀπὸ τὸ βραχόσπιτον Καροῦλι, ὅπου ἀσκητεύουν εἰς μίαν κάτω σπηλαιάν, ἡτοίμαζον τὴν βαρκίτσαν των, ἡ ὁποία ὡς σαβουρόκοφα ἐκρέματο ὑψηλὰ ἀπὸ μίαν πέτραν, διὰ νὰ ψαρεύσουν μὲ δυναμίτιδα.

Ἡ γαλανή του Αἰγαίου σινδών, ἀπὸ τὸν πολὺν καύσωνα, εἰς ὁμίχλην μετεβάλλετο πέραν πρὸς τὴν Λῆμνον καὶ τὸν Ἅη-Στράτην, τὸ δὲ ἀτμόπλοιον τοῦ Κουρτζῆ, τὸ ὁποῖον τὴν ὥραν ἐκείνην κατέβαινεν ἀπὸ τὰ Δαρδανέλλια ὡς μαύρη πελαγίσια πάπια μᾶς ἐφαίνετο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ γοερὸς χαιρετισμὸς διὰ τῆς μηχανῆς του δὲν θὰ ἔφθανεν ἕως ἐκεῖ ἐπάνω, οὐδὲ ἡ σημασία του ἦτο ὁρατὴ νὰ τὴν ἀναιβάζῃ καὶ καταιβάζη, ἐχαιρέτιζε μὲ καπνὸν κατάμαυρον, παρερχόμενον γιαλό-γιαλό...

Ἡ Παναΐτσα εἶνε ναΐσκος μετὰ τινων κελλίων, σταθμὸς διὰ νὰ ξαλλάζουν οἱ ὁδοιπόροι, καὶ νὰ διανυκτερεύουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὴν αὐγήν, ὅταν ἴδουν πλέον τὸν οὐρανὸν καθαρὸν καὶ ξάστερον, ἀναβαίνουν χωρὶς φόβον. Ὅλον τὸν χειμῶνα ἡ Παναΐτσα εἰνε σκεπασμένη ἀπὸ τὰς χιόνας, καὶ οὔτε φαίνεται.

Ἄλλοτε οἱ ἀγωγιάται ἄφινον ἐδῶ τοὺς ἡμιόνους των, καὶ οἱ προσκυνηταὶ πεζοὶ ἀνέβαινον τὴν ἄβατον πέτραν. Διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἕνα μονοπάτι ἐπικίνδυνον πολὺ μόνον ὑπάρχει, ὅπου ἀπὸ ἕνας ἕνας προχωροῦν μετὰ φόβου καὶ τρόμου. Ἀλλ' ἐσχάτως δι' ἐξόδων του Ἰωακεὶμ ὁ Γ' κατέστησε βατὴν ἕως ἐπάνω τὴν ὁδόν, ὁποῦ ἀνέτως ἀλλ' οὐχὶ ἄνευ φόβου διὰ τὸ ἄναντες καὶ ὀλισθηρὸν τοῦ βράχου, ἀνέρχονται οἱ προσκυνηταί. Φαντασθῆτε μίαν τεφράν, ξηρὰν καὶ ἄθαμνον κωνικὴν πέτραν, βασιζομένην ἐπὶ τῆς Παναΐτσας. Ἡ κορυφὴ τῆς πέτρας αὐτῆς, εἶνε τοῦ Ἄθωνος ἡ κορυφή.

Ἡ ἀνάβασις.—Ἐξαίσιον τὸ θέαμα.—Ὁ Ναΐσκος.—Ἡ ἀγρυπνία.—Ἡ φωταψία τῆς Λιτῆς.—Ἡ αὐγή.—Ἀπερίγραπτος ὀπτασία.—Ἀνατολή τοῦ ἡλίου ὑπὸ τοὺς πόδας μας.—Αἰφνιδιαστική ὑπεράνω τῶν νεφελῶν ἀνύψωσις.— Ἐπάνοδος εἰς τὴν Παναΐτσαν.—Ἕνα πανηγυρικώτατον γεῦμα.—Ὁ Ρῶσος μὲ τὰ ἀμάραντα.

Νὶ-ρὲ-σόχ! Ἕνα σύννεφο! ἀνεκραύγασεν ὁ παπᾶ-Βίκτωρ αἴφνης ἐπτοημένος, ὅτε ἐξεκινήσαμεν μετὰ τὴν ξηροφαγίαν, διὰ τὴν κορυφήν.

Τρόμος ἐνέπεσε πάραυτα εἰς πάντας, φοβηθέντας θύελλαν.
— Ἆ! Μπάμπ-Λένο! Σκουσένιε! ὑπέλαβε τότε γελῶν ὁ Λευΐτης ἀρβανίτικα καὶ ρωσικὰ ἀναμίξας, ὅστις ἠστεΐζετο ὄχι τόσον διὰ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς ἄλλους, ὅσον διὰ νὰ ἐνισχύσῃ τὸν ἑαυτόν του, ξεσυνειθίσας τὸν τραχὺν καὶ ἄβατον Ἄθωνα ἀπὸ τὴν έν τῷ κόσμῳ μαλθακὴν διατριβήν.
— Νού, Μπάμπ-Λένο! διέκοψε πάλιν ὁ Παλάμων ἐπαναλαμβάνων μετ' ἐπιμονῆς:
— Παλάμων, Σκουσένιε! Παλάμων, Σκουσένιε!...

Ἐφθάσαμεν εἰς τὴν κορυφὴν τέλος μὲ τὴν ὥραν μας. Ὁ παπᾶ-Βίκτωρ ἔβαλεν εὐλογητὸν ἀμέσως, γοργά-γοργά, ἡμεῖς δ’ οἱ ἄλλοι σωρεύσαντες. τὰς ράβδους μας ἠνάψαμεν πυράν, διότι τὸ ψῦχος ἦτο ἐπαισθητὸν ἐκεῖ ἐπάνω. Κ' ἐν ὧ οἱ ψάλται ἐψαλλον τὰ «Ἀνοιξαντάρια», ὁ Παλάμων ἑτοιμάσας τὸ τσαγερό του ἔθεσεν εἰς τὴν πυρὰν συμμαζευόμενος μέσα εἰς τὸ πλατὺ ράσον του καὶ ψιθυρίζων:
— Κρύο, σφηνιά! Ἀτόνα, κρύο πολύ! Ὁ ναΐσκος τῆς Μεταμορφώσεως εἶνε μικρός, μόλις δυνάμενος νὰ περιλάβη δεκάδα προσκυνητῶν, οἵτινες διανυκτερεύουσιν ἐν ὑπαίθρῳ, ἐν τῇ λειανθείσῃ πέτρᾳ, ὅπου ἠμποροῦν νὰ χωρέσουν, ἕως διακόσιοι ἄνθρωποι.

Ἡ ἀγρυπνία ἔπροχώρει γοργὰ πάντοτε, ὥστε ὄρθρου βαθέος εἶχεν ἀρχίσει ἡ Λειτουργία διὰ τὸν φόβον πάντοτε τῆς μεταβολῆς τοῦ καιροῦ, τὸν ὁποῖον κίνδυνον ζωηρῶς ἐξεικόνιζον αἱ μαυρισμέναι μπρούντζιναι εἰκόνες καὶ αἱ σχισμάδες τοῦ ναΐσκου, οὗ ὁ θόλος καὶ οἱ τοῖχοι κατατρυπημένοι φαίνονται. Ἀνέκφραστον ὅμως καὶ ἀπερίγραπτον ἦτο τὸ θέαμα τὰ μεσάνυκτα, ὅτε ψαλλομένης τῆς Λιτῆς ἐφωτίσθη ἡ κορυφὴ ἐκείνη ἡ πέτρινος ἀπὸ τὰς λαμπάδας τῶν μοναχῶν καὶ ἡμῶν τῶν ἄλλων.

Ἐθαρροῦμεν ὅτι ἐπὶ φωτεινῆς νεφέλης, ὡς ἐπὶ ἀεροστάτου καίοντος, ἤρθημεν ἐκεῖ ἐπάνω, ὁπόθεν ὡς μαῦρον μέγα θωρηκτὸν ἀπέραντον ἐφαίνετο ὅλη ἡ Χερσόνησος μὲ τὰ φαναράκια τῶν κοιτώνων καὶ τοὺς φανοὺς τοῦ πλοῦ, ὡς ὡμοίαζον τὰ φῶτα τῶν ἀσκητηρίων τῶν ἀγρυπνούντων μοναχῶν τὴν ἱερὰν αὐτὴν τῆς Μεταμορφώσεως νύκτα, καὶ οἱ πυρσοὶ τῶν μονῶν• ἡμεῖς δὲ εἴχομεν ἀνέλθει εἰς τὸ κορζέτο ὡς μοὶ ἐφαίνετο, τοῦ τεραστίου ἱστοῦ. Ὅτε δὲ ὁ παπᾶ-Βίκτωρ βαστάζων τὴν μπρούντζινην εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως ἐξῆλθε λιτανεύων καὶ ψάλλων μὲ τὴν πανηγυρικὴν φωνήν του:

«Τὸ ἄσχετόν τῆς σῆς φωτοχυσίας θεασάμενοι τῶν Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι ἐπὶ τοῦ ὄρους τῆς Μεταμορφώσεώς σου, Ἄναρχε Χριστέ, τὴν θείαν ἠλλοιώθησαν ἔκστασιν...», ὢ τότε ἐκστατικῶς ἠλλοιώθημεν ὅλοι, ἐπὶ τῆς ἀπροσίτου ἐκείνης κορυφῆς, καὶ πρηνεῖς ὅλοι κατεπέσαμεν ἐπὶ τοῦ πετρίνου ἐδάφους, ζωντανὴν παριστάνοντες τὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως, ἀνελθόντες ἄλλους, καὶ ἄλλους τόσους ἀκόμη πόδας ὑψηλότερά του Ἄθωνος διὰ τῆς ἐπαρθείσης ἡμῶν φαντασίας, καὶ προσεγγίζοντες ἐκεῖ ὅπου ἡ ἀνεκλάλητος καὶ ἀνέσπερος φωτοχυσία, δι' ἥν οἱ μάρτυρες ἔχυνον τὸ αἷμα των, καὶ οἱ ὅσιοι ἐκακουχοῦντο ἐξαϋλοῦντες διὰ τῶν ἀλγηδόνων τὴν γηΐνην σάρκα. Τὸ δέος τὸ ἀπὸ τῆς αἰφνίδιας μεταλλαγῆς τοῦ καιροῦ συνέχον τὰς καρδίας πάντοτε ὅλων μας καθίστα συγκινητικωτέραν τὴν ἱερὰν σκηνογραφίαν, τὴν ἔλλαμψιν δὲ τῆς χαρᾶς ὡς μισθὸν τοῦ τόσου κόπου ἀπελαύσαμεν, ὅτε γοργὰ-γοργὰ ἐτελείωσε καὶ ἡ θεία Λειτουργία ἐν χαρμοσὺνῳ εὐδίᾳ, καὶ παρέστημεν τότε ἐνώπιον ὑπερτάτου θεάματος, τοῦ ὁποίου τὸ μεγαλεῖον ἀδύνατον νὰ μεταδοθῇ εἴτε διὰ λόγου εἴτε διὰ περιγραφῶν. Ὅλη ἡ Χερσόνησος ἐκτείνεται ἤδη ὑπὸ τοὺς πόδας ἡμῶν μακρὰ καὶ στενή. Ἐνώπιόν μας ἔχομεν τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς ὅρμους της, αἱ δὲ Μοναὶ καὶ αἱ Σκῆται καὶ αἱ Καλύβαι ὅλαι ἐν γραφικωτάτῃ εἰκόνι παρίστανται ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Καὶ ἐν ὧ ὡς φωλεὰς μόλις διακρίνομεν τὰ παμμέγιστα τοῦ Ρωσικοῦ κτίρια, πέραν ἐκεῖ ἀσημένιοι ὄφεις ἑλίσσονται μαρμαίροντες εἰς τὰς πρώτας τῆς ἡμέρας ἀνταύγειας, τῆς Μακεδονίας οἱ ποταμοί. Καὶ ἰδοὺ καταγάλανος ἀνοίγεται ἐδῶ ὁ Ἑλλήσποντος, ἐν ὧ ἐκεῖθεν νῆσοι καὶ ἀκταὶ ἔρχονται νὰ ἐπακκουμβήσωσι κάτω εἰς τὴν ποδιὰν τοῦ Ἄθωνος, ὅστις ἀπαστράπτει μὲ τὸ εὔδιον πρόσωπόν του. Πολλοὶ διατείνονται ὅτι μὲ τὰς διόπτρας δύνανται νὰ διακρίνουν καὶ τὸ Ἑπταπύργιον ἀκόμη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοὺς μιναρέδες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Οἱ ἀναβάντες ἀσκηταὶ φαιδροὶ ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, φαιδροὶ καὶ ἀπὸ τῆς γαλανῆς ἡμέρας ἔσπευδον νὰ κατέλθουν ἀμέσως εἰς τὴν Παναΐτσαν, ὅπου ὁ Κελλάρης θὰ εἶχε σήμερον πλουσιωτάτην τράπεζαν ἐκ καλῶν ἰχθύων, ὀρφῶν καὶ συναγρίδων, ἀλλ' ἡμεῖς ἐμείναμεν μέχρι τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, ἵνα ἀπολαύσωμεν ἔτι μᾶλλον τὸ ἀχόρταστον πανόραμα μιᾶς ὑπερνεφοῦς κυριαρχίας ἐκεῖ ἐπάνω, ὅπου ὁ ἥλιος μᾶς ἐφάνη ὅτι ἀνέτελλεν ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μας, καὶ ὅπου ἔξαλλοι μετ' ὀλίγον εἴδομεν νὰ σχηματισθῶσιν ἀπὸ τοῦ καύσωνος νεφέλαι πολὺ κάτω τῆς κορυφῆς, καλύψασαι τὴν Παναΐτσαν καὶ τὰς ἄλλας Μονάς, τοῦ Διονυσίου καὶ Ἁγίου Παύλου, ὅτε ἠσθάνθημεν πραγματικὴν ἔξαρσιν, ἀπὸ τῶν γηΐνῶν ὑπεραρθέντες αἴφνης ὑπεράνω τῶν νεφελῶν.

Καὶ ὅτε πλέον ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς ἐξασφαλίσεως τῆς εὐδίας, ἥτις ἀκτινοβολεῖ γύρω μας ὡς ἀδαμάντινον βασιλίσσης στέμμα, λαμποκοποῦν εἰς τὰς πρώτας τοῦ ἡλίου μαρμαρυγάς, τότε ἠδυνήθημεν, ἀφ' οὗ ἐθαυμάσαμεν τὰ μακράν, νὰ παρατηρήσωμεν καὶ τὰ ἐγγύς. Καὶ εἴδομεν τότε φοβερὸν θέαμα, τοὺς βράχους τότε σχισμένους καὶ καυμένους ἀπὸ τοὺς κεραυνούς, καὶ ἀνεπαρεστήσαμεν οὐχὶ ἄνευ φόβου τὴν λυσσαλέαν τῶν στοιχείων πάλην ἐν ὥρᾳ θυέλλης, ὅτὲ ὀδυνηρῶς κροτοῦσι καὶ κατακροταλίζουσιν ἀπὸ τὰ ἀστροπελέκια αἱ πέτραι, ὡς κροταλίζουσι τὰ πεῦκα ἐν ταῖς πυρκαϊαῖς ὡς μ' ἔμψυχον οἱμωγήν. Καὶ ὁ μὲν ἰδικός μας Διάκος καὶ ἡμεῖς ὅλοι ἐσώθημεν, ἀλλὰ μέσα εἰς τὰς παρακειμένας ἐκεῖ χαράδρας ἔλαμπον φεῦ! τὰ ὀστᾶ ἀνθρωπίνων σκελετῶν, ἄθαπτα καὶ ἀδιάβαστα μέσα εἰς ἀποκρήμνους χαράδρας ὀστᾶ κεραυνοβοληθέντων προσκυνητῶν καὶ ἄλλα πάλιν, Ρώσων αὐτά, οἵτινες δρέποντες τὰ ἀμάραντα ὠλίσθησαν μέσα εἰς τοὺς ἀνηλίους ἐκείνους βράχους, ζωντανοὶ ταφέντες εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα.


Ὅμως ὅλας αὐτὰς τὰς θλιβερὰς εἰκόνας ἀπέσβεσε μετ’ ὀλίγον, πρὸς ὥραν, ὁ Κελλάρης τῆς Λαύρας μὲ ἕνα λαμπρὸν ὀψάρινον γεῦμα εἰς τὴν Παναΐτσαν, ὅτε ὁ παπᾶ-Βίκτωρ προκαθήμενος, καὶ θωπεύων δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸν πυρρόχρουν πώγωνά του, κοντὸς καὶ παχὺς πάντοτε, ὡς ἦτο εἰς τὸ Μετόχι τῆς Ὕδρας, καλὸς καὶ ἀγαθὸς πάντοτε, γελαστὸς καὶ γαλήνιος ὑπὸ αἰωνίαν εὐδίαν, ἐπὶ τῶν ἀθάμνων τοῦ Ἄθωνος βράχων, μὴ δυνάμενος νὰ ξεχάσῃ τὴν τεφρὰν τοῦ Σκυλαίου νῆσον, καὶ θαρρῶν ὅτι ἐκεῖ ἀκόμη, εἰς τὸ Μετόχι τῆς Ὕδρας, μεταξὺ ὑδραίων εὑρίσκεται, ἐπανελάμβανε καταχαρούμενος διὰ τὴν λαμπρὰν πανήγυριν, ὅπου ἔκαμε πάλιν εἰς τὸν Ἄθωνα ὕστερον ἀπὸ τόσα ἔτη:
— Χάνι-μίρ, ἐ-πίνι-μίρ! (Φᾶτε καλὰ καὶ πιέτε καλά!)

Ὅτε δὲ ἀκριβῶς μόλις ἐμοιράσαμεν τὸν πρῶτον παμμέγιστον ὀρφὸν τότε ἐφάνη καὶ ὁ ἀγαθὸς Παλάμων, βρεγμένος ἀπὸ τὸν ἰδρώτα, ὡς ἐὰν ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν, βαστάζων τὸ δισάκκιόν του τὸ ἀσκητικὸν γεμᾶτον ἀμάραντα, κι’ ἔλεγε πλήρης χαρᾶς ὁ Ρῶσος Προφητηλιάτης:
— Ἀμάραντα Ἄθωνα!
Χωρὶς νὰ θέλη ἐξυμνῶν οὕτω τὸν γηραιὸν Ἄθωνα, ὅστις ἀμάραντος τῷ ὄντι καὶ ἀγήρως θὰ μένῃ ἐκεῖ εἰς αἰῶνας αἰώνων, φύλαξ τῆς πίστεως καὶ προασπιστὴς τῆς πατρίου Χώρας...
— Χίνι-μίρ, Μπάμπ-Λένο! τὸν προσεφώνησεν ἀμέσως μειδιῶν ὁ παπᾶ-Βίκτωρ, καὶ καλῶν εἰς τὸ ἁγιορείτικον καί, ἂν θέλετε, Λαυριώτικον ἐκεῖνο πάμπλουτον γεῦμα.



http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/moraitidis_yperano.html

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Η Βατοπεδινή Θεοτόκος

του Μοναχού Μωϋσή Αγιορείτη
Το Άγιον Όρος δίκαια, αξία, ωραία και εύστοχα ονομάζεται, κατά τον περίφημο εκείνο Ξηροποταμηνό μοναχό, Καισάριο Δαπόντε, «Περιβόλι της Παναγιάς». Είναι ο εράσμιος τρόπος, που τον αγάπησε, κατά αρχαία ιερά παράδοση, κατά τη διέλευση Της, και τον ζήτησε από τον Υιό Της, για να δοξάζεται το όνομα Του. Είναι η Έφορος, Ιατρός και Προστάτισσα του Αγίου Όρους, κατά τον μεγάλο Θεολόγο του 14ου αιώνος, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όπως έγραψε στο κατανυκτικό του εγκώμιο για τον όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, τον πρώτο γνωστό επώνυμο όσιο του αγιότεκνου ιερού Άθωνα (9ος αι).
Η τιμή της Πανάγιας στο Άγιον Όρος είναι Θεσπέσιας, έξοχη και καταπληκτική. Οι περισσότερες θαυματουργικές εικόνες ανήκουν σε Αυτήν. Οι σπουδαιότερες βυζαντινές εικόνες είναι δικές Της. Στη μεγάλη μονή Βατοπεδίου, που τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, έχουμε δεκάδες θεομητορικές εικόνες, επτά από τις είναι θαυματουργές . Δεν έχουμε άλλο μοναστήρι σε όλη την Ορθοδοξία με τόσες θαυματουργές εικόνες. Έτσι η μονή Βατοπεδίου διακρίνεται και είναι θεομητροσκέπαστη, θεομητροφύλακτη και θεομητροστήρικτη. Όλες οι θαυματουργές εικόνες αποτελούν τη Βατοπεδινή Θεοτόκο.
Η Παναγία η Βηματάρισσα η Κτητόρισσα είναι τοποθετημένη ως ηγουμένη, αρχόντισσα, βασίλισσα και Κυρία στο σύνθρονο του Ιερού Βήματος του ωραιότατου Καθολικού της αρχαίας ιεράς μεγίστης μονής και συνδέεται με την εξής θαυμαστή παράδοση. Τον 10ο αιώνα , μετά από επιδρομή Αράβων στη μονή, συνελήφθη αιχμάλωτος ο ευλαβής ιεροδιάκονος Σάββας ο Βηματάρης, ο διακονητής του Ιερού Βήματος. Είχε προλάβει όμως να κρύψει σε πηγάδι του Αγίου Βήματος την εικόνα της Παναγίας μαζί με το σταυρό του αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου, θέτοντας μπροστά τους αναμμένη λαμπάδα. Ο ιεροδιάκονος Σάββας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κρήτη. Όταν μετά από εβδομήντα έτη περίπου επέστρεψε υπέργηρος στη αγαπητή μονή του, υπέδειξε στον ηγούμενο Νικολάου να ανοίξουν το πηγάδι, όπου βρήκαν την εικόνα και τον σταυρό όρθια πάνω στο νερό και τη λαμπάδα αναμμένη . Ο όσιος Σάββας «ζήσας ολίγας ημέρα ζωής υπερθαύμαστον, απήλθε εις Βασίλειαν ουράνιον».
Η Πανάγια η Παραμυθία βρίσκεται στο δεξιό μέρος του παρεκκλησίου του Καθολικού, που είναι στο πάνω αριστερό χώρο του νάρθηκα. Η θαυμάσια αυτή εικόνα έχει λεπτοκαμωμένο αργυροεπίχρυσο πουκάμισο, όπως η προηγούμενη που αναφέραμε ολόχρυσο, και προέρχεται από τοιχογραφία του εξωνάρθηκα του Καθολικού, που ανάγεται στον 14ον αιώνα . Κατά την παράδοση μια ημέρα ο ηγούμενος που έδινε τα κλειδιά στον πορτάρη της μονής για να ανοίξει, άκουσε προστακτική φωνή από την εικόνα αυτή της Παναγίας να μην ανοίξουν την πύλη, γιατί πλησιάζουν πειρατές. Η θεομητορική προτροπή επαναλήφθηκε για δεύτερη φορά. ‘Όταν ο ηγούμενος στράφηκε προς την εικόνα, είδε το νήπιο Χριστός με το χέρι του να ασφαλίζει το στόμα της Θεοτόκου. Η Θεοτόκος όμως βαστώντας το χέρι του Χριστού επανέλαβε τη σωτηρία προτροπή της στον ηγούμενο. Τότε όλοι οι μοναχοί έτρεξαν στα ψηλά τείχη της μονής και απέκρουσαν τους πειρατές που την είχαν περικυκλώσει. Από τότε οι καλοί Βατοπεδινοί μοναχοί ευγνώμονες καίνε μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της ακοίμητο καντήλι και ψάλλουν καθημερινά παράκληση. Παραμύθια σημαίνει παρηγοριά. Η φρουρός της μονής προστάτευσε τα πιστά τέκνα της.
Η Παναγιά η Εσφαγμένη είναι τοιχογραφία στον νάρθηκα του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου, που βρίσκεται στα αριστερά του Καθολικού και είναι του 14ου αιώνος. Κατά την παράδοση, ο Εκκλησιαστικός, ο επιτετραμμένος δηλαδή διακονητής για την περιποίηση του ναού, που λόγω του διακονήματος του καθυστερούσε στην τράπεζα του φαγητού, έμεινε κάποτε νηστικός, γιατί ο τραπεζάρης δεν του έδωσε φαγητό. Τότε εκείνος θυμωμένος και αγανακτισμένος επέστρεψε στον ναό και κτύπησε με μαχαίρι το πρόσωπο της Παναγιάς. Από το κτύπημα έτρεξε αίμα από την εικόνα και ο ίδιος τυφλώθηκε και έπεσε χάμω λιπόθυμος. Μετανοημένος ειλικρινά και με πολλά δάκρυα έμεινε στο απέναντι στασίδι, ζητώντας συγχώρεση από την λαβωμένη Πανάχραντο. Η ευσπλαχνική Παναγιά τον συγχώρεσε και τον θεράπευσε. Άφησε όμως προς ανάμνηση τιμωρημένο το χέρι που ασεβώς κι αναίτια την χτύπησε. Όταν πέθανε κι έγινε η ανακομιδή του λειψάνου του μοναχού εκείνου, το σώμα του όλο έλιωσε, εκτός από το βέβηλο δεξί του χέρι, που έμεινε μαύρο κι άλιωτο. Το χέρι αυτό φυλάγεται μέχρι σήμερα στη μονή. Η εικόνα με ωραίο αργυρό επίχρυσο πουκάμισο βρίσκεται πάντα στη θέση της, με το σημάδι στο πρόσωπο της.
Η Παναγιά η Αντιφωνήτρια, που είναι και αυτή τοιχογραφία, βρίσκεται στον χώρο της Λιτής που είναι μεταξύ του κυρίως ναού και του νάρθηκα του Καθολικού. Έλαβε την ονομασία αυτή από την αντιφώνηση της στην αυτοκράτειρα Πλακιδία, θυγατέρα του Μεγάλου Θεοδοσίου, όπου κατά την παράδοση επισκέφθηκε τη μονή και ήθελε να μπει στο ναό από μια πλάγια πύλη. Τότε άκουσε από την εικόνα αυτή τους λόγους: « Τι θέλεις, συ, ενταύθα, ενταύθα εισί Μοναχοί, συ δεν υπάρχεις γυνή΄ δια τι λοιπόν παρέχεις τω εχθρώ αιτίαν, ίνα πολεμή αυτούς με εναντίους διαλογισμούς; Στήθι! Ουδέ βήμα μη προχωρήσεις, αν θέλεις σε αυτή αγαθόν!» Έντρομη και με άπειρο θαυμασμό και σεβασμό αναχώρησε από τη μονή, που άλλη βασίλισσα την πρόσταξε και φύλαγε.
Η Παναγιά η Ελαιοβρύτισσα είναι και αυτή του 14ουαιώνος και βρίσκεται στο δοχειό, δηλαδή στην αποθήκη των λαδιών, της μονής. Κάποτε που υπήρχε μεγάλη έλλειψη του λαδιού στη μονή, ο Δοχειάρης , ο οικονόμος της ελαιοαποθήκης , όσιος Γεννάδιος σκέφτηκε να δίνει λάδι μόνο για τις ανάγκες του ναού. Ο μάγειρας της μονής δικαιολογημένα παραπονέθηκε στον ηγούμενο, ο οποίος, ελπίζοντας στη βοήθεια της Παναγιάς, έδωσε εντολή στο δοχειάρη να δίνει κανονικά λάδι για όλη την αδελφότητα. Εισερχόμενος μια ημέρα ο δοχειάρης όσιος Γεννάδιος στον χώρο του διακονήματος του είδε κατά θαυμαστό τρόπο το λάδι να ξεχειλίζει και να φθάνει ως τη θύρα του δοχειού. Από τότε η εικόνα είχε μια θαυμάσια ευωδία.
Η Παναγιά η Πυροβοληθείσα εικονίζεται στο υπέρθυρο της εξωτερικής πύλης της μονής. Τον Απρίλιο του 1822 ήλθε στη μονή τουρκικός στρατός. Ένας στρατιώτης πυροβόλησε την εικόνα αυτή και με τη σφαίρα του κτύπησε το δεξί χέρι της Παναγιάς. Ο στρατιώτης τότε τρελάθηκε και κρεμάστηκε από μια ελιά, μπροστά στη
μονή. Οι στρατιώτες οι άλλοι φοβισμένοι αναχώρησαν αμέσως.
Η Παναγιά η Παντάνασσα είναι του 17ου αιώνος και βρίσκεται στο αριστερό προσκυνητάρι του Καθολικού. Όταν κάποτε ένας νέος που ησχολείτο με τη μαγεία πήγε να προσκυνήσει δέχθηκε από την εικόνα ένα αστραπόβολο φως και μια δύναμη που τον έριξε κάτω. Το γεγονός αυτό τον συγκλόνισε και τον έκανε να ανορθωθεί πνευματικά. Η εικόνα αυτή κατά καιρούς έχει θεραπεύσει και πολλούς καρκινοπαθείς.
Η διδασκαλία της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ορθή τιμή και προσκύνηση των αγίων εικόνων είναι σαφής και ξεκάθαρη. Τιμάμε το εικονιζόμενο πρόσωπο. Η προσκύνηση μεταβαίνει στο πρότυπο και όχι στην ύλη. Συγκεκριμένα η αλήθεια της εικόνας της Παναγίας βρίσκεται στο πρόσωπο της Παναγίας, που αυτή χαριτώνει το εικόνισμα. Έχουμε φανέρωση της υπόστασης της Παναγίας. Ασπαζόμενοι την κάθε θεομητορική εικόνα, τιμάμε την Παναγία που εικονίζεται. Όλες οι εικόνες μπορούν να είναι θαυματουργές, Ορισμένες, όπως οι παραπάνω Βατοπεδινές που αναφέραμε, παρουσιάζουν κατά κάποιο τρόπο εναργέστερη χάρη, με συγκεκριμένη ιστορία και θαύματα. Είναι μεγάλη ευλογία αυτή για τη μονή και το Άγιον Όρος. Οι θαυματουργές εικόνες έχουν σχέση και με τους αγίους αγιογράφους, τους εγκρατείς, τους νηστευτές, τους προσευχόμενους κι επικαλούμενους τη χάρη των εικονιζόμενων. Προσκυνώντας την εικόνα της Παναγίας προσκαλούμεθα και προκαλούμεθα να επικαλεσθούμε τις πανάχραντες και δυνατές πρεσβείες της στον Κύριο και Υιό Της και να μιμηθούμε τον ωραίο, ιερό, αγνό, σεμνό, ταπεινό, άγιο βίο Της. Μπροστά στην εικόνα συναντιέται το θείο και το ανθρώπινο. Ο αμαρτωλός που μετανοεί ελεείται, συγχωρείται και σώζεται. Ο ασεβής, ο υβριστής, ο βλάσφημος, ο αμετανόητος τιμωρείται αυστηρά, όπως ο απερίσκεπτος μοναχός και ο έξαλλος στρατιώτης.
Ο μεγαλύτερος, τιμαλφέστερος και πολυτιμότερος θησαυρός της μονής Βατοπεδίου είναι η πανακήρατη Τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που ευωδιάζει και θαυματουργεί συνέχεια.
Υπεραγία Θεοτόκε Βατοπεδινή πρέσβευε υπέρ ημών. Γλυκοφιλούσα, Γερόντισσα, Γοργοϋπήκοε, Μυροβλύτισσα, Κουκουζέλισσα, Πορταϊτισσα, Άξιον Εστίν, Αθωνίτισσα Θεοτόκε περίσωζε. Μεγαλοχαρη της Τήνου, Εκατοπυλιανή της Πάρου, Πανάχραντε της Άνδρου, Σουμελά του Βερμίου, Εικοσιφίνισσα του Παγγαίου, Αγιάσσο της Λέσβου, Ελληνίδα Θεοτόκε σκέπε, φρούρει, φύλαττε τους δούλους σου πάντοτε.

πηγή: Στύλος Ορθοδοξίας
 
To βρήκαμε :  http://vatopaidi.wordpress.com    
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...