Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Ο άνθρωπος στη θέσι του Θεανθρώπου!

Εις την δυτικήν Ευρώπην βαθμιαίως ο Χριστιανισμός νοθεύεται με τον ουμανισμόν, ο οποίος επικρατεί ως δευτέρα θεότης. Πρό πολλού οι εκκλησιαστικοί άρχοντες της δύσεως εστένευον τον Θεάνθρωπον Σωτήρα Χριστόν και εις το τέλος τον εσμίκρυναν  εις απλούν άνθρωπον- φεύ της ασεβείας! - εις τον αλάθητον άνθρωπο του καθολικισμού και τον ουχί ολιγώτερον αλάθητον άνθρωπο του προτεσταντισμού. Και ούτως ενεφανίσθη αφ'ενός μεν ο δυτικός χριστιανικοουμανισμός , μαξιμαλισμός (παπικόν -πρωτείον), ο οποίος  απο τον Χριστόν αφαιρεί τα πάντα , αφ' ετέρου δε ο δυτικός ουμανισμός, μινιμαλισμός των προτεσταντών, οποίος απο τον Χριστόν ζητεί το ελάχιστον , να μη ειπώ τίποτε.

Και εις τους δύο ως υψίστη αξία και έσχατον κριτήριον εισέρχεται ο άνθρωπος εις την θέσιν του Θεανθρώπου. Επετελέσθη ούτως η θλιβερά διόρθωσις του Θεανρθώπου, του έργου του και της διδασκαλίας του!

Επιμόνως και συνεχώς προσεπάθει ο παπισμός να αντικαταστήσει τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον, έως ότου εις το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα αντικατέστη πλήρως ο Θεάνθρωπος υπο του αλαθήτου ανθρώπου. Με αυτό το σατανικό δόγμα ανεκηρύχθη αποφασιστικώς και σαφώς ο άνθρωπος Πάπας ως κάτι το μεγαλύτερο ουχί μόνον του αλαθήτου ανθρώπου, αλλά και των αγίων Αποστόλων και των πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων.  Με αυτήν την αποστασίαν απο τον Θεάνθρωπον, απο την Καθολικήν -Οικουμενικήν Εκκλησίαν , ο παπικός μαξιμαλισμός υπερέβη και αυτόν τον Λούθηρον , τον δημιουργόν του προτεσταντικού μινιμαλισμού.

Δεν πρέπει να πλανάται ο χριστιανοουμανικός μαξιμαλισμός, "παπισμός". Είναι ακριβώς ο ριζικός προτεσταντισμός, διότι μετέθεσε τον θεμέλιον του Χριστιανισμόυ απο τον αιώνιον Θεάνθρωπον εις τον πεπερασμένον και θνητόν άνθρωπον, και αυτό ανεκήρυξεν ως το κυριώτερον δόγμα του, ως την κεντρικωτέραν αλήθειαν, την μεγαλυτέραν του αξίαν, και το κατέστησε μέτρον και κριτήριον . Πράγματι και ο προτεσταντισμός δεν είναι άλλο παρά είς εξατομικευμένος παπισμός,, η βασική αρχή του οποίου, "το αλάθητον του ανθρώπου", έχει εφαρμοσθή εις την ζωήν ενός εκάστου ανθρωπου ιδιαιτέρως. Κατά το παράδεισμα του αλαθήτου ανθρώπου της Ρώμης ο κάθε προτεστάντης γίνεται αλάθητος, διότι διεκδικεί το προσωπικόν αλάθητον εις  τα θέματα της πίστεως, ενώ εις την Ρώμην το έχει μόνος του ο Πάπας. Υπ' αυτήν την άποψιν ημπορεί να λεχθή ότι ο προτεσταντισμός είναι είς εκλαϊκευμένος παπισμός, εστερημένος μόνον της διαστάσεως της αυθεντίας και εξουσίας του Πάπα.

Αυτό ημπορεί να φαίνεται παράδοξον, αλλ' είναι αληθινον. Το αποδεικύνει κατά τρόπον αναμφισβήτητον η ιστορική του πραγματικότης. Ο δυτικός χριστιανισμός εις την ουσίαν του είναι ο πλέον ριζικός ουμανισμός, διότι ανεκήρυξε τον άνθρωπον αλάθητον και μετέβαλε την θεανθρωπίνην θρησκείαν εις ουμανιστικήν.  Απόδειξις τούτου είναι το γεγονός ότι εις την Ρώμην και την εκκλησίαν της ο Θεάνθρωπος απεβλήθη εις τον ουρανόν και εις την θέσιν του ετοποθετήθη ο αναπληρωτής: "VICARIUS CHRIST..." Πόσον τραγικός παραλογισμός! να ορίζεται αντικαταστάτης και αναπληρωτής δια τον πανταχού παρόντα Κύριον και Θεόν.

Τοιουτρόπως επετελέσθη η αντικειμενοποίησις του ενσαρκωθέντος Θεού, η αποθεανθρώπησις του Θεανθρώπου Σωτήρος των συμπάντων κόσμων δι' ενός ευτελούς ανθρώπου.  Ο δυτικός θρησκευτικός ουμανισμός ανεκήρυξε τον πανταχού παρόντα Θεάνθρωπον ως απουσιάζοντα απο τον κόσμον και ώρισε τον αντικαταστάτην του εν τω προσώπω του αλαθήτου ανθρώπου.

Όλα αυτά οδηγούν εις το συμπέρασμα, ότι ο ουμανιστικός χριστιανισμός αποτελεί πράγματι την πλέον αποφασιστικήν διαμαρτυρίαν εναντίν του Θεανθρώπου. Με την πράξιν αυτήν της σμικρύνσεως του Χριστιανισμού εις ουμανισμόν έχει αναμφιβόλως υλοποιηθή ο Χριστιανισμός και μάλλον έχει καταστραφή. Δεν είναι υπερβολη να διακρίνωμεν τώρα την απαίτησιν του χρεωκοπημένου ευρωπαϊκού ουμανισμόυ να νοσταλγεί την αντικατάστασιν αυτου του είδους της θρησκείαςς με την παλαιάν πολυθεϊστικήν θρησκείαν  κατά τας φωνάς των Ευρωπαίων ουμανιστών. Εδώ νομίζωμεν είναι αρμόδιος ο θρήνος του Προφήτου Ιερεμίου: "Επικατάρατος ο άνθρωπος ος την ελπίδα έχει εις άνθρωπον" (Ιερ.17,5).Εάν συνοψίσωμεν όλας τας φάσεις και τροπάς του διεθνούς πλέον ουμανισμού , καταλήγομεν εις εν κύριον συμπέρασμα , εις μίαν κυριολετικήν επιθυμίαν. Να διωχθή ο Θεάνθρωπος απο την γήν εις τον ουρανόν, διότι διά τον ουμανισμόν το βασικόν και κυριώτερον  είναι να μείνη ο άνθρωπος ως υψίστη αξία και έσχατον κριτήριον. Τέλος, Χριστιανισμός είναι ο Χριστιανισμός διά του Θεανθρώπου , δια της θεανθρωπίνης μεθοδολογίας. Αυτή είναι η θεμελιώδης αλήθεια, εις βάρος της οποίας ουδείς  συμβιβασμός δύναται να γίνη. Δι'αυτής προσδιορίζεται κα καθορίζεται όλη η χριστιανική αξιλογία και κριτηριολογία.

(Γέροντος Ιωσήφ, Εκ του θανάτου εις την ζωήν-Ψυχοφελή Βατοπαιδινά 3 , σ. 100)

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΑ ΄΄ΦΡΙΚΤΑ΄΄ ΚΑΡΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ ΑΣΚΗΤΗ ΜΑΚΑΡΙΟ

Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.

http://www.facebook.com/notes/asketes-agiou-orous-askites-agioy-oroys/o-nikos-kazantzakes-sta-phrikta-karoulia-tou-agiou-oroussynklonistike-synomilia-/317988341943

Άγιος Λογγίνος ο εκατόνταρχος

Άγιοι της Εκκλησίας • 16 Οκτωβρίου 2003, φ. 24                                                               

Πρὸς τὴ ΝΙΚΗ • Ὀκτώβριος 2010

Πρὸς τὴ ΝΙΚΗ • Ὀκτώβριος 2010, τ. 728                                                            

Πύρρος και Κενέας.

Διάλογος από τον Πλούταρχο:
«Εσύ φίλε μου Κινέα,  βιάσου και πήγαινε. Κινήσου  όμως προσεκτικά. Μόλις πετύχεις την προσδοσκώμενη ειρήνη με τους Ρωμαίους και αποκοιμηθούν τα πράγματα, εγώ θα συνεχίσω. Για μένα δεν υπάρχουν εμπόδια! Για μένα δεν υπάρχουν Έλληνες και Βάρβαροι  που να μπορούν να σταθούν απέναντι μου..! Θα τους κατακτήσω όλους, και σιγά σιγά ολόκληρη την Ιταλία!».
«Και μετά τι;»
«Μετά σειρά έχει ολόκληρη η Σικελία. Θα της φανώ χρήσιμος άλλωστε. Ο Αγαθοκλής πάντα μου έλεγε για την αναρχία και την ένταση που εκεί δημιουργούν οι - εγκάθετοι - δημαγωγοί».
«Και όταν τα επιτύχομε και αυτά;»
“Έ τότε στο στόχαστρο θα είναι η γη της Καρχηδόνας και  της Λιβύης. Από εκείνη τη στιγμή, καμιά άλλη χώρα δεν θα τολμήσει να μας υποτιμήσει ή να μας καταφρονήσει”.
«Και λοιπόν;» ξαναρώτησε ο Κινέας.
«Έ, τότε Μακεδονία και Ελλάδα θα είναι στην εξουσία μας».
«Καλά βασιλιά μου και με όλα αυτά τα πλούτη, όλη αυτή την εξουσία, όλη αυτή την υπόδουλη γη, εμείς τι θα κατορθώσομε, τι θα κερδίσουμε για τους εαυτούς μας;»
«Μα τέλοσπάντων ακόμα δεν καταλαβαίνεις; Τότε θα έχουμε όλο τον χρόνο και την ηρεμία, να ζούμε, να συζητάμε απερίσκεπτοι σαν φίλοι και όσες ώρες θέλομε»!
Ο Κινέας τον ξανακοίταξε απορημένος και ξαναχτύπησε: «Γιατί τώρα δεν μπορούμε να συζητάμε; να μιλάμε, να καθόμαστε  ήρεμα σαν φίλοι; Γιατί θα πρέπει  να χυθεί τόσος πόνος, τόσος κόπος, τόσος θάνατος τόσο αίμα για να αποκτήσομε αυτά τα αγαθά που ήδη έχομε σήμερα; Ναι τόσο αίμα!» τόνισε ο Κινέας.

Αντιγραφή απο :    http://www.ebdomi.com/arthra/1868-o-ritoras-kineas-symboulevei-ton-vasilia-pyrro

Ο ιστορικός Παπαρηγόπουλος σχολιάζει:
Ο Πλούταρχος , που αναφέρει την συνδιάλεξη αυτή στον βίο του Πύρρου, δεν λέγει τι απάντησε  ο βασιλιάς στο τελευταίο συμπέρασμα του φίλου του· είναι φανερό τι θα μπορούσε να απαντήσει. Χωρίς  μεγάλους  πόνους και κινδύνους  δεν κατορθώνεται τίποτα μεγάλο στον κόσμο· η φιλόσοφη εκείνη ραθυμία οδηγεί στη νοθρότητα και την ακολασία. Αν ο Αλέξανδρος την αντιπροσόπευε, δεν θα εξελληνιζόταν η Ανατολή. Είναι αλήθεια ότι Αλέξανδροι δεν γεννιώνται κάθε μέρα, και η πείρα έδειξε ότι και ο ίδιος ο Πύρρος δεν ήταν Αλέξανδος. Αλλά στον πολιτικό και στον ιδιοτικό βίο, η τέχνη συνίσταται όχι να απρακτεί  κάνείς φιλοσοφώντας, ούτε πάλι ονειροπολώντας· να πράτει , αλλά να επιζητεί το εφικτό, καταμετρώντας τις δυνάμεις του και τις γύρω περιστάσεις. Στην παρούσα κατάσταση , το εφικτό ήταν όχι να επιδιώξη ο Πύρρος νέας και διαπόντιες κατακτήσεις, αλλά να επιζητήσει την ηγεμονία της εδώ Ελλάδας, εξασφαλίζοντας την απο κάθε εξωτερικό κίδνυνο, τον οποίο ο Κινέας, στον λόγο του, υπέδειξε ως τελευταίο σκοπο απο τους μελετημένους αγώνες

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Tα περιστέρια κα η εξέλιξη



Τα περιστέρια προτιμούν να ρισκάρουν για να κερδίσουν περισσότερα
Τα περιστέρια προτιμούν να ρισκάρουν για να κερδίσουν περισσότερα
Σύμφωνα με την εφημερίδα Ιντιπέντεντ, οι ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή Ψυχολογίας, Τόμας Ζένταλ, του πανεπιστημίου του Κεντάκι έδειξαν ότι τα περιστέρια, όταν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε μια σειρά από μικρές αλλά εγγυημένες ανταμοιβές και σε μια πολύ μεγαλύτερη αλλά σαφώς πιο ριψοκίνδυνη και απίθανη ανταμοιβή, σχεδόν πάντα κάνουν τη δεύτερη επιλογή προτιμώντας να ρισκάρουν κερδίζοντας τα περισσότερα.

Το εύρημα προκάλεσε έκπληξη στους επιστήμονες επειδή έρχεται σε αντίθεση με τις προβλέψεις της κυρίαρχης δαρβινικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία, τα πουλιά, όπως και κάθε άλλο ζώο, θα έπρεπε να έχουν προσαρμοστεί εξελικτικά από τη φυσική επιλογή να δρουν έτσι ώστε να κοιτάζουν το άμεσο συμφέρον τους και να μη χρειάζεται να παίρνουν ρίσκο και να διακινδυνεύουν την επιβίωσή τους για χάρη ενός πιθανού αλλά αβέβαιου μακροπρόθεσμου αποτελέσματος. 

Τα πουλιά είχαν να διαλέξουν με το ράμφος τους είτε ένα χρωματιστό φως, που θα τους έδινε πάντα πρόσβαση σε τρεις σβόλους φαγητού είτε ένα διαφορετικό χρώμα φωτός, που θα τους επέτρεπε να φάνε δύο σβόλους και παράλληλα τους έδινε την ευκαιρία να φάνε δέκα σβόλους στις πέντε φορές είτε κανένα σβώλο οκτώ στις δέκα φορές.

ΑΠΟ: τα ΝΕΑ

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Διάφορα

Δαμασκηνός ο Στουδίτης

Διότι μία είναι η στράτα του θανάτου, και πλέον άλλη δεν είναι· εις όλους είναι η απόφασις του θεού δοσμένη ίσια. Ο θάνατος βασιλέα δεν φοβάται, αρχιερέα δεν τιμά, γέροντα δεν λυπείται, ευμορφίαν δεν ζηλεύει, μονογενή δεν σπλαγχνίζεται, μηδέ δάκρυα βλέπει, άρχοντας δεν τρέμει, αφεντάδες δεν τους βάνει εις τον νουν του, πρόσωπον δεν κοιτάζει, αλλά εις όλους έρχεται.

Ο θάνατος είναι των δικαίων ανάπαυσις. Ο θάνατος είναι των μικρών παιδίων παρηγορία· ο θάνατος είναι των δούλων ελευθερία· ο θάνατος είναι των εννοιασμένων λύτρωσις. Εάν δεν ήτον ο θάνατος, ηθέλαμεν τρώγη αλλήλους μας· εάν δεν ελπίζαμεν να κριθώμεν, μηδέ να αναστηθώμεν ελπίζαμεν. [...] Εάν ήτον ότι ημείς απομέναμεν εδώ, δικαίως ηθέλαμεν κλαίη και τους αποθαμένους. Ει δε ότι όλοι μας εκεί υπάγωμεν, ας μην κλαίωμεν έτζι απαρηγόρητα...

«Διδασκαλία προτρεπτική περί του μη σφοδρώς θρηνείν τους τελευτούντας». Θησαυρός, 1528. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ.297 και 298.


Δούκας [Μιχαήλ]

Ω Πόλις, Πόλις, πόλεων πασών κεφαλή· Ω Πόλις, Πόλις κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών· Ω Πόλις, Πόλις, χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμός· Ω Πόλις, Πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθοντα καρπούς πνευματικούς. Πού σου το κάλλος παράδεισε;

Βυζαντινοτουρκική ιστορία, 41.1-2. Εκδόσεις Κανάκη, 1997. 574, 576.

Ανωνύμου.

Εγώ είμαι η Μετάνοια· όντα κτυπώ το στήθος,
συντρίβγω μονοκοπανιάς χίλιων διαβόλων πλήθος.
Κι όταν στραφώ στον ουρανόν με μάτι δακρυωμένο,
αλυσιδώνω τον Θεόν τέλεια νικημένο.
Και μ’ έναν αναστενασμό άπειρα διασκορπίζω
φουσάτα των αμαρτιών και όλα τ’ αφανίζω.
Του Παραδείσου ανοίγω εγώ τις διαμετάνοιες θύρες,
τα Τάρταρα κλειδώνουσι οι εδικές μου κλήρες.
Όσους κρατεί ο Σατανάς ανθρώπους σκλαβωμένους,
θέλει δεν θέλει αφήνει τους διά μένα λυτρωμένους.

Δαβίδ, 135-144. Αγνώστου Χίου ποιητή, Δαβίδ. Ανέκδοτο διαλογικό στιχούργημα. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1979. 9


Δροσίνης Γεώργιος

Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
Σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.

Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
Που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρι.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
Κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.


[Δε θέλω του κισσού]. Φωτερά σκοτάδια. Ι.Ν. Σιδέρης, 1915. 78.

Εγγονόπουλος Νίκος

ευτύχησα
―κατά τον ρουν της ζωής μου―
να γνωρίσω πλήθος
ανθρώπων τέλειων
όσο κι αλάνθαστων

ίσως τώρα να ήσανε κάπως υπέρ το δέον αυστηροί
ίσως ―πώς ναν το πω― λίγο σκληροί ακόμη
αλλά κι αυτό δεν είναι το δικαίωμα
όσων γνωρίζουν
―και γνωρίζουν και να κρίνουνε―
τα πάντα;

η δυσκολία ενέκειτο στ’ ότι κανένας
απ’ αυτούς τους δίκαιους δεν παραδέχουνταν τους άλλους δίκαιους
τι λέω
ποσώς δεν αλληλοεκτιμιόνταν

«Δυσκολία». Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Ίκαρος, 1978. 86.


Ελύτης Οδυσσέας

Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα π.χ. είναι η ιστορία της όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες. Μια άλλη «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν’ αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία και που, τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης, απλά και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.

«Πρώτα-πρώτα», Γ. Ανοιχτά Χαρτιά. Αστερίας, 1974. 24-25.

Δέλτα Πηνελόπη

Η αγάπη της μητέρας πρέπει να είναι ακούραστη, δυνατή, υπομονετική, ατέλειωτη. Μαλακιά όμως όχι.

Αληθινή αγάπη δεν είναι εκείνη που βγάζει από το δρόμο του παιδιού κάθε δυσκολία, αλλά εκείνη που του μαθαίνει πώς να υπερνικά τις δυσκολίες.

Τ’ ανεύθυνα - Στοχασμοί, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., 1961. 219 και 219.

Καβάφης Κ.Π.

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι ―το σωστό― εις όλην την ζωή του.

«Che fece.... Il gran rifiuto». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 108.

Κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των ιερέων ανάμεσό μας. Σε πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από την παρηγορητικήν Εκκλησία.

[ Εκκλησία και Θέατρον ], 1918. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 142.


Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.

«Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου», 5. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 103.

Καραγάτσης Μ.

Μολονότι οι Έλληνες κατάλαβαν και πραγματοποίησαν την εθνική τους ενότητα, δεν κατάφεραν ποτέ να συλλάβουν την ιδέα της πολιτικής τους ένωσης. Επιμένουν πεισματικά στο ιδεώδες της πόλης-κράτους, του νοσηρού αυτού τοπικισμού που ―εφτάψυχος― έφτασε ως τις μέρες και δολοφόνησε τον Καποδίστρια. Οι Έλληνες διατηρούν με θρησκευτική επιμονή την παράδοση των ελαττωμάτων τους...

Η Ιστορία των Ελλήνων. Aετός A.E., 1952. 80.


Κολοκοτρώνης Θεόδωρος

Οι Έλληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμον.

Γιάννης Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία, 1927. 210.



Ο Θεός, έλεγε, έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος, δεν την παίρνει οπίσω.

Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836. 1846. Γιάννης Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία, 1927. 191.

Κόντογλου Φώτης

Στο αίστημα του λαού τ’ Ανάπλι είναι το παλικάρι ανάμεσα σ’ ούλες τις χώρες και τις πολιτείες, το ίδιο όπως η Πόλη είναι η βασίλισσα, η Βενετιά η αρχοντοπούλα, η Σμύρνη η αγαπητικιά κι η Καλαμάτα η νοικοκυρά.

«Τ’ Ανάπλι». Ταξείδια. Εκδότης Χ. Γανιάρης, 1928. 12.

Κοραής Αδαμάντιος

Δράξασθε παιδείας.

[Ψαλμός 2, 12]. Διάλογος δεύτερος περί των ελληνικών συμφερόντων, 1827. 74.

Ο πλούτος χωρίς παιδείαν και αρετήν τόσον είναι μακράν από το να στολίση τον έχοντα, ώστε και κάμνει φανερωτέραν αυτού την γυμνότητα.

[1802]. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Β΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 274

Η φιλαρχία είναι το αληθινόν προπατορικόν αμάρτημα, φυτευμένον εις όλων τα ψυχάς· αυτή εκίνησε τους πρωτοπλάστους ν’ ακούσωσι την συμβουλήν του όφεως «Έσεσθε ως θεοί».

[1824]. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Β΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 27

[Η θρησκεία πρέπει να στέκει] μακράν και από την Σκύλλαν της απιστίας και από την Χάρυβδιν της δεισιδαιμονίας.

Επιστολή προς τον μητροπολίτη Σμύρνης Γρηγόριο, 20 Νοεμβρίου 1785. Αλληλογραφία, Α΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1964. 61, 21-22.

Όταν ο λόγος είναι περί πατρίδος, ό,τι μου λείπει από την κεφαλήν, το αναπληρώνει η καρδία.

Επιστολή προς τους Χίους, 12 Οκτωβρίου 1822. Αλληλογραφία, Δ΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1982. 371, 13-15.


Μακρυγιάννης Γιάννης

Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού ειμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.

Απομνημονεύματα, Α΄, η΄. Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Β΄. Αθήναι, 1907. 170-171.




Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.

Απομνημονεύματα, Α΄, θ΄. Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Β΄. Αθήναι, 1907. 200.


Μηνιάτης Ηλίας

Των πονηρών εγχειρημάτων το τέλος είναι η συμφορά.

«Περί Κολάσεως». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 225.


Η συνήθεια με την ανάγκην είναι ωσάν δυναστικός τύραννος, οπού ωσάν πάρη την εξουσίαν διά μίαν φοράν, θέλει να την κρατήση διά πάντα.

«Περί μετανοίας». Διδαχαί, 1717. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 583.




Ημείς ευκολώτερα παραδίδομεν εις άλλα χέρια την ζωήν, παρά την εξουσίαν.

«Περί μετανοίας». Διδαχαί, 1717. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 583.




Δεν είναι πράγμα ούτε πλέα υπερήφανον, ούτε πλέα περίεργον από τον ανθρώπινον νουν. Μ’ όλον οπού η αμαρτία τον εκατέστησε πολλά αδύνατον, μ’ όλον οπού η πίστις τον θέλει ολότελα τυφλόν, αυτός εξαπλώνει εκατόν πτέρυγας, διά να πετάξη εις τα πλέα υψηλά· αυτός ανοίγει εκατόν μάτια, διά να εξετάση τα πλέα απόκρυφα.

«Περί προορισμού». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 207.




Εγώ δεν ηξεύρω, αν δυνηθώ να σας κάμω να καταλάβετε, τι άραγε είναι η αμαρτία. Κανένα πράγμα δεν γίνεται ευκολώτερα, και κανένα δεν καταλαμβάνεται δυσκολώτερα. Και αυτή είναι η αφορμή, οπού εύκολα αμαρτάνομεν, και δύσκολα μετανοούμεν.

«Περί του τι είναι αμαρτία». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 190.


Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων

Εικότως οι άνθρωποι τας μεν προδοσίας αγαπώσι, τους δε προδότας μισούσι. Το γαρ έργον ως επωφελές αποδέχονται, ως επιβλαβή δε τον εργασάμενον αποστρέφονται. Αλλ’ ω της ανοίας και αφελείας των προδιδόντων.

«Περί προδοσίας». Φροντίσματα, 1805. Γεώργιος Κουρνούτος (επιμ.), Λόγιοι της Τουρκοκρατίας, β. Βασική Βιβλιοθήκη, 5. Εκδοτ. οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαροπούλου, 1956. 66.

[Όποιος αναλαμβάνει δημόσια υπηρεσία] τυφλός εισίτω και κωφός εξίτω.

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ίκαρος, 1985. 101.

Μυρτιώτισσα

Σ’ αγαπώ· δεν μπορώ
τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

«Σ’ αγαπώ», 1-4. Κίτρινες φλόγες, 1925. Άπαντα. Alvin Redman Hellas, 1965. 63


Ξενόπουλος Γρηγόριος

Είναι λόγια των παλαιϊκών, του Θεού λόγια, όχι παραμύθια. Κάθε μνήμα, και ας το βλέπουμε κλειστό, έχει δυο πόρτες αθώρητες· μια μέσα, που βγαίνει στον κάτου κόσμο· μια όξω που βγαίνει στον απάνου.

Ψυχοσάββατο, [1911]. Γιάννης Σιδέρης (επιμ.), Νεοελληνικό θέατρο (1795-1929). Βασική Βιβλιοθήκη, 40. «Αετός» Α.Ε., 1953. 321


Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος

Όσοι αξιούσιν ότι μόναι αληθείς απολαύσεις του κόσμου τούτου είναι αι υλικαί απολαύσεις, ημπορούν μεν να είναι απόγονοι τελειότατοι των πιθήκων ους οι φυσιοδίφαι αξιούσι να παραστήσωσιν ως προγόνους και αρχηγέτας του ανθρωπίνου γένους, αλλά ουδέν κοινόν έχουσι προς το γένος των ανθρώπων οίτινες εκλέϊσαν τας πατρίδας αυτών και ους οι γνήσιοι ημών προπάτορες ωνόμαζον «ανδρών ηρώων θείον γένος, οί καλέονται ημίθεοι».

«Αι περιπέτειαι της υστεροφημίας». Ιστορικαί πραγματείαι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1889. 197.




Πολλοί δεν πιστεύουσιν εις τα διδάγματα της ιστορίας· εγώ πιστεύω εις αυτά, διότι διαγαγών τον βίον άπαντα εις το να τα μελετώ, είδον πολλάκις την κύρωσιν των διδαγμάτων τούτων εν τω καθ’ ημάς αιώνι. Λέγω λοιπόν ότι η τύχη της Ανατολής κείται εν ταις χερσί των λαών αυτής ουδέν ήττον ή των πανισχύρων ηγετών της Ευρώπης.

«Ο Ελληνισμός από των Μέσων χρόνων μέχρι της σήμερον εκ περιωπής θεωρούμενος». Ιστορικαί πραγματείαι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1889. 139.


Πολέμης Ιωάννης

Στης ζωής το μονοπάτι
μόν’ η μάγισσα η Απάτη
οδηγεί τον ποιητή,
και βαδίζει πλάι-πλάι
κι όλο τού γλυκογελάει
κι απ’ το χέρι τον κρατεί.
[...]
Και του λέει: «δικά σου είν’ όλα
τα χρυσά, τα μυροβόλα,
όσα θέλεις κι αγαπάς.
Βάδιζε να μη τα χάσεις·
λίγο ακόμα και θα φθάσεις,
λίγο ακόμα και θα πας.
[...]
Και βαδίζει νύκτα-μέρα
και κολλά τα μάτια πέρα,
[...]
Κι αντηχούν τα βήματά του
ώσπου να βρεθεί μπροστά του
ένας λάκκος ―ο στερνός·
και να πέσει και να μείνει...
Θα ’ν’ ο λάκκος που θα γίνει
τάφος του παντοτινός.

Και στον τάφο καθισμένη
θα ’ν’ η Απάτη και θα φαίνει
σάβανα, και θα γελά·
και θα λέει: Αυτός που εχάθη,
έπεσε σε μαύρα βάθη
γιατί κοίταζε ψηλά.

«Επίλογος», 1-6, 19-24, 31-32, 43-54. Κειμήλια, 1904. Γ. Θέμελης (επιμ.), Προβελέγγιος, Δροσίνης, Πολέμης, Στρατήγης, Καμπάς. Βασική Βιβλιοθήκη, 24. «Αετός» Α.Ε., 1953. 281-282.


Παλαμάς Κ

Δεν είναι μόνο των γυναικών αρχόντισσα η μόδα· είναι του κόσμου αρρώστια· δεν περιορίζεται μόνο στη φορεσιά· και σ’ άλλα ανακατώνεται πολλά. Όπου δεν έχουμε δικές μας γνώμες κι αγάπες δικές μας (και μες το δικές μας δε θέλω να ειπώ πράγματα βγαλμένα με το έτσι θέλω από το κεφάλι μας μόνο για να φαινόμαστε πως είμαστε πρωτότυποι και πως δε μοιάζουμε τους άλλους, αλλά πράματα που τα νιώθουμε καλά καλά και τα πιστεύουμε σωστά σωστά)· όπου δεν έχουμε γνώμες κι αγάπες δικές μας, εκεί δε ντυνόμαστε μόνο, μα και συλλογιζόμαστε και μιλούμε και γράφουμε και ζούμε, όχι με το λόγο, αλλά με τη μόδα.

«Η μόδα». Πεζοί δρόμοι, Α΄. 1928. Άπαντα, Ι΄. Mπίρης-Γκοβόστης, [1966]. 56.




Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια· τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει.

Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, «Πρόλογος». 1907. Άπαντα, Γ΄. Μπίρης-Γκοβόστης, [1963]. 296.

Ψαθάς Δημήτρης


Γλωσσούδες γυναίκες σπάνια είναι κακές. Όπως κι άντρες πολυλογάδες. Η κακία είναι σιωπηλή, γεμάτη ευγένεια πολλές φορές και μαεστρία διπλωματική.

«Πτωχοί άνθρωποι!...». Μαντάμ Σουσού. Εκδόσεις Μαρή, 1956. 45


Δεν θέλω βέβαια να με μάθετε γαλλικά, αστείο πράγμα, αλλά να μου τα υπενθυμίσετε.

«Η μεγάλη εξόρμηση». Μαντάμ Σουσού. Εκδόσεις Μαρή, 1956. 130.

Ρίτσος Γιάννης

[...] Το κέρδος
είναι αμφίβολο πάντα μα η ζημιά βέβαιη.

«Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου». Δοκιμασία, 1943. Ποιήματα, Α΄. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 424


Πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.

«Το νόημα της απλότητας», 8. Παρενθέσεις (1946-1947). Ποιήματα, Β´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 453.

Απο:  http://www.snhell.gr/references/quotes/writers.asp  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...