Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ο γέρος και η θάλασσα

Ε.Χεμινγουαίη-Βραβείο Νομπελ

Ήταν ένας γέρος άνθρωπος που ψάρευε μονάχος μέσα σ' ένα καΐκι στο Γκόλφ Στρήμ, κι έβγαινε κάθε μέρα τώρα, ογδόντα -τέσσερις μέρες στη σειρά, δίχως να πιάσει ένα ψάρι.Τις πρώτες σαράντα μέρες ήταν μαζί του κι έν' αγόρι. Αλλά ύστερ' απο σαράντα μέρες χωρίς ψάρι, οι γονιοί του παιδιού , του είπαν πως ο γέρος ήταν πιά οριστικά και τελικά "σάλαο", πράγμα πούναι η χειρότερη μορφή της ατυχίας, και τ'αγόρι έφυγε, όπως το διάταξαν και πήγε μ'εν'άλλο καΐκι που έπιασε τρία γερά ψαρια την πρώτη βδομάδα. Κάτι τέτοιο έκανε τ' αγόρι να θλίβεται έτσι που έβλεπε το γέρο άνθρωπο να γυρνά την κάθε μέρα με το καΐκι του άδειο και πάντα κατέβαινε ως το λιμάνι να τον βοηθήση και να κουβαλήσει για χάρη του , είτε τις αρμιθές , ή το καμάκι , ή τη μεγάλη καλαθούνα, ή και να μαζέψει το πανί τρυγύρω στο κατάρτι. Το πανί κείνο ήταν μπαλωμένο με κομμάτια απο σακκιά τ' αλευριού , κι έτσι λεύτερο κι απλωμένο έμοιαζε σαν το λάβαρο της αιώνια ήττας...


the old man and the sea from hüseyin on Vimeo.

Πατήστε κλικ στα βελάκια για μεγένθυση.

Περί επαναστάσως πρός τους εφήβους με αγάπη

Αγαπητοί μου έφηβοι

Ένας Σέρβος άγιος, ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς, είχε γράψει σπουδαία λόγια γιά την ιδέα της επαναστάσεως.
Τι είναι επανάσταση το γνωρίζετε. Είναι η προσπάθεια που κάνει κάποιος ή ομαδικά, με σκοπό την ανατροπή μιάς εξουσίας π.χ. ξεσηκώνονται κάποιοι δυναμικά κατά του κατεστημένου που λένε για να απαλλαγούν απο κάτι που τους πνίγει ή απο κάποιους ανθρώπους ή απο κάποια νομοθεσία κ.λπ., και να ζήσουν έναν άλλο τρόπο ζωής. Για να χαρούν μία καοινωνία με αλληλοσεβασμό , με ευγνή άμιλλα, με ελευθερία και δικαιοσύνη.
Η ιστορία γνώρισε πολλές επαναστάσεις και επαναστάτες.
Ο ανωτέρω άγιος αναφέρεται στην επανάσταση του χριστιανισμού.
Ήταν όντως ο Χριστός μας επαναστάτης, αδελφοί μου;
Βεβαίως ήτανε!
Ποιό είναι όμως το επανασταστικό Του πνεύμα;
Το να επαναστατείς κατά του κακού.
Ο χριστιανός επαναστάτης μισεί το κακό και όχι τον κακό. Δεν μπορείς να γίνεις αληθινός επαναστάτης, εάν πρώτα δεν επαναστατήσεις κατά του κακού εαυτού σου. Καιτά της ιδιοτέλειας , του ατομισμού και των αδυναμιών , που κατακερματίζουν και καταρρακώνουν τον εαυτό μας και τον πλησίον.
"Εάν επανάσταση σημαίνει το γκρέμισμα και την καταστροφή, (λέγει ο Άγ. Νίκ. Βελιμίροβιτς), τότε θα είναι ύβρις, εάν ονομάσουμε τον Χριστό επαναστάτη. Εάν επανάσταση σημαίνει εκδίκηση και αίμα για το αίμα και φωτιά για την φωτία, τότε οι επαναστάτες θα μπορούν να ονομάζουν κάθε άνθρωπο στον κόσμο αδελφό τους, αλλά όχι τον Χριστό.
Ο Χριστιανός επαναστάτης δεν είναι υπηρέτης των αδυναμιών του και δικαστής των άλλων.
Εάν επαναστάτες είναι μόνο οι δολοφόνοι- φανεροί ή αφανείς- , και οι επαγγελματίες δημαγωγοί της ανατροπής, τότε μόνο οι άπιστοι θα μπορούσαν να λογαριάσουν τον Σωτήρα σ' αυτή την άπιστη συντροφία.
Ο χριστιανός επαναστάτης είναι δυνατός, διότι ο Αρχηγός του είναι παντοδύναμος. Είναι σταθερός και αμετασάλευτος απο τον αγώνα του , διότι σε κάθε του στόχο και σκοπό θεμέλιος λίθος είναι ο Χριστός.
Έχεις αγάπη και είναι αγαπητός και αποτελεσματικός.
Ελπίζει και καρποφορεί.
Εάν οι γονείς σου, καλέ μου έφηβε, εμφορύνται απο το επαναστατικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, θα το καταλάβεις απο τα εξής:
-Εάν απο μικρό σε οδήγησαν στον Χριστό μας και σε έμαθαν να μην ντρέπεσαι να το ομολογείς.
-Εάν αγωνίζονται να μη σε κάνουν ατομιστή , χαϊδεμένο και δικτάκτορα του σπιτιού.
-Εάν κατά το μέτρο των δυνάμεών τους σου μαθαίνουν να ξεχωρίζεις το καλό απο το κακό.
-Το ανιδιοτελές και γνήσιο γονικό ενδιαφέρον δεν έχει σχέση ούτε με την αδιαφορία φυσικά αλλά και ουτε με την υπερπροστασία.
-Τα παιδά τους οι γονείς τα αντιμετωπίζουν ως ελεύθερα πρόσωπα. ΄Οπως ο Τριαδικός μας Θεός τον άνθρωπο.
-Ορισμένοι γονείς αποκρύπτουν το κακό απο τα παιδά τους και τα αφήνουν χωρίς πνευματικά αντισώματα. Πως θα αντιμετωπίσουν αύριο το κακό χωρίς όπλα, όταν θα έλθουν αντιμέτωποι με αυτό;
Ω, πόσα παιδιά στον κόσμο διαπαιδαγωγήθηκαν για υπηρέτες του κακού με την εύνοια των γονέων , των διδασκάλων , των φίλων...
Μικρά μας Ελληνόπουλα. Είμαστε όλοι μικρά λιθαράκια της Ελληνικής Ιστορίας.
Στις δύσκολες μέρες που ζούμε ας προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε μέσα μας το γνήσιο και αληθινό επαναστατικό πνεύμα του Λυτρωτού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ο δρόμος είναι μεγάλος. Απαιτούνται θυσίες πολλές.
Επειδή το πλάσμα Του σήμερα δεν αναζητά την ειρήνη Του, γι' αυτό συσσώρευσε στην ζωή του τόσα αδιέξοδα! Απο την πνευματική χρεοκοπίας μας έρχεται (ήλθε) καλπάζουσα και η οικονομική.
Φίλοι μου έφηβοι. Σημαία μας και σημαία όλου του κόμσου ας είναι ο Σταυρός του Κυρίου μας.
ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ
Είναι η σημαία της ελπίδας. Είναι η σημαία του επαναστάτου χριστιανού. Εάν χαθεί απο την γαλανόλευκη, θα χαθεί και το έθνος μας.
Χωρίς Σταυρό ανάσταση δεν θα δούμε.
Το θέμα της δημιουργίας επαναστάσως είναι αρκετά βαθύ. Η δημιουργία θέλει δουλειά, κόπο και υγιή εθελοντισμό.
Επειδή απουσιάζουν απο την ζωή μας -το ΕΓΩ δεν θυσιάζεται εύκολα, δεν ιδρώνει , που λέμε, για τον άλλον- το θυμικό και ενεργητικό της ψυχής , αντί να συμβάλει θετικά στη διόρθωση των όσων αρνητικών της κοινωνία, απρακτεί ή ενεργοποιείται, και απο πολλούς δυναμικά μεν αλλά εμπαθώς και φυσικά όχι οικοδομητικά.
Ας έχουμε προτυπα του Αγίους Αποστόλους. Όλη τους τη ζωή ήταν μιά επανάσταση, γιατί γνώρισαν την Ανάσταση. Αν θα έμεναν σε μαρμάρινα παλάτια δίπλα στους εξουσιαστές της εποχής εκείνης, ο κόσμος δεν θα τους πίστευε. Όταν μιλούσαν περί Αναστάσως, άλλοι γελούσαν , άλλοι τους θεωρούσαν μεθυσμένους και άλλοι πληρωμένους. Όταν τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ίδια λόγια απο το στόμα τους, τότε άρχισαν (οι ειδωλολάτρες)να σκέφτονται. Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι όυτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περι ανάστάσως, τους πίστεψαν.
Τους φτωχούς ψαράδες, με την χάρι του Αναστάντος Ιησού Χριστού και μόνο, μπορούμε να τους ακολουθήσουμε. Είθε να την αναζητήσουμε. ΑΜΗΝ.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΣΑΑΚ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΥ ΚΕΛΛΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΘΕΟ

   ¨Ηταν κάποτε ένας βασιλιάς που είχε μεγάλο καημό να δεί τον Θεό. Άν και όλα πήγαιναν καλά στη χώρα του και θα έπρεπε ώς βασιλιάς να είναι ευτυχισμένος, είχε αυτό το μεγάλο βάσανο: ήθελε να δεί τον Θεό για να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γι' αυτό ανακοίνωσε σε όλη τη χώρα του πως θα έδινε, εφόσον είχε τα μέσα, όποια αμοιβή του ζητούσε εκείνος που θα κατάφερνε να του δείξει το Θεό. Κατα καιρούς διάφοροι σοφοί, επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιερωμένοι, ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες, παρουσιάζονταν υποσχόμενοι να του δείξουν το Θεό. Το μόνο που πρόσφεραν στο βασιλιά, ωστόσο, ήταν θεωρητικολογίες, που καθόλου δέν τον ικανοποιούσαν, "δέν ζήτησα να μου αποδείξεις, να μου δείξεις ζήτησα, να τον δώ το Θεό ζήτησα" φώναζε και διέταζε να μαστιγώνουν και να διώχνουν με τις κλωτσιές όλους αυτούς που υπόσχονταν να δείξουν το Θεό, αλλα δέν τον έδειχναν. Ο βασιλιάς βαρέθηκε πιά όλους αυτούς τους σοφούς που φιλοδοξούσαν να του δείξουν το Θεό, και ανακοίνωσε πως στο εξής όποιος υποσχόταν πως θα του έδειχνε το Θεό χωρίς να του τον δείξει, θα εκτελούνταν. Τότε, παρουσιάστηκε ένας απλός άσημος αγρότης, που έτυχε να ακούσει την μεγάλη επιθυμία του βασιλιά, "εγώ θα σου δείξω τον Θεό, καθώς το θέλεις" είπε. Ο βασιλιάς τον κορόιδεψε: "τί γνώσεις έχεις εσύ; τί έχεις σπουδάσει; τόσοι και τόσοι μορφωμένοι μου υποσχέθηκαν, κανείς δέν κατάφερε να μου δείξει το Θεό. Τώρα εσύ τί θα καταφέρεις; Θα μου προσφέρεις και εσύ μιά απο τα ίδια, θεωρητικολογίες, και θα χάσεις τη ζωήσου!". - "Λυπάμαι που δέν είχα την τύχη να σπουδάσω", απάντησε ο φτωχός αγρότης, "αλλα καταδέξου να κάνεις ό,τι σου πώ, και άν δέν σου δείξω το Θεό, στο χέρι σου είναι να με εκτελέσεις. Έλα να ανεβούμε μαζί στην ταράτσα του παλατιού". Ανέβηκε λοιπόν ο βασιλιάς με τον αγρότη στην ταράτσα, ήταν καταμεσήμερο, ο ήλιος σε όλητου τη λάμψη, λέει τότε ο αγρότης: "κοίταξε τον ήλιο". - "δέν μπορώ, θα στραβωθώ" - "πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέω, προσπάθησε όσο μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο κατάματα, όση πιό πολλή ώρα μπορείς". Προσπάθησε ο βασιλιάς να κοιτάξει τον ήλιο για κανένα δευτερόλεπτο, περισσότερο δέν άντεξε, θαμπώθηκαν τα μάτια του, ήταν για ώρα τυφλωμένος. - "πού το πάς; θέλεις να με στραβώσεις; μιά στιγμή κοίταξα και στραβώθηκα, δέν μπορώ άλλο!". - "Ωστε έτσι! τον ήλιο δέν μπορείς μιά στιγμή να κοιτάξεις! Άμα δέν μπορείς να δείς αυτό το φώς που δημιούργησε ο Θεός, πώς θα μπορούσες να δείς τη λάμψη του ίδιου του Θεού που δέν δημιουργήθηκε! Τί είναι ο ήλιος μπροστά στον Θεό; μιά μόνο ακτίνα είναι απο την όλη δημιουργία του Θεού! Μιά μόνο ακτίνα είναι απο το φώς του Θεού! Ξέρεις πόσα άλλα φώτα σάν αυτό και μεγαλύτερα έχει ο Θεός δημιουργήσει;"

Σάν το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, με θαμπωμένα ακόμη τα μάτια που προσπάθησε να κοιτάξει τον ήλιο, ανατρίχιασε, ταράχτηκε, και δάκρυσαν τα θαμπωμένατου μάτια. "Αυτό που τόσα χρόνια ζητούσα, τώρα το βρήκα" είπε.

"Θα σου δώσω, καθώς υποσχέθηκα, ό,τι αμοιβή μου ζητήσεις. Μόνο σε παρακαλώ εξήγησεμου κάτι ακόμη: τί κάνει ο Θεός;". - "Βασιλέα μου, αυτό δέν είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς, αλλα για να σου δώσω να καταλάβεις, πρέπει να μου δανείσεις τα βασιλικά σου ρούχα, το σκήπρο και το στέμμα, και εσύ φόρα για λίγο τα δικάμου". Φόρεσε λοιπόν ο αγρότης τα ρούχα του βασιλιά και το στέμμα, και κρατώντας το σκήπτρο κατέβηκε στην αίθουσα όπου περίμεναν συναγμένοι όλοι οι υψηλότεροι αξιωματούχοι και οι εκπρόσωποι του λαού. "Ο βασιλιάς σας ευχαριστήθηκε που του έδειξα το Θεό, γι' αυτό έδωσε τον θρόνο σε μένα, και ο ίδιος δέν θα έχει κανένα αξίωμα. Ευχαριστώ την τύχη που μου έδωσε άξιους και πιστούς σάν εσάς υπηκόους, και υπόσχομαι πως θα αφιερώσω όλεςμου τις δυνάμεις για τη δικήσας ειρήνη και ευημερία". "Ζήτω ο νέος μας βασιλιάς!", φώναξε όλος ο κόσμος που ήταν μέσα στην αίθουσα, γονάτισαν όλοι και τον προσκύνησαν, και δόξαζαν το Θεό που τους έδωσε έναν βασιλιά που κανένας άλλος δέν είχε τη σοφία του. Στο μεταξύ ο βασιλιάς με τα ρούχα του αγρότη βαρέθηκε να περιμένει στην ταράτσα, κατέβηκε στην αίθουσα του θρόνου, και τί να δεί! τον αγρότη να κάθεται στο θρόνο, και όλοι οι ανώτατοι και άλλοι αξιωματούχοι να τον προσκυνάνε για βασιλιά! "Τί κάνετε", φώναξε, "εγώ είμαι ο βασιλιάςσας! πώς βάλατε στο θρόνο έναν άσημο αγρότη, που μέχρι χτές ούτε εσείς τον ξέρατε ούτε κανένας! Έι, κατέβα, απο το θρόνο και δώσεμου το σκήπτρομου και όλα εκείνα που φοράς!". Όλοι όμως γέλασαν και έπειτα αγανάκτησαν με τα λεγόμενα του "παλιού" βασιλιά, δέν τον άφησαν να πλησιάσει στο θρόνο, τον πήραν σηκωτό και τον πέταξαν έξω απο το παλάτι μονάχο με τα ρούχα που φορούσε. Τότε ο φτωχός αγρότης ο καθισμένος στο θρόνο ζήτησε την άδεια των "υπηκόων"του και βγήκε απο το παλάτι, φώναξε τον μέχρι πρό τινος βασιλιά, και του είπε: "βασιλιά μου, δέν λιμπίστηκα το θρόνο και τη βασιλεία, σου τα δίνω αμέσως πίσω σάν τα θέλεις. Μόνο έπαιξα αυτό το παιχνίδι για να πάρεις μιά ιδέα του τί κάνει ο Θεός. Ποιός έκανε εσένα, ποιός έφτιασε εμένα, ποιός έπλασε αυτό το πλήθος που τώρα με επευφημεί; Σε μιά στιγμή τα πάντα αναποδογυρίζουνε, οι τελευταίοι άνθρωποι γίνονται βασιλείς και οι βασιλείς πετιούνται σάν τα σκυλιά. Τη μιά οι αυλικοί και όλο το κράτος προσκυνάνε ένα Aν άνθρωπο που μέχρι χτές δέν τον ξέρανε, την άλλη κάνουν μιά επανάσταση και ρίχνουν δυναστείες που κράτησαν χιλιάδες χρόνια. Μιά μέρα βλέπεις έναν άνθρωπο στο παζάρι, την άλλη μέρα μπορεί να βρεθεί μέσα στο μνήμα. Όλοι νομίζουμε πως ό,τι ξέρουμε είναι το σωστό, κι όμως απο τη μιά στιγμή στην άλλη αλλάζουμε τελείως τη γνώμη μας. Ποιός είναι αυτός που αφήνει το μυαλό μας να πλανηθεί; ποιός είναι που φωτίζει το μυαλό μας; Σάν πάω τώρα και ξαναμιλήσω στο συμβούλιο τον αυλικών, αμέσως εσύ θα ξαναγίνεις βασιλιάς. Με ποιανού την άδεια γίνονται όλα αυτά;". "Ναί", έκανε με λυγμούς σκύβοντας το κεφάλι  του συντετριμμένος ο (μέχρι πρότινος) βασιλιάς, "καταλαβαίνω".

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας


Ἰωάννης πένησι δοὺς καὶ σκορπίσας,
Ὢ ποῖα Χριστῷ νῦν παρεστὼς λαμβάνει!
ᾬχετο ἀκτεάνων δυοκαιδεκάτῃ Ἐλεητής.


Βιογραφία
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων γεννήθηκε στην Αμαθούντα της Κύπρου (η Αμαθούς, ήταν η σημερινή Παλαιά Λεμεσός). Ήταν γιος του άρχοντα Επιφανίου και της Ευκοσμίας και έζησε στα χρόνια του Βασιλιά Ηρακλείου (615 μ.Χ.).

Όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέθρεψαν με τη σύζυγό του σαν αληθινοί χριστιανοί γονείς. Γρήγορα, όμως, η γυναίκα του και τα παιδιά του πέθαναν. Ο Ιωάννης είχε μεγάλη περιουσία και του έγιναν πολλές προτάσεις να κάνει καινούργια οικογένεια. Όμως τις απέρριψε όλες, απαντώντας: «Νομίζω, προς όλους είμαι οφειλέτης. Και δεν το νομίζω μόνο. Είμαι. Διότι οι χριστιανοί έχουμε αλληλεγγύη. Δεν το λέει ο Παύλος; Εἴμεθα μέλη ἀλλήλων. Αφού, λοιπόν έχω τη δυνατότητα να δώσω στους αδελφούς μου, άρα είμαι και υποχρεωμένος να δώσω. Να γιατί εργάζομαι και δε θα πάψω να το κάνω. Η περιουσία μου δεν μπορεί να είναι ανώτερη απ' αυτά τα χρέη μου».

Για τη λαμπρότητα της ζωής του, ο Ιωάννης έγινε αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Διέπρεψε σαν πνευματική λυχνία στην πατριαρχεία πολλά χρόνια και έκανε πολλά θαύματα. Επειδή δε μοίραζε πλουσιοπάροχα στους φτωχούς την ελεημοσύνη ονομάστηκε Ελεήμων. Είχε καταστεί τόσο σεβάσμιος, ώστε και αυτοί οι ειδωλολάτρες τον σέβονταν. Τελικά, ειρηνικά παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στο Θεό το 620 μ.Χ. Και είναι μακάρια η ψυχή του, διότι ο Κύριος λέει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» ( Ευαγγέλιο Ματθαίου, ε' 7). Μακάριοι, δηλαδή, είναι οι ευσπλαχνικοί στη δυστυχία του πλησίον, διότι αυτοί θα ελεηθούν από το Θεό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν τῇ ὑπομονῇ σου ἐκτήσω τὸν μισθόν σου Πάτερ, Ὅσιε, ταῖς προσευχαῖς ἀδιαλείπτως ἐγκαρτερήσας, τοὺς πτωχοὺς ἀγαπήσας, καὶ τούτοις ἐπαρκέσας· Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Ἰωάννη Ἐλεῆμον μακάριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
http://www.saint.gr

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ «ΣΗΜΑΔΑΚΙ»

Χειμώνας του ’41. Πιο βαρύς χειμώνας δεν ξανάχε γίνει στην Αθήνα. Πιο βαρύς και πιο πεινασμένος. Τη μια μέρα μοιράζουν οι φούρνοι ψωμί και την άλλη όχι. Την περασμένη βδομάδα κάνανε να δώσουν ψωμί συνέχεια πέντε μέρες. Ύστερα, την έκτη μέρα, μοίρασαν ένα ψωμί που δεν είναι μήτε κριθάρι, μήτε σκήβαλο. Λεν ότι είναι σκουπόψωμο – κίτρινο σα μπομπότα και οι φουρναρέοι το αφήνουν επιτούτου άψητο, για να βαραίνει πιο πολύ. Καθώς το πιάνεις στα χέρια σου, κολλάει στα δάχτυλά σου απάνω ένα στρώμα από μαυροκίτρινο ζυμάρι. Η ίδια αυτή η γλίνα κολλάει κι απάνω στον ουρανίσκο σου, καθώς το καταπίνεις μπουκιά μπουκιά. Το καταπίνεις και σου έρχεται να κλάψεις.
            Τρεις μέρες έβρεξε συνέχεια και την τέταρτη πήγε και βγήκε ήλιος. Μα ένας ήλιος κακομοίρης και μίζερος. Λειψός σα με δελτίο. Κρυώνεις πιο πολύ παρά πριν που έβρεχε και δεν είχε ήλιο.
            Είναι ένα «σημαδάκι» στη γωνιά του δρόμου. Από μακριά καθώς το παίρνει το μάτι σου, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις καλά καλά τι είναι. Μπορεί να είναι άνθρωπος, μπορεί και όχι. Όσο περισσότερο σιμώνεις, αρχίζεις να ξεχωρίζεις το σχήμα από άνθρωπο. Κι όταν φτάνεις πιο κοντά του, τότε λες ότι έτσι είναι.
            Δεν είναι παραπάνω από δέκα χρονών αυτό το «σημαδάκι». Το σακάκι που φοράει είναι μακρύ, τα μανίκια φτάνουν σχεδόν ίσαμε τις άκρες από τα δάχτυλα των χεριών. Αυτά τα δάχτυλα είναι βρώμικα από την απλυσιά και μελανιασμένα από το κρύο. Ωστόσο, σου είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις, από τι είναι μαύρα το πιο πολύ – από την απλυσιά ή από το κρύο. Το ίδιο και τα πόδια. Ξιπόλητα και θεόγυμνα ίσαμε ψηλά το μερί. Και λιγνά, σαν ξυλένια. Λες ότι τώρα, αν κάνει πως σηκώνεται το παιδί και θελήσει να στηρίξει απάνω τους το βάρος του κορμιού του, τα καλαμένια αυτά ποδαράκια θα κάνουν κρακ και θρυμματιστούν σα γυαλένια. Μα πάλι, τούτο το κορμάκι είναι τόσο μικρό και τόσο στεγνωμένο, που μπορούν να το βαστήξουν ακόμα και δύο σπιρτόξυλα.
            Το πιο πολύ, σ’ αυτό το κορμάκι βαραίνει ο σάκος που φοράει. Του φτάνει ίσαμε τ’ αστραγάλια των ποδιών, του πνίγει σχεδόν τα χέρια, με δυσκολία ξεφεύγει και γλυτώνει από το φαρδύ γιακά του το κεφαλάκι του παιδιού. Ένα κεφάλι σαν του πουλιού. Το πετσί κολλάει πάνω στα κόκαλα – κ’ έτσι όλο το μούτρο μοιάζει με κοκαλιάρικη φιγούρα. Τα μάγουλα, το πηγούνι, το κούτελο, όλα ξέσαρκα. Λίγη σάρκα έχουν μονάχα τα χείλια – μα είναι στεγνά κι ασάλευτα κι αυτά, τόσο πολύ, που λες ότι είναι ψεύτικα. Μένουν ακόμα τα μάτια. Να είχαν, τουλάχιστο, αυτά ένα κάποιο φως, θα έδειχνε αλλιώτικο τούτο το στεγνωμένο μούτρο του μικρού παιδιού. Αυτά, όμως, τα μάτια είναι άχρωμα κι ανέκφραστα. Στυλώνονται απάνω σου έτσι κρύα, που για μια στιγμή θαρρείς ότι ο αέρας που φυσάει γίνεται ακόμα πιο παγωμένος από πρώτα.
            Σ’ αυτή τη θέση το βρίσκεις από το πρωί ίσαμε το βράδυ. Όποιαν ώρα περάσεις, θα το ιδείς. Ασάλευτο και παγωμένο. Έχει μπροστά κ’ ένα τενεκεδένιο κουτί. Σπάνια το βλέπεις γεμάτο αυτό το κουτί. Το παιδί είναι πάντα σιωπηλό κ’ έχει τόσο παγωμένα, ανέκφραστα μάτια…Ίσως και να μην το έχουν δασκαλέψει, πώς πρέπει να φέρεται, για να τραβάει τη συμπόνια των περαστικών.

            - Έχεις πατέρα;
            Το μικρό κεφάλι, που μοιάζει με κεφαλάκι πουλιού, κουνήθηκε αρνητικά.
            - Μητέρα;
            Τούτη τη φορά, το κεφάλι κουνήθηκε αντίθετα.
            - Αδέρφια;
            Το ίδιο.
            Αυτά, είναι λόγια παιδιού. Λόγια που βγαίνουν από νοήματα. Άλλοι, από περιέργεια ίσως, μπόρεσαν, κι έμαθαν πιο πολλά γι’ αυτό. Είναι ορφανό από πατέρα κι έχει τη μητέρα του άρρωστη κατάκοιτη στο κρεβάτι. Υπάρχουν ακόμα άλλα δυο παιδιά ύστερα από το δικό μας το «σημαδάκι». Ζουν κι αυτά από τη ζητιανιά. Μέσα στο τενεκεδένιο κουτί μαζεύονται δεκάρικα, εικοσάρικα, πενηντάρια.
            Καμιά φορά – πιο πέρα από το στέκι του παιδιού έχει φούρνο – καθώς περνούν από μπροστά του με το ψωμί στο χέρι οι γειτόνοι, ένας στους εκατό, στους διακόσιους, στους πολλούς, ας πούμε, σταματάει μπροστά του.
            Σταμάτησε μια γυναικούλα, που έσερνε από το χεράκι του ένα μικρό πέντε με έξη χρονών. Το μικρό τσίριζε και γύρευε ψωμί. Η φτωχούλα έκοψε ένα κομμάτι ψωμί από το κομματάκι που της είχε δώσει ο φούρναρης, το ξανάκοψε στα δυο, έδωσε τη μια μπουκιά στο δικό της παιδί και την άλλη στο ξένο. Αυτό την πήρε από τα χέρια της, την έκρυψε στη χουφτίτσα του ενός χεριού και κοίταξε τη φτωχιά καλά καλά με τα κρύα του μάτια. Η γυναίκα κοντοστάθηκε.
-          Φάτο ντε, του κάνει.
Το «σημαδάκι» δεν έδωσε απάντηση. Μόνο που εξακολούθησε να κοιτάζει την παράξενη κείνη γυναίκα που μοίραζε το ψωμί της στους ξένους. Κι αυτή του ξαναμίλησε:
-          Φάτο, παιδάκι μου, να στυλωθείς μια σταλιά…
            Τότε το παιδί πήρε μια ψίχα από τη μπουκίτσα του ψωμιού και την έβανε στο στόμα του. Βάλθηκε να την πιπιλάει με τη γλωσσίτσα του, σαν καραμέλα, ώρα πολλή. Ύστερα, λέει της γυναίκας που το παρακολουθούσε:
            - Δεν πεινάω…
            Και βάζει το άλλο κομματάκι του ψωμιού παράμερα. Τότε, η φτωχιά γυναικούλα αναστέναξε βαθιά, έκοψε άλλο ένα κομματάκι από το ψωμί που της είχε δώσει ο φούρναρης, το ακούμπησε κι αυτό πλάι στο άλλο.

            Το βράδυ ό,τι μαζεύει – λεφτά, ψωμί, φαγάκι, ό,τι – το πηγαίνει σπίτι του. Μια μικρή καμαρούλα, κατά το Λυκαβηττό. Κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Ισίδωρου. Μια Κυριακή πρωί, κράτησε από το τενεκεδάκι χρήματα το αδύνατο παιδί, ανέβηκε ίσαμε την εκκλησούλα, πήρε ένα κερί από το παγκάρι και το άναψε με δέος μπροστά σε μιαν εικόνα. Ύστερα, στάθηκε για κάμποσο ασάλευτο μπροστά της. Ούτε τα χείλια του σάλεψαν, μήτε τα μάτια του ζεστάθηκαν. Η μητέρα του κάθε μέρα πάει στο χειρότερο.
            Κείνο το πρωί πήγε πιο αργά από τις άλλες μέρες στη «δουλειά» του. Όταν βρέχει, πηγαίνει και κάθεται από έναν τσίγκο, για να μην το βρίσκει η βροχή. Η υγρασία του περνάει τα κόκαλα. Και αφού, καθώς είπαμε, δεν έχει μείνει άλλο από κόκαλα απάνω του, πες ότι το αγγίζει γραμμή στην καρδιά.
            Κάθε μέρα που περνάει και του βαθουλώνει όλο και πιο πολύ τα μάτια μέσα στις κόχες τους. Να πεις πως αδυνατίζει πιο πολύ κάθε μέρα, αυτό δεν στέκει, γιατί το «σημαδάκι», δεν έχει από καιρό σταλιά πια κρέας επάνω του.
            Ένα πρωί, κάποιος γέρος σωριάστηκε από την πείνα κάμποσα μέτρα πιο μακριά από το παιδί. Ειδοποίησαν το Σταθμό Πρώτων Βοηθειών και σε λίγο έφτασε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και «μάζεψε» το γέρο. Κάποιος από τη γειτονιά έδειξε πιο πέρα το παιδί στους νοσοκόμους και τους είπε:
            - Δεν το μαζεύετε και τούτο; Δε στέκει καλά στα πόδια του…
            Οι άνθρωποι από το αυτοκίνητο το κοίταξαν και είπανε:
            - Ας το να πέσει πρώτα…Εμείς μαζεύουμε μονάχα εκείνους που πέφτουν…
            Ξαναπήδησαν στο αυτοκίνητο, έβαλαν μπρος τη μηχανή κι έφυγαν, γρήγορα καθώς είχαν έρθει…Το παιδί ούτε άκουσε, μήτε κατάλαβε. Μονάχα στύλωσε για λίγο τα μάτια του στην κοψιά του αμαξιού που χανόταν στο βάθος του δρόμου.

            Εκείνη τη μέρα μοιράσανε σαράντα δράμια ψωμί οι φούρνοι. Βγήκε και ένας ήλιος λιγότερος τσιγκούνης από άλλοτε. Μονάχα το παιδί δε φάνηκε, για πρώτη φορά, στο στέκι του.
            - Θα ’φαγε σήμερα τα σαράντα δράμια του και χόρτασε...
            Είπανε δυο περαστικοί, που του ρίχνανε, καμιά φορά στο τενεκεδάκι του, μα δεν είχαν όρεξη να γελάσουν μήτε κ’ οι ίδιοι με το αστείο τους.
            Πέρασαν ακόμ’ άλλες δυο μέρες – πάντα καλοκαιρία και με σαράντα δράμια ψωμί τη μέρα – και η γωνιά του δρόμου εξακολουθούσε να μένει πάντα άδεια. Ώσπου την τέταρτη μέρα ξαναφάνηκαν στο «στέκι» του παιδιού το ίδιο μακρύ σακάκι, τα ίδια λιγνά και βρώμικα χέρια και πόδια. Όλα ίδια, καταΐδια – μόνο τα μάτια ήταν αλλιώτικα. Τούτο το «καινούργιο» παιδί φορούσε τα ρούχα του αλλουνού, μα δεν ήταν το ίδιο. Αυτουνού τα μάτια ήσαν λιγότερο παγωμένα από του πρώτου και τα χείλια του σαλεύανε, μιλούσανε.
            - Ο αδερφός μου – έλεγε άμα το ρωτούσαν, μα ακόμα και δίχως να το ρωτούν μιλούσε – έπεσε άρρωστος και πέθανε πριν δυο μέρες…
            Έτσι απλά. Μέσα σε τόσο λίγον καιρό, σε λιγότερο από δυο χρόνια, έχει τόσο πολύ απλουστευτεί η ζωή, που δεν κάνει σαν άλλοτε εντύπωση όταν έρχεται και σμίγει με το θάνατο. Πεθαίνουν τόσοι πολλοί κάθε μέρα…Και, το πιο πολύ τη νύχτα. Όσοι έχουν σφραγιστεί από το κρύο και την πείνα για να φύγουν, σέρνονται με το φως της μέρας στους δρόμους, κάνουν την ύστατη προσπάθεια να κρατηθούν, λες και τρομάζουν να σωριαστούν μέσα στο φως, λες και περιμένουν το σκοτάδι για να φτάσουν στο τέλος. Άμα φτάσει η νύχτα, τότε δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα πια. Θα βυθιστούν στο σκοτάδι της, θα γίνουν ένα μαζί του. Δε θα τους ιδεί, δε θα τους προσέξει κανένας την ώρα που θα πεθαίνουν. Καθώς δεν τους είχε προσέξει κανένας και τον καιρό που πολεμούσανε να κρατηθούν στη ζωή.
            Το ίδιο τενεκεδένιο κουτί βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά στο καινούργιο αυτό παιδί της γωνιάς του δρόμου. Από τον κόσμο που περνάει από κει, σταματάει πότε πότε κάποιος κι αφήνει κάτι στο κουτί. Και το «καινούργιο σημαδάκι» μιλάει άμα το ρωτούν – γιατί, απ’ όσους ξέρανε το πρώτο, λίγοι καταλαβαίνουν τη διαφορά – άμα το ρωτούν, λοιπόν, μιλάει για το άλλο «σημαδάκι» που πέθανε και δε θα ξαναφανεί πια στο στέκι του. Κι έτσι που μοιάζουν τα δυο τους αναμεταξύ τους – το ίδιο μακρύ σακάκι, το ίδιο λιγνό κορμί, το ίδιο τενεκεδένιο κουτί – τίποτα δε μοιάζει να έχει αλλάξει σε κείνη τη γωνιά του δρόμου. Μόνο που σήμερα βγήκε πιο πλούσιος ήλιος και οι φούρνοι μοιράσανε σαράντα δράμια ψωμί… 


Άλκης Κ.Τροπαιάτης

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Τα θαύματα του Ιησού σε ενότητες.

Τα θαύματα που αναφέρονται στα Ευαγγέλια εντάσσονται σε τρείς βασικές ενότητες: επεμβάσεις στη φύση , θεραπείες ασθενειών , αναστάσεις νεκρών.

Επεμβάσεις στη φύση ήταν· η μετατροπή του νερού σε κρασί( γάμος Κανά), η συλλογή των ιχθύων , ο πολλαπλασιασμός των άρτων και των ιχθύων  στην έρημο, η κατάπαυση της τρικυμίας, ο "περίπατος" στα κύματα, η ξήρανση της συκής.

Θεραπείες· του δαιμονισμένου της Καπερναούμ, της πεθεράς του Πέτρου, του λεπρού, του παραλυτικού , του δαιμονισμένου  των Γεργεσινών , της αιμορρούσας, του τυφλού , του επιληπτικού παιδιόυ, του δούλου του εκατόνταρχου, του υδρωπικού, των δέκα λεπρών, του εκ γεννετής τυφλού κ.α.

Αναστάσεις νεκρών· της κόρης του Ιάειρου, του υιού της χήρας της Ναΐν, του φίλου του λάζαρου.

Ευαγγέλου Π. Λέκκου
Θεολόγου
τ. Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...