Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ


Το 1919, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, πέρασε από τη Ρωσία, όπου και επισκέφθηκε διάφορες μονές. Σ’ ένα από τα ταξίδια του με τραίνο, καθόταν απέναντι από ένα έμπορο. Αυτός άνοιξε μπροστά του μια ταμπακιέρα και του προσέφερε τσιγάρο «φιλικά», ίσως ειρωνικά, αφού ο άθεος κομμουνισμός είχε ήδη επικρατήσει, μα πάνω απ’ όλα δοκιμαστικά για το φρόνημα του ασκητού.
Ο άγιος Σιλουανός ευχαρίστησε το συνεπιβάτη  του και αρνήθηκε την προσφορά.
Τότε ο έμπορος ρώτησε αν ο λόγος της άρνησης ήταν η θεώρηση του καπνίσματος ως «αμαρτία». Πρόσθεσε δε, ότι κατ’ αυτόν το κάπνισμα βοηθάει στην πολυάσχολη ζωή, αφού είναι αναγκαίο να σταματάει κανείς την ένταση στην εργασία και να αναπαύεται για λίγα λεπτά. Επίσης ανέφερε ότι διευκολύνει την επαγγελματική ή τη φιλική συνομιλία και γενικά τη ροή της ζωής. Συνέχισε δε, να προσθέτει  και άλλα πλεονεκτήματα του καπνίσματος για να πείσει τον ασκητή.
Ο άγιος άκουγε αμίλητος και κάποια στιγμή είπε στο συνεπιβάτη του· «Κύριε πριν καπνίσετε προσευχηθείτε κάθε φορά λέγοντας το ‘Πάτερ ημών’».
Ο έμπορος απάντησε ότι αυτό φαινόταν σ’ αυτόν ανάρμοστο.
Ο άγιος Σιλουανός τότε είπε· «Κάθε έργο προ του οποίου δεν αρμόζει η ατάραχος προσευχή καλύτερα να μη γίνεται». 

Από το βιβλίο του Κων/νου Μαμμά, ιατρού χειρούργου, «Κάπνισμα; Οι επιπτώσεις του στην υγεία και οι τρόποι διακοπής του», Αθήνα 2009, σελ. 93

http://www.pmeletios.com

Από πότε λέμε «γεια σου»;


 
Πώς μίλαγαν οι Έλληνες του 14ου αιώνα;
Σπανιότατη αναφορά  σε Ιταλικό ποίημα

http://www.24grammata.com
Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος* (www.sarantakos.com)
Ο φλωρεντινός διδακτικός ποιητής Fazio degli Uberti (1305- περ. 1369) μπορεί να μην είναι γνωστός παρά σε ελάχιστους, αλλά αξίζει την προσοχή μας από σπόντα. Ήταν γόνος παλιάς φλωρεντινής οικογένειας (του κλάδου των Γιβελίνων) που μνημονεύεται στην Κόλαση του Δάντη, και η οποία είχε εξοριστεί για πολιτικούς λόγους από τη γενέθλια πόλη. Έτσι, ο ποιητής γεννήθηκε στην Πίζα και έζησε σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας επιδιώκοντας πάντα να επιστρέψει στη Φλωρεντία. Μάταια, αφού πέθανε στη Βερόνα.
Το έργο της ζωής του ήταν ένα μεγάλο διδακτικό ποίημα, Il Dittamondo (από το Λατινικό “dicta mundi”, Ιταλικά “detti del mondo”), σαφώς επηρεασμένο από τον Δάντη. Το δούλευε είκοσι χρόνια χωρίς να το τελειώσει και σ’ αυτό αφηγείται τις περιπλανήσεις του σε όλα τα μέρη του γνωστού τότε κόσμου.
Στο τρίτο βιβλίο και στο 23ο κεφάλαιο υπάρχει το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει. Γιατί μας ενδιαφέρει; Διότι μας διασώζει, σε προφορικό λόγο, φράσεις ελληνικές που δεν έχουν καταγραφεί σε ελληνικά κείμενα παρά πολύ αργότερα –ας όψεται η διγλωσσία που ταλανίζει τον τόπο από τους ελληνιστικούς χρόνους και μετά. Έτσι, στο ποίημα αυτό που ξεκίνησε να γράφεται το 1346, βρίσκουμε τις ελληνικότατες φράσεις Γεια σου, Καλώς ήρθες, Ξεύρεις φραγκικά; Είμαι Ρωμαίος και ξεύρω γλώσσες, Παρακαλώ σε φίλε μου, Μετά χαράς.
Το απόσπασμα του ποιήματος που μας ενδιαφέρει είναι:
E giunto a lui, de la bocca m’uscio
“Jiá su” e fu greco il saluto,
perché l’abito suo greco scoprio.  30
Ed ello, come accorto e proveduto,
Calós írtes allora mi rispose,
allegro piú che non l’avea veduto,
Cosí parlato insieme molte cose
ípeto: xéuris franchicá? Ed esso   35
Ime roméos e xéuro plus glose.
E io: Paracaló se, fíle mu; apresso
mílise franchicá ancor gli dissi.
Metá charás, fu sua risposta adesso.
Πρόχειρη μετάφραση (διορθώσεις καλοδεχούμενες):
Φτάνοντας κοντά του, από το στόμα μου βγήκε
ένα «Γεια σου», που είναι ελληνικός χαιρετισμός,
γιατί τα ρούχα του φανέρωναν τον Έλληνα.
Κι εκείνος, όπως ταίριαζε κι όπως περίμενα
«Καλώς ήρθες», μου απαντάει τώρα
χαρούμενος όσο ποτέ άλλοτε δεν τον είχα δει.
Κι έτσι κουβεντιάσαμε πολλά και διάφορα
και του είπα: «Ξεύρεις φραγκικά;» Κι εκείνος:
«Είμαι Ρωμαίος και ξεύρω πολλές γλώσσες».
Κι εγώ: «Παρακαλώ σε φίλε μου, μετά
μίλησέ μου φραγκικά», του είπα.
«Μετά χαράς», απάντησε αμέσως.
Και λίγους στίχους πιο κάτω, όταν τον ρωτάει πού πηγαίνει, ο ρωμιός του απαντάει χρησιμοποιώντας μια ακόμα ελληνική λέξη:
“Qui presso a una chora, dove il re Pirro anticamente stava”, δηλαδή «Εδώ κοντά σε μια χώρα όπου παλιά ήταν ο βασιλιάς ο Πύρρος».
Στο υπόλοιπο έργο, απ’ όσο κοίταξα, δεν υπάρχουν άλλες ελληνικές λέξεις –αλλά και πάλι, νομίζω πως η ανακάλυψη είναι εντυπωσιακή. Ώστε πριν από εφτά αιώνες, οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτό τον τόπο χρησιμοποιούσαν φράσεις πολύ όμοιες με τις σημερινές!
Για να μη βλογάω τα γένια μου: το εύρημα δεν είναι δικό μου. Ο γλωσσολόγος Νίκος Νικολάου το βρήκε, ο Nick Nicholas δηλαδή, ο ελληνοαυστραλός μάγος του TLG και μεταφραστής (μαζί με τον Γιώργο Μπαλόγλου) της Παιδιοφράστου διηγήσεως των τετραπόδων ζώων στα αγγλικά. Μου το είχε στείλει σε ανύποπτο χρόνο, που λένε· σε κάποια αλλαγή υπολογιστή έχασα το ηλεμήνυμα αλλά τελικά ξαναβρήκα το κείμενο χάρη στο γκουγκλ που βλέπει τα πάντα.
* Ο Νίκος Σαραντάκος, Αθήνα 1959,  είναι συγγραφέας και λογοτέχνης. Έχει γράψει τα βιβλία : “Για μια πορεία” (1984), έκδ. Σύγχρονη Εποχή, “Μετά την αποψίλωση” (1987), έκδ.: Σύγχρονη Εποχή, “Αλληλογραφία του Μότσαρτ” (1991), “Αλφαβητάρι ιδιωματικών εκφράσεων” (1997), έκδ.: Δίαυλος,  “Γλώσσα μετ’ εμποδίων” (2007), έκδ.: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” (2009), έκδ.: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Ποιήματα του Καβάφη

Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.


Che fece...il gan rifiuto


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.


Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,

να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,

σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει

και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.


Σην εκκλησία


Την εκκλησία αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,

τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών·

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-

λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-

ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.


Ούκ έγνως


Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες -

ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Ανέγνων, έγνων,

κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε

με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ' εμάς

τους Χριστιανούς. «Ανέγνως, αλλ' ουκ έγνως· ει γαρ έγνως,

ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως.


Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης


Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,

τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,

ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Αριστομένης, υιός του Μενελάου.

Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.

Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά

δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.

Αγόραζε βιβλία ελληνικά,

ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,

κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.

Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,

έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·

κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι

μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,

κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,

ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,

προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·

κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.


Μανουήλ Κομνηνός


Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός

μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου

αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι

(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν

που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.

Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος

παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,

κι απ' τα κελλιά των μοναχών προστάζει

ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,

και τα φορεί, κ' ευφραίνεται που δείχνει

όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,

και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν

ντυμένοι μες την πίστι των σεμνότατα.


Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις


Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,

μέσα στης γης τα φοβερά τα βάθη,

συντροφευμένος μ' Έλληνας αθέους,

κ' είδε με δόξαις και μεγάλα φώτα

να βγαίνουν άϋλαις μορφαίς εμπρός του,

φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,

κ' ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων

επέστρεψε, κ' έκαμε τον σταυρό του.

Αμέσως η Μορφαίς αφανισθήκαν·

η δόξαις χάθηκαν - σβύσαν τα φώτα.

Οι Έλληνες εκρυφοκυτταχθήκαν.

Κι' ο νέος είπεν· «Είδατε το θαύμα;

Αγαπητοί μου σύντροφοι, φοβούμαι.

Φοβούμαι, φίλοι μου, θέλω να φύγω.

Δεν βλέπετε πως χάθηκαν αμέσως

οι δαίμονες σαν μ' είδανε να κάνω

το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;»

Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα·

«Ντροπή, ντροπή να λες αυτά τα λόγια

σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.

Τέτοια σαν θες εις τον Νικομηδείας

και στους παππάδες του μπορείς να λες.

Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου

οι μεγαλείτεροι θεοί φανήκαν.

Κι' αν φύγανε να μη νομίζης διόλου

που φοβηθήκαν μια χειρονομία.

Μονάχα σαν σε είδανε να κάνης

το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα

συχάθηκεν η ευγενής των φύσις

και φύγανε και σε περιφρονήσαν».

Έτσι τον είπανε κι' από τον φόβο

τον ιερόν και τον ευλογημένον

συνήλθεν ο ανόητος, κ' επείσθη

με των Ελλήνων τ' άθεα τα λόγια.
Και συλλογιέμαι την ώρα του Κυρίου.
Πονηρός δούλος, το τάλαντο το προσφερόμενο δαπάνησα στην άγονη πείρα , στη στεγνή σοφία και σε τούτη δω την ακατανόητη συγκομιδή της θερμής καμπύλης
Κύριε των οικτιρμών επίβλεψε στην ασωτία μου!

Ι.Μ Παναγιωτόπουλου, Τα ποιήματα, "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα , 1970, σελ.170

-


Αισθάνομαι την παρουσία σου γύρω μου.
Ο λόγος σου γίνεται στεναγμός μου,
ο θρήνος σου γίνεται τύψη μου-
και δε μπορώ να ξεχωρίσω την τιμωρία σου
απο τη θλίψη που επιβάλλω στον εαυτό μου.

Είσαι το πρόσωπο που γεμίζει τη νύχτα μου,
ένας ίσκιος μακρύς και βαθύς,
ένα πρόσωπο που δεν το'χω γνωρίσει
ανερμήνευτε Κύριε!

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Τα Ποιήματα "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα ,1970,σσ 202-203

-

Η ψυχή μου κυμάτιζε σαν το φλούδι καταμεσίς σου, σε περίζωνε, σ' αναζητούσε, πάσκιζε παράφορα να σ'αγγίξει, ανερμήνευτε Κύριε!

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Τα Ποιήματα "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα ,1970,σσ 204
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...