Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Το Άγιον Όρος απέναντι και η Ουρανούπολη

ΠΟΣΟ ΔΥΝΑΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΟΥ ΣΤΟ ΘΕΟ;;;

Η ιστορία μιλάει για έναν ορειβάτη, που θέλησε να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο βουνό.
Η νύχτα έπεσε βαριά και ο άνδρας δεν έβλεπε τίποτα, όλα ήταν μαύρα.
Το φεγγάρι και τα άστρα είχαν καλυφθεί από σύννεφα.
Καθώς ο άνδρας ανέβαινε, γλίστρησε λίγο πριν την κορυφή του βουνού και έπεσε στο κενό με μεγάλη ταχύτητα.
Ο ορειβάτης πού το μόνο που έβλεπε καθώς έπεφτε ήταν μαύρες κουκίδες, είχε την τρομερή αίσθηση της βαρύτητας να τον τραβά.
Συνέχισε να πέφτει και σε εκείνες τις στιγμές του μεγάλου φόβου, ήρθαν στο μυαλό του όλα τα καλά και τα άσχημα επεισόδια της ζωής του, σκεφτόταν τώρα, το πόσο κοντά στο θάνατο ήταν, όταν ξαφνικά ένιωσε το σχοινί που ήταν δεμένο στη μέση του να τον τραβά δυνατά.
Το σώμα του ορειβάτη κρεμόταν πλέον στον αέρα, μόνο το σχοινί τον κρατούσε ζωντανό.
Εκείνη τη στιγμή της αμηχανίας και καμιάς άλλης επιλογής, φώναξε:
- Θεέ μου, βοήθησέ με....
Ξαφνικά, μια βαθειά φωνή προερχόμενη από τον ουρανό απάντησε:
- Τί θέλεις να κάνω..;
- Σώσε με, Θεέ μου.
- Αληθινά, νομίζεις ότι μπορώ να σε Σώσω..;
- Βέβαια, πιστεύω ότι Εσύ μπορείς..!
- Τότε, κόψε το σχοινί που είναι δεμένο στη μέση σου...
Στο σημείο αυτό σκέφτηκα:
Θεέ μου, τι Ζητάς από αυτόν τον άνθρωπο; Είναι δυνατόν να του Ζητάς να κόψει το σχοινί, το μόνο πράγμα που τον κρατάει ζωντανό..;
Εγκατέλειψα γρήγορα αυτές τις σκέψεις και έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του ορειβάτη.
Αλήθεια, εγω τί θα έκανα;;;
Η ομάδα διάσωσης, την άλλη μέρα, είπε ότι ένας ορειβάτης βρέθηκε πεθαμένος, παγωμένος και το σώμα του κρεμόταν από ένα σχοινί. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά το σχοινί ''μόνο 3 μέτρα'' πάνω από το έδαφος....
Εσύ και εγώ, πόσο κολλημένοι είμαστε στο σχοινί μας....;


Χώρα των Ζώντων

Είπε ένας Γέροντας...

<<Βλέπω τήν νεολαία σήμερα που κάνει τόσες αταξίες γιά νά απολαύσει ηδονές, ενώ στήν πνευματική ζωή θά απολάμβανε Θείες ηδονές σέ μεγαλύτερο βαθμό. Θά έλεγε κανείς "μά καλά, μου λές γιά τόν Παράδεισο κ.λ.π., δέν ξέρουμε άν είναι ή δέν είναι". Μά σέ αυτή τήν ζωή μπορεί νά ζεί κανείς ένα μέρος τής χαράς του Παραδείσου σέ μεγάλο βαθμό. Όχι ένα λεπτό, δέκα λεπτά, δέκα ημέρες καί ένα χρόνο, μά συνέχεια από εδώ νά ζεί μιά αγαλλίαση καί νά διερωτάται πολλές φορές άν υπάρχει κάτι καλύτερο στόν Παράδεισο από αυτό τό οποίο ζεί εδώ. Σήμερα νομίζει ή νεολαία ότι απολαμβάνει κάτι. Μοιάζει πολύ μέ τά παιδιά τής πείνας που βρίσκανε αυτά πού πετούσανε οί στρατιώτες τής κατοχής καί τά γλείφανε καί νόμιζαν ότι απολάμβαναν κάτι, ενώ ήταν σάπιο>>.
από τό βιβλίο: Αθωνικόν Γεροντικόν

Χώρα των Ζώντων
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...