Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Το ευαγγέλιο της Κυριακής

ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
Το ευαγγέλιο της Κυριακής
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
Κεφ. β΄(2 )
Στιχ. 13-23. Η φυγή στην  Αίγυπτο και η σφαγή των νηπίων. Ο Ιωσήφ, η Μαρία και ο Ιησούς εγκαθίστανται στη Ναζαρέτ.




13 ᾿Αναχωρησντων δ ατν δο γγελος Κυρου φανεται κατ᾿ ναρ τ ᾿Ιωσφ λγων· γερθες παρλαβε τ παιδον κα τν μητρα ατο κα φεγε ες Αγυπτον, κα σθι κε ως ν επω σοι· μλλει γρ Ηρδης ζητεν τ παιδον το πολσαι ατ.
14 Ο δ γερθες παρλαβε τ παιδον κα τν μητρα ατο νυκτς κα νεχρησεν ες Αγυπτον,
15 κα ν κε ως τς τελευτς Ηρδου, να πληρωθ τ ρηθν π το Κυρου δι το προφτου λγοντος· ξ Αγπτου κλεσα τν υἱόν μου.
16 Ττε Ηρδης δν τι νεπαχθη π τν μγων, θυμθη λαν, κα ποστελας νελε πντας τος παδας τος ν Βηθλεμ κα ν πσι τος ροις ατς π διετος κα κατωτρω, κατ τν χρνον ν κρβωσε παρ τν μγων.
17 ττε πληρθη τ ρηθν π Ιερεμου το προφτου λγοντος·
 18 φων ν Ραμ κοσθη, θρνος κα κλαυθμς κα δυρμς πολς· Ραχλ κλαουσα τ τκνα ατς, κα οκ θελε παρακληθναι, τι οκ εσν.
19 Τελευτσαντος δ το Ηρδου δο γγελος Κυρου κατ᾿ ναρ φανεται τ ᾿Ιωσφ ν Αγπτ
20 λγων· γερθες παρλαβε τ παιδον κα τν μητρα ατο κα πορεου ες γν ᾿Ισραλ· τεθνκασι γρ ο ζητοντες τν ψυχν το παιδου.
21 δ γερθες παρλαβε τ παιδον κα τν μητρα ατο κα λθεν ες γν ᾿Ισραλ.
22 κοσας δ τι ᾿Αρχλαος βασιλεει π τς ᾿Ιουδαας ντ Ηρδου το πατρς ατο, φοβθη κε πελθεν· χρηματισθες δ κατ᾿ ναρ νεχρησεν ες τ μρη τς Γαλιλαας,
23 κα λθν κατκησεν ες πλιν λεγομνην Ναζαρτ, πως πληρωθ τ ρηθν δι τν προφητν τι Ναζωραος κληθσεται.

Σύντομη ερμηνεία

13 Όταν λοιπόν αναχώρησαν οι μάγοι, ιδού, ένας άγγελος Κυρίου φανερώθηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο και του είπε: Σήκω , πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο , και μείνε εκεί μέχρι να σου πω. Φύγε , διότι ο Ηρώδης σκοπεύει να ψάξει το παιδί για να το σκοτώσει.
14 Σηκώθηκε λοιπόν ο Ιωσήφ και μέσα στη νύχτα πήρε το παιδί και τη μητέρα του και αναχώρησε για την Αίγυπτο.
15 Κι έμεινε εκεί μέχρι που πέθανε ο Ηρώδης ∙ για να επαληθευτεί ακριβώς εκείνο που είπε ο Κύριος μέσω του προφήτη: Από την Αίγυπτο κάλεσα τον υιό μου να επιστρέψει στον τόπο της γεννήσεώς του.
16 Τότε ο Ηρώδης , όταν είδε ότι οι μάγοι τον εξαπάτησαν και τον ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ. Έστειλε λοιπόν στρατιώτες, οι οποίοι σκότωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και σ’ όλα τα περίχωρα και τα σύνορά της, από ηλικία δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με το χρονικό διάστημα που εξακρίβωσε από τους μάγους.
17 Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως εκείνο που προφήτευσε ο προφήτης Ιερεμίας:
18 Φωνή σπαρακτική ακούστηκε στο χωριό Ραμά της φυλής Βενιαμίν, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύς. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ που ήταν εκεί θαμμένη, κλαίει τα παιδιά της ( με το στόμα των απογόνων της μητέρων που στερήθηκαν τα μικρά τους ) και δεν θέλει με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή.
19 Όταν λοιπόν πέθανε ο Ηρώδης , ιδού, ένας άγγελος Κυρίου, φάνηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο
20 και του είπε: Σήκω και πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στη χώρα των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πεθάνει πλέον εκείνοι που ζητούσαν να πάρουν τη ζωή του παιδιού.
21 Σηκώθηκε λοιπόν, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και ήλθε στην Παλαιστίνη.
22 Αλλά όταν άκουσε ότι στην Ιουδαία βασίλευε ο Αρχέλαος στη θέση του πατέρα του Ηρώδη, φοβήθηκε να πάει εκεί. Με εντολή όμως που του έδωσε ο Θεός στο όνειρό του αναχώρησε για τα μέρη της Γαλιλαίας, όπου ηγεμόνας ήταν ο Ηρώδης ο Αντίπας, ο οποίος ήταν λιγότερο σκληρός από τον αδελφό του Αρχέλαο.
23 Κι αφού ήλθε εκεί, εγκαταστάθηκε στην πόλη που λέγεται Ναζαρέτ. Για να πραγματοποιηθεί έτσι εκείνο που είπαν οι προφήτες, ότι ο Ιησούς θα ονομασθεί περιφρονητικά από τους εχθρούς του Ναζωραίος.

Πηγή: «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ»
+ΠΑΝ. Ν . ΤΡΕΜΠΕΛΑ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»




Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΔΕΚΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΓΙΑ ΝΗΠΙΑ, ΥΠΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΑ-ΜΑΡΤΥΡΕΣ



Την μνήμην των παιδιών, που σκότωσε ο Ηρώδης τιμά 29 Δεκεμβρίου η Εκκλησία.
Το ιστορικό του εγκλήματος το διηγείται ο Ευαγγελιστής: "ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω...". Το απαίσιο έγκλημα μένει στην Ιστορία σαν ορόσημο της θέσεως του παιδιού στη ζωή πριν και μετά τον Χριστό.
Η αγάπη προς το παιδί και η πρόνοια για την παιδική ηλικία είναι και τούτα προσφορά του Χριστιανισμού στον πολιτισμό των λαών.
Η Εκκλησία στο πρόσωπο κάθε νηπίου βλέπει την εικόνα του Θεού και την μορφή του νηπιάσαντος θείου Λόγου.
Η γέννηση κι η ανατροφή του παιδιού συνοδεύονται από την Εκκλησία με ειδικές ευχές, η Παναγία είναι το πρότυπο της μητρικής στοργής κι ο Άγιος Στυλιανός ο προστάτης των βρεφών.
Ακόμη κι η εξόδιος Ακολουθία για τα νήπια είναι ξεχωριστή: "Ω τις μη θρηνήση, τέκνον μου, την εκ του βίου ημών πενθηράν σου μετάστασιν;".

Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν, πού είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος.
Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν ή Βηθλεέμ. 

Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε, σύμφωνα με τους Μάγους, ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών.

Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους.
Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. (Ιερ. λη’, 15 και Ματθ. θ’, 13-18).

Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μία αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού.
Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.


Απολυτίκιο.
Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ. Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιον.
Ήχος πλ. β’. Την υπέρ ημών.Εν τη Βηθλεέμ, τεχθέντος του Βασιλέως, εξ Ανατολών, συν δώροις ήκασι Μάγοι, δι’ αστέρος εξ ύψους οδηγούμενοι, αλλ’ Ηρώδης εκταράσσεται, και θερίζει τα Νήπια, ώσπερ σίτον οδυρόμενος, ότι το κράτος αυτού, καθαιρείται ταχύ.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΕΣ οἱ τροφὲς ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία·

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΕΣ οἱ τροφὲς ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία· οὔτε τὰ χρήματα ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία· οὔτε ἡ ὁμιλία ἀλλὰ ἡ φλυαρία· οὔτε τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου ἀλλὰ ἡ ὑπερβολή· οὔτε ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς δικούς μας παρὰ μόνο ὅταν γίνεται ἀφορμὴ νὰ μὴν εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεό· οὔτε τὰ ροῦχα ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ σκεπαζόμαστε καὶ νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὸ κρῦο καὶ τὸν καύσωνα, ἀλλὰ τὰ περιττὰ καὶ τὰ πολυτελῆ· οὔτε τὰ σπίτια ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ φυλαγόμαστε ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ μόλις εἶπα καὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, θηρία καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὰ διόροφα καὶ τριόροφα, τὰ μεγάλα καὶ πολυδάπανα· οὔτε ἡ ἰδιοκτησία ἀλλὰ ὅ,τι δὲν ἀνήκει στὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα· οὔτε τὸ νὰ ἔχουν βιβλία βλάπτει ὅσους ἐπιθυμοῦν πολὺ τὴν ἀκτημοσύνη ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ θεοπρεπῆ ἀνάγνωση· οὔτε οἱ φίλοι ἀλλὰ οἱ φίλοι ποὺ δὲν κάνουν καλὸ στὴν ψυχή μας· οὔτε ἡ γυναίκα εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ πορνεία· οὔτε ὁ πλοῦτος ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία· οὔτε τὸ κρασὶ ἀλλὰ ἡ μέθη· οὔτε ἡ φυσιολογικὴ ὀργή, ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε ἐναντίον τῆς ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας· οὔτε ἡ ἐξουσία ἀλλὰ ἡ ἀρχομανία· οὔτε ἡ δόξα ἀλλὰ φιλοδοξία καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ἡ κενοδοξία· οὔτε ἡ ἀρετὴ ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι δική μας· οὔτε ἡ γνώση ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε πὼς εἴμαστε γνωστικοὶ καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ν᾽ ἀγνοοῦμε τὴν ἄγνοιά μας· οὔτε ἡ ἀληθινὴ γνώση ἀλλὰ ἡ ἀπατηλή· οὔτε ὁ κόσμος εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ τὰ πάθη· οὔτε ἡ φύση ἀλλὰ οἱ διαστροφές· οὔτε ἡ ὁμόνοια, ἀλλὰ ἡ ὁμόνοια τῶν κακοποιῶν κι ἐκείνη ποὺ δὲν βοηθάει στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς· οὔτε τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀλλὰ ἡ κακὴ χρήση τους· γιατὶ ἡ ὅραση δὲν μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ βλέπουμε ὅσα δὲν πρέπει ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸν Δημιουργὸ βλέποντας τὰ κτίσματά του καὶ νὰ προοδεύουμε σύμφωνα μὲ τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας· οὔτε ἡ ἀκοὴ γιὰ ν᾽ ἀσχολούμαστε μὲ συκοφαντίες καὶ ἀνοησίες ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ κάθε φωνή, ἀνθρώπων, πτηνῶν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Ποιητή τους· οὔτε ἡ ὄσφρηση γιὰ νὰ γίνει μαλθακὴ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ χάνει τὸ φρόνημά της μέσα στ᾽ ἀρώματα, ὅπως λέει ὁ Θεολόγος, ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀναπνέουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὸν ἀέρα ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε γι᾽ αὐτό· γιατὶ χωρὶς τὸν ἀέρα κανένα σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει οὔτε ἀνθρώπου οὔτε ζώου (...) Καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια δὲν μᾶς δόθηκαν γιὰ νὰ κλέβουμε καὶ ν᾽ ἁρπάζουμε καὶ νὰ κτυποῦμε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε στὶς θεάρεστες ἐργασίες· οἱ πιὸ ἀδύναμοι στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ δίνουν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ βοηθοῦν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη κι ἔτσι νὰ τελειοποιοῦνται, καὶ οἱ ἰσχυρότεροι στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα γιὰ ν᾽ ἀσκοῦν ἀκτημοσύνη καὶ νὰ μιμοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἅγιους μαθητές Του καὶ γιὰ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ θαυμάζουν πῶς ὑπάρχει καὶ στὰ μέλη μας ἡ σοφία Του. Καὶ πῶς τὰ χέρια αὐτὰ καὶ τ᾽ ἀδύναμα δάκτυλά μας μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανὰ γιὰ κάθε ἐπιστήμη καὶ ἐργασία, γραφὴ καὶ δεξιότητα· ἀπ᾽ ὅπου προέρχεται ἡ γνώση τῶν ἀναρίθμητων τεχνῶν καὶ γραφῶν, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν διαφόρων φαρμάκων, τόσων γλωσσῶν καὶ γραμμάτων· καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει καὶ γίνονται καὶ θὰ γίνουν εἶναι δῶρα ποὺ μᾶς ἔχουν δοθεῖ καὶ μᾶς δίνονται συνεχῶς, ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιβιώνουμε σωματικὰ καὶ νὰ σωθοῦμε ψυχικά, ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε σύμφωνα μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν μέσα ἀπ᾽ αὐτὰ τὸν δοξάζουμε μὲ ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη. Διαφορετικὰ ξεπέφτουμε καὶ καταστρεφόμαστε καὶ ὅλα στὴ ζωὴ αὐτὴ μᾶς ὁδηγοῦν στὴ θλίψη, ἀλλὰ καὶ σὲ αἰώνια κόλαση στὴ μέλλουσα ζωή,

(Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΕΣ οἱ τροφὲς ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία· οὔτε τὰ χρήματα ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία· οὔτε ἡ ὁμιλία ἀλλὰ ἡ φλυαρία· οὔτε τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου ἀλλὰ ἡ ὑπερβολή· οὔτε ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς δικούς μας παρὰ μόνο ὅταν γίνεται ἀφορμὴ νὰ μὴν εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεό· οὔτε τὰ ροῦχα ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ σκεπαζόμαστε καὶ νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὸ κρῦο καὶ τὸν καύσωνα, ἀλλὰ τὰ περιττὰ καὶ τὰ πολυτελῆ· οὔτε τὰ σπίτια ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ φυλαγόμαστε ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ μόλις εἶπα καὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, θηρία καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὰ διόροφα καὶ τριόροφα, τὰ μεγάλα καὶ πολυδάπανα· οὔτε ἡ ἰδιοκτησία ἀλλὰ ὅ,τι δὲν ἀνήκει στὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα· οὔτε τὸ νὰ ἔχουν βιβλία βλάπτει ὅσους ἐπιθυμοῦν πολὺ τὴν ἀκτημοσύνη ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ θεοπρεπῆ ἀνάγνωση· οὔτε οἱ φίλοι ἀλλὰ οἱ φίλοι ποὺ δὲν κάνουν καλὸ στὴν ψυχή μας· οὔτε ἡ γυναίκα εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ πορνεία· οὔτε ὁ πλοῦτος ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία· οὔτε τὸ κρασὶ ἀλλὰ ἡ μέθη· οὔτε ἡ φυσιολογικὴ ὀργή, ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε ἐναντίον τῆς ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας· οὔτε ἡ ἐξουσία ἀλλὰ ἡ ἀρχομανία· οὔτε ἡ δόξα ἀλλὰ φιλοδοξία καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ἡ κενοδοξία· οὔτε ἡ ἀρετὴ ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι δική μας· οὔτε ἡ γνώση ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε πὼς εἴμαστε γνωστικοὶ καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ν᾽ ἀγνοοῦμε τὴν ἄγνοιά μας· οὔτε ἡ ἀληθινὴ γνώση ἀλλὰ ἡ ἀπατηλή· οὔτε ὁ κόσμος εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ τὰ πάθη· οὔτε ἡ φύση ἀλλὰ οἱ διαστροφές· οὔτε ἡ ὁμόνοια, ἀλλὰ ἡ ὁμόνοια τῶν κακοποιῶν κι ἐκείνη ποὺ δὲν βοηθάει στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς· οὔτε τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀλλὰ ἡ κακὴ χρήση τους· γιατὶ ἡ ὅραση δὲν μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ βλέπουμε ὅσα δὲν πρέπει ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸν Δημιουργὸ βλέποντας τὰ κτίσματά του καὶ νὰ προοδεύουμε σύμφωνα μὲ τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας· οὔτε ἡ ἀκοὴ γιὰ ν᾽ ἀσχολούμαστε μὲ συκοφαντίες καὶ ἀνοησίες ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ κάθε φωνή, ἀνθρώπων, πτηνῶν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Ποιητή τους· οὔτε ἡ ὄσφρηση γιὰ νὰ γίνει μαλθακὴ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ χάνει τὸ φρόνημά της μέσα στ᾽ ἀρώματα, ὅπως λέει ὁ Θεολόγος, ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀναπνέουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὸν ἀέρα ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε γι᾽ αὐτό· γιατὶ χωρὶς τὸν ἀέρα κανένα σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει οὔτε ἀνθρώπου οὔτε ζώου (...) Καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια δὲν μᾶς δόθηκαν γιὰ νὰ κλέβουμε καὶ ν᾽ ἁρπάζουμε καὶ νὰ κτυποῦμε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε στὶς θεάρεστες ἐργασίες· οἱ πιὸ ἀδύναμοι στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ δίνουν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ βοηθοῦν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη κι ἔτσι νὰ τελειοποιοῦνται, καὶ οἱ ἰσχυρότεροι στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα γιὰ ν᾽ ἀσκοῦν ἀκτημοσύνη καὶ νὰ μιμοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἅγιους μαθητές Του καὶ γιὰ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ θαυμάζουν πῶς ὑπάρχει καὶ στὰ μέλη μας ἡ σοφία Του. Καὶ πῶς τὰ χέρια αὐτὰ καὶ τ᾽ ἀδύναμα δάκτυλά μας μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανὰ γιὰ κάθε ἐπιστήμη καὶ ἐργασία, γραφὴ καὶ δεξιότητα· ἀπ᾽ ὅπου προέρχεται ἡ γνώση τῶν ἀναρίθμητων τεχνῶν καὶ γραφῶν, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν διαφόρων φαρμάκων, τόσων γλωσσῶν καὶ γραμμάτων· καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει καὶ γίνονται καὶ θὰ γίνουν εἶναι δῶρα ποὺ μᾶς ἔχουν δοθεῖ καὶ μᾶς δίνονται συνεχῶς, ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιβιώνουμε σωματικὰ καὶ νὰ σωθοῦμε ψυχικά, ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε σύμφωνα μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν μέσα ἀπ᾽ αὐτὰ τὸν δοξάζουμε μὲ ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη. Διαφορετικὰ ξεπέφτουμε καὶ καταστρεφόμαστε καὶ ὅλα στὴ ζωὴ αὐτὴ μᾶς ὁδηγοῦν στὴ θλίψη, ἀλλὰ καὶ σὲ αἰώνια κόλαση στὴ μέλλουσα ζωή,

(Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)

ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ;


Πες μου, τί λόγο θα δώσεις στο Θεό εσύ που ντύνεις τους τοίχους και όχι τους ανθρώπους; Εσύ που στολίζεις ένα ζώο και αδιαφορείς για τα κουρέλια που φοράει ο συνάνθρωπός σου; Εσύ που σου σαπίζουν τα φαγητά και δε δίνεις σ’ αυτούς που πεινάνε;
Μ. Βασίλειος

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΣΕ ΠΡΟΔΙΔΕΙ


Βλέπεις αυτούς τους τοίχους που καταρρέουν από το χρόνο, και που τα ερείπιά τους ξεφυτρώνουν μέσα στην πόλη όπως οι σκόπελοι αναδύονται μέσα από το νερό; Όταν χτίζονταν, οι πλούσιοι νοιάζονταν για τους τοίχους και αδιαφορούσαν για τους φτωχούς. Πού πήγε λοιπόν η μεγαλοπρέπειά τους; Πού πήγε κι αυτός που περηφανευόταν γι’ αυτή τη μεγαλοπρέπεια; Βλέπεις πώς γκρεμίζονται και χάνονται σαν τα παλάτια που χτίζουν τα παιδιά στην άμμο για  να παίξουν; Κι ο πεθαμένος κλαίει στον Άδη για τη ζωή που χαράμισε σε μάταια πράγματα. Να έχεις ψυχή μεγάλη. Οι τοίχοι, οι μικροί και οι μεγάλοι, κάνουν την ίδια δουλειά.
Όταν μπω σε σπίτι ανθρώπου κακόγουστου και νεόπλουτου και το δω πνιγμένο στα στολίδια, ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο από αυτά που φαίνονται, και πως στολίζει τα άψυχα ενώ αφήνει αστόλιστη την ψυχή του . Πες μου ποιά ανάγκη εξυπηρετούν καλύτερα τα πολυτελή κρεβάτια ή τραπέζια , οι πολυθρόνες και τα αμάξια, ώστε να ,μην περνάει το χρήμα στους φτωχούς , που χιλιάδες παρακαλάνε έξω απ’ τις πόρτες με σπαρακτική φωνή; Και συ αρνείσαι να δώσεις , γιατί λες πως δεν έχεις για όλους αυτούς. Κι ενώ τα χείλη σου ορκίζονται, το χέρι σου σε προδίδει. Γιατί το χέρι σου σε διαψεύδει, φωνάζοντας χωρίς να μιλά, έτσι καθώς λάμπει πάνω του το δέσιμο του δαχτυλιδιού. Πόσους μπορεί να σώσει από τα χρέη ένα σου  δαχτυλίδι; Πόσα σπίτια που χάνονται θα έκανε να ορθοποδήσουν; Μία σου ντουλάπα μπορεί να ντύσει πόλη ολόκληρη που τρέμει από το κρύο. Κι εσύ κάθεσαι και διώχνεις το φτωχό αβοήθητο , χωρίς να φοβάσαι το Θεό που θα σε κρίνει. Δεν έδωσες συμπόνια , δε θα πάρεις συμπόνια. Δεν άνοιξες την πόρτα , θα σε διώξουν από τη Βασιλεία. Δεν έδωσες ψωμί, δε θα πάρεις αιώνια ζωή.
Μ. Βασίλειος


Πηγή: «Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς»
Μια ανθολογία πατερικών κειμένων,
με παραθέματα σύγχρονων θεολόγων και
διδακτικές οδηγίες για το μαθητικό κοινό
Ελένη Κονδύλα
Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ
Β΄ΕΚΔΟΣΗ



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...