Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Οσία Μαρία η Αιγυπτία


Βιογραφία
Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.
Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».
Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.
Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.
Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».
Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.
Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.
Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.
Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.
Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.
Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.
Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».
Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.
Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.
Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.
Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.
Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.
Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.
Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.
Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».
Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».
Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.
Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Το κήρυγμα της Κυριακής- ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ – 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015

Ιερά Μητόπολις Σερβίων και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας)
(Μαρκ. ι΄ 32-45)
Πέμπτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν σήμερα, ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, καὶ ἡ Ἐκκλησία, προβάλλει τόν βίο μιᾶς μεγάλης Ἁγίας, τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Τό κάνει αὐτὸ διότι πλησιάζει τό τέλος τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ πρέπει οἱ χριστιανοὶ νὰ φροντίσουν, ὥστε νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τήν ἁμαρτία, ἔχοντας σὰν παράδειγμά τους τήν ἑορταζομένη ἁγία. Παράλληλα, ὅμως, προετοιμάζει σιγά – σιγὰ καὶ τήν εἴσοδο μας στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, μέ σκοπὸ νὰ ζήσουμε, ὅσο γίνεται περισσότερο μυστηριακά, τὶς ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα καὶ νὰ βιώσουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Κύριου σὰν τό μόνο σωτηριολογικό γεγονός.
Σήμερα ἀκούσαμε τήν περικοπὴ ἐκείνη ἀπὸ τό κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο, ὅπου βλέπουμε τόν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητές Του «τὰ μέλλοντα αὑτῷ συμβαίνειν», δηλαδὴ ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ Τοῦ συμβοῦν τώρα ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα. Αὐτὴ ἡ προαναγγελία τοῦ πάθους, ποὺ ἀναφέρει ὁ Κύριος, εἶναι ἡ τρίτη ποὺ συναντᾶμε στὰ ἱερὰ κείμενα, στὴν ὁποία δὲν μνημονεύει ἁπλῶς ὅτι θὰ παραδοθεῖ ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», ἀλλὰ καθορίζει ρητὰ ὅτι θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ Τόν καταδικάσουν σὲ θάνατο.
Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τά Ἱεροσόλυμα, πηγαίνει πρὸς τό ἑκούσιο πάθος. Γνώριζε ὅτι μπροστά Του εἶχε τό πικρὸ ποτήρι τοῦ σταυρικοῦ θανάτου καὶ τό βάπτισμα τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου μέσα στὸ Αἷμα Του. Στὸ δρόμο, ποὺ βαδίζουν, προσπαθεῖ νὰ προετοιμάσει τούς μαθητές μὰ παράλληλα καὶ νὰ τούς ἐμψυχώσει. Ἡ πορεία συνεχίζονταν, ὁ Χριστὸς δίδασκε καὶ οἱ μαθητές ἄκουγαν, χωρὶς νὰ κατανοοῦν τὶ ἀκριβῶς ἐπρόκειτο νὰ γίνει. Τούς προλέγει τό σταυρικὸ Του θάνατο, μὰ ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται τήν τραγικότητα τῆς προφητείας, διαποτισμένοι ἀπὸ τό κοσμικὸ πνεῦμα τῆς φιλοδοξίας, ποθοῦν τιμητικὲς διακρίσεις.
Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης τόν πλησίασαν καὶ Τοῦ ζήτησαν τήν πρωτοκαθεδρία κατὰ τήν ὥρα τῆς ἔνδοξης Βασιλείας Του πάνω στὴ γῆ. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν ἁπλὴ καὶ αὐστηρή: «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τὶ ζητᾶτε. Ζήτησαν ἀπὸ τόν Χριστὸ τά πρωτεῖα, ἀλλά, ὁ Κύριος τόνισε ὅτι πρῶτος εἶναι: «ὁ πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος», δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ προηγεῖται στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς θυσίας.
Ὁ Χριστὸς μιλοῦσε γιὰ πάθος καὶ μαρτύριο καὶ αὐτοὶ ζητοῦσαν κοσμικὲς δόξες καὶ τιμὲς καὶ ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ βρίσκονταν μακριὰ ἀπὸ τό πνεῦμα τοῦ Κυρίου. Ἀργότερα ἔγιναν ταπεινοὶ καὶ θερμοὶ στὸ κήρυγμα καὶ ἅγιοι καὶ μεγάλες προσωπικότητες τῆς Ἐκκλησίας, διότι τούς εἶχε ἀναγεννήσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ ἴσα μὲ ἐκείνη τὴ στιγμὴ φρονοῦσαν σὰν ἄνθρωποι μὲ ἀδυναμίες.
Ὅμως, ἀδελφοὶ μου, μήπως κι ἐμεῖς, κάποιες στιγμὲς στὴ ζωὴ μας, δὲν βρεθήκαμε στὴν ἴδια κατάσταση καὶ σύγχυση ποὺ βρίσκονταν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου ἐκείνη τήν ὥρα ποὺ βαδίζαν πρὸς τά Ἱεροσόλυμα; Σκεφθήκαμε, ἄραγε, ἂν καὶ πόσο συμμετέχουμε σὲ ὅσα τελεῖ ἡ Ἐκκλησία μας κατὰ τήν περίοδο αὐτὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς; Ποιὰ, δηλαδὴ, εἶναι ἡ δική μας πορεία θυσίας, τό νόημα τῆς ὁποίας συμπεριλαμβάνεται μέσα σὲ ἐκεῖνο ποὺ τόνισε ὁ Κύριος στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ὃς ἂν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἂν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος ἔσται πάντων δοῦλος»;
Θέλεις νὰ εἶσαι μέγας μεταξὺ τῶν ἄλλων; Προσπάθησε προηγουμένως νὰ εἶσαι ὑπηρέτης τους. Θέλεις νὰ εἶσαι πρῶτος; Προσπάθησε νὰ ὑπηρετεῖς τούς ἄλλους μὲ ταπείνωση. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ ζήσεις ἔτσι, τότε δὲν κάνεις θυσία γιὰ τό Θεὸ, ἀλλὰ οὔτε ἔχεις ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ ἀγάπη πρὸς τόν πλησίον. Διότι, θυσία γιὰ τόν χριστιανὸ εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ νικήσει τό κακὸ καὶ τήν ἁμαρτία καὶ νὰ ἀγαπήσει τούς ἀδελφοὺς του σὰν τόν ἑαυτό του.
Τό χριστιανικὸ πνεῦμα, ποὺ εἶναι πράγματι μεγαλειῶδες, δὲν βρίσκεται στὴν ἔπαρση, στὴν ἀλαζονεία καὶ στὴν καταπιέση τῶν ἄλλων. Δὲν ἀποδεικνύεται μὲ τοὺς τίτλους καὶ τό θόρυβο, ἀλλὰ ὑπάρχει μόνο στὴν ταπεινόφρονη ἀγάπη, στὴ σεμνή, ἡρωϊκὴ ἐξυπηρέτηση τοῦ πλησίον. Πρὸ Χριστοῦ τό μεγαλεῖο μετριόταν μὲ τό πόσους κανεὶς ἐξουσιάζει. Μετὰ Χριστόν μὲ τό πόσους κανεὶς διακονεῖ. Δηλαδὴ, κριτήριο τῆς ἀγάπης πλέον δὲν εἶναι ἡ δύναμη ἀλλὰ ἡ εἰλικρινὴς διακονία.
Στὸν καιρό μας πολλοὶ χριστιανοί ξεχωρίζουν τὴ ζωὴ ποὺ κάνουν ἀπὸ τήν πίστη τους, ἡ ὁποία ἔτσι γίνεται τελείως θεωρητική. Ὅμως, ἡ πίστη μας εἶναι θυσία καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι βίωμα καὶ ζωὴ μυστηριακή. Ὁ Χριστὸς σήμερα πορεύεται πρὸς τά Ἱεροσόλυμα γιὰ τήν μεγάλη θυσία. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ περνοῦμε τόν δρόμο τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ κάθε τὶ ἀνθρώπινο; Ἂν θέλουμε πραγματικὰ νὰ συμπορευθοῦμε μαζὶ μὲ τόν Χριστό, πρέπει νὰ μάθουμε ὅτι χωρὶς προσωπικὴ θυσία δὲν ὑπάρχει χριστιανικὴ ζωή, ἀσχέτως ἂν μᾶς τρομάζει τό ἄκουσμα αὐτῆς τῆς λέξης.
Ἡ θυσία ποὺ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ προσφέρουμε στὸν Κύριο, εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν ἀδυναμιῶν μας. Καλούμαστε νὰ νικήσουμε τά πάθη μας, νὰ ἀποβάλουμε τόν ἐγωϊσμό μας καὶ νὰ ὑποτάξουμε τό θέλημά μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνον τότε θὰ νοιώσουμε τὶ ὑπέροχος εἶναι ὁ δρόμος ποὺ χαράζουν τά λόγια τοῦ Κύριου: «Ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν ἔσται ὑμῶν διάκονος». Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μὲ τήν ταπεινόφρονη ἀγάπη τους καὶ τήν καταπολεμήση τῶν παθῶν τους ζωογόνησαν τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες.
Ἡ Ἐκκλησία, τήν περίοδο αὐτὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, μᾶς προτρέπει μὲ τό στόμα τοῦ ὑμνωδοῦ: «Δεῦτε οὖν καὶ ὑμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὑτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς», διότι, ἂν δὲν νεκρώσουμε τίς ἀδυναμίες μας, εἶναι δύσκολο νὰ φθάσουμε στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Πρέπει νὰ νικήσουμε τά πάθη μας, τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες μας, νὰ κλάψουμε γιὰ τά παραπτώματά μας, νὰ καθαρίσουμε τὴ στολὴ τῆς ψυχῆς μας στὸ λουτρὸ τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστὸ στὴ λυτρωτικὴ Του πορεία καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ Τόν δεχθοῦμε μέσα μας μεταλαμβάνοντας τά Ἄχραντα Μυστήρια.
«Τά ἄνω φρονεῖτε», γράφει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, διότι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι «πόσις καὶ βρῶσις» ἀλλὰ εἶναι πνευματικὸς ἀγῶνας, ποὺ γνωρίζει καὶ βρίσκει συνέχεια τὸ Θεό. Ἡ πορεία πρὸς τήν ἀληθινὴ δόξα εἶναι πορεία πρὸς τόν Σταυρὸ καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ φθάσει στὴν ἀνάσταση χωρὶς πρῶτα νὰ δοκιμάσει τόν πόνο τοῦ Σταυροῦ.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν εἶναι μακριὰ οἱ ἡμέρες τοῦ θείου πάθους. Ὁ Κύριος θὰ μαστιγωθεῖ, θὰ ἐπτυσθεῖ, θὰ γίνει «ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένωμα λαοῦ». Ἡ θυσία Του ἔγινε γιὰ τὴ σωτηρία μας καί γι” αὐτὸ τό λόγο μᾶς συμφέρει νὰ τόν ἀκολουθήσουμε στὴν πορεία Του. Νὰ θυσιάσουμε τόν κακὸ ἑαυτό μας, τά πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας καὶ νὰ ἀναζητήσουμε τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ καὶ μόνο ἔτσι, μετὰ τήν πρόσκαιρη ζωὴ τῆς θυσίας, θὰ ἔλθει ἡ αἰώνια ζωὴ τῆς λύτρωσης καὶ τῆς σωτηρίας μας. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

O Απόστολος και το Ιερό Ευαγγέλιο της Κυριακής 29 Μαρτίου 2015 - Ε´ Κυριακή των Νηστειών

img 3491῾Ο Χριστὸς
μπῆκε μιὰ γιὰ πάντα
στὰ ἅγια τῶν ἁγίων,
γιὰ νὰ προσφέρει αἷμα 
ὄχι ταύρων καὶ μοσχαριῶν,
ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα·
κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε
τὴν αἰώνια σωτηρία.




(῾Εβρ. θ´ 11-14) 
Αδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι᾿ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς 
τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς ἀρχιερέας τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων ποὺ προσμένουμε. ῾Η σκηνὴ στὴν ὁποία μπῆκε εἶναι ἀνώτερη καὶ τελειότερη. Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδὴ αὐτῆς τῆς δημιουργίας. ῾Ο Χριστὸς μπῆκε μιὰ γιὰ πάντα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ προσφέρει αἷμα ὄχι ταύρων καὶ μοσχαριῶν, ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα· κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τὴν αἰώνια σωτηρία. Τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων, καὶ τὸ ράντισμα μὲ τὴ στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ἐξαγνίζουν τοὺς θρησκευτικὰ ἀκάθαρτους καθαρίζοντάς τους ἐξωτερικά. Πόσο μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Αὐτός, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του ἄψογη θυσία στὸν Θεό, κι ἔτσι θὰ καθαρίσει τὴ συνείδησή μας ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ ὁδηγοῦν στὸν θάνατο, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό. 


eyaggelioΤώρα ποὺ ἀνεβαίνουμε
στὰ῾Ιεροσόλυμα,
ὁ Υἱὸς τοῦ᾿Ανθρώπου
θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ στοὺς γραμματεῖς,
οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν καταδικάσουν
σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν
στοὺς ἐθνικούς.


(Μάρκ. ι´ 32-45) 
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 
Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ᾿Ιάκωβος καὶ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. ῾Ο δὲ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ῾Ο δὲ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. Καὶἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ᾿Ιακώβου καὶ᾿Ιωάννου. ῾Ο δὲ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶὃς ἐὰν θέλῃὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εκεῖνο τὸν καιρό, πῆρε ὁ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νὰ τοὺς λέει τὰὅσα ἦταν νὰ τοῦ συμβοῦν. «᾿Ακοῦστε», τοὺς ἔλεγε· «τώρα ποὺ ἀνεβαίνουμε στὰ῾Ιεροσόλυμα, ὁ Υἱὸς τοῦ᾿Ανθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς ἐθνικούς. Θὰ τὸν περιγελάσουν, θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν· καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ».
Πλησιάζουν τότε τὸν ᾿Ιησοῦὁ᾿Ιάκωβος καὶὁ᾿Ιωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάνεις τὴ χάρη ποὺ θὰ σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νὰ κάνω γιὰ σᾶς;» τοὺς ρώτησε ἐκεῖνος. «῞Οταν θὰἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁἄλλος στὰἀριστερά σου». ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε τοὺς εἶπε· «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τοῦ πάθους ποὺ θὰ πιῶἐγὼἢ νὰ βαφτιστεῖτε μὲ τὸ βάπτισμα μὲ τὸὁποῖο θὰ βαφτιστῶἐγώ;» «Μποροῦμε», τοῦ λένε. Κι ὁ᾿Ιησοῦς τοὺς ἀπάντησε· «Τὸ ποτήρι ποὺ θὰ πιῶἐγὼ θὰ τὸ πιεῖτε, καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τῶν παθημάτων μου θὰ βαφτιστεῖτε· τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιά μου καὶ στὰἀριστερά μου δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ δώσω ἐγώ, ἀλλὰ θὰ δοθεῖ σ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». ῞Οταν τ’ ἄκουσαν αὐτὰ οἱὑπόλοιποι δέκα μαθητές, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν μὲ τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ τὸν ᾿Ιωάννη. Τοὺς κάλεσε τότε ὁ᾿Ιησοῦς καὶ τοὺς λέει· «Ξέρετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καὶ οἱἄρχοντές τους τὰ καταδυναστεύουν. Σ’ ἐσᾶς ὅμως δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης σας· καὶὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατὶ καὶὁ Υἱὸς τοῦ᾿Ανθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰὑπηρετήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωή του λύτρο γιὰὅλους».

Εύβοια: Ο ιερέας πήρε την τσάπα και έκανε την αρχή (ΦΩΤΟ)

Εύβοια: Ο ιερέας πήρε την τσάπα και έκανε την

 Εύβοια: Ο ιερέας πήρε την τσάπα και έκανε την αρχή (ΦΩΤΟ)

Το έναυσμα για τη δενδροφύτευση στο χωριό Οκτωνία, της Εύβοιας, έδωσε ο πατήρ Αναστάσιος, ο οποίος δεν δίστασε να πάρει την τσάπα και φορώντας τα ράσα του να φυτέψει το πρώτο δεντράκι!

Στην κινητοποίηση συμμετείχαν περίπου 50 άτομα, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της Ομάδας των εθελοντών και εργάσθηκαν ομαδικά αποτελώντας παραδείγματα προς μίμηση.




Νωρίτερα, ο ιερέας τέλεσε αγιασμό και ευλόγησε όλους τους εθελοντές αναδασωτές αλλά και... τα δέντρα. 



"Όλα πήγαν κατ’ ευχήν, φυτέψαμε περίπου 1500 δέντρα ενώ άλλα τόσα μας περιμένουν για το επόμενο Σαββατοκύριακο" μας είπαν οι εθελοντές.

Πηγή: eviagreen.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...