Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Ο Απόστολος της Κυριακής 6 Νοεμβρίου 2016

(Γαλ. α´ 11-19)
Αδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ῞Ετερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα

Ἀδελφοί, πρέπει νὰ ξέρετε πὼς τὸ εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα ἐγὼ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἄνθρωπο. Γιατὶ κι ἐγὼ οὔτε τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχτηκα ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ᾿Ασφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγή μου ὅσον καιρὸ ἀνήκα στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μὲ πάθος τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐξαφανίσω. Καὶ πρόκοβα στὸν ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, γιατὶ εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές μου παραδόσεις. ῾Ο Θεὸς ὅμως μὲ εἶχε ξεχωρίσει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου καὶ ἡ χάρη του μὲ εἶχε καλέσει νὰ τὸν ὑπηρετήσω. ῞Οταν, λοιπόν, εὐδόκησε νὰ μοῦ ἀποκαλύψει τὸν Υἱό του γιὰ νὰ φέρω στοὺς ἐθνικοὺς τὸ χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αὐτόν, δὲν στηρίχθηκα σ’ ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στὰ ῾Ιεροσόλυμα νὰ δῶ ἐκείνους ποὺ ἦταν ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ μένα, ἀλλὰ ἔφυγα στὴν ᾿Αραβία, καὶ ὕστερα ξαναγύρισα στὴ Δαμασκό. ῎Επειτα, μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, ἀνέβηκα στὰ ῾Ιεροσόλυμα νὰ γνωρίσω ἀπὸ κοντὰ τὸν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. ῎Αλλον ἀπόστολο δὲν εἶδα, παρὰ τὸν ᾿Ιάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου.

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 6 Νοεμβρίου 2016 – Ζ´ Λουκά

(Λουκ. η´ 41-56)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ᾿Αρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ᾿Επιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ῞Ηψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ᾿Ιδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ῎Εκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ῾Ο δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ῾Η παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ῾Ο δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, πλησίασε τὸν ᾿Ιησοῦ κάποιος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν ᾿Ιάειρο καὶ ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Αὐτὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει στὸ σπίτι του, γιατὶ εἶχε μιὰ μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, ποὺ ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς βάδιζε πρὸς τὸ σπίτι, τὰ πλήθη τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικά. Κάποια γυναίκα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ξοδέψει ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς γιατρούς, χωρὶς κανένας νὰ μπορέσει νὰ τὴν κάνει καλά, πῆγε πίσω ἀπὸ τὸν ᾿Ιησοῦ, ἄγγιξε τὴν ἄκρη στὸ ροῦχο του, κι ἀμέσως ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» ᾿Ενῶ ὅλοι ἀρνιοῦνταν, ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦταν μαζί του ἔλεγαν· «Διδάσκαλε, οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ κοντά σου καὶ σὲ πιέζουν, κι ἐσὺ λὲς ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως εἶπε· «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, γιατὶ ἐγὼ ἔνιωσα νὰ βγαίνει ἀπὸ μένα δύναμη». Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν ξέφυγε τὴν προσοχή του, ἦρθε τρέμοντας κι ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο τοῦ εἶπε γιὰ ποιὰ αἰτία τόν ἄγγιξε κι ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ ἀμέσως. ᾿Εκεῖνος τῆς εἶπε· «Θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε· πήγαινε στὸ καλό». ᾿Ενῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκόμα μιλοῦσε, ἦρθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς καὶ τοῦ λέει· «῾Η κόρη σου πέθανε· μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν δάσκαλο». ῞Οταν τὸ ἄκουσε ὁ ᾿Ιησοῦς, τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθεῖ». Φτάνοντας στὸ σπίτι, δὲν ἄφησε κανέναν νὰ μπεῖ μέσα μαζί του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πέτρο, τὸν ᾿Ιωάννη καὶ τὸν ᾿Ιάκωβο, καθὼς καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. ῞Ολοι ἔκλαιγαν καὶ τὴ θρηνολογοῦσαν. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε· «Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». ᾿Εκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν, βέβαιοι πὼς εἶχε πεθάνει. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε δυνατά· «Κορίτσι, σήκω!» Τὸ πνεῦμα της ἐπέστρεψε κι αὐτὴ ἀμέσως σηκώθηκε. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάει. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν κατάπληκτοι. ᾿Εκεῖνος ὅμως τοὺς εἶπε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν τί εἶχε γίνει.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ – 6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης   ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. η΄ 41-56)
᾿Αγαπητοὶ ἀδελφοί,
᾿Απ᾿ ὅλες τὶς συμφορὲς, ποὺ πέφτουν ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο, ἐκείνη ποὺ περισσότερο μᾶς φοβίζει εἶναι πρῶτα ὁ θάνατος καὶ ὕστερα ἐκεῖνες οἱ συμφορὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὸ θάνατο. ᾿Ανάμεσα σ’ αὐτὲς τὶς δεύτερες εἶναι ἀναμφισβήτητα καὶ ἡ ἀρρώστεια. Τόσον ὁ θάνατος, ὅσο καὶ ἡ ἀρρώστεια εἶναι ἀχώριστοι σύντροφοι τοῦ κτιστοῦ καὶ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει σὰν κύριο γνώρισμα τῆς ὑπάρξεώς του τὴ φθορά. ᾿Απὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννιούμαστε μπαίνουμε στὴ διαδικασία τῆς φθορᾶς καὶ ὁδηγούμαστε σταθερὰ πρὸς τὸ θάνατο. Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι κάποια μέρα, ἀργὰ ἡ γρήγορα, ὅλοι μας θὰ περάσουμε τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου. ᾿Επειδὴ ὅμως διψοῦμε βαθειὰ τὴ ζωὴ ἀποφεύγουμε νὰ σκεπτόμαστε τὸ θάνατο. Ζοῦμε δὲ καὶ ἐνεργοῦμε ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ μὴν πεθάνουμε ποτέ. ᾿Απ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς νάρκης μᾶς ξυπνᾶ πότε πότε ἡ ἐπίσκεψη κάποιας βαρειᾶς ἀρρώστειας στὸν ἑαυτό μας ἤ στοὺς γύρω μας. Τότε ἀρχίζουμε νὰ τρέμουμε, διότι ἡ ἀρρώστεια μᾶς ἐπαναφέρει στὴν ὠμὴ πραγματικότητα, ὅτι κάπου κοντά μας παραμονεύει ὁ θάνατος.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀρρώστεια καὶ ὁ θάνατος ἐμφανίζονται ὡς οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι ἐχθροὶ τῆς ζωῆς μας. ῾Η ἀρρώστεια μᾶς ἀποκαλύπτει τὴ φθορὰ, ποὺ συντελεῖται ἀδιάκοπα μέσα μας, μέχρι νὰ ὀδηγηθοῦμε ὁπωσδήποτε στὸ θάνατο. Καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τὸν χείμαρρο αὐτὸ τῆς φθορᾶς μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας στοὺς ἐπιστήμονες γιατρούς. Πολλὲς φορὲς ἐκεῖνοι κατορθώνουν κάτι προσωρινό, ἀλλὰ στὸ τέλος πάντα εἶναι οἱ νικημένοι. Γι᾿ αὐτὸ ὅλοι μας ἀναζητοῦμε τὸν
μεγάλο εὐεργέτη, αὐτὸν ποὺ θὰ μπορέση νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸς; ῾Οπωσδήποτε κανένας ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὅλοι ὑπόκεινται στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο. ῾Ο μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς εὐεργετήση εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ στὴ συνέχεια πέθανε καὶ ἀναστήθηκε. Αὐτὸς πῆρε τὴ δική μας φθαρτὴ ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἕνωσε μὲ τὴ δική του θεία φύση καὶ μᾶς ἔκανε κατὰ χάρη ἄφθαρτους καὶ ἀθάνατους. Δεῖγμα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ἀποτελοῦν τὰ θαύματα τῆς θεραπείας τῆς αἱμορροούσης γυναικός καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, ποὺ ἔκαμε ὁ Χριστός. Μὲ αὐτὰ ἔδειξε πὼς εἶναι νικητὴς τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Μετὰ τὴν ἀπερίγραπτη αὐτὴ θεία οἰκονομία, τὸν τελευταῖο λόγο γιὰ τὸν καθένα μας δὲν τὸν ἔχει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ὁ ἀναστημένος Χριστός. Κι ἐμεῖς γιορτάζουμε τὴν ἀπερίγραπτη νίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ ψάλλουμε γεμᾶτοι ἀγαλλίαση: «῞Οτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ἅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος», καὶ «τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν τοῦ γένους ἡμῶν ἐν ἑαυτῷ ἀνεκαίνισεν».
῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ διακαῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν, ὄχι μόνο μᾶς προσφέρει τὴν ὑψίστη εὐεργεσία τῆς ἀθανασίας, ἀλλὰ καὶ μᾶς βοηθεῖ νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἐπιτελεῖ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα. Μ᾿ αὐτὰ δείχνει πὼς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε. ᾿Επὶ πλέον ἀποκαλύπτει τὴν θεϊκή του δύναμη, γιὰ νὰ μᾶς πῆ ὅτι αὐτὰ ποὺ ὑπόσχεται μπορεῖ καὶ νὰ τὰ πραγματοποιήση. Θεραπεύοντας τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα φανερώνει τὴ δύναμή του νὰ ἐξουδετερώνη τὴν ἀνθρώπινη ἀρρώστεια καὶ τὴ φθορὰ ποὺ φωλιάζει στὴν ἀνθρώπινη φύση. ᾿Ανασταίνοντας πάλι τὴν κόρη τοῦ ᾿Ιαείρου δείχνει τὴν ἐξουσία του ἐπάνω στὸν θάνατο, ποὺ παραμονεύει στὴν πορεία ὅλων
μας.
᾿Εμεῖς ἀπὸ τὸ μέρος μας μποροῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀπίστευτη αὐτὴ εὐεργεσία, ὅταν μὲ τὴ θέλησή μας ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνουμε μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στὰ ἅγια Μυστήριά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀπαραίτητο μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὸ ἅγιο Χρῖσμα νὰ ἐξομολογούμαστε μὲ εἰλικρίνεια τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ συγχωροῦμε ὅσους μᾶς ἔβλαψαν, νὰ ἐκκλησιαζόμαστε τακτικὰ καὶ νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα Μυστήρια, ποὺ εἶναι τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας. Αὐτὰ τὰ δεχόμαστε εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τότε γινόμαστε μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ἄφθαρτοι κι ἀθάνατοι. ῎Οχι μόνο δὲν φοβούμαστε τὴν ἀρρώστεια καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἀδιάκοπη ὑπομονὴ καὶ ζωντανὴ ἐλπίδα. Γιορτάζουμε τὴ λαμπροφόρο νίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ συμμετέχουμε ἀπὸ τώρα στὸ αἰώνιο πανηγύρι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου δὲν ὑπάρχει πόνος, οὔτε λύπη, οὔτε στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητη. ᾿Αμήν.
π. Α.Γ.Μ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...