Τρίτη 3 Ιουλίου 2018


Ποτέ να μην λησμονείτε ότι η επίγεια ζωή μάς δόθηκε για να προετοιμαστούμε για την ζωή την αιώνια και η τύχη μας στην αιώνια ζωή θα κριθεί απ’ αυτό, πώς ζήσαμε εδώ.
Να είστε πιστοί στον Χριστό, πιστοί με τον τρόπο που ο ίδιος έδειξε στην Αποκάλυψη του αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου. Εκεί Αυτός λέει· «Γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Απ. 2, 10).
Άγιος Λουκάς Συμφερουπόλεως

Aπλότητα καρδίας

Γέροντα, εγώ σκέφτομαι πώς θα το πάρη ο άλλος αυτό που θα πω και φοβάμαι μην παρεξηγηθώ κ.λπ.
– Εσύ βραχυκυκλώνεσαι, επειδή δεν έχεις απλότητα. 
Κοίταξε, να αποκτήσης απλότητα καρδίας, για να αναπτυχθής πνευματικά.
Να δέχεσαι απλά τις παρατηρήσεις που σού κάνουν και να προσπαθής να διορθώνεσαι, ζητώντας και την βοήθεια του Θεού. Μπορεί να σού πούν ότι σε εκείνη την περίπτωση φέρθηκες χωρίς σύνεση. 
Άλλη φορά, σε ανάλογη περίπτωση, πρέπει να σκεφθής: «Τότε μου είπαν ότι φέρθηκα χωρίς σύνεση· τώρα πρέπει να προσέξω να φερθώ συνετά». Με αυτόν τον τρόπο αποκτάς σιγά-σιγά πείρα, διορθώνεσαι, προοδεύεις και εξελίσσεσαι πνευματικά. Έτσι και ο άλλος πληροφορείται και ο Θεός πληροφορείται κι εσύ πληροφορείσαι και είσαι ειρηνική. 
Η απλότητα με τον φιλότιμο αγώνα και με την εμπιστοσύνη στον Θεό φέρνουν εσωτερική ειρήνη και χαρά και γεμίζει η ψυχή από ελπίδα και παρηγοριά.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη και Αρετές» - 142 -

Θαυμαστά στιγμιότυπα από τη δεύτερη περιοδεία του Αγίου Παϊσίου στα Πομακοχώρια

Ο Άγιος Παΐσιος (1924-1994).
Τον Μάιο του 1989 ο Πατήρ Παΐσιος έκανε μία δεύτερη -μεγαλύτερη αυτήν την φορά- περιοδεία στα Πομακοχώρια της Θράκης. Τον πήγε με το αυτοκίνητό του ένας γνωστός του νέος και, όταν έφθασαν εκεί, πήραν μαζί τους και δύο Πομάκους που είχαν γίνει Χριστιανοί και επισκεπτόταν συχνά τον Γέροντα.
Ζήτησαν την ευλογία του Μητροπολίτου, και έπειτα ξεκίνησαν την περιοδεία. Η καλωσύνη του Πατρός Παϊσίου «μίλησε» στις καρδιές των απλών αυτών ανθρώπων. Και, επειδή είχαν ακούσει ότι ο νονός του ήταν Άγιος και ότι στην πατρίδα του, τα Φάρασα, έκανε πολλά θαύματα και στους Μουσουλμάνους, όλοι ήθελαν να τον δουν και τον καλούσαν στα σπίτια τους.
Όσοι μάλιστα ήταν από άλλα χωριά, τον παρακαλούσαν να επισκεφθή και το δικό τους. Σε κάθε σπίτι που πήγαινε μαζεύονταν και όλοι οι γείτονες -αλλού τριάντα, αλλού πενήντα Μουσουλμάνοι-, για να ακούσουν κάτι από το στόμα του. Τους έλεγε περίπου τα εξής:
– Ο Θεός μας αγαπά όλους. Και εσείς είστε παιδιά του Θεού. Ένας Μουσουλμάνος που θα γίνει Χριστιανός μπορεί να σωθή πιο εύκολα από έναν που ήταν Χριστιανός από μικρός, γιατί ο Μουσουλμάνος δεν ξέρει τίποτε και έρχεται στην Ορθοδοξία και τα μαθαίνει όλα από την αρχή, και γίνεται καλύτερος. Εσείς, εάν ομολογήσετε τον Χριστό, θα είστε σε καλύτερη θέση από εμάς, γιατί εμείς τα ξέρουμε όλα και δυστυχώς δεν τα εφαρμόζουμε.
Καθώς περπατούσε στα δρομάκια των χωριών, ο κόσμος μαζευόταν γύρω του, κι εκείνος τους κοίταζε με βλέμμα σπλαχνικό, μοίραζε καραμέλλες στα παιδάκια και συζητούσε με όλους.
Μία Μουσουλμάνα, που είχε αποφασίσει να βαπτισθή Χριστιανή, τον πλησίασε και τον ρώτησε:
– Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Τι να λέω στην προσευχή μου;
– Τι ξέρεις να λες; την ρώτησε.
– Ξέρω να λέω «Κύριε ελέησον», απάντησε η γυναίκα.
– Αυτό να λες συνέχεια, την συμβούλεψε ο Όσιος.
Πήγαν και στο σπίτι μιας δαιμονισμένης Μουσουλμάνας που, μόλις είδε τον Γέροντα, τον πλησίασε και με ύφος υπεροπτικό του είπε:
– Έχω δαιμόνια εγώ.
– Καλά, καλά, της είπε ο Όσιος και μπήκε μαζί της στο σπίτι, παίρνοντας και έναν από τους Πομάκους συνοδούς του.
– Θέλεις να γίνης καλά; την ρώτησε.
– Ναι, απάντησε η γυναίκα.
Έβγαλε τότε τον ξύλινο Σταυρό του και, ψιθυρίζοντας την ευχή, πήγε να τον ακουμπήση στο μέτωπό της. Εκείνη τινάχθηκε απότομα και έσπρωξε τον Όσιο με δύναμη.
– Το ταγκαλάκι είναι πολύ δυνατό, είπε εκείνος στον Πομάκο, πρέπει να την συγκρατήσουμε».
Κατάφεραν να την ακινητοποιήσουν, και ο Όσιος την σταύρωσε δύο φορές στο μέτωπο. Τότε η γυναίκα έπεσε κάτω και άρχισε να φωνάζη:
– Φύγετε, δεν σας θέλω!
Από το στόμα της έβγαιναν αφροί και αφόρητη δυσωδία. Ο Πομάκος φοβήθηκε, αλλά ο Όσιος τον καθησύχασε:
– Βγαίνει, μη φοβάσαι. Πες της να τον διώξη.
Μόλις εκείνη είπε:
– Φύγε, σατανά!, ο Όσιος ακούμπησε για τρίτη φορά τον Σταυρό στο μέτωπό της. Τότε είδαν ένα δαιμόνιο να φεύγη σαν μαύρος σκύλος και να αφήνη την γυναίκα λιπόθυμη. Μόλις συνήλθε, τους είπε:
– Δεν έχω μέσα μου το βάρος που είχα, αλλά καίγομαι. Μια φωτιά βγήκε από μέσα μου και με έκαψε.
Έπειτα η γυναίκα στράφηκε στον Πομάκο και τον ρώτησε στην γλώσσα της:
– Πόσα χρήματα θα πληρώσω στον παπά; Πήγαινα σε μάγους και χοτζάδες, και μου έπαιρναν πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές. Τώρα πόσα θα δώσω; Εκατόν πενήντα χιλιάδες έχω. Φθάνουν;
– Ο Πατήρ Παΐσιος κατάλαβε τι έλεγε και είπε:
– Πες της να δώση μία ευχή στον καλόγερο, να τον δεχθή ο Θεός σε μία ακρούλα στον Παράδεισο.
– Δεν θέλει χρήματα, είπε ο Πομάκος στην γυναίκα. Μόνον να του πης να έχη καλόν Παράδεισο.
Όταν βγήκαν στην αυλή, όλοι έμειναν έκπληκτοι βλέποντας την γυναίκα τόσο αλλαγμένη. Το πρόσωπό της δεν ήταν πλέον αγριεμένο αλλά ήρεμο. Κοίταζε τον Πατέρα Παΐσιο με ευγνωμοσύνη και τον ρωτούσε:
– Τι να κάνω τώρα; Τι να κάνω;
– Να διαβάζης το Ευαγγέλιο, της είπε, και να μην κοιτάζης φλιτζάνια, ούτε να λες τη μοίρα. Να προσπαθής να δουλεύης όσο περισσότερο μπορείς. Με την εργασία θα ξεκόψης από αυτά. Άμα δεν δουλεύης και αρχίσεις πάλι τα ίδια, θα το ξαναπάθης.
Στους συνοδούς του όμως ο Όσιος είπε:
– Αν δεν βάλη τον Σταυρό επάνω της (δηλαδή αν δεν βαπτισθη), δεν πρόκειται να γίνη καλά.
[…] Στην επιστροφή ο συνοδός του τον ρώτησε:
– Γέροντα, οι Πομάκοι είναι τόσα χρόνια στην Ελλάδα γιατί δεν γίνονται Χριστιανοί;
– Εμείς φταίμε που δεν γίνονται Χριστιανοί, απάντησε ο Όσιος κουνώντας λυπημένος το κεφάλι. Οι πρώτοι Χριστιανοί ζύμωσαν όλο τον κόσμο. Εμείς οι σημερινοί δεν μπορούμε τίποτε να κάνουμε. Νερόβραστοι είμαστε.
Αποσπάσματα από το βιβλίο ο «Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης», έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου » Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης. 

http://www.diakonima.gr/

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 1 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018


ΚΥΡΙΑΚΗ  Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μτθ. η΄ 28 – θ΄ 1)

Γιά τή θεραπεία δύο δαιμονισμένων ἀνθρώπων μᾶς μίλησε σήμερα τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. Στήν ἀνατολική ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ ὑπῆρχε μιά πόλη πού λεγόταν Γέργεσα. Οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως αὐτῆς ἦταν βυθισμένοι στήν ὕλη καί στήν παρανομία. Μιά εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἦταν οἱ δύο δαιμονισμένοι, «Χαλεποί λίαν», πού δέν ἔμεναν μέσα στήν πόλη, ἔμεναν ἔξω, στά μνήματα καί κανένας δέν τολμοῦσε νά περάσει ἀπό τό μέρος ἐκεῖ. Ἦταν ἐπικίνδυνοι, ὁ φόβος καί ὁ τρόμος. Ἐκεῖ ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές του ἀποβιβάστηκε ἀπό τό πλοιάριο καί ἀμέσως οἱ δαιμονισμένοι τρόμαξαν. Μόλις εἶδαν τόν Χριστό τά πονηρά πνεύματα, φώναξαν δυνατά: «Τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; ἦρθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;». «Ποιά σχέση ὑπάρχει μεταξύ μας Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Θεοῦ; Σύ εἶσαι υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς ἀκάθαρτα πνεύματα. Γνωρίζουμε ὅτι στήν παγκόσμια κρίση θά τιμωρηθοῦμε. Σέ παρακαλοῦμε μή μᾶς τιμωρήσεις ἀπό τώρα.» Πρόβλεψαν οἱ δαίμονες ὅτι ὁ Κύριος θά τούς ἐξεδίωκε.
Τήν ὥρα ἐκείνη ἐκεῖ κοντά ἦταν μιά ἀγέλη χοίρων. Οἱ δαίμονες, βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός θά τούς ἔβγαζε ἀπό τούς δύο ἀνθρώπους, τόν παρακάλεσαν νά μποῦν στούς χοίρους. Καί ὁ Χριστός τούς ἐπέτρεψε ὄχι γιατί τό ἀξίωσαν τά δαιμόνια, ἀλλά γιατί ὁ ἑβραϊκός νόμος ἀπαγόρευε νά τρέφουν γουρούνια καί νά τρῶνε τό κρέας τους. Οἱ Γεργεσηνοί, λαίμαργοι καί πλεονέκτες, παρέβαιναν τό μωσαϊκό νόμο. Μπῆκαν λοιπόν τά δαιμόνια στούς χοίρους καί ὁλόκληρο τό κοπάδι ὥρμησε καί πνίγηκε στή λίμνη.
Οἱ χοιροβοσκοί ἔτρεξαν τρομαγμένοι στά Γέργεσα καί ἀνέφεραν στούς κατοίκους ὅσα ἔκαμε ὁ Χριστός. Ὅλοι τότε οἱ Γεργεσηνοί βγῆκαν πρός τό μέρος ὅπου ἦταν ὁ Χριστός, ὄχι γιά νά ἐκδηλώσουν εὐχαριστίες καί μετάνοια, ἀλλά γιά νά τόν παρακαλέσουν νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τους. Ἡ παρουσία του στή χώρα τους ὑπῆρχε περίπτωση νά βλάψει καί ἄλλα ὑλικά τους συμφέροντα. Δέν ἦταν ἐπιθυμητός στήν περιοχή τους. Προτιμοῦσαν τούς χοίρους, τήν παρανομία, τήν ἁμαρτία καί ὄχι τόν Χριστό. Καί ὁ Κύριος, πού σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πῆρε τό πλοιάριο του καί ἐπέστρεψε μέ τούς μαθητές του στήν Καπερναούμ.
Φαίνεται παράδοξο τό φαινόμενο τό ὁποῖο παρουσιάζουν οἱ Γεργεσηνοί. Ὁ Κύριος ἐπισκέπτεται τή χώρα τους. Ἡ τιμή πού τούς ἔκαμε συνοδεύεται καί μέ τόν πλοῦτο τῆς χάριτος. Διδάσκει καί θαυματουργεῖ. Τούς ἀπαλλάσει ἀπό τήν παρουσία δύο δαιμονισμένων, τούς θεραπεύει καί τούς ἐπαναφέρει στήν κοινωνία. Οἱ Γεργεσηνοί ὅμως ὄχι μόνο δέν συμμετέχουν στή χαρά τῶν δύο συνανθρώπων τους, ἀλλά παρακαλοῦν τό Χριστό νά φύγει ἀπό κοντά τους. Ὁ ἄνθρωπος ἐξορίζει ἀπό τή ζωή του τό Χριστό. Ἕνα θλιβερό φαινόμενο πού ἐπαναλαμβάνεται στήν ἐποχή μας.
Μόνος ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα τά δημιουργήματα ἔχει τήν ἰδιαίτερη τιμή νά γνωρίζει τό Θεό χάρη στά χαρίσματά του, στή λογική, στήν κρίση, στή συνείδηση καί κυρίως στόν ἀθάνατο σπινθήρα τῆς ψυχῆς του, ἔχει τή δυνατότητα νά «μετέχει τοῦ θείου». Νά ἐπιζητᾶ καί νά ἐρμηνεύει τή ζωή καί τό νόημά της. Νά ζητᾶ νά βρεῖ τήν πηγή τῆς ζωῆς του, τή δημιουργική του ἀρχή. Νά ἀποδέχεται τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά τόν σώσει ἀπό τή μοναξιά, τό θάνατο, τό κράτος τοῦ διαβόλου.
Ὅλα αὐτά ἐπιτυγχάνονται στήν ἔννοια τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Ὅμως ἡ κοινωνία αὐτή, πού εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, γιά πολλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι ἐπιθυμητή. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐμποδίζει τίς δουλειές τους. Οἱ ἐργασίες τους εἶναι ὕποπτες, οἱ ἐπιδιώξεις τους ἀντικανονικές, τά σχέδιά τους παράνομα, ὁ πόθος τοῦ πλουτισμοῦ ἄπιαστος. Γι’ αὐτό δέν τόν θέλουν. Ὁ Χριστός ζητεῖ τιμιότητα, ἀθωότητα, ἁγνοότητα. Εἶναι τό φῶς, τό ὁλόλαμπρο καί δυνατό. Οἱ ἀμφίβολες ὅμως δουλειές χρειάζονται μισόφωτο, σκοτάδι. Τόν παρακαλοῦν νά παραμερίσει. Δέν βρίζουν, δέν παρουσιάζονται φανατικοί ἐχθροί Του. Τηροῦν ἴσως τά προσχήματα. Νά δώσουμε χρήματα σέ κάποιον φτωχό. Καί κερί νά ἀνάψουμε τήν Κυριακή καί μιά εἰκόνα νά βάλουμε στό σπίτι. Μή ζητᾶ ὅμως νά ἐπέμβει στή δουλειά μας, μήν ἐπιμένει νά κόψουμε τίς συνήθειες, ν’ ἀλλάξουμε ζωή. Ὑπάρχουν πολλά πράγματα πού πρέπει νά γίνουν, πού τά ζητάει ἡ ἐποχή, ἡ κοινωνική θέση, στά ὁποῖα ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνοχλητική. Ἔτσι τόν διώχνουν μέ εὔσχημο τρόπο ἀπό τή ζωή τους.
Ὁ Θεός πού σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου φεύγει ὅταν ἐκεῖνος τόν διώχνει. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τή ζωή του, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή του. Καμμιά ἄλλη δύναμη δέν ὑπάρχει πού μπορεῖ νά γίνει ἀρχή καί πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ Θεός μᾶς ὁμιλᾶ γιά τήν ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἐμπνέει μέσα μας τήν ἀγάπη γιά τή ζωή τῆς ἀθανασίας. Μᾶς σηκώνει ἀπό τίς πτώσεις μας. Μᾶς ἁγιάζει μέ τή χάρη τῶν Μυστηρίων. Ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὥστε νά βλέπουν τήν ἀλήθεια τῶν τμημάτων αὐτῆς τῆς ζωῆς καί νά μήν ταυτίζονται μέ τήν ὕλη καί τή φθορά.
Γιά νά μήν ρημάζει ὁ κόσμος ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιζητοῦμε συνεχῶς τήν παρουσία Του, καί εἶναι παρών, μέσα στήν Ἐκκλησία Του, πού εἶναι Αὐτός μαζί μας καί ἐμεῖς μαζί Του, ὁ Χριστός μαζί μας στούς αἰῶνες. Ἀμήν.


Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...