Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΒ΄  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ιθ΄ 16-26)

«Λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσε-
λεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»

Ἀγαπητοί μου αδελφοί,
Ἦταν εὐσεβής καί καλός ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ὁ νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Τηροῦσε τίς θεῖες ἐντολές καί οἱ σχέσεις του μέ τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους ἦταν ἄψογες. Ζητοῦσε ὅμως τό τέλειο καί γι’ αὐτό πλησίασε τόν Χριστό καί τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ ὑποδείξει τόν τρόπο τῆς κατακτήσεως τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ὁ Κύριος τοῦ πρότεινε τήν τελεία ἀπογύμνωση ἀπό κάθε πρόσκαιρο θησαυρό. «Πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ὁ δρόμος τῶν τελείων περνᾶ ἀπό τήν ἐλεημοσύνη καί τήν ὑποταγή, τοῦ λέγει. Ὁ νεός ὅμως κλονίζεται. Ἀγαπᾶ περισσότερο τά κτήματά του ἀπό τόν Χριστό καί μέ τήν πικρία τῆς ἀπογοητεύσεως στρέφει τά νῶτα του καί ἀπομακρύνεται. Ἀλήθεια, πολύ δύσκολα πλούσιος θά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Εἶναι καταδικασμένοι ἀπό τό Θεό οἱ πλούσιοι γιά τήν αἰώνια κόλαση; Κάθε ἄλλο. Ὁ Θεός εὐλογεῖ ἐκείνους πού μέ τό μόχθο καί τήν τιμία ἐργασία τους πολλαπλασίασαν τά τάλαντα πού τούς ἔδωσε καί τούς χαρίζει τήν πραγματική εὐτυχία. Ὁ πλοῦτος εἶναι σημεῖο τῆς γενναιοδωρίας του καί τῆς πληρότητας ζωῆς πού Ἐκεῖνος ὑπόσχεται στούς ἐκλεκτούς του. Ὁ ἴδιος πλουτίζει τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ, τόν Ἰακώβ, τόν Ἰωσήφ καί εὐλογεῖ τά ἀγαθά τους. Τότε μόνο κατακρίνει τόν πλοῦτο, ὅταν ἀποκτᾶται μέ φάυλο τρόπο καί διατίθεται σέ ἐγωιστικούς σκοπούς. Ἀκόμα, ὅταν ὁ πλούσιος προσκολλᾶται σ’ αὐτόν καί πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά ζήσει στηριζόμενος στήν δύναμή του χωρίς τό Θεό. Τά ἀγαθά τότε συσσωρεύουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. «Ὁ πεποιθῶς ἐπί πλούτῳ, οὗτως πεσεῖται» (Παροιμ. ια΄ 28) λέγει ἡ Γραφή. Ἐκεῖνος πού θά στηρίξει τίς ἐλπίδες του στή δύναμη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θά συντριβεῖ, ἔστω κι ἄν ἐφαρμόζει τίς ὑπόλοιπες ἐντολές τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» τοῦ κλείνει τά σπλάχνα τῆς ἀγάπης καί τόν κάνει ἀδιάφορο στούς πόνους καί στίς ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ (Α΄  Ἰωάν. β΄ 15).
Τό χρῆμα ἐξαπατᾶ ἀκόμα κι ἐκεῖνες τίς ψυχές πού ἔχουν καλές διαθέσεις. Φράζει τό δρόμο τῆς τελειότητος, πνίγει τόν Εὐαγγελικό λόγο καί κάνει νά ξεχαστεῖ τό οὐσιῶδες, ὅτι «οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινι ἡ ζωή αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λούκ. ιβ΄ 15). Εἶναι πολύ δύσκολο νά μείνει κανείς πιστός, ὅταν εὐημερεῖ. Ἡ ὕλη τοῦ σκεπάζει τήν καρδιά καί ἀμείλικτα τόν ἐξουσιάζει. Τοῦ προκαλεῖ ψυχική ἀναισθησία ἀπό τήν ὁποία γεννᾶται «ὁ πολυκέφαλος τῆς εἰδωλολατρίας ὄφις» (Ἅγιος Ἰωάννης Κλίμακος), δηλ. ἡ φιλαργυρία. Στό Εὐαγγέλιο ὅμως ὑπάρχει ἕνας νόμος ἀπόλυτος πού δέν ἐπιδέχεται καμία ἐξαίρεση, ὅτι δέν μπορεῖ ἐκεῖνος πού θέλει νά σωθεῖ, νά ὑπηρετεῖ δυό ἀφέντες: «Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» καί «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνά» (Ματθ. στ΄ 24). Ἐκεῖνος πού ἔχει σ’ αὐτόν τόν κόσμο τά ἀγαθά του δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν ζητεῖ ὁ Κύριος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν περιοσία του, ὅπως ζήτησε ἀπό τόν πλούσιο νεανίσκο. Ζητεῖ νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τήν προσκόλληση τοῦ πλούτου καί ν’ ἀνοίξει τήν καρδιά του στά αἰτήματα τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν. Ὅποιος θέλει νά ἀποκτήσει οὐρανίους θησαυρούς, πρέπει νά διανείμει τούς ἐπίγειους. «Ὁ κτησάμενος ἀγάπην διεσκόρπισε χρήματα· ὁ δέ λέγων ἀμφοτέροις συζεῖν, ἑαυτόν ἠπάτησεν» (Ἰω. Κλίμακος). Ποτέ δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τά χρήματα.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τόν ἀπό Θεοῦ πλοῦτο, οὔτε ὑπογορεύει στούς πιστούς νά ἀρνηθοῦν τήν ἰδιοκτησία. Δέχεται τόν πλοῦτο σάν δῶρο τοῦ Θεοῦ πού ἔχει δοθεῖ γιά τήν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν. Ἑπομένως, ὅποιος ἔχει πλούτη, πρέπει νά εὐεργετεῖ. Πραγματικός πλούσιος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού κατέχει, ἀλλά ἐκεῖνος πού δίνει. Μέ τή δωρεά προσελκύεται ἡ γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία αὐξάνει καί πολλαπλασιάζει τά πλούτη. Ὅσο δίνει ὁ πλούσιος, τόσο περισσότερο πλουτίζει καί καί σέ ἐπίγεια καί σέ ἐπουράνια ἀγαθά. Ἔτσι ἀποδεικνύεται ἡ ἀξία τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου: «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν» (Πράξ. κ΄ 35).
Ὁ Κύριος προέτρεψε τόν πλούσιο νεανίσκο νά μοιράσει τόν πλοῦτο του στούς φτωχούς. Μέσα στήν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ ὁ ἕνας νά ἔχει θησαυρούς καί ὁ ἄλλος νά στερεῖται τόν ἐπιούσιο. Ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ φιλανθρωπία εἶναι μία εὐαγγελική πράξη ἀγάπης, ἡ ὁποία καταργεῖ τίς διαφορές καί μέ τό μέτρο τῆς ὀλιγάρκειας δίνει τή δυνατότητα τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως πτωχῶν καί πλουσίων. Ὅταν λείπει τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης, οἱ πτωχοί μισοῦν τούς πλούσιους καί βίαια οἰκειοποιοῦνται τίς περιουσίες τους, οἱ δέ πλούσιοι περιφρονοῦν τούς φτωχούς καί λαμβάνουν ἐχθρική στάση ἀπέναντί τους. Ὅταν ὑπάρχει πνεῦμα Χριστοῦ, οἱ πλούσιοι εὐεργετοῦν τούς ἐνδεεῖς καί ἐκεῖνοι εὐγνωμονοῦν τούς πλουσίους.
Ἄν αὐτό τό πνεῦμα εἶχαν οἱ σημερινοί ἑκατομμυριοῦχοι δέν θά ὑπῆρχε πείνα στόν κόσμο, δέν θά πέθαιναν ἀπό ἐπιδημίες χιλιάδες σκελετωμένα παιδιά τοῦ τρίτου κόσμου, οἱ ἄνεργοι νέοι δέν θά ἔφθαναν ποτέ στό ἔγκλημα, δέν θά ὑπῆρχε στίς συναλλαγές τῶν ἀνθρώπων ἡ πονηρία. Μέ τά ὑπεράφθονα χρήματά τους θά ἔτρεφαν τούς πεινασμένους καί θά σκορποῦσαν ἀγάπη. Τί κρίμα ὅμως! Οἱ πιό πολλοί εἶναι σφιχταγκαλιασμένοι μέ τό μαμωνά. Ἔχουν παραδοθεῖ στήν ἐξουσία του κι ἔχουν κλείσει τά μάτια τους σέ κάθε δυστυχία. Ἡ σωτηρία γι’ αὐτούς εἶναι δύσκολη ὑπόθεση, ἐκτός κι ἄν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τούς ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο τῆς ἀναισθησίας καί τούς ὁδηγήσει στήν συναίσθηση. Μποροῦν κι αὐτοί νά σωθοῦν καί μέ τόν πλοῦτο τους ν’ ἀνοίξουν τή θύρα τοῦ Παραδείσου, ἄν θρέψουν τό φτωχό, ἄν ντύσουν τό γυμνό, ἄν περιθάλψουν τόν ἄστεγο, ἄν βοηθήσουν τόν ἀπελπισμένο, ἄν δώσουν χαρά στόν ἐμπερίστατο. «Οὐκ ἐστι γάρ ἄλλως σωθῆναι, εἰ μή διά τοῦ πλησίον» τονίζει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Τό πάθος τῆς πλεονεξίας ἔχει καταλάβει πολλούς. Ἡ θεραπεία του εἶναι δύσκολη, ὄχι ὅμως ἀδύνατη. Ὅπως γιά νά θεραπευθεῖ ἕνα σπυρί πρέπει πρῶτα νά βγάλουμε τό πύον, ἔτσι καί γιά νά θεραπεύσουμε τό οἴδημα τῆς πλεονεξίας, πρέπει νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά περιττά. «Ἀπορρίψωμεν τό φορτίον, ἴνα μικρόν ἀνανεύσῃ τό πλοῖον· ἐκβάλωμεν χειμαζόμενοι καί τῶν σκευῶν τά πολλά…», συμβουλεύει ὁ ἅγιος Νεῖλος.
Ὅποιος σκορπίσει στούς φτωχούς καί μέ τόν πλοῦτο του φέρει τήν ἐλπίδα ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχε πρίν σκοτάδι ἀπογνώσεως, θά βρεῖ ἀδαπάνητους θησαυρούς στόν οὐρανό. Ἀμήν.


Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Τὸ ἐκκλησάκι


Εἰς τὸ βουνὸ ψηλὰ ἐκεῖ
εἶν᾿ ἐκκλησιὰ ἐρημική,
τὸ σήμαντρό της δὲ χτυπᾶ,
δὲν ἔχει ψάλτη οὔτε παπά.
Ἕνα καντήλι θαμπερὸ
καὶ ἕναν πέτρινο σταυρὸ
ἔχει στολίδι μοναχὸ
τὸ ἐκκλησάκι τὸ φτωχό.
Ἀλλ᾿ ὁ διαβάτης σὰν περνᾶ
στέκεται καὶ τὸ προσκυνᾶ
καὶ μὲ εὐλάβεια πολλὴ
τὸν ἄσπρο του σταυρὸ φιλεῖ.
Ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἐκεῖ
εἶναι εἰκόνα μυστικὴ
μ᾿ αἷμα τὴν ἔγραψε ὁ Θεὸς
καὶ τὴν λατρεύει ὁ λαός.

 Ἄγγελος Βλάχος (1838-1920): Ἀθηναῖος λογοτέχνης, διπλωμάτης καὶ πολιτικός

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Λυχνάρια, καντήλια, πυρσοί -Τα «φωτιστικά» του Βυζαντίου και οι μύθοι τους [εικόνες] Πηγή: Λυχνάρια, καντήλια, πυρσοί -Τα «φωτιστικά» του Βυζαντίου και οι μύθοι τους [εικόνες] | iefimerida.gr

Τα φωτιστικά μέσα της βυζαντινής περιόδου θα βρεθούν στο επίκεντρο εισήγησης- θεματικής ξενάγησης, που προετοιμάζεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη.
Η εισήγηση- ξενάγηση θα πραγματοποιηθεί στις 2 Αυγούστου και την προετοιμάζει ο αρχαιολόγος- μουσειολόγος Ιωάννης Μότσιανος, ενώ εντάσσεται στο πλαίσιο σειράς δράσεων με γενικό τίτλο «Εν νυκτί», που καθιέρωσε από την περασμένη χρονιά το υπουργείο Πολιτισμού.
Ελαιόλαδο και μελισσοκέρι: το... «σκληρό νόμισμα» της εποχής
Οι Βυζαντινοί εξακολούθησαν να μετέρχονται τις μεθόδους αφής της φωτιάς που χρησιμοποιούνταν και στην αρχαιότητα: 1) με κρούση, 2) με τριβή και 3) με κοίλους γυάλινους φακούς ή κάτοπτρα. «Άλλωστε, με τη μορφή που τα γνωρίζουμε σήμερα, τα σπίρτα δεν υπήρχαν πριν το 1827 και ο αναπτήρας δεν ήταν σε χρήση πριν τις αρχές του 20ού αιώνα», λεει στο AΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μότσιανος.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα που ζούμε στην εποχή του ηλεκτρισμού, στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, όπως άλλωστε και έως τα τέλη του 19ου αι., ο τεχνητός φωτισμός ταυτιζόταν με τη φωτιά. Και ως καύσιμη ύλη για τη συντήρηση των φωτιστικών στα βυζαντινά χρόνια χρησιμοποιήθηκαν α) στερεά καύσιμα, όπως το ξύλο και οι φυτικοί βλαστοί, το ζωικό λίπος και το μελισσόκερο και β) ρευστά καύσιμα όπως το κατράμι, η πίσσα και άλλες ρητίνες, ορυκτά ρευστά καύσιμα και φυτικά ρευστά καύσιμα που χρησιμοποιήθηκαν για φωτιστικά ελαίου. Από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο τα καύσιμα που χρησιμοποιήθηκαν για να φωτίσουν τους τόπους λατρείας ήταν αποκλειστικά το ελαιόλαδο και το μελισσόκερο. Πίσω από τις θρησκευτικές διατάξεις υποκρύπτονται επιλογές πρακτικού χαρακτήρα. Σαφώς έπρεπε να αποφεύγουν να καπνίσουν και να μαυρίσουν τα κτήρια με τη χρήση καυσίμων κακής ποιότητας με δυσάρεστες μυρωδιές, όπως αυτές των ρητινών ή των ζωικών λιπών, ενώ, από την άλλη, φωτιστικά που ανέδιδαν έντονο και ενοχλητικό καπνό και αντίστοιχη οσμή σίγουρα θα απέτρεπαν τους πιστούς από τη μακρόχρονη παραμονή στους ναούς. Έτσι, πολύ γρήγορα, ήδη από τον 4ο αι. μ.Χ. το ελαιόλαδο και το μελλισόκερο που προορίζονταν για την παραγωγή φωτός έπρεπε να διατίθενται σε... βολική αξία. Στην προσπάθεια αυτή μάλιστα φαίνεται ότι επιστρατεύτηκαν και παλιότεροι μύθοι και συμβολισμοί. Έτσι, θεωρήθηκε ότι το έλαιον συμβολίζει «την ειρήνην και την ευσπλαχνία του Θεού (τὸν τοῦ Θεοῦ ἔλεον)» και όπως το κερί παράγεται από τις μέλισσες, που είναι παρθένοι, έτσι και από την Παρθένο Μαρία προήλθε ο Χριστός, το Φως το Αληθινό, «τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Πήλινο λυχνάρι κατασκευασμένο με μήτρα από τις Λουλουδιές Κίτρους Πιερίας.5ος αιώνας μ.Χ.Πήλινο λυχνάρι κατασκευασμένο με μήτρα από τις Λουλουδιές Κίτρους Πιερίας.5ος αιώνας μ.Χ.
Πήλινο λυχνάρι κατασκευασμένο με μήτρα από τις Λουλουδιές Κίτρους Πιερίας διακοσμημένο με επτάφωτη λυχνία. 4ος αιώνας μ.Χ.Πήλινο λυχνάρι κατασκευασμένο με μήτρα από τις Λουλουδιές Κίτρους Πιερίας διακοσμημένο με επτάφωτη λυχνία. 4ος αιώνας μ.Χ.
Μετάλλινο πολυκάνδηλο παλαιοχριστιανικών χρόνων
Εδώ, βρίσκεται και η «λογική απάντηση» στο έκτοτε «λογικό» ερώτημα: Γιατί στη διάρκεια των νηστειών επιτρέπεται η κατανάλωση ελαιών και όχι ελαιολάδου;
«Η αποχή από το ελαιόλαδο κατά τις χριστιανικές νηστείες είχε προφανώς και οικονομική σημασία, αφού ο καρπός της ελιάς και το μεταποιημένο προϊόν (ελαιόλαδο) διαφέρουν πολύ ως προς το κόστος παραγωγής τους και η συνήθεια της αποχής από το ελαιόλαδο φαίνεται ότι αποδεικνυόταν πολύ πρακτική. Η ποσότητα του ελαιόλαδου που περίσσευε μπορούσε να προσφερθεί στις εκκλησίες για να φωτιστούν με ιδιαίτερο τρόπο κατά τη διάρκεια των εορτών (που έπονται των μεγάλων νηστειών)» λεει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μότσιανος. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο φωτισμός γινόταν ανταγωνιστής της πλούσιας σε λίπη διατροφής, καθώς «ἡ τοῦ ἐλαίου τροφή» δεν προοριζόταν μόνο για «τὸ λυχνιαῖον πῦρ» και για άλλα φωτιστικά μέσα όπως οι καντήλες, αλλά αφορούσε και τη δίαιτα των ανθρώπων. Τα έλαια που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο για τα φωτιστικά μέσα ήταν κατά κανόνα βρώσιμα. Έτσι, λοιπόν, η ανεπάρκεια των φυτικών ελαίων και ζωικών λιπών επηρέαζε τόσο τη διατροφή όσο και τον φωτισμό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσοι δεν διέθεταν λάδι για το λυχνάρι τους ονομάζονταν «ἂλυχνοι», χαρακτηρισμός έσχατης ένδειας.
Μετάλλινο πολυκάνδηλο. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. 6ος αιώνας μ.Χ. Στην περιφέρεια του εξωτερικού δίσκου υπάρχει εγχάρακτη επιγραφή «αγίου Λεοντίου και Ιουλίου».
Πυρσός που χρησιμοποιήθηκε ως πυροφάνι για νυχτερινό ψάρεμαΠυρσός που χρησιμοποιήθηκε ως πυροφάνι για νυχτερινό ψάρεμα
Καθώς στον εκκλησιαστικό βίο κυριάρχησαν ως καύσιμη ύλη για τον φωτισμό το ελαιόλαδο και το μελισσόκερο, στην πορεία του χρόνου ήταν σαφής η προσπάθεια των εκκλησιών και των μονών να εξασφαλίσουν εκκλησιαστικούς ελαιώνες και μελισσουργεία, αλλά και ελαιοτριβεία και κηροπλαστεία, προκειμένου να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για τον φωτισμό τους καύσιμα, περιορίζοντας παράλληλα το κόστος τους, ενώ στην περίπτωση των αγιορείτικων μονών οι φωτιστικές ανάγκες ήταν αυτές που τις ώθησαν στην καλλιέργεια και οργάνωση ιδιόκτητων ελαιώνων και μελισσουργείων. Η δε συνήθεια της προσφοράς κεριών, η οποία επιβεβαιώνεται από πολλές αναφορές στις γραπτές βυζαντινές πηγές, συνεχίζεται στη χριστιανική εκκλησία αδιάλειπτα έως τις μέρες μας...
Η Προδοσία του Χριστού, απεικόνιση δάδων και πυρσών. Κάτω: Άρνηση του Πέτρου, απεικόνιση ανοιχτής φωτιάς, β΄ μισό 11ου αιΗ Προδοσία του Χριστού, απεικόνιση δάδων και πυρσών. Κάτω: Άρνηση του Πέτρου, απεικόνιση ανοιχτής φωτιάς, β΄ μισό 11ου αι
Γυάλινη καντήλα. Κολχίδα Κιλκίς. 5ος αιώνας μ.Χ.Γυάλινη καντήλα. Κολχίδα Κιλκίς. 5ος αιώνας μ.Χ.
Πήλινη μήτρα λυχναριώνΠήλινη μήτρα λυχναριών
Πηγή: ΑΠΕ
Φωτογραφίες: Μουσείο Βυζαντινού πολιτισμού Θεσσαλονίκης

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Πύρινος Ἅγιος. Ἠλίας ὁ Θεσβίτης





(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Προχθὲς τὴν Παρασκευὴ ἤτανε ἡ μνήμη τοῦ προφήτη Ἠλία. Αὐτὸς ὁ ἅγιος ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, καὶ μὲ ὅλο ποὺ ἤτανε ἄνθρωπος, φαίνεται σὰν κάποιο ὑπερφυσικὸ καὶ μυστηριῶδες πλάσμα, ποὺ ἔρχεται καὶ ξανάρχεται στὸν κόσμο. Οἱ Ἰουδαῖοι περιμένανε νὰ ξανἄρθει στὸν κόσμο, γιὰ τοῦτο θαρρούσανε πὼς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἤτανε ὁ Ἠλίας. Καὶ τότε ποὺ ρώτησε ὁ Χριστὸς τοὺς μαθητὲς τοῦ «Ποιός, λένε, πὼς εἶμαι, οἱ ἄνθρωποι;», τοῦ ἀπαντήσανε πὼς λέγανε πὼς ἤτανε ὁ Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς προφῆτες. Ὁ προφήτης Μαλαχίας, ποὺ ἔζησε πολὺ ὑστερώτερα ἀπὸ τὸν Ἠλία, λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τὸν Θεσβίτην, πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ», καὶ πολλοὶ τὸ ἐξηγήσανε πὼς ὁ Ἠλίας θἄρθη πάλι στὸν κόσμο πρὶν ἀπὸ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ θὰ μαρτυρήσει. Σὲ ὅλα μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ὁ Πρόδρομος, γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι κ᾿ οἱ ἄλλοι Ἑβραῖοι ὑποπτευόντανε μήπως ἤτανε ὁ Ἠλίας ξαναγεννημένος. Ὕστερα ἀπὸ τὴ Μεταμόρφωση, σὰν κατεβήκανε ἀπὸ τὸ βουνὸ οἱ τρεῖς μαθητάδες μὲ τὸν Χριστό, τὸν ρωτήσανε: «Οἱ γραμματεῖς λένε πὼς ὁ Ἠλίας πρέπει νἄρθει πρῶτα. Ἐσὺ τί λές;» Κι᾿ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὁ Ἠλίας ἔρχεται πρῶτα καὶ θὰ τ᾿ ἀποκαταστήσει ὅλα· ἀλλὰ σᾶς λέγω πὼς ὁ Ἠλίας ἦρθε κιόλας, καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, ἀλλὰ τοῦ κάνανε ὅσα θελήσανε· τὰ ἴδια μέλλεται νὰ πάθει καὶ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπ᾿ αὐτούς». Τότε καταλάβανε οἱ μαθητὲς πὼς γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ τοὺς εἶπε (Ματθ. ιστ´, 10). Ρωτήσανε οἱ μαθητὲς τὸν Χριστὸ γιὰ τὸν Ἠλία, ἐπειδὴ τὸν εἴχανε δεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο, ἀπάνω στὸ Θαβώρ, νὰ φανερώνεται μαζὶ μὲ τὸν Μωυσῆ, τὴν ὥρα ποὺ μεταμορφώθηκε ὁ Χριστός, καὶ νὰ μιλᾶ μαζί του, μὲ ὅλο ποὺ εἶχε ζήσει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο πρὶν ἀπὸ 800 χρόνια. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ Σταύρωση, σὰν φώναξε ὁ Χριστὸς «Ἠλὶ ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί», κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ποὺ στεκόντανε κοντὰ στὸ σταυρὸ λέγανε πὼς θὰ φώναζε τὸν Ἠλία νὰ τὸν βοηθήσει: «Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἐστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος» (Ματθ. κζ´, 46). Παντοῦ πλανιέται ὁ ἴσκιος του.

Ὁ προφήτης Ἠλίας γεννήθηκε πρὸ 2767 χρόνια. Πατρίδα τοῦ ἤτανε ἕνας τόπος ποὺ τὸν λέγανε Θέσβη, στὰ σύνορά της Ἀραβίας, κι᾿ ἀπὸ τοῦτο λέγεται Θεσβίτης. Τὸν πατέρα τοῦ τὸν λέγανε Σωβάκ, ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἀαρῶν. Τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε εἶδε ὁ πατέρας του πὼς πήγανε νὰ τὸν χαιρετήσουνε κάποιοι ἄνθρωποι μὲ ἄσπρα ροῦχα καὶ πὼς φασκιώσανε μὲ φωτιὰ τὸ νήπιο καὶ τοῦ δίνανε νὰ φάγει φωτιά. Σὰν μεγάλωσε, ἔγινε ἕνας ἄντρας τρομερὸς κ᾿ ἔτρεχε παντοῦ καὶ ξόρκιζε τοὺς Ἑβραίους νὰ γυρίσουνε στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ τὸν εἴχανε ἀρνηθεῖ καὶ προσκυνούσανε τὸν Βάαλ. Φωτιὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ δὲν στεκότανε μέρα-νύχτα, ἀλλὰ ὁλοένα μιλοῦσε γιὰ τὴν πίστη τ᾿ ἀληθινοῦ Θεοῦ, γιὰ τοῦτο ὀνομάσθηκε «ζηλωτής»: «Καὶ ἀνέστη Ἠλίας προφήτης ὡς πῦρ, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ὡς λαμπὰς ἐκαίετο» (Σοφ. Σειρὰχ μη´, 1). Φωτιὰ ἔτρωγε νήπιο, μὲ φασκιὲς ἀπὸ φωτιὰ ἤτανε τυλιγμένος, φωτιὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του, φωτιὰ ἔπεσε στὸ θυσιαστήριο μὲ τὴν προσευχή του, φωτιὰ ἔκαψε τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ἀνεβροχιὰ ἐπειδὴ τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεό, φωτιὰ ἤτανε τ᾿ ἁμάξι ποὺ τὸν ἅρπαξε στὸν οὐρανό.

Τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἤτανε βασιλιὰς τῶν Ἑβραίων ὁ Ἀχαάβ, ἄνθρωπος ἀσεβῆς, ποὺ προσκυνοῦσε τὸν Βάαλ, κ᾿ εἶχε γυναίκα τὴν Ἰεζάβελ, μιὰ τίγρη αἱμοβόρα ποὺ κυνηγοῦσε τὸν Ἠλία νὰ τὸν σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν ἔπαυε ἐλέγχοντας τὴν γιὰ τὴν ἀπιστία της καὶ γιὰ τὰ κακουργήματα ποὺ ἔκανε. Καὶ σὲ τοῦτο μοιάζει ὁ Ἠλίας μὲ τὸν Πρόδρομο, ποὺ τὸν κατάτρεχε ἡ Ἡρῳδιάδα. Γιὰ νὰ φανεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸν παρακάλεσε ὁ Ἠλίας νὰ μὴ βρέξει. Καὶ σφαλίσθηκε ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἔπεσε σταλαγματιὰ στὴ γῆ. Κ᾿ ἔγινε λόγος Κυρίου στὸν Ἠλία νὰ πάγει νὰ κρυφθεῖ σ᾿ ἕνα ξεροπόταμο ποὺ τὸ λέγανε Χοράθ. Κι᾿ ὁ Ἠλίας πῆγε στὸ ξεροπόταμο, καὶ τὰ κοράκια τοῦ πηγαίνανε ψωμὶ καὶ κρέας κι᾿ ἔτρωγε, κ᾿ ἔπινε ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ στεκότανε στὶς λακκοῦβες τοῦ ξεροπόταμου. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ξεράθηκε ὁλότελα τὸ ξεροπόταμο καὶ τοῦ λέγει ὁ Θεός: «Σήκω καὶ σύρε σὲ μία πολιτεία ποὺ τὴ λένε Σάρεφθα κοντὰ στὴ Σιδώνα, κ᾿ ἐγὼ θὰ προστάξω μία χήρα γυναίκα νὰ σὲ θρέφει». Πῆγε λοιπὸν καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν καστρόπορτα, καὶ βλέπει μία γυναίκα ποὺ μάζευε λίγα ξυλαράκια, κ᾿ ἔκραξε ὁ προφήτης καὶ τῆς εἶπε: «Σύρε καὶ φέρε μου μιὰ στάλα νερὸ νὰ πιῶ». Καὶ πηγαινάμενη ἡ γυναίκα νὰ φέρει τὸ νερό, τῆς φώναξε ὁ Ἠλίας: «Φέρε μου καὶ λίγο ψωμὶ νὰ φάγω». Τοῦ λέγει ἡ γυναίκα: «Ὁ Θεὸς ξέρει πὼς δὲν ἔχω ἄλλο τίποτα παρὰ μονάχα μιὰ δράκα (μονοχεριά) ἀλεύρι στὴν κρήνα (σεντουκάκι) καὶ λίγο λάδι στὸ λαδικό, καὶ μαζεύω τώρα λίγα ξύλα νὰ κάνω μία μικρὴ πίτα νὰ φάγω ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου κ᾿ ὕστερα νὰ πεθάνουμε». Τότε τῆς λέγει ὁ Ἠλίας: «Μὴ φοβᾶσαι, μόνο σύρε καὶ κᾶνε καθὼς εἶπα, ἀλλὰ φέρε μου πρῶτα ἕνα κομμάτι πίτα, κ᾿ ὕστερα νὰ φᾶς ἐσὺ καὶ τὰ παιδιά σου· γιατί, νὰ τί λέγει ὁ Κύριος: «Ἀπὸ τὸν κουβά σου δὲν θὰ λείψει τ᾿ ἀλεύρι κι᾿ ἀπὸ τὸ λαδόμπρικό σου δὲν θὰ λιγοστέψει τὸ λάδι, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ στείλω βροχὴ ἀπάνω στὴ γῆ». Πῆγε λοιπὸν ἡ γυναίκα κ᾿ ἔκανε ὅπως τῆς παράγγειλε ὁ Ἠλίας, καὶ τὸν πῆρε στὸ σπίτι της, κι᾿ ἀπὸ κείνη τὴ μέρα δὲ λιγόστεψε τ᾿ ἀλεύρι μήτε τὸ λάδι σώθηκε, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ πέρασε καιρός, ἀρρώστησε βαρειὰ ὁ γυιὸς τῆς χήρας καὶ πέθανε. Κ᾿ ἡ μάνα του ἡ καημένη, ἀπὸ τὴν πίκρα της, εἶπε στὸν Ἠλία: «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἦρθες στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ τοῦ θυμίσεις τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ πάρει τὸ παιδί μου;» Τῆς λέγει ὁ Ἠλίας: «Δῶσε μου τὸ γυιό σου». Τὸν πῆρε λοιπὸν στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν ἀνέβασε στ᾿ ἀνώγι ποὺ κοιμότανε, καὶ τὸν ἔβαλε ἀπάνω στὸ στρωσίδι ποὺ κοιμότανε ὁ ἴδιος καὶ φύσηξε τρεῖς φορὲς στὸ πρόσωπό του κ᾿ ἔκραξε στὸ Θεὸ κ᾿ εἶπε: «Ἂς γυρίσει πίσω ἡ ψυχὴ σὲ τοῦτο τὸ παιδάριο». Κ᾿ ἔγινε καθὼς εἶπε, καὶ ζωντάνεψε τὸ παιδάριο. Τότε φώναξε τὴ μητέρα του καὶ τῆς τόδωσε, λέγοντάς της: «Νά, ζεῖ πάλι ὁ γυιός σου». Κ᾿ εἶπε ἡ γυναίκα: «Τώρα κατάλαβα πὼς εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ὁ λόγος του εἶναι ἀληθινὸς στὸ στόμα σου».

Σὰν περάσανε τρία χρόνια, εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἠλία: «Πήγαινε στὸν Ἀχαὰβ καὶ παρουσιάσου μπροστά του, καὶ θὰ δώσω βροχὴ στὸ πρόσωπο τῆς γῆς». Τράβηξε λοιπὸν ὁ Ἠλίας καὶ πῆγε στὰ μέρη τῆς Σαμάρειας, κ᾿ ἤτανε μεγάλη πείνα. Ὁ Ἀχαὰβ εἶχε ἕναν οἰκονόμο τοῦ παλατιοῦ του ποὺ τὸν λέγανε Ἀβδιού, ἄνθρωπο ποὺ πίστευε στὸ Θεὸ καὶ ποὺ προστάτευε τοὺς λίγους ποὺ προσκυνούσανε τὸν ἀληθινὸ Θεό, κ᾿ εἶχε κρύψει ἑκατὸ παπάδες σὲ δυὸ σπηλιὲς καὶ τοὺς ἔθρεφε κρυφά. Εἶπε λοιπὸν μία μέρα ὁ βασιλιὰς στὸν Ἀβδιοὺ νὰ βγοῦνε μαζὶ στὸν κάμπο ἴσως βροῦνε λίγο χορτάρι γιὰ τ᾿ ἄλογά τους νὰ μὴν ψοφήσουνε. Ὁ Ἀχαὰβ τράβηξε ἀλλοῦ, κι᾿ ὁ Ἀβδιοὺ τράβηξε σ᾿ ἄλλο μέρος. Καὶ κεῖ ποὺ περπατοῦσε ὁ Ἀβδιού, βλέπει τὸν Ἠλία, καὶ σὰν τὸν εἶδε τὸν γνώρισε κ᾿ ἔπεσε χάμω καὶ τὸν προσκύνησε κ᾿ εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι, ἀφέντη μου, ὁ Ἠλίας;» Τοῦ λέγει ὁ προφήτης: «Ἐγὼ εἶμαι· μόνο σύρε καὶ πὲς στὸν ἀφέντη σου τὸν Ἀχαὰβ πὼς θέλω νὰ τὸν ἀνταμώσω». Κι᾿ ὁ καημένος ὁ Ἀβδιοὺ στενοχωρέθηκε καὶ τοῦ λέγει: «Ἀφέντη μου, τόσο ἀψηφᾶς τὴ ζωή σου καὶ θέλεις νὰ δεῖς τὸν Ἀχαάβ; Αὐτὸς δὲν ἄφησε τόπο ποὺ νὰ μὴ στείλει νὰ σὲ ζητήσει. Καὶ καλὰ νὰ πάγω νὰ τοῦ πῶ πὼς τὸν θέλεις, μὰ ἂν ἔρθει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἁρπάξει καὶ δὲν σὲ βρεῖ ὁ Ἀχαὰβ καὶ πεῖ πὼς τοῦ εἶπα ψέματα, θὰ μὲ σκοτώσει». Τοῦ λέγει ὁ Ἠλίας: «Στ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πήγαινε νὰ κάνεις ὅπως σοῦ εἶπα καὶ μὴ φοβᾶσαι». Κι᾿ ὁ Ἀβδιοὺ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν Ἀχαάβ. Καὶ σὰν εἶδε ὁ βασιλιὰς ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἠλία, τοῦ φώναξε: «Ἐσὺ εἶσαι ποὺ παραπλανᾶς τὸ λαό;» Τοῦ λέγει ὁ Ἠλίας: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ παραπλανῶ τὸ λαό, ἀλλὰ ἐσὺ κ᾿ οἱ δικοί σου ποὺ ἀρνηθήκατε τὸν Κύριο καὶ προσκυνᾶτε τὸν Βάαλ. Λοιπὸν στεῖλε τώρα καὶ σύναξε ὅλους τοὺς παπᾶδες τῶν εἰδώλων, τοὺς παπάδες τῆς ντροπῆς, νἄρθουνε στὸ βουνὸ Καρμήλι». Κι᾿ ὁ βασιλιὰς ἔκανε ὅπως τοῦπε ὁ Ἠλίας. Καὶ σὰν μαζευθήκανε οἱ ἀλλαξόπιστοι, γυρίζει καὶ τοὺς λέγει ὁ Ἠλίας: «Ὡς πότε θὰ κουτσαίνετε πότε ἀπάνω στόνα ποδάρι καὶ πότε ἀπάνω στάλλο; Ἂν εἶναι θεὸς ὁ Κύριος, πηγαίνετε ξοπίσω του, κι᾿ ἂν εἶναι θεὸς ὁ Βάαλ, πηγαίνετε μαζί του». Κι᾿ ὁ λαὸς δὲν εἶπε τίποτα. Τοὺς λέγει πάλι ὁ Ἠλίας: «Ἐγὼ ἀπόμεινα ὁλομόναχος προφήτης τοῦ Θεοῦ, κ᾿ οἱ παπάδες ποὺ προσκυνᾶνε τὸν Βάαλ εἶναι χίλιοι διακόσοι. Φέρτε λοιπὸν δυὸ μοσχάρια, κι᾿ ἂς πάρουμε ἀπὸ ἕνα κι᾿ ἂς τὰ σφάξουμε κι᾿ ἂς κάνουμε προσευχή, ὁ καθένας στὸ θεό του, κι᾿ ὅποιος θεὸς ρίξει φωτιὰ καὶ κάψει τὸ βόδι, ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθινὸς θεός». Κι᾿ ὁ λαὸς φώναξε: «Σωστὸς εἶναι ὁ λόγος σου». Πήρανε λοιπὸν τὸ ἕνα τὸ βόδι οἱ χοτζάδες τοῦ Βάαλ καὶ κάνανε θυσιαστήριο καὶ τὸ σφάξανε καὶ τριγυρίζανε γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ μεσημέρι καὶ βγάζανε μεγάλες φωνὲς καὶ λέγανε: «Ἄκουσέ μας, Βάαλ, ἄκουσέ μας καὶ ρίξε φωτιά». Μὰ ἀδιαφόρετα. Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἠλίας: «Φωνάξετε πιὸ δυνατά, γιατὶ μπορεῖ ὁ θεός σας νὰ κοιμᾶται ἢ νἄχει πιάσει κουβέντα». Καὶ κεῖνοι κράξανε καὶ ἱδρώνανε καὶ κόβανε τὰ κρέατά τους μὲ τὰ μαχαίρια καὶ μὲ τὰ χαντζάρια, ὡς τὴν ὥρα ποὺ κόντευε νὰ βασιλέψει ὁ ἥλιος. Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἠλίας: «Παραμερίσατε νὰ κάνω κ᾿ ἐγὼ τὴν προσευχή μου». Πῆρε δώδεκα πέτρες, κατὰ τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, κ᾿ ἔχτισε θυσιαστήριο, κ᾿ ἔσκαψε λάκκο βαθὺν ὁλόγυρα, καὶ λιάνισε τ᾿ ἄλλο βόδι καὶ τὄβαλε ἀπάνω στὰ ξύλα καὶ λέγει στὸ λαό: «Πάρετε τέσσερες καρδάρες νερὸ καὶ χύσετέ τις ἀπάνω στὸ βόδι καὶ στὶς σχίζες τὰ ξύλα». Καὶ τὸ κάνανε. Κ᾿ εἶπε: «Δευτερώσατε!» καὶ δευτερώσανε. Κ᾿ εἶπε: «Τριτέψετε» καὶ τριτέψανε. Καὶ γέμισε νερὸ ὁ λάκκος καὶ ξεχείλισε. Καὶ τότε γύρισε ὁ Ἠλίας κατὰ τὸν οὐρανὸ κ᾿ εἶπε: «Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ἄκουσέ με σήμερα καὶ ρίξε φωτιά, γιὰ νὰ γνωρίσει ἐτοῦτος ὁ λαὸς πὼς ἐσὺ εἶσαι Κύριος ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ πὼς ἐγὼ εἶμαι δοῦλος δικός σου, καὶ πὼς γιὰ σένα ἔκανα ὅ,τι ἔκανα. Ἄκουσέ με, Κύριε, ἄκουσέ με καὶ ρίξε φωτιά, γιὰ νὰ καταλάβει ὁ λαὸς ὅτι εἶσαι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινὸς καὶ πὼς ἐσὺ γύρισες τὴν καρδιὰ τοῦ πρὸς ἐσένα». Καὶ παρευθὺς ἔπεσε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατάφαγε τὸ βόδι, τὰ ξύλα καὶ τὸ νερὸ καὶ τὶς πέτρες, ἀκόμα καὶ τὸ χῶμα ἔγλειψε ἡ φωτιά. Τότε ὁ λαὸς ἔπεσε καὶ προσκύνησε καὶ φώναξε: «Ἀληθινὰ αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός».

Κι᾿ ὁ Ἠλίας ἔφυγε ἀπὸ κεῖ, ἐπειδὴ ἡ Ἰεζάβελ ἔστειλε νὰ τὸν σκοτώσουνε, καὶ τράβηξε μέσα ἀπὸ βουνὰ καὶ πέτρες νὰ πάγει στὸ βουνὸ Χωρήβ, ποὺ εἶναι κολλημένο μὲ τὸ Σινᾶ. Κι᾿ ἀπὸ τὴν κούραση ἔπεσε μισοπεθαμένος καὶ κοιμήθηκε κάτω ἀπὸ ἕνα δεντρὶ ποὺ τὸ λέγανε οἱ ντόπιοι ραθμᾶν κ᾿ οἱ Ἕλληνες τὸ λέγανε ἄρκευθο, κ᾿ εἶναι σὰν τὸ κέδρο. Καὶ πῆγε ἕνας ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ φάγε, γιατὶ ἔχεις πολὺν δρόμο νὰ πάρης». Καὶ σὰν σηκώθηκε, εἶδε κοντὰ στὸ μέρος ποὖχε βάλει τὸ κεφάλι του, ἕνα κριθαρόψωμο κ᾿ ἕνα λαγήνι νερό, κ᾿ ἔφαγε κι᾿ ἀποκοιμήθηκε πάλι. Τρεῖς φορὲς τὸν σήκωσε ὁ ἄγγελος. Καὶ φτάνοντας στὸ Χωρήβ, βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντὰ στὸ μέρος ποὺ εἶχε δεῖ τὸν βάτο ὁ Μωυσῆς ὁποὺ ἄναβε χωρὶς νὰ καίγεται, καὶ μπῆκε μέσα. Κι᾿ ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: «Τί κάθεσαι αὐτοῦ, Ἠλία;» Κ᾿ εἶπε ὁ Ἠλίας: «Ἀγάπησε ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο Παντοκράτορα, γιατὶ σὲ ἀφήσανε οἱ γυιοὶ τοῦ Ἰσραήλ, γκρεμνίσανε τὶς ἐκκλησίες σου, σκοτώσανε τοὺς παπάδες σου, κ᾿ ἐγὼ ἀπόμεινα καταμόναχος καὶ ζητᾶνε νὰ πάρουνε τὴ ζωή μου». Τοῦ λέγει ὁ Κύριος: «Αὔριο θἄβγεις νὰ σταθεῖς μπροστά μου στὸ βουνὸ ἐτοῦτο καὶ θὰ σηκωθεῖ ἄνεμος δυνατός, ποὺ θὰ χαλᾶ τὰ βουνὰ καὶ τὶς πέτρες, ἀλλὰ δὲν θἆμαι ἐκεῖ μέσα· ὕστερα θὰ γίνει σεισμός, μὰ κ᾿ ἐκεῖ δὲν θάμαι· κ᾿ ὕστερα θὰ γίνει φωτιά, κι᾿ οὔτε ἐκεῖ θἆμαι· κ᾿ ὕστερα θὰ σφυρίξει ἕνα λεπτὸ ἀγέρι, κ᾿ ἐκεῖ θἆμαι». Καὶ σὰν τἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἠλίας, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ καὶ σκέπασε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν προβιὰ ποὺ φοροῦσε. Κι᾿ ἄκουσε πάλι τὴ φωνὴ καὶ τὸν πρόσταξε νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ πάγει στὴ Δαμασκό. Κ᾿ ἔπιασε νὰ περπατᾶ στὴν ἔρημο σὰν ἀγρίμι. Καὶ φτάνοντας στὴν Παλαιστίνη, εἶδε ἕνα ζευγολάτη ποὺ ὄργωνε τὸ χωράφι του, κι᾿ ὁ Ἠλίας ἔρριξε τὴ γούνα τοῦ ἀπάνω του. Κι᾿ ὁ ξοχάρης ἄφησε τ᾿ ἀλέτρι καὶ τὰ βόδια καὶ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν Ἠλία. Αὐτὸς ἤτανε ὁ Ἐλισσαῖος ποὺ γίνηκε μαθητής του, καὶ καταστάθηκε μέγας προφήτης, καὶ δὲν ἀποχωρισθήκανε ὡς τὴ μέρα ποὺ ἅρπαξε τὸ δάσκαλό του ἕνα πύρινο ἁμάξι, καὶ τοὔριξε τὴ γούνα του μὲ τὴν ὁποία χτύπησε τὸν Ἰορδάνη καὶ πέρασε χωρὶς νὰ βραχεῖ.

Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶναι πολὺ τιμημένος ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Ὅπου νὰ πᾶς θὰ δεῖς ρημοκλήσια του ἀπάνω στὶς κορφὲς τῶν βουνῶν, ἀπὸ τὰ μικρὰ ὡς τὰ μεγάλα. Ὁ ἅγιος Νικόλας φυλάγει τὴ θάλασσα κι᾿ ὁ προφήτης Ἠλίας τὰ βουνά. Μέσα στὰ ρημοκλήσια τοῦ εἶναι ζωγραφισμένος ἀπὸ κείνους τοὺς παληοὺς μαστόρους σὰν τσομπάνος μὲ τὴ φλοκάτα, μὲ μαλλιὰ καὶ γένια ἀνακατεμένα καὶ στριφτὰ σὰν ἀγριόπρινος, γερακομύτης σὰν ἀητός, μὲ μάτια φλογερά. Κάθεται ἀπάνω σὲ μιὰ πέτρα, μπροστὰ σὲ μιὰ σπηλιά, σὰν τὸ ὄρνιο στὴ φωλιά του. Ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι του στὴν ἀπαλάμη του, καὶ κοιτάζει κατὰ πίσω, σὰν νὰ ἀκούγει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ μιλᾶ μέσα σὲ κεῖνα τὰ ἄσπλαχνα κράκουρα. Ἀπὸ πάνω του πετᾶ ὁ κόρακας μ᾿ ἕνα κομμάτι κρέας, καὶ χυμίζει κατὰ κάτω νὰ τοῦ τὸ δώσει. Ὅπως εἶναι ζωγραφισμένος μέσα στὸ ρημοκλήσι του, θαρρεῖς πὼς βρίσκεσαι ἀληθινὰ μέσα στὴ σπηλιά του, καὶ ἀκοῦς τὸν ἀγέρα ποὺ βουΐζει στὰ χορτάρια καὶ τὰ ὄρνια ποὺ κράζουνε κόβοντας γύρους ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ βουνό. Κανένα παμπάλαιο θυμιατήρι εἶναι κρεμασμένο δίπλα τοῦ ἀπάνω στὸν καπνισμένον τοῖχο, κανένα κερὶ σβηστὸ στέκεται μπηγμένο στὸν ἄμμο σ᾿ ἕνα μανουάλι βουνίσιο σὰν τὸν ἅγιο ποὺ εἶναι ὁ νοικοκύρης ἐκείνου τοῦ ρημοκλησιοῦ. Κάθε χρόνο, στὶς 20 Ἰουλίου, ἔρχουνται ἀποβραδὺς οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ μὲ τὸν παπά, καὶ τὸν προσκυνᾶνε τὸν προφήτη Ἠλία, ἀνάβουνε τὰ καντήλια, θυμιάζουνε, καὶ ψέλνει κανένας γέρος καὶ λέγει τὰ στιχηρὰ τῆς μνήμης του, καὶ κεῖνος ἀκούγει μὲ τὸ ἄγριο κεφάλι του ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κι᾿ ὁ κόρακας βαστᾶ τὸ ἴσιο μὲ τὴ βραχνὴ φωνή του: «Χαίροις ἐπίγειε Ἄγγελε καὶ οὐράνιε ἄνθρωπε, Ἠλία μεγαλώνυμε. Χαίροις Ἠλία ζηλωτά, τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ. Ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ πήλινος ἄνθρωπος, οὐρανοὺς τοῦ βρέχειν ὑετὸν οὐκ ἔδωκεν, καὶ οὐρανοὺς ἀνατρέχει ἐν πυρίνῳ ἄρματι». Καὶ τὴν ἄλλη μέρα, ἅμα τελειώσει ἡ λειτουργία, φεύγουνε οἱ ἄνθρωποι, κι᾿ ὁ Ἠλίας κάθεται πάλι ὁλομόναχος «μονώτατος», βουβός, τυλιγμένος στὴν προβιά του, σὰν ἀγιούπας κουρνιασμένος. Χιλιάδες χρόνια κάθεται ἔτσι, ἄλλες πολλὲς θὰ κάθεται, «ἕως τοῦ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανή».

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...