Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Σε μια ομήγυρη σε μονή του Αγίου Όρους

-την ευχή σου Γέροντα
-του Κυρίου
-καπνίζεις παιδί μου;
-ναι Γέροντα
(ελαφρό χαστούκι) -να το κόψεις
-την ευχή σου Γέροντα
-εσύ τι θέλεις
-κι εγώ καπνίζω
(χαστούκι)- να το κόψεις κι εσύ
-εσύ πόσα παιδιά έχεις;
- τρία
(χαστούκι)- να κάνεις και τέταρτο
-εσύ τι δουλειά κάνεις;
-πιλότος
(χαστούκι) με τέτοια κοιλιά πιλότος;

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

…Η ΩΡΑ ΕΙΧΕ περάσει καὶ ἀνέτειλε μπροστά μας ἡ Ἱερὰ Μονὴ του Δοχειαρίου μὲ τὸν ἐπιβλητικὸ πέτρινο Πυργίσκο της καὶ τὰ πολύχρωμα οἰκοδομήματά της, μοιάζοντας ὡς λειμὼν τοῦ Παραδείσου.
Ἀφοῦ κατέβηκε ἡ σιδερόπορτα τοῦ πλοιαρίου ἀμέσως ἀσυγκράτητοι καὶ κάνοντας τὸν Σταυρό μας πατήσαμε στὰ ἱερὰ χώματα τοῦ Ἁγιωνύμου Ὅρους.
Ἀπέναντί μας ἀκριβῶς καὶ καθισμένος σὲ ἕνα πρόχειρο τσιμεντένιο πεζούλι καθόταν ἀτάραχος καὶ μὲ ζωηρὸ βλέμμα ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ π. Γρηγόριος, ἀκραιφνὲς δεῖγμα Ὀρθοδόξου ἤθους καὶ βιώματος. Δὲν τὸν ἀναγνωρίσαμε, νομίζοντάς τον ὡς ἕνα ἁπλὸ γερασμένο Μοναχὸ. Δίπλα του εἶχαν πρὸ ὤρας μαζευτεῖ πολλοὶ προσκυνητὲς διαφόρων ἡλικιῶν ἀλλὰ καὶ 6-7 μικρόσωμα σκυλάκια που ὡς δορυφόροι περιφερόντουσαν μὲ ἀγάπη γύρω ἀπὸ τὸν Γέροντα.
Τὸν χαιρετίσαμε λέγοντάς του τὸ ἁρμόδιο Εὐλογεῖτε (αὐτὸς εἶναι ὁ καθιερωμένος ἀσπασμὸς στὸ Ὅρος) ἀπαντώντας μας, «ὁ Κύριος».
-Ξέρετε Γέροντα ποῦ εἶναι ὁ Ἡγούμενος;
-Τί νὰ τὸ κάνετε αὐτὸ τὸ στραβόξυλο; Μακριὰ ἀπὸ αὐτόν, ἐννοώντας τὸν ἑαυτό του.
Μετὰ κι ἀπὸ ἄλλα ὡραῖα καὶ ἔξυπνα πού μᾶς ἀνέφερε μὲ τὴ γνωστή του νεανικὴ ζωηράδα, ἔστω καὶ ὑπερεβδημοκοντούτης, ἦρθε ἕνα νέο καλογεράκι καὶ πιάνοντάς τον ἀπὸ τὸ χέρι, ἔχοντας τὸ ἄλλο στὴν μαγκούρα, πῆρε ν’ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ λιθόστρωτο καλντερίμι πρὸς τὴν πύλη τῆς Μονῆς, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὰ ἤρεμα σκυλάκια ποὺ ’μοιάζαν πιότερο μὲ ἀλεποῦδες.

-Γέροντα, θὰ μᾶς πεῖτε κάτι πνευματικό; Πῶς θὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό;
-Καὶ ἐμένα βρήκατε νὰ ρωτήσετε;
Τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ἁπλά, μέσα ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται ἡ Θεογνωσία, δὲν εἶναι προϊὸν γνώσης ἢ μαθητείας σὲ κάποιο Πανεπιστήμιο, ἀλλὰ πνευματικοῦ βιώματος.
-Γιὰ τὴν εὐχὴ τί ἔχετε νὰ μᾶς πεῖτε;
-Πρὶν τὴν εὐχὴ καλὸ θὰ εἶναι, ὅπως λένε καὶ οἱ Πατέρες, νὰ γίνει ἀναπνοή μας τὸ «Ἰησοῦ Χριστέ». Ἔτσι, ζεσταίνεται ἡ καρδιά μας καὶ παίρνει μπροστὰ ἡ εὐχὴ καὶ ὅλη ἡ προσευχή.
Ἀποσταμένος καὶ μὲ πέντε σοβαρὲς ἀσθένειες παράλληλα πάνω του στάθηκε στὴ μέση τοῦ λίθινου ἀνηφόρου καὶ μὲ βλέμμα σοβαρὸ ἀποξεχνώντας γιὰ λίγο τὸ ἀπαραίτητο χιοῦμορ, μᾶς εἶπε:
-Θεμέλιο ὅμως τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἀγάπη. Δίχως ἀγάπη, τσάμπα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ τὰ πάντα.
Πρέπει νὰ ἀγαπάει ὁ Χριστιανὸς ὅλη τὴν κτίση ἀκόμη καὶ τὸ χῶμα ποὺ πατᾶ «καὶ τὸν χοῦν αὐτῆς οἰκτειρήσουσι» (Ψάλμ. 101,15) κατὰ πὼς λέει ὁ ψαλμωδός. Πρέπει νὰ πλατυνθεῖ ἡ καρδιά μας καὶ νὰ χωρέσει ἐντός της ὅλο τὸ σύμπαν. Ὅμως τὴν ἀγάπη αὐτὴ δὲν τὴν ἀγοράζεις ἀπὸ τὸ Σοῦπερ Μάρκετ. Τὴ χαρίζει μονάχα καὶ ἀποκλειστικὰ ὁ Χριστός.  Ἂς προσευχόμαστε, λοιπὸν, συνέχεια στὸν Κύριό μας νὰ μᾶς δωρίζει ἐτούτη τὴν ἀγάπη.
Ἕνα μικρὸ σκυλάκι τώρα εἶχε πηδήξει στὰ χέρια του, ὁ Ντάνυ, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν τσέπη του μία μικρὴ ξύλινη χτένα ἄρχιζε νὰ τὸ χτενίζει ἀπαλλάσσοντάς του ἀπὸ διάφορες χωματόπετρες καὶ ζωύφια, ποὺ εἶχαν κολλήσει στὸ τρίχωμά του.
-Ἀγάπη γιὰ ὅλη τὴν κτίση, ὁρατὴ καὶ ἀόρατη, λογικὴ καὶ ἄλογη… πέρα ὅμως ἀπὸ συμπάθειες ἢ ἀντιπάθειες. Καμία ἀρετὴ δὲν πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη μὲ τὶς συμπάθειες καὶ τὶς ἀντιπάθειές της κάποτε ἀποκάμνει καὶ ἐξαντλεῖται. Χωρὶς ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν γνωρίζεις Τὸν Θεόν.
Ἔβαλε τὴν χτένα πάλι στὴ ρασότσεπη καὶ τότε μᾶς λέει:
-Μία ὄψη τῆς Ἀγάπης εἶναι κι ἡ ὑπομονή. Μέσα στὴν ὑπομονὴ κρύβεται καὶ ἡ ταπείνωση. Ὡστόσο, ἡ ὑπομονὴ πρέπει νὰ γίνεται εὐχαριστιακὰ καὶ ὄχι ἀναγκαστικὰ κι ἀπὸ ἀγγαρεία.
Γιὰ νὰ τὰ κάμεις ὅμως ὅλα αὐτὰ πράξη, πρέπει νὰ προχωρᾶς μὲ τὴν καρδιά σου καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Γι’ αυτὸ καὶ ἡ Βασιλεία Τοῦ Θεοῦ δουλεύεται μὲ τὴν καρδιὰ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἐξυπνάδα. Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν τὴν ψυχή μας ἐλεύθερη καὶ μὴ τὴ δεσμεύουμε μὲ τὴν ξερὴ λογική. Ἡ καρδιά, ἂν ἀφεθεῖ στὶς αὖρες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μεγαλουργεῖ. Δὲν μπορεῖ ὁ Χριστιανὸς νὰ εἶναι λογικὸς ἂν δὲν εἶναι καὶ λίγο τρελός. Ἡ ἐλεύθερη καρδιὰ ἀνεβαίνει στὸν Οὐρανὸ καὶ χτυπᾶ κάθε ὥρα τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μονάχα ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς χτυπᾶ τὴ θύρα τῆς ψυχῆς μας, ὅπως λέγει ἡ Ἀποκάλυψη, ἀλλὰ ἐμεῖς περισσότερο νὰ χτυπᾶμε. Ἐμεῖς πάντα ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὁ Χριστὸς ἔξω ἀπὸ τὴ δική μας, καταλάβατε;
Πιὸ πάνω τώρα δούλευαν στὴν πέτρα κάτι μικροκαλογέρια ἐργαζόμενα στὴ λιθόστρωση τοῦ δρομίσκου, ποὺ ἔβγαζε στὴν πύλη τῆς Μονῆς. Βλέποντας ὁ Γέροντας τους εὐδιάθετους, μὲ μία ἐνδόμυχη ἱκανοποίηση, στράφηκε πάλι σέ ’μας.
Ἡ πρώτη ἐντολὴ στὸν Παράδεισο ἦταν ἡ ἐργασία:
«ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γὲν β΄,15).
Μὲ τὴν ἐργασία ταπεινώνεται καὶ ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὸ κορμί.
 Αὐτοὶ εἶναι οἱ δυὸ πόλοι ποὺ ταλαιπωροῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν πηγαίνουν στὴν κόλαση. Ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὰ πάθη τῆς σάρκας.
Ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα ἂν τὸ δουλέψεις σωστὰ μπορεῖ νὰ σὲ ὁδηγήσει στὸν Παράδεισο.
Μαζὶ μὲ τὸ κορμί μας μετανοοῦμε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Δαίμονες δὲν μποροῦν νὰ μετανοήσουν, διότι δὲν ἔχουν σώμα. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πέφτουμε συνεχῶς σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, βλέπουμε κατόπιν τὰ χάλια μας καί, θέλοντας ἢ μή, ταπεινωνόμαστε καὶ μετανοοῦμε.
Ἂς ἔχουμε, λοιπὸν, καλή φώτιση καὶ καλή μετάνοια!
Ἄντε πηγαίνετε τώρα στὸν Ἀρχοντάρη νὰ σᾶς τακτοποιήσει καὶ νὰ πάω καὶ ’γῶ στὸ κελλάκι μου ν’ ἀναπαυθῶ στὴ γωνιά μου…

AΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
                                                                                                                  Εκδόσεις «ΑΘΩΣ»

Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΒ΄  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ιθ΄ 16-26)

«Λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσε-
λεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»

Ἀγαπητοί μου αδελφοί,
Ἦταν εὐσεβής καί καλός ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ὁ νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Τηροῦσε τίς θεῖες ἐντολές καί οἱ σχέσεις του μέ τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους ἦταν ἄψογες. Ζητοῦσε ὅμως τό τέλειο καί γι’ αὐτό πλησίασε τόν Χριστό καί τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ ὑποδείξει τόν τρόπο τῆς κατακτήσεως τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ὁ Κύριος τοῦ πρότεινε τήν τελεία ἀπογύμνωση ἀπό κάθε πρόσκαιρο θησαυρό. «Πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ὁ δρόμος τῶν τελείων περνᾶ ἀπό τήν ἐλεημοσύνη καί τήν ὑποταγή, τοῦ λέγει. Ὁ νεός ὅμως κλονίζεται. Ἀγαπᾶ περισσότερο τά κτήματά του ἀπό τόν Χριστό καί μέ τήν πικρία τῆς ἀπογοητεύσεως στρέφει τά νῶτα του καί ἀπομακρύνεται. Ἀλήθεια, πολύ δύσκολα πλούσιος θά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Εἶναι καταδικασμένοι ἀπό τό Θεό οἱ πλούσιοι γιά τήν αἰώνια κόλαση; Κάθε ἄλλο. Ὁ Θεός εὐλογεῖ ἐκείνους πού μέ τό μόχθο καί τήν τιμία ἐργασία τους πολλαπλασίασαν τά τάλαντα πού τούς ἔδωσε καί τούς χαρίζει τήν πραγματική εὐτυχία. Ὁ πλοῦτος εἶναι σημεῖο τῆς γενναιοδωρίας του καί τῆς πληρότητας ζωῆς πού Ἐκεῖνος ὑπόσχεται στούς ἐκλεκτούς του. Ὁ ἴδιος πλουτίζει τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ, τόν Ἰακώβ, τόν Ἰωσήφ καί εὐλογεῖ τά ἀγαθά τους. Τότε μόνο κατακρίνει τόν πλοῦτο, ὅταν ἀποκτᾶται μέ φάυλο τρόπο καί διατίθεται σέ ἐγωιστικούς σκοπούς. Ἀκόμα, ὅταν ὁ πλούσιος προσκολλᾶται σ’ αὐτόν καί πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά ζήσει στηριζόμενος στήν δύναμή του χωρίς τό Θεό. Τά ἀγαθά τότε συσσωρεύουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. «Ὁ πεποιθῶς ἐπί πλούτῳ, οὗτως πεσεῖται» (Παροιμ. ια΄ 28) λέγει ἡ Γραφή. Ἐκεῖνος πού θά στηρίξει τίς ἐλπίδες του στή δύναμη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θά συντριβεῖ, ἔστω κι ἄν ἐφαρμόζει τίς ὑπόλοιπες ἐντολές τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» τοῦ κλείνει τά σπλάχνα τῆς ἀγάπης καί τόν κάνει ἀδιάφορο στούς πόνους καί στίς ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ (Α΄  Ἰωάν. β΄ 15).
Τό χρῆμα ἐξαπατᾶ ἀκόμα κι ἐκεῖνες τίς ψυχές πού ἔχουν καλές διαθέσεις. Φράζει τό δρόμο τῆς τελειότητος, πνίγει τόν Εὐαγγελικό λόγο καί κάνει νά ξεχαστεῖ τό οὐσιῶδες, ὅτι «οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινι ἡ ζωή αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λούκ. ιβ΄ 15). Εἶναι πολύ δύσκολο νά μείνει κανείς πιστός, ὅταν εὐημερεῖ. Ἡ ὕλη τοῦ σκεπάζει τήν καρδιά καί ἀμείλικτα τόν ἐξουσιάζει. Τοῦ προκαλεῖ ψυχική ἀναισθησία ἀπό τήν ὁποία γεννᾶται «ὁ πολυκέφαλος τῆς εἰδωλολατρίας ὄφις» (Ἅγιος Ἰωάννης Κλίμακος), δηλ. ἡ φιλαργυρία. Στό Εὐαγγέλιο ὅμως ὑπάρχει ἕνας νόμος ἀπόλυτος πού δέν ἐπιδέχεται καμία ἐξαίρεση, ὅτι δέν μπορεῖ ἐκεῖνος πού θέλει νά σωθεῖ, νά ὑπηρετεῖ δυό ἀφέντες: «Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» καί «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνά» (Ματθ. στ΄ 24). Ἐκεῖνος πού ἔχει σ’ αὐτόν τόν κόσμο τά ἀγαθά του δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν ζητεῖ ὁ Κύριος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν περιοσία του, ὅπως ζήτησε ἀπό τόν πλούσιο νεανίσκο. Ζητεῖ νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τήν προσκόλληση τοῦ πλούτου καί ν’ ἀνοίξει τήν καρδιά του στά αἰτήματα τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν. Ὅποιος θέλει νά ἀποκτήσει οὐρανίους θησαυρούς, πρέπει νά διανείμει τούς ἐπίγειους. «Ὁ κτησάμενος ἀγάπην διεσκόρπισε χρήματα· ὁ δέ λέγων ἀμφοτέροις συζεῖν, ἑαυτόν ἠπάτησεν» (Ἰω. Κλίμακος). Ποτέ δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τά χρήματα.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τόν ἀπό Θεοῦ πλοῦτο, οὔτε ὑπογορεύει στούς πιστούς νά ἀρνηθοῦν τήν ἰδιοκτησία. Δέχεται τόν πλοῦτο σάν δῶρο τοῦ Θεοῦ πού ἔχει δοθεῖ γιά τήν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν. Ἑπομένως, ὅποιος ἔχει πλούτη, πρέπει νά εὐεργετεῖ. Πραγματικός πλούσιος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού κατέχει, ἀλλά ἐκεῖνος πού δίνει. Μέ τή δωρεά προσελκύεται ἡ γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία αὐξάνει καί πολλαπλασιάζει τά πλούτη. Ὅσο δίνει ὁ πλούσιος, τόσο περισσότερο πλουτίζει καί καί σέ ἐπίγεια καί σέ ἐπουράνια ἀγαθά. Ἔτσι ἀποδεικνύεται ἡ ἀξία τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου: «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν» (Πράξ. κ΄ 35).
Ὁ Κύριος προέτρεψε τόν πλούσιο νεανίσκο νά μοιράσει τόν πλοῦτο του στούς φτωχούς. Μέσα στήν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ ὁ ἕνας νά ἔχει θησαυρούς καί ὁ ἄλλος νά στερεῖται τόν ἐπιούσιο. Ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ φιλανθρωπία εἶναι μία εὐαγγελική πράξη ἀγάπης, ἡ ὁποία καταργεῖ τίς διαφορές καί μέ τό μέτρο τῆς ὀλιγάρκειας δίνει τή δυνατότητα τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως πτωχῶν καί πλουσίων. Ὅταν λείπει τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης, οἱ πτωχοί μισοῦν τούς πλούσιους καί βίαια οἰκειοποιοῦνται τίς περιουσίες τους, οἱ δέ πλούσιοι περιφρονοῦν τούς φτωχούς καί λαμβάνουν ἐχθρική στάση ἀπέναντί τους. Ὅταν ὑπάρχει πνεῦμα Χριστοῦ, οἱ πλούσιοι εὐεργετοῦν τούς ἐνδεεῖς καί ἐκεῖνοι εὐγνωμονοῦν τούς πλουσίους.
Ἄν αὐτό τό πνεῦμα εἶχαν οἱ σημερινοί ἑκατομμυριοῦχοι δέν θά ὑπῆρχε πείνα στόν κόσμο, δέν θά πέθαιναν ἀπό ἐπιδημίες χιλιάδες σκελετωμένα παιδιά τοῦ τρίτου κόσμου, οἱ ἄνεργοι νέοι δέν θά ἔφθαναν ποτέ στό ἔγκλημα, δέν θά ὑπῆρχε στίς συναλλαγές τῶν ἀνθρώπων ἡ πονηρία. Μέ τά ὑπεράφθονα χρήματά τους θά ἔτρεφαν τούς πεινασμένους καί θά σκορποῦσαν ἀγάπη. Τί κρίμα ὅμως! Οἱ πιό πολλοί εἶναι σφιχταγκαλιασμένοι μέ τό μαμωνά. Ἔχουν παραδοθεῖ στήν ἐξουσία του κι ἔχουν κλείσει τά μάτια τους σέ κάθε δυστυχία. Ἡ σωτηρία γι’ αὐτούς εἶναι δύσκολη ὑπόθεση, ἐκτός κι ἄν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τούς ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο τῆς ἀναισθησίας καί τούς ὁδηγήσει στήν συναίσθηση. Μποροῦν κι αὐτοί νά σωθοῦν καί μέ τόν πλοῦτο τους ν’ ἀνοίξουν τή θύρα τοῦ Παραδείσου, ἄν θρέψουν τό φτωχό, ἄν ντύσουν τό γυμνό, ἄν περιθάλψουν τόν ἄστεγο, ἄν βοηθήσουν τόν ἀπελπισμένο, ἄν δώσουν χαρά στόν ἐμπερίστατο. «Οὐκ ἐστι γάρ ἄλλως σωθῆναι, εἰ μή διά τοῦ πλησίον» τονίζει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Τό πάθος τῆς πλεονεξίας ἔχει καταλάβει πολλούς. Ἡ θεραπεία του εἶναι δύσκολη, ὄχι ὅμως ἀδύνατη. Ὅπως γιά νά θεραπευθεῖ ἕνα σπυρί πρέπει πρῶτα νά βγάλουμε τό πύον, ἔτσι καί γιά νά θεραπεύσουμε τό οἴδημα τῆς πλεονεξίας, πρέπει νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά περιττά. «Ἀπορρίψωμεν τό φορτίον, ἴνα μικρόν ἀνανεύσῃ τό πλοῖον· ἐκβάλωμεν χειμαζόμενοι καί τῶν σκευῶν τά πολλά…», συμβουλεύει ὁ ἅγιος Νεῖλος.
Ὅποιος σκορπίσει στούς φτωχούς καί μέ τόν πλοῦτο του φέρει τήν ἐλπίδα ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχε πρίν σκοτάδι ἀπογνώσεως, θά βρεῖ ἀδαπάνητους θησαυρούς στόν οὐρανό. Ἀμήν.


Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Τὸ ἐκκλησάκι


Εἰς τὸ βουνὸ ψηλὰ ἐκεῖ
εἶν᾿ ἐκκλησιὰ ἐρημική,
τὸ σήμαντρό της δὲ χτυπᾶ,
δὲν ἔχει ψάλτη οὔτε παπά.
Ἕνα καντήλι θαμπερὸ
καὶ ἕναν πέτρινο σταυρὸ
ἔχει στολίδι μοναχὸ
τὸ ἐκκλησάκι τὸ φτωχό.
Ἀλλ᾿ ὁ διαβάτης σὰν περνᾶ
στέκεται καὶ τὸ προσκυνᾶ
καὶ μὲ εὐλάβεια πολλὴ
τὸν ἄσπρο του σταυρὸ φιλεῖ.
Ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἐκεῖ
εἶναι εἰκόνα μυστικὴ
μ᾿ αἷμα τὴν ἔγραψε ὁ Θεὸς
καὶ τὴν λατρεύει ὁ λαός.

 Ἄγγελος Βλάχος (1838-1920): Ἀθηναῖος λογοτέχνης, διπλωμάτης καὶ πολιτικός
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...