ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Θέλω νὰ κρατήσετε ἕνα πρᾶγμα. Ὅτι τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή, κι ὅτι ἡ
προσευχὴ κάνει θαύματα. Ποιά προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔχει τὰ γνωρίσματα τῆς προσευχῆς τῆς Χαναναίας.
⃝ Ἡ Χαναναία τί ἔλεγε; τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ψάλλουμε κ᾽ ἐμεῖς. Πῶς τὸ λέμε ὅμως ἐμεῖς; Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὶς ἐκκλησίες λατρεύουν μὲ συναίσθησι. Ἦρθε κάποιος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ, καὶ μοῦ εἶπε· Τί νὰ σοῦ πῶ, πάτερ, ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς πιστεύει· ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριώμαστε, αὐτοὶ λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαῖνε. «Κύριε ἐλέησον», εἶπε ἡ Χαναναία, ἀλλὰ μὲ πίστι. Πίστευε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα.
⃝ Ἄλλο γνώρισμα. Ἡ Χαναναία ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ἐπιμονή. Ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Ὄχι σὰν μερικὰ ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυπᾶνε τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν γιατὶ φοβοῦνται μήπως κατεβῇ ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ κυνηγήσῃ, ἀλλὰ μὲ ἐπιμονή. Ὅταν θέλῃς πολὺ νὰ συναντήσῃς ἢ νὰ μιλήσῃς μὲ κάποιον, χτυπᾷς συνεχῶς τὸ κουδούνι ἢ τὸ τηλέφωνό του, μέχρι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία· πῆρε τηλέφωνο καὶ χτυποῦσε ἀδιάκοπα. Τηλέφωνο καὶ κουδούνι εἶνε ἡ προσευχή, μία ποθητὴ συνδιάλεξι μὲ τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε χρειάζεται ἐπιμονή, ὄχι ἀπογοήτευσι. Τότε θὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε.
⃝ Μὲ πίστι λοιπὸν ἡ προσευχή, μὲ ἐπιμονὴ ἡ προσευχή, καὶ ―τὸ ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο― μὲ ταπείνωσι. Εἴδατε τὴ Χαναναία; Σκυλάκι τὴν εἶπε ὁ Χριστός, κι αὐτὴ λέει· Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι, δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος. Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα; Ἂν ψάξῃς, δὲ βρίσκεις ταπεινὸ Χριστιανό. Πολὺ σπάνια. Πενήντα χρόνια κηρύττω, βουνὰ καὶ λαγκάδια περπάτησα, χωριὰ καὶ πολιτεῖες πέρασα, στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν πρωτεύουσα. Τί ὑπερηφάνεια ὑπάρχει σὲ γυναῖκες καὶ ἄντρες! Ἐγώ, σοῦ λέει, εἶμαι ὁ καλύτερος χριστιανός!… Ἔ, ἅμα μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι ὁ καλύτερος χριστιανός, εἶσαι γιὰ τὴν κόλασι. Κάποτε περιοδεύοντας ἔφθασα σ᾽ ἕνα χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ Κιλκίς. Καθὼς πλησίαζα βλέπω κάποιον καὶ τὸν χαιρετῶ· ―Καλησπέρα, συναμαρτωλέ. ―Τί εἶπες; μοῦ λέει· ἐσεῖς οἱ παπᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος… Παρὰ λίγο νὰ μὲ σκοτώσῃ στὸ δρόμο. Τὸν σημάδεψα καὶ ρώτησα στὸ χωριὸ. Τί ἔμαθα· ἦταν ὁ χειρότερος· κλέφτης καὶ ἀπατεώνας, δὲν εἶχε ἀφήσει κοττέτσι· κι ὅμως θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν καλύτερο. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. Πότε θὰ εἶσαι Χριστιανός· ὅταν θὰ λές, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι οὔτε Χριστιανὸς οὔτε ἄνθρωπος. Γέμισε ὁ κόσμος ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἄλλο. Ταπεινὸς νὰ εἶσαι, σὰν τὴ Χαναναία. Τότε ἔρχεται τὸ ἔλεος. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου· θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης δικαιώθηκε μὲ τὴν ταπείνωσί του. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ οὐράνια, τί λέει· ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος εἶμαι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθησι καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀδέρφια μου, ―μὴ σᾶς πικράνω― δὲ βλέπω καλὰ τὰ χρόνια· τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἔρχονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Τέτοιοι ποὺ εἴμαστε (βλάστημοι, ἄδικοι, ἀχάριστοι, πόρνοι, μοιχοί, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό), πρέπει νὰ φουσκώσουν τὰ ποτάμια καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς πνίξουν, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μᾶς κάψουν, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὁλόκληρη ἡ βουλή, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλοι σύμφωνοι, ψηφίζουν νόμους ἀντιχριστιανικούς, ὅπως εἶνε τὸ αὐτόματο διαζύγιο, γιὰ νὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια.
Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ἀρχιερατικὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ θὰ προτιμοῦσα νὰ γίνω λοῦστρος γιὰ νὰ ζήσω. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς μιλάω μὲ πόνο γιὰ τὴν πατρίδα μας. Μείνετε πιστοὶ στὶς ἱερὲς παραδόσεις, καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων θά ᾽νε πάντα μαζί σας.
Θέλω νὰ κρατήσετε ἕνα πρᾶγμα. Ὅτι τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή, κι ὅτι ἡ
προσευχὴ κάνει θαύματα. Ποιά προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔχει τὰ γνωρίσματα τῆς προσευχῆς τῆς Χαναναίας.
⃝ Ἡ Χαναναία τί ἔλεγε; τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ψάλλουμε κ᾽ ἐμεῖς. Πῶς τὸ λέμε ὅμως ἐμεῖς; Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὶς ἐκκλησίες λατρεύουν μὲ συναίσθησι. Ἦρθε κάποιος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ, καὶ μοῦ εἶπε· Τί νὰ σοῦ πῶ, πάτερ, ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς πιστεύει· ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριώμαστε, αὐτοὶ λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαῖνε. «Κύριε ἐλέησον», εἶπε ἡ Χαναναία, ἀλλὰ μὲ πίστι. Πίστευε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα.
⃝ Ἄλλο γνώρισμα. Ἡ Χαναναία ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ἐπιμονή. Ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Ὄχι σὰν μερικὰ ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυπᾶνε τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν γιατὶ φοβοῦνται μήπως κατεβῇ ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ κυνηγήσῃ, ἀλλὰ μὲ ἐπιμονή. Ὅταν θέλῃς πολὺ νὰ συναντήσῃς ἢ νὰ μιλήσῃς μὲ κάποιον, χτυπᾷς συνεχῶς τὸ κουδούνι ἢ τὸ τηλέφωνό του, μέχρι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία· πῆρε τηλέφωνο καὶ χτυποῦσε ἀδιάκοπα. Τηλέφωνο καὶ κουδούνι εἶνε ἡ προσευχή, μία ποθητὴ συνδιάλεξι μὲ τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε χρειάζεται ἐπιμονή, ὄχι ἀπογοήτευσι. Τότε θὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε.
⃝ Μὲ πίστι λοιπὸν ἡ προσευχή, μὲ ἐπιμονὴ ἡ προσευχή, καὶ ―τὸ ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο― μὲ ταπείνωσι. Εἴδατε τὴ Χαναναία; Σκυλάκι τὴν εἶπε ὁ Χριστός, κι αὐτὴ λέει· Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι, δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος. Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα; Ἂν ψάξῃς, δὲ βρίσκεις ταπεινὸ Χριστιανό. Πολὺ σπάνια. Πενήντα χρόνια κηρύττω, βουνὰ καὶ λαγκάδια περπάτησα, χωριὰ καὶ πολιτεῖες πέρασα, στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν πρωτεύουσα. Τί ὑπερηφάνεια ὑπάρχει σὲ γυναῖκες καὶ ἄντρες! Ἐγώ, σοῦ λέει, εἶμαι ὁ καλύτερος χριστιανός!… Ἔ, ἅμα μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι ὁ καλύτερος χριστιανός, εἶσαι γιὰ τὴν κόλασι. Κάποτε περιοδεύοντας ἔφθασα σ᾽ ἕνα χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ Κιλκίς. Καθὼς πλησίαζα βλέπω κάποιον καὶ τὸν χαιρετῶ· ―Καλησπέρα, συναμαρτωλέ. ―Τί εἶπες; μοῦ λέει· ἐσεῖς οἱ παπᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος… Παρὰ λίγο νὰ μὲ σκοτώσῃ στὸ δρόμο. Τὸν σημάδεψα καὶ ρώτησα στὸ χωριὸ. Τί ἔμαθα· ἦταν ὁ χειρότερος· κλέφτης καὶ ἀπατεώνας, δὲν εἶχε ἀφήσει κοττέτσι· κι ὅμως θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν καλύτερο. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. Πότε θὰ εἶσαι Χριστιανός· ὅταν θὰ λές, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι οὔτε Χριστιανὸς οὔτε ἄνθρωπος. Γέμισε ὁ κόσμος ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἄλλο. Ταπεινὸς νὰ εἶσαι, σὰν τὴ Χαναναία. Τότε ἔρχεται τὸ ἔλεος. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου· θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης δικαιώθηκε μὲ τὴν ταπείνωσί του. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ οὐράνια, τί λέει· ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος εἶμαι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθησι καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀδέρφια μου, ―μὴ σᾶς πικράνω― δὲ βλέπω καλὰ τὰ χρόνια· τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἔρχονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Τέτοιοι ποὺ εἴμαστε (βλάστημοι, ἄδικοι, ἀχάριστοι, πόρνοι, μοιχοί, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό), πρέπει νὰ φουσκώσουν τὰ ποτάμια καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς πνίξουν, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μᾶς κάψουν, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὁλόκληρη ἡ βουλή, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλοι σύμφωνοι, ψηφίζουν νόμους ἀντιχριστιανικούς, ὅπως εἶνε τὸ αὐτόματο διαζύγιο, γιὰ νὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια.
Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ἀρχιερατικὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ θὰ προτιμοῦσα νὰ γίνω λοῦστρος γιὰ νὰ ζήσω. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς μιλάω μὲ πόνο γιὰ τὴν πατρίδα μας. Μείνετε πιστοὶ στὶς ἱερὲς παραδόσεις, καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων θά ᾽νε πάντα μαζί σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου Φλαμπούρου – Φλωρίνης 8-2-1976)
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 26 ΟΚΤ 2012
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου