«Εγεννήθη εν Καλάμαις τη 14-7-1873. Γράμματα δεν έμαθε. Μόλις ηδύνατο να αναγινώσκη και να γράφη. Μέχρις ηλικίας 30 ετών ήτο οργανοπαίκτης και διετήρει μικρόν ταβερνείον πλησίον του Ναού του Αγ. Νικολάου. Εκεί συνεκεντρούτο όλης της πόλεως η αλητεία, της οποίας ήτο ο αρχηγός και εις την οποίαν επεβάλλετο ισχυρώς. Έζη βίον άσωτον και ακόλαστον. Ουδένα υπελόγιζε και ουδένα εφοβείτο. Ήτο ικανός να απειλήση και να δείρη εκ της πλέον ασημάντου αφορμής.
Εν έτει 1902 απέθανεν εις εκ των στενών φίλων αυτού. Ο Παναγουλάκης μεταβαίνει εις την κηδείαν και παρακολουθεί αυτήν μετά προσοχής. Το ρητόν του Ευαγγελίου "μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν" δημιουργεί εις αυτόν συγκλονισμόν. Ερωτά πλήρης αγωνίας τους επιτρόπους του Ναού "αν υπάρχη άλλη ζωή" και αυτοί, άνθρωποι ευσεβείς, κατηχούν αυτόν δεόντως. Ήδη είνε αιχμάλωτος της Θείας Χάριτος. Φρικιών διά τας προτέρας ασωτίας, μεταβαίνει εις Ιερέα εξομολόγον (εις τον Ιερομόναχον Γλυμάνον της Μονής Βελανιδιάς), εξομολογείται εν συντριβή τας αμαρτίας αυτού και παρέχει την υπόσχεσιν ότι του λοιπού θα ζήση υποδειγματικόν χριστιανικόν βίον. Ακολούθως εκποιεί πάντα τα αντικείμενα του ταβερνείου και καλύπτει διά μαύρων παραπετασμάτων ολόκληρον το δωμάτιον αυτού. Επισκέπτεται όσους προηγουμένως είχεν αδικήσει και ζητεί γονυπετής συγγνώμην. Αποφασίζει δε να ζήση ως ασκητής.
Μετά ολιγόμηνον παραμονήν εις Μάνην, επανέρχεται εις Καλάμας και εκεί καταλύει αρχικώς εις εν κελλίον πλησίον του ναΐσκου της Αγίας Άννης, μετ' ολίγον δε εις έτερον, πλησίον του Κοιμητηρίου Καλαμών, όπου σήμερον το παλαιοημερολογιτικόν "Ασκητήριον Παναγουλάκη". Εκεί, χωρίς να καρή Μοναχός, έζησε βίον προσευχής και σκληροτάτης ασκήσεως επί 15ετίαν. Έλαιον κατέλυε μόνον κατά Σάββατον και Κυριακήν. Κρέας, ιχθύς και γαλακτώδη ουδέποτε. Καθ' εκάστην Τετάρτην και Παρασκευήν διετέλει εν απολύτω ασιτία. Κλίνην δεν είχεν. Εκοιμάτο ελαχίστας ώρας επί σανίδος κατά γης. Επειδή απεφάσισαν να μείνουν μετ' αυτού και τινες άλλοι νέοι, έκτισε, τη οικονομική αρωγή ευσεβών προσώπων, ολίγα κελλία ακόμη, πολύ μικρά. Η θύρα αυτών ήτο τόσον στενή, ίνα υπενθυμίζη την "στενήν πύλην" του Ευαγγελίου, ώστε εισήρχετό τις εις αυτά μόνον πλαγίως. Εκήρυττεν, εις τα συρρέοντα εκ της πόλεως άτομα, καθ' εκάστην Κυριακήν και εορτήν τον λόγον του Θεού. Εις το απέριττον οίκημα, όπου εκήρυττεν, υπήρχε κρεμάμενος ανθρώπινος σκελετός προς συνεχή υπόμνησιν της ματαιότητος των εγκοσμίων. Το απλούν και άτεχνον, αλλ' εκ καρδίας ζώσης εν Χριστώ εξερχόμενον, κήρυγμα του Παναγουλάκη ανεγέννησε πλήθος ανθρώπων. Η αγιότης του ανδρός είλκυε πολλούς προς αυτόν. Παρά τους πόδας του αγραμμάτου αυτού ασκητού εμαθήτευσαν, παιδία τότε, εργάται μετέπειτα του Ευαγγελίου, ως ο Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλος, ο Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος και άλλοι πολλοί. Ήτο τόση η σαγηνευτική δύναμις των απλών λόγων του Παναγουλάκη, ώστε ο τότε συνταγματάρχης Καλάμων απηγόρευσε την εις το Ασκητήριον αυτού φοίτησιν στρατιωτών, διότι ούτοι, καθ' ομάδας μεταβαίνοντες εκεί και επηρεαζόμενοι εκ των κηρυγμάτων, ηρνούντο να λάβουν τροφάς περιεχούσας έλαιον κατά τας νηστίμους ημέρας.
Προσβληθείς εκ βαρείας μορφής φυματιώσεως ο Παναγουλάκης, ηναγκάσθη περί τα τέλη του βίου αυτού να λάβη ζωμόν κρέατος, υπείκων εις τας παρακλήσεις των ιδίων μαθητών. Εκοιμήθη εν Κυρίω τη 17-1-1917 και εκηδεύθη πανδήμως. Τα οστά αυτού ευρίσκονται εν τω μνημονευθέντι Ασκητηρίω. Αφήκε φήμην ανδρός αγίου. Αυτόπται και αυτήκοοι μάρτυρες, λίαν αξιόπιστοι, αφηγούνται περιστατικά, πείθοντα ότι ήτο ηξιωμένος προορατικού χαρίσματος» (αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, άρθρο στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Θ', στ. 1117).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου