Αλέξανδρος
Κακαβούλης
(Ομιλία στο
σεμινάριο υπευθύνων φιλικών κύκλων στις 3/10/2015)
Σχέσεις
Πριν
προχωρήσουμε στο κύριο θέμα μας, που είναι οι «Διαπροσωπικές Σχέσεις» και πώς
τις βιώνουμε, ώστε να επικρατεί η αγάπη, μέσα μας και γύρω μας, θα αναφερθούμε
στην προέλευση της σχέσης και τι σημαίνει «σχέση» στον άνθρωπο.
Η σχέση είναι δημιούργημα του Θεού, τρόπος
ύπαρξης και συνύπαρξης όλων των όντων. Στον πνευματικό ουράνιο κόσμο, στον
άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά, στα υλικά πράγματα, στα φυσικά φαινόμενα. Τα πάντα
διέπονται από σχέσεις.
Σχέση τελείας
ταύτισης και απολύτου αγάπης μεταξύ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, του
Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Σχέση αγάπης μεταξύ των αγγέλων, των αγίων,
των μελών της «θριαμβεύουσας» και
της «στρατευομένης» Εκκλησίας.
Η έννοια της σχέσης
Η λέξη «σχέση»,
παραγόμενη από το αρχαίο ρήμα «έχω» (=κρατώ, αποκτώ) χρησιμοποιείται πολύ στην καθημερινή ομιλία
και ζωή μας για πολλά σημαινόμενα. Η κύρια
όμως σημασία της, προκειμένου για το άνθρωπο, είναι το αποτέλεσμα που βιώνουμε μέσα μας, όταν
μοιραζόμαστε τον εαυτό μας με τον άλλο. Είναι αυτό το πολύτιμο που
κατακτούμε στη ζωή μας και το κρατούμε στο βάθος του είναι μας ως ύψιστη
πνευματική ανάταση, ως καθημερινή επιδίωξη, ως δύναμη υγείας, ως πηγή
θεραπείας.
Όταν λέμε ότι οι
άνθρωποι έχουμε «σχέσεις», σημαίνει ότι έχουμε τη διάθεση, την προθυμία και τη
θέληση, να βγαίνουμε από τον εαυτό και να μοιραζόμαστε, όσο είναι δυνατόν, με τους άλλους
τον εσωτερικό μας κόσμο, τον πλούτο των καλών σκέψεων και συναισθημάτων
μας, αλλά και τα προσωπικά και οικογενειακά μας αγαθά, υλικά και πνευματικά,
που μας χαρίζει ο Θεός. Αυτό είναι η
αγάπη.
Ως εδώ, η
σχέση βιώνεται μόνο από εκείνον που
δίνει. Είναι αρκετή για να γεμίσει την ψυχή του με την υπέροχη εμπειρία και το
βαθύ συναίσθημα της αγάπης. Η αγαπητική
κίνησή μας όμως προς τον άλλο, σχεδόν πάντοτε, έχει μια θετική ανταπόκριση. Γιατί
και ο άλλος νιώθει έντονη την ψυχική
ανάγκη να αγαπά και να αγαπιέται.
Τότε
δομείται η διαπροσωπική σχέση και
λειτουργεί ως γέφυρα που ενώνει τα πρόσωπα. Και η σχέση γίνεται ένα διαρκές
ρεύμα αυθόρμητης ανταλλαγής ανιδιοτελούς αγάπης. Η σχέση αγάπης πηγάζει από την κοινωνική φύση
του ανθρώπου και εμπνέεται και ενισχύεται από τη σχέση αγάπης μας προς το Θεό. Ο
ίδιος ο ψυχικός μας κόσμος, «πάντα τα
εντός μου», όπως λέγει ο ψαλμωδός, όταν στρέφεται προς το Θεό και δέχεται Εκείνου, ως απάντηση, την αγάπη Του και τα
αγαθά Του, δημιουργεί τη σχέση της πίστεως και της ζωής, της λατρείας και της
αφοσίωσης προς Αυτόν, μέσα στην
Εκκλησία Του.
Σχέσεις αγάπης
Στις ανθρώπινες σχέσεις η αγάπη
εκδηλώνεται αρχικά ως μια ψυχική κίνηση, αυθόρμητη ή θεληματική,
ενός προσώπου προς άλλα πρόσωπα και περιλαμβάνει καλές σκέψεις, ευχάριστα συναισθήματα,
ευγενικές εκφράσεις και γενναιόδωρες πράξεις προς τα πρόσωπα αυτά.
Κλιμακώνεται η σχέση αγάπης από μια καλή
πρόθεση ενός προσώπου να έχει αγάπη,
και φθάνει μέχρι την ανιδιοτελή αυτοθυσία. Αυτή η καλή πρόθεση είναι η αρχή που μπορεί να την κάνει ο κάθε άνθρωπος,
έστω και με μια μικρή ώθηση της ελεύθερης
θέλησής του.
Μετά από αυτό το
ξεκίνημα, ανοίγεται πιο εύκολα ο δρόμος
της αγάπης και μπορεί να φθάσει πολύ
ψηλά. Έρχεται η απάντηση του Θεού και
ευλογεί και ενισχύει αυτό το ξεκίνημα. Είναι κάτι που το περιμένει ο Θεός και
Εκείνος αναλαμβάνει πρόθυμα να γίνει κατορθωτή η αγάπη στη ζωή του ανθρώπου.
Η σχέση αγάπης ελκύει και
ενώνει τα πρόσωπα μεταξύ τους. Εκδηλώνεται με διάφορες μορφές. Το ελληνικό
λεξιλόγιο περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία από λέξεις και έννοιες που δηλώνουν αγάπη στις ανθρώπινες σχέσεις: ενδιαφέρον και στοργή, συμπάθεια και
φροντίδα, τρυφερότητα και αφοσίωση, φιλία και συνεργασία, σεβασμός και καλοσύνη,
συμπαράσταση και βοήθεια,
αλτρουϊσμός και γενναιοδωρία, προσφορά και αυτοθυσία, ελεημοσύνη και φιλανθρωπία, ενότητα και ομόνοια,
επιμέλεια και προθυμία, ευγνωμοσύνη και ευχαριστία, προσήνεια και ανεκτικότητα, υπομονή και κατανόηση, συγκατάβαση και συνδιαλλαγή, ανεξικακία και
ανιδιοτέλεια, φιλοφρόνηση και φιλοξενία,
παρηγορία και ανακούφιση, μακροθυμία και μεγαλοψυχία, ταπεινοφροσύνη και
συγγνώμη.
Όλες αυτές οι έννοιες,
κάπως διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν κοινό στοιχείο την αγάπη, εκφράζουν θετική διάθεση και στάση προς το συνάνθρωπο,
συνιστούν σχέσεις που ενώνουν τα πρόσωπα, αποτρέπουν τη διάσπαση, ικανοποιούν
ανάγκες, θεραπεύουν πληγές, λύνουν
προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα.
Η απουσία της αγάπης
Υπάρχει δυστυχώς και η απουσία της αγάπης, Ονομάζουμε έτσι
κάθε τι αρνητικό που μπορεί να συμβεί, όταν δεν υπάρχει αγάπη μέσα μας. Το κενό
που αφήνει η απουσία της αγάπης είναι η δυστυχία της απομόνωσης και ο κίνδυνος, η σχέση να μετατραπεί σε
εχθρότητα. Η απουσία της αγάπης, συνιστά αρνητική διάθεση και συμπεριφορά ενός προσώπου προς
άλλο. Εκδηλώνεται, είτε ως αδιαφορία, είτε ως
ψυχρότητα, είτε ως μια ψυχική κίνηση του ενός προς τον άλλο με αρνητικές
σκέψεις, συναισθήματα και ενέργειες. Ξεκινάει από μια κακή εσωτερική πρόθεση και μπορεί να φτάσει μέχρι και την πιο
απεχθή εχθρική πράξη. Όταν μεταξύ των προσώπων εκδηλώνεται η αρνητική διάθεση και συμπεριφορά, τότε
αναπτύσσεται αρνητική σχέση μεταξύ τους, σχέση απώθησης και εχθρότητας.
Αναπτύσσονται και εκδηλώνονται ανάμεσά τους
αρνητικές σκέψεις και διαθέσεις, οδυνηρές και διαλυτικές καταστάσεις.
Οι αρνητικές σχέσεις
εκδηλώνονται επίσης με ποικίλες μορφές. Και εδώ το ελληνικό λεξιλόγιο περιέχει πολλές λέξεις και έννοιες που
δηλώνουν αρνητική πρόθεση και
συμπεριφορά των ανθρώπων μεταξύ τους, όπως:
αδιαφορία, αμέλεια, εγωϊσμός, υπερηφάνεια,
αυταρχικότητα, υποτίμηση, περιφρόνηση,
απάτη, θυμός, κακολογία, κατάκριση, συκοφαντία, εχθρότητα, επιθετικότητα,
μίσος, φθόνος, ζήλεια, διχόνοια, προσβολή, δυστροπία, αντεκδίκηση, σκληρότητα,
βία, κακοποίηση, μνησικακία, αδικία. Όλες αυτές οι μορφές ψυχικών
καταστάσεων και συμπεριφοράς έχουν κοινό γνώρισμα την απουσία της αγάπης,
εκφράζουν άρνηση και απώθηση μεταξύ των ανθρώπων και προκαλούν εσωτερική ταραχή
και σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις τους.
Διαφορές στις σχέσεις
Η μεγάλη όμως
ποικιλία των διαφορών μεταξύ των ανθρώπων, η οποία προσδιορίζεται από εγγενείς
προδιαθέσεις και περιβαλλοντικές επιδράσεις, αυτό που αποτελεί τελικά στον
καθένα τον εύκολο ή το δύσκολο δρόμο της
αγάπης, προκαλεί συγχρόνως και τη
μεγάλη ποικιλία διαφορών στις ανθρώπινες σχέσεις.
Οι σχέσεις
διαφοροποιούνται στην καθημερινή ζωή. Γίνονται θετικές ή αρνητικές, καλύτερες ή
χειρότερες, ευκολότερες ή δυσκολότερες. Γίνονται σχέσεις αγάπης ή σχέσεις
αδιαφορίας, ψυχρότητας ή και εχθρότητας. Σε αυτό συμβάλλουν πολλά. Πρώτα, αυτό
που είναι ο καθένας, η ψυχοσύνθεσή του, η ιδιοσυγκρασία του, ο χαρακτήρας του,
η προσωπικότητά του. Άλλοι είναι από τη φύση τους πιο ικανοί και πιο πρόθυμοι
να αγαπούν. Έχουν δηλαδή πιο ισχυρή διάθεση και θέληση για το καλό, ενώ άλλοι
δυσκολεύονται, είναι πιο αδύνατοι και ρέπουν πιο πολύ στις αρνητικές σχέσεις. Δεύτερο,
είναι οι σχέσεις που έζησαν ως μικρά παιδιά και η αγωγή που πήραν από την
οικογένειά τους. Τρίτο είναι οι οικονομικές και άλλες συνθήκες στις οποίες μεγάλωσαν
και ζουν, τα πρότυπα που έχουν στη ζωή τους, το ιδεολογικό, το κοινωνικό και το
πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίο βρίσκονται.
Υπάρχει βέβαια
και η διαφορά μεταξύ πιστού και μη πιστού. Για τον πιστό άνθρωπο, το να ζει με αγάπη και να έχει σχέσεις αγάπης με το
Θεό και τους ανθρώπους είναι κορυφαία επιλογή του και συνεχής πνευματικός
αγώνας του. Διαρκής προσπάθεια να
ξεπερνά τις όποιες δυσκολίες τού να αγαπά, γιατί, και για τον ίδιο, η αγάπη δεν
είναι πάντοτε εύκολη, πολλές φορές
μάλιστα είναι ένας πολύ δύσβατος δρόμος.
Είναι ο
διαφορετικός τρόπος που ο καθένας βλέπει τις σχέσεις αγάπης. Για τον πιστό, η σχέση
αγάπης είναι η ταυτότητα του. «Εν τούτω
γνώσονται πάντες ότι μαθηταί μου εστέ, εάν αγάπην έχητε αλλήλοις». Είναι η
συνειδητή επιλογή του, είναι η καθημερινή του φροντίδα και ο συνεχής αγώνας
του, όσο δύσκολος και να είναι.
Αρχίζοντας από
τις θετικές σχέσεις, έχει μέσα του
έμφυτη καλή διάθεση να αγαπά το Θεό και οποιοδήποτε ανθρώπινο πρόσωπο, ακόμα και τη φυσική
δημιουργία. Καλλιεργεί και αυξάνει όλο και πιο πολύ αυτή την αγάπη. Αφοσιώνεται
εξ ολοκλήρου στο Θεό και στην υπηρεσία του ανθρώπου, δημιουργεί από αγάπη
συζυγία και οικογένεια, την οποία συνεχώς καλλιεργεί και αυξάνει, έχει πνεύμα
αρμονικής συνεργασίας στην κοινή προσπάθεια για το καλό, δείχνει ανιδιοτελή
αλληλεγγύη, φτάνει μέχρι πράξεις θυσιαστικής αγάπης. Με τη δύναμη της αγάπης
αποδέχεται τον άλλο, όπως είναι, χαίρεται για τα καλά του, τα οποία εξαίρει και
επαινεί, δέχεται και τις ατέλειες και αδυναμίες του με υπομονή και καλοσύνη,
χωρίς να εκφράζει δυσαρέσκεια και όταν ακόμη ενοχλείται ή βλάπτεται από αυτές,
προσπαθώντας να συμβάλει ανεπαίσθητα και διακριτικά στη βελτίωσή τους.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις
Όταν
μεταξύ των ανθρώπων αναπτύσσεται
αμοιβαία συμπεριφορά αγάπης, τότε
θεμελιώνεται θετική διαπροσωπική σχέση
ανάμεσά τους. Αυτή η σχέση θεμελιώνεται σε αμοιβαίες σκέψεις αγάπης, φιλικά κοινωνικά συναισθήματα και πράξεις
ενδιαφέροντος και αλληλεγγύης.
Οι ανθρώπινες
σχέσεις γίνονται και λέγονται διαπροσωπικές, όταν αναφέρονται σε πρόσωπα
που γνωρίζονται μεταξύ τους, ζουν μαζί, συνεργάζονται, είναι συγγενείς ή
γείτονες. Κυρίως όμως, λέγονται διαπροσωπικές, γιατί οι σχέσεις αφορούν σε ανθρώπινα πρόσωπα.
Η λέξη πρόσωπο (από την πρόθεση προς και την αρχαία λέξη ωψ, γεν. ωπός=όψη) δηλώνει αρχικά την τάση και τη δυνατότητα του ανθρώπου να στρέφει την όψη του προς τα
πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Να επικοινωνεί με αυτά, να τους εκφράζει όσα
σκέπτεται και νιώθει για τον εαυτό του και τους άλλους, και να δέχεται τους άλλους να εκφράζουν όσα
σκέπτονται και νιώθουν για τον εαυτό τους και τους άλλους. Να γίνεται μεταξύ
των προσώπων ανταλλαγή σκέψεων, συναισθημάτων, εσωτερικών ψυχικών καταστάσεων και φανέρωσης
του ψυχικού κόσμου του ενός προς τον άλλον
με την συνομιλία και με εκφράσεις της όψης ή άλλες εκδηλώσεις. Σε αυτή
την διαπροσωπική επικοινωνία και ψυχική ανταλλαγή υφαίνονται και διαμορφώνονται οι
διαπροσωπικές σχέσεις.
Η έννοια του Προσώπου
Το πρόσωπο είναι
όρος της Ψυχολογίας και της Ορθόδοξης Θεολογίας. Στην ψυχολογία ως πρόσωπο (person) ορίζεται η
ατομική ψυχοσωματική ύπαρξη ενός ανθρώπου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και
τις σχέσεις του. Είναι δηλαδή το σύνολο των λειτουργιών, των ικανοτήτων και
καταστάσεων ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, όπως αυτές συνυπάρχουν στο συνειδητό
και το ασυνείδητο μέρος της ψυχικής του ζωής: σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα,
παρορμήσεις, κίνητρα, εμπειρίες, καταστάσεις, ανάγκες, στάσεις, αξίες, θέληση
και συμπεριφορά. Περιλαμβάνει ακόμη και τον ιδιαίτερο τρόπο σύνθεσης,
αλληλεπίδρασης, συντονισμού και έκφρασης
των χαρακτηριστικών αυτών σε κάθε στιγμή τη προσωπικής του ύπαρξης.
Βασικά γνωρίσματα του προσώπου είναι η μοναδικότητα που το διαφοροποιεί από
τους άλλους ανθρώπους, η ιδιαίτερη αξία
του, η οποία απορρέει από την αγάπη του Θεού προς αυτό και ότι είναι
πλασμένο «κατ’ εικόνα Θεού», ο μεγάλος σεβασμός που του ανήκει ως
ανθρώπινης ύπαρξης, ο προσανατολισμός
του προς τον άλλον και η έντονη ορμή και ανάγκη να έχει διαπροσωπική
επικοινωνία και να συνάπτει σχέσεις με τους ανθρώπους και το Θεό.
Αγάπη «πρόσωπο με πρόσωπο»
Βασική θέση της
έννοιας του προσώπου είναι ότι τα θέματα και τα προβλήματα αντιμετωπίζονται
αποτελεσματικά μόνο με αμοιβαία αγαπητική
επικοινωνία και σχέση «πρόσωπο με
πρόσωπο». Από το ένα μέρος είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει αναλάβει το λειτούργημα να συνεργάζεται
και να προσφέρει κάποιο αγαθό και από το άλλο είναι το πρόσωπο, στο οποίο προσφέρεται το αγαθό αυτό. Έτσι διαμορφώνονται
σχέσεις «πρόσωπο με πρόσωπο» μεταξύ των
ανθρώπων μεταξύ τους, μεταξύ των συζύγων, μεταξύ γονέων και παιδιών, εκπαιδευτικών
και μαθητών, γιατρών και ασθενών, πνευματικού πατέρα και πιστού, γιατί όχι,
και μεταξύ κυκλάρχου και μελών του
κύκλου, που είναι μια μικρή κοινότητα αγάπης πρόσωπο με πρόσωπο.
Προσεγγίζονται
οι άνθρωποι στον πυρήνα και την ουσία της ύπαρξής τους, στη μοναδικότητα του
προσώπου τους, στο βαθύτερο είναι τους, στις εσώτατες ψυχικές και πνευματικές
ανάγκες τους. Αναπτύσσεται αληθινή επικοινωνία και σχέση μαζί τους, με γνησιότητα
στις προθέσεις, με σεβασμό στην ελευθερία και την ατομικότητά τους και με
έντιμη προσπάθεια κατανόησης και
επίλυσης των προβλημάτων τους.
Η αγάπη «πρόσωπο
με πρόσωπο» αφορά άμεσα και στο έργο που επιτελείτε σεις ως μέλη της Εκκλησίας
μας, ως στελέχη του χριστιανικού έργου και ως υπεύθυνες φιλικών κύκλων. Βασική θέση της προσωποκεντρικής πνευματικής εργασίας είναι ότι η χριστιανική καλλιέργεια και όλα τα
θέματα των σχέσεών μας με τους συνεργάτες και τα μέλη του κύκλου,
αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά
μόνο σε αγαπητική επικοινωνία και σχέση
σεβασμού και αγάπης.
Η πνευματική διάσταση του προσώπου
Η αξία του
προσώπου αναδύεται κυρίως μέσα από την ορθόδοξη πνευματική του
διάσταση, όπως διδάσκεται στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Το
ανθρώπινο πρόσωπο, είναι δημιούργημα «κατ’
εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Φέρει, δηλαδή, μέσα στη φύση του, εν
δυνάμει, το θεϊκό πρόσωπο και θεϊκά χαρακτηριστικά,
όπως την αγάπη, τη λογική, την ελευθερία και την αγιότητα. Και ακόμα, τού έχει
δοθεί η δυνατότητα, με τη δική του ελεύθερη θέληση και απόφαση και με τη
βοήθεια της αγωγής και κυρίως με τη συμμετοχή του στη λατρευτική και μυστηριακή
ζωή της Εκκλησίας, όλα τα θεϊκά χαρίσματα του, να τα αναπτύξει και
καλλιεργήσει, κατά το δυνατόν, και να ολοκληρωθεί ως πρόσωπο σε σχέση και
αναφορά με το πρόσωπο των άλλων και το
πρόσωπο του Θεού.
Το πρόσωπο
συνιστά την ουσία του ανθρώπου, του δίνει αληθινή υπόσταση. Πρόσωπο σημαίνει
σχέση με τον άνθρωπο, με την κτίση όλη και με το Θεό. Ο άνθρωπος μόνο ως πρόσωπο μπορεί να υπάρξει
και να λειτουργήσει. Διαφυλάσσεται μόνο μέσα στην αγαπητική σχέση. Χωρίς
προσωπικές σχέσεις με το Θεό και τους άλλους, «το παν καταβροχθίζεται από το θάνατο, βυθίζεται στην ανυπαρξία» (Αρχ.
Σοφρώνιος του Essex, Αρχ. Σ. Βίττης). Ο καθένας γίνεται αληθινό πρόσωπο «μόνο όταν συνάπτει σχέσεις με άλλα πρόσωπα, όταν ζει γι’ αυτά και μέσα σ’ αυτά» (Επίσκοπος Κάλλιστος Ware).
Ο χρυσός κανόνας των σχέσεων
Οι ανθρώπινες
και διαπροσωπικές σχέσεις ορίζονται από τον Κύριό μας, με καταπληκτική σαφήνεια
και συντομία, στο λεγόμενο χρυσό κανόνα των σχέσεων: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν Σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης
της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου… και
τον πλησίον σου ως εαυτόν. Μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι» (να
αγαπήσεις Κύριον το Θεόν σου με όλη σου
την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη τη διάνοιά σου και με όλη τη δύναμη
της θέλησής σου και να αγαπάς τον πλησίον σου, όπως αγαπάς τον εαυτό σου. Πιο
μεγάλη εντολή από αυτή δεν υπάρχει) (Μαρκ. Ιβ,30-31). Όρισε έτσι τις τρεις
βασικές σχέσεις αγάπης του ανθρώπου: προς τον Θεό, προς τον πλησίον και προς
τον εαυτό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι, προκειμένου για τη σχέση μας με τον
Θεό, αυτή περιγράφεται ως η αγάπη που
βγαίνει μέσα από ολόκληρο τον ψυχικό μας κόσμο. «Με όλη μας την καρδιά, με όλη
μας την ψυχή, με όλη τη διάνοιά μας και με όλη τη δύναμη της θέλησης μας».
Η πραγματικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων
Εάν οι άνθρωποι έδειχναν προθυμία και έκαναν
κάποια
προσπάθεια, έστω και μικρή, να
ζουν με αυτές τις τρεις αγάπες, τότε η ανθρωπότητα θα ήταν διαφορετική. Θα
ζούσε πολύ καλύτερες μέρες και θα ήταν στο σύνολό της προσανατολισμένη στο
σκοπό για τον οποίο έχει δημιουργηθεί.
Με κριτήριο τις
τρεις αυτές αγάπες, μπορούμε τώρα να
ιδούμε ποιες είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις, όπως βιώνονται στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής των
ανθρώπων. Ποια η σχέση με τον Θεό, με
τον συνάνθρωπο και με τον εαυτό μας; Ενώ όλοι έχουν μέσα τους την
προδιάθεση να αναζητούν το Θεό και να έχουν αγαπητική σχέση μαζί Του, πολλοί
φαίνεται να αγνοούν την αγάπη αυτή ως
κάτι που δεν καταλαβαίνουν, δεν πιστεύουν ή τούς είναι αναχρονιστικό. Μερικοί
που κάτι γνωρίζουν, για διάφορους λόγους, η σχέση τους με τον Θεό είναι χαλαρή,
εύκολα απομακρύνονται και συχνά
στρέφονται εναντίον του.
Υπάρχουν όμως
και οι πιστοί, όσοι θεωρούν ύψιστη
ευεργεσία και μέγιστη δωρεά να έχουν γνωρίσει τον αληθινό Θεό, να προσπαθούν να
τον αγαπούν με όλη την ύπαρξή τους, να τον λατρεύουν με όλη τη δύναμη της ψυχής
τους, να ζουν ενωμένοι μαζί Του μέσα στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, να
αφιερώνονται εξ ολοκλήρου στην αγάπη Του, στην ιεραποστολή, στον πονεμένο
άνθρωπο.
Ποια είναι η
σχέση μας με τον συνάνθρωπο; Πόσο αγαπάμε τον άλλο όπως τον εαυτό μας; Επέλεξε
ο Κύριος να μας παρουσιάσει τη σχέση μας με τον συνάνθρωπό μας με τον πιο
κατανοητό τρόπο, για να μάς δείξει πόσο πρέπει να αγαπάμε τον άλλο. Ο άλλος,
μάς λέει, ο οποιοσδήποτε άλλος, δεν είναι ξένος, είναι αδελφός μας, ταυτίζεται
τελικά με τον εαυτό μας. Δεν είναι απλώς φίλος μας ή σύζυγος, η
συνεργάτης. Είναι ο εαυτός μας. Έτσι η
αγάπη μας προς αυτόν είναι ή πρέπει να είναι ίδια με εκείνη προς τον εαυτό
μας. Όλοι μας έχουμε προσωπική εμπειρία της
αγάπης στον εαυτό μας και επομένως όλοι
μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει πραγματικά
η αγάπη προς τον «πλησίον» μας. Όλοι επιθυμούμε και επιδιώκουμε να εξασφαλίζουμε στον εαυτό μας
όλα τα καλά της ζωής. Πόσο μοιάζει αυτή η στάση μας, με τις σχέσεις που έχουμε
με τον «πλησίον»;
Και ποια είναι η
σχέση μας με τον εαυτό μας; Μήπως είναι αποκλειστική και απεριόριστη, χωρίς να
αφήνει περιθώρια για το Θεό και για τον συνάνθρωπο; Μήπως είναι εγωκεντρική ή
ναρκισσιστική; Μήπως βάζει στον κέντρο του κόσμου τον εαυτό μας. Η ίδια εντολή
μάς ελέγχει ότι βρισκόμαστε συχνά πολύ μακριά από το μέτρο, από το μοίρασμα των
αγαθών μας, υλικών και πνευματικών, με τους άλλους. Γιατί δεν είμαστε μόνοι. Είναι και οι άλλοι δίπλα μας, και αυτοί, όπως και
εμείς, έχουν ανάγκες, υλικές, ψυχικές και πνευματικές και υποφέρουν ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από εμάς. Γύρω μας, πολλοί
συνάνθρωποί μας, παλεύουν καθημερινά με
την πείνα, τη δυστυχία, την αρρώστια, τη μοναξιά, τα γεράματα, την εγκατάλειψη,
την έλλειψη στέγης, το πένθος τη
διαλυμένη οικογένεια, τον κατατρεγμό και την
προσφυγιά. Εξάλλου ο εαυτός μας δεν μας ανήκει εξ ολοκλήρου, ανήκει και
στο Θεό και στους άλλους. Ολοκληρώνεται και καταξιώνεται η ύπαρξή του μόνο με
την αγάπη που είναι κίνηση και δόσιμο προς άλλους.
Οι καθημερινές σχέσεις
Άφησα στο τέλος να
αναφερθώ στον Ύμνο της αγάπης του
Απ. Παύλου (Α΄ Κορ. ιγ 1-8), κορυφαίο κείμενο παγκοσμίως, στο οποίο μάς
αποκαλύπτεται η αξία της αγάπης για τον
ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και ο δύσκολος δρόμος της αγάπης.
Ορίζει με απόλυτο και
κατηγορηματικό τρόπο, αρχικά τον άνθρωπο που «δεν έχει αγάπη», («αγάπην δε μη έχω»), ακόμη και στις
περιπτώσεις που είναι προικισμένος με εξαιρετικές ιδιότητες και υπερφυσικές
ικανότητες ή μπορεί να προβαίνει σε πράξεις ακραίας αυτοθυσίας και αλτρουισμού.
Στη συνέχεια, ορίζοντας
θετικά τι είναι η αγάπη, την αναδεικνύει ως την πιο δυναμική ψυχική και πνευματική διαπροσωπική λειτουργία
και ως άθλημα υπέρβασης του εγωκεντρισμού, που αποτελεί και το πιο μεγάλο
εμπόδιο αυθεντικής βίωσης και πραγμάτωσής της
στις ανθρώπινες σχέσεις.
«Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των
αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός
ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.
(Εάν υποθέσουμε ότι μπορώ να μιλάω τις γλώσσες των
ανθρώπων και των αγγέλων, δεν έχω όμως αγάπη, τότε έχω γίνει χαλκός που βγάζει
δυνατό ήχο ή ένα τύμπανο που κάνει
θόρυβο, χωρίς καμιά σημασία).
(Και αν έχω το χάρισμα της προφητείας και αν γνωρίζω
όλα τα άγνωστα και απόκρυφα μυστήρια και
αν κατέχω όλη την ανθρώπινη γνώση και αν έχω όλη την πίστη, ώστε με τη δύναμή
της να μετακινώ βουνά, δεν έχω όμως αγάπη, τότε
δεν είμαι τίποτε).
(Και αν
διαθέσω όλα τα υπάρχοντά μου για να θρέψω τους φτωχούς και αν παραδώσω το σώμα
μου για να καεί, δεν έχω όμως αγάπη, σε
τίποτε δεν ωφελούμαι).
Στο κείμενο αναλύονται, με
ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο, οι τραγικές συνέπειες της παντελούς απουσίας της
αγάπης από έναν άνθρωπο, ευρισκόμενο μάλιστα σε εξαιρετικά χαρακτηριστικές,
πραγματικές ή και υποθετικές, καταστάσεις υπεροχής έναντι των πολλών.
Στους τρεις πρώτους
στίχους επαναλαμβάνεται η φράση «αγάπην
δε μη έχω», για να φανεί το πρωταρχικό
και ουσιώδες που αναμένεται από έναν άνθρωπο, ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε
άλλο υλικό ή πνευματικό πλεονέκτημα, ικανότητα, ή αρετή μπορεί να διαθέτει.
Παρουσιάζεται η έσχατη κατάσταση, στην οποία μπορεί να
περιέλθει ο άνθρωπος, όταν «δεν έχει αγάπη». Αναφέρεται στον οποιοδήποτε άνθρωπο που δεν θέλει ή δεν μπορεί να αγαπήσει
τον άλλο. Που αρνείται να σκεφθεί την αγάπη, να νιώσει συναισθήματα αγάπης και
να εκδηλώσει αγάπη, βγαίνοντας από τον εαυτό και κινούμενος προς τον άλλο. Πιθανόν να είναι μια υποθετική εικόνα,
δείχνει όμως το δράμα ενός τέτοιου ανθρώπου που μπορεί «να μιλάει τις γλώσσες
των ανθρώπων και των αγγέλων», «να μοιράζει όλα τα υπάρχοντά του στους
φτωχούς», να έχει «προφητική ικανότητα», να κατέχει «όλη την ανθρώπινη γνώση»,
να παραδίνει «το σώμα του να καεί» και να έχει «πίστη ώστε όρη μεθιστάνειν»,
αλλά να μην αγαπά. Να μη διαθέτει δηλαδή το κοινό βασικό αγαθό της ανθρώπινης
φύσης που τον φέρνει κοντά στον συνάνθρωπο και του δίνει στιγμές ευτυχίας με το
να αγαπά και να αγαπιέται. Μπορεί να έχει ανάγκη τους άλλους μόνο για να τον
θαυμάζουν και αυτό να είναι το κύριο κίνητρο για να τους σκέπτεται και να
στρέφεται προς αυτούς. Πάντως όχι να μοιραστεί μαζί τους και να θέσει στην
υπηρεσία τους τα ειδικά χαρίσματα και τις εξαιρετικές ικανότητες που διαθέτει,
αλλά να ζει στην αφόρητη απομόνωση που ο ίδιος έχει επιλέξει. Και η κατάστασή
του γίνεται ακόμη πιο τραγική, όταν τα χαρακτηριστικά της υπεροχής του
συνδέονται με το χώρο της θρησκευτικότητας και της πίστης, χώρο από τον οποίο
εξ ορισμού θα αναμενόταν το αντίθετο,
δηλαδή να έχει αγάπη και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό αναπτυγμένη.
Σε κάθε περίπτωση, η
έλλειψη αγάπης από τον άνθρωπο, τον ευτελίζει και τον γελοιοποιεί, του αφαιρεί
κάθε αξία και σοβαρότητα. Τον κάνει να μοιάζει με «χαλκό» που βγάζει μόνο
δυνατό αλλά άχρηστο ήχο και με «κύμβαλο» που κάνει μόνο μεγάλο θόρυβο, αλλά
χωρίς καμιά σημασία και απήχηση.
Το χειρότερο είναι ότι η
παντελής απουσία αγάπης από έναν άνθρωπο, τον μειώνει σε έσχατο βαθμό. Χάνει
δηλαδή την οποιαδήποτε προσωπική του αξία,
απογυμνώνεται από κάθε ίχνος αξιοπρέπειας. Μη έχοντας αγάπη, λείπει από αυτόν
το ουσιαστικό στοιχείο της ανθρώπινης ταυτότητας που πηγάζει από την κοινωνική
και ηθική φύση του. Χάνει την ανθρωπιά του, υποβιβάζεται σε ύπαρξη χωρίς καμία
αξία. Φτάνει στην έσχατη ηθική και
οντολογική ανυπαρξία, όταν ο ίδιος και τα αγαθά του δεν τίθενται στην υπηρεσία
της αγάπης, αλλά παραμένουν αντικείμενα ναρκισσισμού και αυταρέσκειας.
Τι είναι η
πραγματική αγάπη
Στη συνέχεια μας λέει τι είναι η αγάπη και πώς βιώνεται στην καθημερινή ζωή.
(Εκείνος που έχει αγάπη είναι μεγαλόψυχος και ανεκτικός, γίνεται ευεργετικός και χρήσιμος, δεν ζηλεύει και δεν
φθονεί, δεν φέρεται με αλαζονεία και αυθάδεια, δεν υπερηφανεύεται και δεν
ξιπάζεται),
(δεν κάνει τίποτε το άσχημο και απρεπές, δεν ζητάει
εγωιστικά τα συμφέροντά του, δεν ξεσπάει σε θυμό και οργή, δεν σκέπτεται κακό
για τον άλλον και δεν λογαριάζει το κακό που του κάνουν),
(δεν χαίρεται, όταν κάποιος αδικείται, αλλά χαίρει
πραγματικά όταν επικρατεί η αλήθεια).
(σκεπάζει και δικαιολογεί όλες τις αδυναμίες και
ελλείψεις του άλλου, πιστεύει και δέχεται με εμπιστοσύνη κάθε καλό γι αυτόν,
ελπίζει ότι σε όλα θα διορθωθεί και έχει για όλα υπομονή).
η αγάπη
ουδέποτε εκπίπτει».
(Η αγάπη ποτέ δεν μειώνεται, αλλά μένει πάντοτε
σταθερή και αναλοίωτη)
Με τα παραπάνω ο Α. Παύλος
αναδεικνύει τις πιο βαθιές και πιο λεπτές πτυχές της αγάπης, οι οποίες
κρίνονται πάνω στην καθημερινή
διαπροσωπική επικοινωνία και τη βίωση
των ανθρωπίνων σχέσεων. Το επιχειρεί με δεκαέξι συνολικά ρηματικές φράσεις, μερικές με θετική διατύπωση και
άλλες με αρνητική, που συνολικά υποδηλώνουν πάντοτε την ύπαρξη του άλλου κοντά
η δίπλα μας, και τη σχέση προς αυτόν,
ανεξάρτητα από τη δική του ποιότητα ζωής και συμπεριφοράς:
«ουκ ασχημονεί», «ου ζητεί τα εαυτής», «ου
παροξύνεται»,
«ου λογίζεται το κακόν», «ου χαίρει επί τη αδικία»,
«ου ζηλοί», «ου περπερεύεται», «ου φυσιούται» (8)
«μακροθυμεί», «χρηστεύεται», «συγχαίρει τη αληθεία»
«πάντα
στέγει», «πάντα πιστεύει», «πάντα ελπίζει», «πάντα υπομένει», «ουδέποτε
εκπίπτει» (8).
Η χρήση του ρήματος,
εξάλλου, υποδηλώνει ότι η αγάπη δεν
είναι απλώς μια αυθόρμητη συναισθηματική έκφραση ή μια κατάσταση στατική και
παθητική. Είναι κυρίως μια δυναμική
ψυχική ενέργεια, μια βουλητική
εσωτερική απόφαση και κίνηση σε σχέση προς συγκεκριμένο πρόσωπο. Εκφράζει μια
δυναμική στην αγαπητική στάση και συμπεριφορά, η οποία μπορεί να φθάνει και στα
έσχατα όρια της τελειότητας. Πρόκειται γι’ αυτό που σκέπτεται, νιώθει και πράττει
ο καθένας για τον οποιοδήποτε άλλο που βρίσκεται στο άμεσο περιβάλλον του.
Και αφήνοντας κατά μέρος
τον εύκολο δρόμο της αγάπης, όταν υπάρχει αυθορμησία, αμοιβαιότητα ή
ουδετερότητα στη σχέση, προχωρεί στις πιο βαθιές τομές και στους πιο δύσβατους
δρόμους της αγάπης. Η σχέση και η στάση
αγάπης που περιγράφεται δεν έχει όρους και όρια, δεν εξαρτάται από τον άλλο,
αλλά από την προσωπική εσωτερική διάθεση και τη δύναμη της θέλησης εκείνου που
θέλει να αγαπά. Εκείνου του οποίου η αγάπη εκδηλώνεται ακόμη και σε αντίθετη
από την αγάπη συμπεριφορά του άλλου, σε πρόσωπα, των οποίων ο χαρακτήρας και η
συμπεριφορά απωθεί και δυσκολεύει την αγαπητική διάθεση και συμπεριφορά των
άλλων. Οπότε η αγάπη έχει να περάσει από τα πιο δύσβατα μονοπάτια.
Θα μείνω στις οκτώ
αρνητικές ρηματικές φράσεις που περιγράφουν ψυχικές καταστάσεις που αποτελούν εμπόδια για να
εκδηλωθεί η αγάπη. Καλούν σε μια αναλυτική αυτεπίγνωση και σε ένα εσωτερικό
αγώνα ψυχικής κάθαρσης. Σε μια προσπάθεια ελέγχου και τακτοποίησης
συναισθηματικών καταστάσεων και μορφών συμπεριφοράς που προκαλούν οι ανθρώπινες
αδυναμίες, όπως είναι η ζήλια, η αλαζονεία, η υπερηφάνεια, η απρέπεια, η
απληστία, ο θυμός, ο κακός λογισμός, η χαιρεκακία.
Η ρίζα όλων αυτών είναι ο
εγωκεντρισμός, ο πιο ανθεκτικός εχθρός της αγάπης. Αποτελούν εμπόδια για να
εκδηλωθεί η αγάπη και μόνο με συστηματική πνευματική καλλιέργεια και δυνατή
θέληση είναι δυνατόν να ελέγχονται και
να διαλύονται. Η αγάπη αναδύεται και εκδηλώνεται ελεύθερα μέσα από εσωτερικές
καταστάσεις που είναι αντίθετες από τις προηγούμενες. Ελευθερώνεται με την
γενναιοφροσύνη (αντί της ζήλειας), την ταπείνωση (αντί της υπερηφάνειας), την
μετριοφροσύνη (αντί της αλαζονείας), την ευπρέπεια (αντί της ασχημοσύνης), την
ηρεμία (αντί του θυμού) τον «καλό λογισμό» (αντί του κακού) και τη χαρά για τον
άλλο και τα αγαθά του (αντί της χαιρεκακίας).
Όταν υπάρχουν εμπόδια που
προβάλλονται από τις αδυναμίες μας, αλλά και τα δικά μας καθημερινά προσωπικά ή
οικογενειακά προβλήματα, τότε καταλαβαίνει ο καθένας μας πόσο δύσκολη είναι η
αγάπη στο ύψος και την τελειότητα που την περιγράφουν οι λόγοι του Κυρίου μας και
του Αποστόλου Παύλου.
Γι’ αυτό και θα τελειώσω
με εκείνο που αποπνέει από το όλο πνεύμα του ευαγγελίου και τη σοφία των
πατέρων, δηλαδή, την κατανόηση και την επιείκεια
με την οποία μας περιβάλλει η Εκκλησία μας και για τις πιο μεγάλες αδυναμίες
μας, αρκεί να έχουμε πάντα μέσα μας την
καλή διάθεση για το καλό και να το
πραγματοποιούμε στη ζωή μας, με τη βοήθεια του Θεού, μέσα στα πλαίσια του
δυνατού.
Μόνο μια καλλιεργημένη χριστιανική συνείδηση
μπορεί να διακρίνει αν αυτό που ζει είναι αγάπη. Αυτή που ψιθυρίζει την προσευχή του ποιητή: «Κύριε μάθε με να γράφω σωστά τη λέξη αγαπώ».
Οι σχέσεις αγάπης, εξ
άλλου, δεν αναπτύσσονται με
συγκεκριμένες οδηγίες και συμβουλές, αλλά καλλιεργούνται και ανθίζουν μέσα σε
ένα κλίμα αγαπητικών σχέσεων, με την μελέτη της Αγίας Γραφής με την προσευχή και με τη συμμετοχή στη
λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Αυτό
δηλαδή που γίνεται στους φιλικούς κύκλους. Είναι αυτό ακριβώς το έργο που
συμβάλλει, ώστε και ο λόγος του άλλου ποιητή
μας να γίνεται όλο και πιο πολύ αληθινός: «Κι’ ένα
πόντο να πάτε πιο ψηλά οι άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο θεός» (Οδ. Ελύτης).
Αλέξανδρος
Κακαβούλης
Δάφνη