Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ


Το 1919, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, πέρασε από τη Ρωσία, όπου και επισκέφθηκε διάφορες μονές. Σ’ ένα από τα ταξίδια του με τραίνο, καθόταν απέναντι από ένα έμπορο. Αυτός άνοιξε μπροστά του μια ταμπακιέρα και του προσέφερε τσιγάρο «φιλικά», ίσως ειρωνικά, αφού ο άθεος κομμουνισμός είχε ήδη επικρατήσει, μα πάνω απ’ όλα δοκιμαστικά για το φρόνημα του ασκητού.
Ο άγιος Σιλουανός ευχαρίστησε το συνεπιβάτη  του και αρνήθηκε την προσφορά.
Τότε ο έμπορος ρώτησε αν ο λόγος της άρνησης ήταν η θεώρηση του καπνίσματος ως «αμαρτία». Πρόσθεσε δε, ότι κατ’ αυτόν το κάπνισμα βοηθάει στην πολυάσχολη ζωή, αφού είναι αναγκαίο να σταματάει κανείς την ένταση στην εργασία και να αναπαύεται για λίγα λεπτά. Επίσης ανέφερε ότι διευκολύνει την επαγγελματική ή τη φιλική συνομιλία και γενικά τη ροή της ζωής. Συνέχισε δε, να προσθέτει  και άλλα πλεονεκτήματα του καπνίσματος για να πείσει τον ασκητή.
Ο άγιος άκουγε αμίλητος και κάποια στιγμή είπε στο συνεπιβάτη του· «Κύριε πριν καπνίσετε προσευχηθείτε κάθε φορά λέγοντας το ‘Πάτερ ημών’».
Ο έμπορος απάντησε ότι αυτό φαινόταν σ’ αυτόν ανάρμοστο.
Ο άγιος Σιλουανός τότε είπε· «Κάθε έργο προ του οποίου δεν αρμόζει η ατάραχος προσευχή καλύτερα να μη γίνεται». 

Από το βιβλίο του Κων/νου Μαμμά, ιατρού χειρούργου, «Κάπνισμα; Οι επιπτώσεις του στην υγεία και οι τρόποι διακοπής του», Αθήνα 2009, σελ. 93

http://www.pmeletios.com

Από πότε λέμε «γεια σου»;


 
Πώς μίλαγαν οι Έλληνες του 14ου αιώνα;
Σπανιότατη αναφορά  σε Ιταλικό ποίημα

http://www.24grammata.com
Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος* (www.sarantakos.com)
Ο φλωρεντινός διδακτικός ποιητής Fazio degli Uberti (1305- περ. 1369) μπορεί να μην είναι γνωστός παρά σε ελάχιστους, αλλά αξίζει την προσοχή μας από σπόντα. Ήταν γόνος παλιάς φλωρεντινής οικογένειας (του κλάδου των Γιβελίνων) που μνημονεύεται στην Κόλαση του Δάντη, και η οποία είχε εξοριστεί για πολιτικούς λόγους από τη γενέθλια πόλη. Έτσι, ο ποιητής γεννήθηκε στην Πίζα και έζησε σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας επιδιώκοντας πάντα να επιστρέψει στη Φλωρεντία. Μάταια, αφού πέθανε στη Βερόνα.
Το έργο της ζωής του ήταν ένα μεγάλο διδακτικό ποίημα, Il Dittamondo (από το Λατινικό “dicta mundi”, Ιταλικά “detti del mondo”), σαφώς επηρεασμένο από τον Δάντη. Το δούλευε είκοσι χρόνια χωρίς να το τελειώσει και σ’ αυτό αφηγείται τις περιπλανήσεις του σε όλα τα μέρη του γνωστού τότε κόσμου.
Στο τρίτο βιβλίο και στο 23ο κεφάλαιο υπάρχει το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει. Γιατί μας ενδιαφέρει; Διότι μας διασώζει, σε προφορικό λόγο, φράσεις ελληνικές που δεν έχουν καταγραφεί σε ελληνικά κείμενα παρά πολύ αργότερα –ας όψεται η διγλωσσία που ταλανίζει τον τόπο από τους ελληνιστικούς χρόνους και μετά. Έτσι, στο ποίημα αυτό που ξεκίνησε να γράφεται το 1346, βρίσκουμε τις ελληνικότατες φράσεις Γεια σου, Καλώς ήρθες, Ξεύρεις φραγκικά; Είμαι Ρωμαίος και ξεύρω γλώσσες, Παρακαλώ σε φίλε μου, Μετά χαράς.
Το απόσπασμα του ποιήματος που μας ενδιαφέρει είναι:
E giunto a lui, de la bocca m’uscio
“Jiá su” e fu greco il saluto,
perché l’abito suo greco scoprio.  30
Ed ello, come accorto e proveduto,
Calós írtes allora mi rispose,
allegro piú che non l’avea veduto,
Cosí parlato insieme molte cose
ípeto: xéuris franchicá? Ed esso   35
Ime roméos e xéuro plus glose.
E io: Paracaló se, fíle mu; apresso
mílise franchicá ancor gli dissi.
Metá charás, fu sua risposta adesso.
Πρόχειρη μετάφραση (διορθώσεις καλοδεχούμενες):
Φτάνοντας κοντά του, από το στόμα μου βγήκε
ένα «Γεια σου», που είναι ελληνικός χαιρετισμός,
γιατί τα ρούχα του φανέρωναν τον Έλληνα.
Κι εκείνος, όπως ταίριαζε κι όπως περίμενα
«Καλώς ήρθες», μου απαντάει τώρα
χαρούμενος όσο ποτέ άλλοτε δεν τον είχα δει.
Κι έτσι κουβεντιάσαμε πολλά και διάφορα
και του είπα: «Ξεύρεις φραγκικά;» Κι εκείνος:
«Είμαι Ρωμαίος και ξεύρω πολλές γλώσσες».
Κι εγώ: «Παρακαλώ σε φίλε μου, μετά
μίλησέ μου φραγκικά», του είπα.
«Μετά χαράς», απάντησε αμέσως.
Και λίγους στίχους πιο κάτω, όταν τον ρωτάει πού πηγαίνει, ο ρωμιός του απαντάει χρησιμοποιώντας μια ακόμα ελληνική λέξη:
“Qui presso a una chora, dove il re Pirro anticamente stava”, δηλαδή «Εδώ κοντά σε μια χώρα όπου παλιά ήταν ο βασιλιάς ο Πύρρος».
Στο υπόλοιπο έργο, απ’ όσο κοίταξα, δεν υπάρχουν άλλες ελληνικές λέξεις –αλλά και πάλι, νομίζω πως η ανακάλυψη είναι εντυπωσιακή. Ώστε πριν από εφτά αιώνες, οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτό τον τόπο χρησιμοποιούσαν φράσεις πολύ όμοιες με τις σημερινές!
Για να μη βλογάω τα γένια μου: το εύρημα δεν είναι δικό μου. Ο γλωσσολόγος Νίκος Νικολάου το βρήκε, ο Nick Nicholas δηλαδή, ο ελληνοαυστραλός μάγος του TLG και μεταφραστής (μαζί με τον Γιώργο Μπαλόγλου) της Παιδιοφράστου διηγήσεως των τετραπόδων ζώων στα αγγλικά. Μου το είχε στείλει σε ανύποπτο χρόνο, που λένε· σε κάποια αλλαγή υπολογιστή έχασα το ηλεμήνυμα αλλά τελικά ξαναβρήκα το κείμενο χάρη στο γκουγκλ που βλέπει τα πάντα.
* Ο Νίκος Σαραντάκος, Αθήνα 1959,  είναι συγγραφέας και λογοτέχνης. Έχει γράψει τα βιβλία : “Για μια πορεία” (1984), έκδ. Σύγχρονη Εποχή, “Μετά την αποψίλωση” (1987), έκδ.: Σύγχρονη Εποχή, “Αλληλογραφία του Μότσαρτ” (1991), “Αλφαβητάρι ιδιωματικών εκφράσεων” (1997), έκδ.: Δίαυλος,  “Γλώσσα μετ’ εμποδίων” (2007), έκδ.: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” (2009), έκδ.: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Ποιήματα του Καβάφη

Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.


Che fece...il gan rifiuto


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.


Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,

να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,

σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει

και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.


Σην εκκλησία


Την εκκλησία αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,

τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών·

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-

λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-

ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.


Ούκ έγνως


Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες -

ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Ανέγνων, έγνων,

κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε

με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ' εμάς

τους Χριστιανούς. «Ανέγνως, αλλ' ουκ έγνως· ει γαρ έγνως,

ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως.


Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης


Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,

τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,

ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Αριστομένης, υιός του Μενελάου.

Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.

Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά

δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.

Αγόραζε βιβλία ελληνικά,

ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,

κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.

Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,

έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·

κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι

μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,

κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,

ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,

προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·

κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.


Μανουήλ Κομνηνός


Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός

μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου

αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι

(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν

που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.

Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος

παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,

κι απ' τα κελλιά των μοναχών προστάζει

ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,

και τα φορεί, κ' ευφραίνεται που δείχνει

όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,

και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν

ντυμένοι μες την πίστι των σεμνότατα.


Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις


Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,

μέσα στης γης τα φοβερά τα βάθη,

συντροφευμένος μ' Έλληνας αθέους,

κ' είδε με δόξαις και μεγάλα φώτα

να βγαίνουν άϋλαις μορφαίς εμπρός του,

φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,

κ' ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων

επέστρεψε, κ' έκαμε τον σταυρό του.

Αμέσως η Μορφαίς αφανισθήκαν·

η δόξαις χάθηκαν - σβύσαν τα φώτα.

Οι Έλληνες εκρυφοκυτταχθήκαν.

Κι' ο νέος είπεν· «Είδατε το θαύμα;

Αγαπητοί μου σύντροφοι, φοβούμαι.

Φοβούμαι, φίλοι μου, θέλω να φύγω.

Δεν βλέπετε πως χάθηκαν αμέσως

οι δαίμονες σαν μ' είδανε να κάνω

το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;»

Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα·

«Ντροπή, ντροπή να λες αυτά τα λόγια

σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.

Τέτοια σαν θες εις τον Νικομηδείας

και στους παππάδες του μπορείς να λες.

Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου

οι μεγαλείτεροι θεοί φανήκαν.

Κι' αν φύγανε να μη νομίζης διόλου

που φοβηθήκαν μια χειρονομία.

Μονάχα σαν σε είδανε να κάνης

το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα

συχάθηκεν η ευγενής των φύσις

και φύγανε και σε περιφρονήσαν».

Έτσι τον είπανε κι' από τον φόβο

τον ιερόν και τον ευλογημένον

συνήλθεν ο ανόητος, κ' επείσθη

με των Ελλήνων τ' άθεα τα λόγια.
Και συλλογιέμαι την ώρα του Κυρίου.
Πονηρός δούλος, το τάλαντο το προσφερόμενο δαπάνησα στην άγονη πείρα , στη στεγνή σοφία και σε τούτη δω την ακατανόητη συγκομιδή της θερμής καμπύλης
Κύριε των οικτιρμών επίβλεψε στην ασωτία μου!

Ι.Μ Παναγιωτόπουλου, Τα ποιήματα, "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα , 1970, σελ.170

-


Αισθάνομαι την παρουσία σου γύρω μου.
Ο λόγος σου γίνεται στεναγμός μου,
ο θρήνος σου γίνεται τύψη μου-
και δε μπορώ να ξεχωρίσω την τιμωρία σου
απο τη θλίψη που επιβάλλω στον εαυτό μου.

Είσαι το πρόσωπο που γεμίζει τη νύχτα μου,
ένας ίσκιος μακρύς και βαθύς,
ένα πρόσωπο που δεν το'χω γνωρίσει
ανερμήνευτε Κύριε!

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Τα Ποιήματα "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα ,1970,σσ 202-203

-

Η ψυχή μου κυμάτιζε σαν το φλούδι καταμεσίς σου, σε περίζωνε, σ' αναζητούσε, πάσκιζε παράφορα να σ'αγγίξει, ανερμήνευτε Κύριε!

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Τα Ποιήματα "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα ,1970,σσ 204

Κυκλοφόρησε το τεύχος Ιουνίου της «Εξωτερικής Ιεραποστολής»




Πατήστε επάνω στην εικόνα για να ανοίξει σε πλήρης οθόνη και μετά επιλέξτε σελίδες για να διαβάσετε.
Επίλεξτε τα μικρά κυκλάκια για να μεταβείτε σε άλλη ομάδα σελίδων του περιοδικού

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Κοίμηση τῆς Ἁγίας Ἄννας Μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου και Μνήμη Ε’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (25 Ιουλίου)




Ἡ Ἁγία Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί.

Ὁ πατέρας της, ποὺ ἦταν ἱερέας, ὀνομαζόταν Ματθᾶν καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Ἡ Ἄννα εἶχε καὶ δυὸ ἀδελφές, τὴν ὁμώνυμη μὲ τὴ μητέρα της Μαρία καὶ τὴ Σοβήν. Καὶ ἡ μὲν Μαρία εἶχε κόρη τὴ Σαλώμη, ἡ δὲ Σοβῆ τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ ἡ Ἄννα τὴν Παρθένο Μαρία.

Ἡ Ἁγία Ἄννα ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τὴ μεγάλη τιμὴ καὶ εὐτυχία νὰ ἀποκτήσει μοναδικὴ κόρη, τὴν μητέρα τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Ἄννα ἀπογαλάκτισε τὴν Θεοτόκο καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὸ Θεό, αὐτὴ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες πρὸς τοὺς φτωχούς.
Τέλος, εἰρηνικὰ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴ δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τὰ αἰώνια ἀγαθά. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαίωσε ὅτι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται». Οἱ δίκαιοι, δηλαδή, θὰ μεταβοῦν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴ αἰώνια.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, Ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα· διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη ἱλασμόν, ἀειμακάριστε.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως τοὺς κράζοντας· ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ’ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τοῦ Σωτῆρος εὐκλεέστατοι Προπάτορες

Ἐπουρανίων δωρεῶν ἄμφω ἐτύχετε

Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα οἱ θεοφόροι.

Ἀλλ’ ἐκ πάσης ἐπηρείας ἐκλυτρώσασθε

Τοὺς αἰτοῦντας τὴν θερμὴν ὑμῶν ἀντίληψιν

Καὶ κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος θεόκλητον.



Μεγαλυνάριον.
Χαίρουσα μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Ἄννα ὥσπερ μήτηρ, τῆς τεκούσης τὸν Ποιητήν. Ὅθεν τοὺς τιμῶντας, τὴν θείαν κοίμησίν σου, χαρᾶς τῆς ἀθανάτου, μετόχους ποίησον.




Σήμερα ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῶν ἁγίων 165 Πατέρων, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἄνθιμος ὁ Α’, ὁ ὁποῖος ἦταν αἱρετικὸς καὶ συγκεκριμένα μονοφυσίτης. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐκθρονίστηκε ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους καὶ ἀπὸ τὸν τότε πάπα τῆς Ρώμης Ἀγαπητὸ καὶ στὴ θέση του χειροτονήθηκε ὁ ἁγιότατος Μηνᾶς.

Μὲ ἀφορμὴ ὅμως τὸ γεγονὸς τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Ἀνθίμου ξεσηκώθηκαν ὁ Σέβηρος καὶ ὁ Πέτρος, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ αἱρετικὴ κυριαρχία καὶ συνιστοῦσαν μάλιστα καὶ τὰ βλάσφημα δόγματα τοῦ Ὠριγένη.

Γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἰουστινιανός, συγκάλεσε τὸ 553μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία πῆραν μέρος 165 Ἅγιοι Πατέρες, μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μηνᾶ.
Ἡ σύνοδος αὐτὴ ἀναθεμάτισε τοὺς μονοφυσίτες Σέβηρο καὶ Πέτρο καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπιπνοίᾳ, θεῖος ὅμιλος, σεπτῶν Πατέρων, ἐν τῇ Πέμπτῃ Συνόδῳ καθείλετε, αἱρετικῶν τὰ ὀθνεῖα διδάγματα, καὶ Ὀρθοδόξοις τὸ κράτος δεδώκατε· ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, τὴν Πέμπτην Σύνοδον ἐν Πνεύματι θείῳ, θεοειδεῖς Πατέρας συγκροτήσαντας, ὕμνοις εὐφημήσωμεν, Ὀρθοδόξων οἱ δῆμοι, πρὸς αὐτοὺς κραυγάζοντες· ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, τὴν Ἐκκλησίαν ῥύσασθε Χριστοῦ, ὑμῶν πρεσβείαις, Πατέρες θεόληπτοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, τῆς Πέμπτης Συνόδου, οἱ φωστῆρες καὶ συνεργοί· χαίρετε προστάται, Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν αἱρετιζόντων, ἧττα καὶ ὄλεθρος.

ΠΗΓΗ:http://eisagios.blogspot.com/2010/07/25.html

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΗΡΥΚΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑΣ 15 Ιουλίου

Ἰουλίττα σύναθλος υἱῷ Κηρύκῳ,
Ἡ λαιμότμητος τῷ κάραν τεθλασμένῳ, Πέμπτῃ.
Πέμπτῃ Ἰουλίτταν δεκάτῃ τάμον, υἷα δ' ἔαξαν.
Βιογραφία
Η Αγία Ιουλίτα, έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Επειδή όμως τότε κυριαρχούσε ο διωγμός κατά των χριστιανών, πήρε το γιο της τον Κήρυκο και πήγε στην Σελεύκεια και στην συνέχεια στην Ταρσό.

Στην Ταρσό συνελήφθη από τον ηγεμόνα ,τον Αλέξανδρο, ο οποίος την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια μπροστά στο παιδί της. Στην συνέχεια προσπάθησε να φέρει με το μέρος του τον μικρό. το παιδάκι όμως δεν δεχόταν και μάλιστα αφού επικαλέστηκε το όνομα του Χριστού, έδωσε μία δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά του ηγεμόνα. Αυτός εξοργίστηκε τόσο πού το πέταξε από τα σκαλιά σπάζοντας το κρανίο του μικρού Κήρυκου. Μ' αυτόν τον τρόπο έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου ο μικρός Κήρυκος. Η δε μητέρα του μετά από λίγο, αφού υπεβλήθη σε πολλά και φρικτά βασανιστήρια, παρέδωσε το πνεύμα της στον Χριστό.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ καλλιμάρτυς τοῦ Χρίστου Ἰουλίττα, σὺν τριετεῖ ἀμνῶ αὐτῆς τῷ Κηρύκῳ, δικαστοὺ πρὸ βήματος παρέστησαν φαιδρῶς, εὔτολμοι κηρύττοντες. τὴν χριστώνυμον κλῆσιν, ἄμφω μὴ πτοούμενοι, ἀπειλᾶς τῶν τυρράνων καὶ στεφηφόροι νῦν ἐν οὐρανοίς, ἀγαλλιώνται. Χριστῷ παριστάμενοι. 
saint.gr

Την τροφήν αυτών

στον γέροντα Παΐσιο

 Μέρα γεμάτη γλυκασμό αγιορείτικο
κι αδρή αφή σε κομποσχοίνι μάλλινο
Όλ΄η πλαγιά ησύχαζε κάτω απ ΄τον ήλιο.
Μπορούσες να διακρίνεις με κλειστά μάτια
ακόμη κι ένα φύλλο τής λεφτοκαρυάς αν έπεφτε,
ή του φιδιού το πέρασμα επάνω στη φρυγμένη
πέτρα ή ανάμεσα στα κίτρινα χορτάρια.
Ο Γέροντας μάς είδε πριν να φτάσουμε
κ΄είπε τα ονόματα μας δίχως να μάς ξέρει.
Καθήσαμε στον ήσκιο ενός δέντρου
και θαμπωμένοι τον κοιτούσαμε.
Μιλούσε ήρεμα κι απλά.Η αγιότητα
γλύκαινε κάθε λόγο του πριν έρθει
να κατοικήσει μέσα μας. Και όταν
άρχισαν να έρχονται στα πόδια και στα χέρια του
ζητώντας του τροφή ένας αητός, μια γάτα , ένα φίδι,
τούς είπε ήσυχα: «πηγαίνετε Αβεσσαλώμ και Μάρθα,
κι εσύ Αρμαγεδδών τώρα έχουμε φίλους.
Σε λίγο , σαν τελειώσουμε, θα σάς φωνάξω».
Όταν ο υποτακτικός μάς έφερε το κέρασμα
κ ΄είπε πως θα ΄ναι ώρα εσπερινού σε λίγο,
ο γέροντας πήρε να ψάλλει: «πάντα
προς σε προσδοκώσι δούναι
την τροφήν αυτών, δόντος σου αυτοίς συλλέξουσι».
Και αμέσως έφτασαν
ο Αβεσσαλώμ, η Μάρθα, κι ο  Αρμαγεδδών
να εκζητήσουν απ ΄το άγιο χέρι την τροφή τους,
ενώ εμείς ετοιμαζόμασταν να ψάλουμε
τ΄Ανοιξαντάρια και το Κύριε εκέκραξα...


(Π.Πάσχος-Πικρό Ψαλτήρι, εκδ.Ακρίτας , Αθήνα 1983, σσ 68-69)

Η δύναμη του Σταυρού

Απο τις διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού

 Θέλετε ν’ ακούσετε και άλλο διά τον σταυρόν, πώς δεν ενεργεί, όταν είναι μολυσμένο το χέρι από αμαρτίας;
Ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Ιουλιανός αναγνώστης, όστις εσπούδασε γράμματα με τον Μέγαν Βασίλειον, ο οποίος ηθέλησε να γίνη βασιλεύς. Πηγαίνει λοιπόν και ευρίσκει έναν μάγον Εβραίον και του λέγει : είσαι καλός να με κάμης βασιλέα και να σε κάμω βεζίρη; Του λέγει ο μάγος : Αρνήσου τον Χριστόν, και εγώ να σε κάμω. Λέγει του ο Ιουλιανός : Τον αρνούμαι. Τότε κάμνει ένα γράμμα ο μάγος και του λέγει : Πάρε τούτο το χαρτί και πήγαινε εις ένα μνήμα ελληνικό και ρίψε το υψηλά και θα έλθουν δαίμονες • και ότι σου κάμνουν μη φοβηθής και να μη κάμης τον σταυρόν σου, διότι θα φύγουν. Επήγεν ο Ιουλιανός εις το μνήμα και ρίχνοντας το χαρτί ήλθαν οι δαίμονες. Αυτός φοβηθείς και κάμνοντας τον σταυρόν του έφυγον οι δαίμονες. Πηγαίνει ευθύς εις τον μάγον και του λέγει τα γενόμενα. Τότε του λέγει ο μάγος : Πήγαινε να σφάξης ένα παιδί και να μου φέρεις την καρδιά του. Επήγε και έσφαξε το παιδί και του έφερε την καρδιά. Τότε κράζει πάλιν τους δαίμονας ο μάγος. Αυτός πάλι από τον φόβον του έκαμε τον σταυρόν • αλλ’ οι δαίμονες δεν εφοβήθησαν, διότι ήτο μολυσμένος από τον φόνο. Έτσι έκαμε το θέλημά του και εβασίλευσε δύο χρόνους και επήγεν εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε. Πρέπει και ημείς να είμεθα καθαροί από αμαρτίας, και τότε φεύγει ο διάβολος.

Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις

Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,
μέσα στης γης τα φοβερά τα βάθη,
συντροφευμένος μ' Έλληνας αθέους,
κ' είδε με δόξαις και μεγάλα φώτα
να βγαίνουν άϋλαις μορφαίς εμπρός του,
φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,
κ' ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων
επέστρεψε, κ' έκαμε τον σταυρό του.
Αμέσως η Μορφαίς αφανισθήκαν·
η δόξαις χάθηκαν - σβύσαν τα φώτα.
Οι Έλληνες εκρυφοκυτταχθήκαν.
Κι' ο νέος είπεν· «Είδατε το θαύμα;
Αγαπητοί μου σύντροφοι, φοβούμαι.
Φοβούμαι, φίλοι μου, θέλω να φύγω.
Δεν βλέπετε πως χάθηκαν αμέσως
οι δαίμονες σαν μ' είδανε να κάνω
το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;»
Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα·
«Ντροπή, ντροπή να λες αυτά τα λόγια
σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.
Τέτοια σαν θες εις τον Νικομηδείας
και στους παππάδες του μπορείς να λες.
Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου
οι μεγαλείτεροι θεοί φανήκαν.
Κι' αν φύγανε να μη νομίζης διόλου
που φοβηθήκαν μια χειρονομία.
Μονάχα σαν σε είδανε να κάνης
το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα
συχάθηκεν η ευγενής των φύσις
και φύγανε και σε περιφρονήσαν».
Έτσι τον είπανε κι' από τον φόβο
τον ιερόν και τον ευλογημένον
συνήλθεν ο ανόητος, κ' επείσθη
με των Ελλήνων τ' άθεα τα λόγια.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Το Κάλλος της Θεοτόκου

Άκουσον Θύγατερ και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου και επιθυμήσει ο Βασιλεύς του Κάλλους σου" (Ψαλμ. 44)
 
Την Υπερένδοξη Μητέρα του Θεού, την Πάναγνο Θεοτόκο, την γυναίκα που έγινε το μέσο της Ενανθρωπήσεως του Θεού, την Μητέρα της Ζωής τιμά σήμερα και εορτάζει ο πιστός λαός μας. Και γίνεται η ημέρα της εκδημίας της ημέρα χαράς και πανηγύρεως, γιατί η Παναγία δεν πέθανε, αλλά μετέστη, μαζί με το σώμα της, και μετέβη προς τον Υιό της, προς την όντως Ζωή! 

Ο ψαλμωδός αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο με πολύ κολακευτικά λόγια, διότι αυτή είναι η θυγάτηρ του Θεού και αυτή της οποίας το κάλλος επιθυμεί ο Βασιλεύς. Αυτό το κάλλος της Παναγίας μας, αυτή την μυστική ομορφιά καλούμαστε κι εμείς να ανακαλύψουμε και να ενστερνιστούμε. Η Παναγία είναι η υπέρτατη ανθρώπινη ομορφιά. Όχι αυτή που ο κόσμος μας ταυτίζει με την σωματική εμφάνιση, την υγεία, την ευρωστία. Αυτή η ομορφιά είναι και ψεύτικη και, δυστυχώς, εφήμερη. Το κάλλος της Παναγίας είναι εσωτερικό και πνευματικό και γι' αυτό γίνεται επιθυμητό από όλο τον κόσμο, υλικό και πνευματικό. 

Η Παναγία μας δίδει ένα άλλο πρότυπο ομορφιάς και μας διδάσκει με τον βίο της πάμπολλα. Αυτό διότι: ακούει (Άκουσον θύγατερ): ακούει τον λόγο του Θεού και παραμένει πιστή σ' αυτόν. Από τη στιγμή του Ευαγγελισμού της μέχρι το Σταυρό, από τη στιγμή που αντηχεί το 'Δόξα εν Υψίστοις…' των αγγέλων, τότε που ο Συμεών της λέει στην Υπαπαντή τα όσα αναφέρονται στον Υιό της, αλλά και καθόλη την επίγεια πορεία του Ιησού βρίσκεται πάντα διακριτικά κοντά Του, ακούει τον Λόγο Του και τα βάζει όλα μέσα στην καρδία της, ακόμα και μέχρι το φρικτό Σταυρό, που ο Υιός της τής απευθύνει τις τελευταίες λέξεις "γύναι, ιδού ο υιός σου". Αλλά είναι και η πρώτη που μαζί με τις Μυροφόρες πληροφορείται την Ανάσταση. Μας διδάσκει λοιπόν ότι ομορφιά είναι να έχει κανείς τα ώτα της ψυχής του αφιερωμένα στο Θεό, μακριά από τις Σειρήνες του κόσμου και κάθε τι που προκαλεί σύγχυση. 

Βλέπει (και ίδε): Βλέπει τον εσωτερικό κόσμο της αρετής, έχει τους οφθαλμούς της να ατενίζουν και να φροντίζουν το εσωτερικό κάλλος που προέρχεται από την άσκηση, την παρθενία, την εγκράτεια, αρετές που οδηγούν τελικά στην όραση του Θεού. Η Παναγία ορά τον Ιησού Χριστό, όχι μόνο όταν ήταν αισθητώς εν τω κόσμω, αλλά και κατόπιν, δια της καρδιακής προσευχής, καθώς ο πνευματικός οφθαλμός της ήταν κεκαθαρμένος και ο λογισμός της παραδομένος αγαπητικώς στον Ιησού Χριστό. Γι' αυτό και η Κοίμησή της είναι γι' αυτήν η στιγμή της επιστροφής στον ηγαπημένο της Υιό, που την εμπειρία Του διαρκώς είχε μέσα στην καρδία της.
Υπακούει (και κλίνον το ους σου): Η Παναγία αποτελεί το πρότυπο της υπακοής στο Θεό. Ο Κύριος είπε ότι όποιος με αγαπά, υπακούει και τηρεί τις εντολές μου και η Παναγία ετήρησε τις εντολές του Θεού, όντας παρθένος, όντας χαριτωμένη, όντας η γυναίκα που στο πρόσωπό της αίρεται η ανυπακοή της πρώτης Εύας. Η πρώτη Εύα δια της ανυπακοής οδηγεί τον άνθρωπο στο θάνατο, η Παναγία δια της υπακοής μας επανασυνδέει με τη Ζωή. Μας διδάσκει με το παράδειγμά της ότι "πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις" και ότι ο πιστός δεν μπορεί να υπακούει σε τίποτε άλλο από τις εντολές του Θεού, που είναι καταγεγραμμένες στο Ευαγγέλιο και εκφράζονται δια των ποιμένων του και δια της Εκκλησίας.
Αποτάσσεται την ματαιότητα και ζει ασκητικά (και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου): Η Παναγία αποτελεί το υπόδειγμα του μονήρους βίου, το καύχημα των μοναχών και των ασκητών. Γι' αυτό πλείστα όσα μοναστήρια την έχουν προστάτιδα, και οι περισσότερες των Θαυματουργών Εικόνων της κοσμούν τις Ιερές Μονές μας: διότι απετάχθη την ματαιότητα του κόσμου, ζώσα εν τω κόσμω. Εδημιούργησε οικογένεια, ζώντας εν παρθενία. Απέταξε τους δεσμούς τους φυλετικούς, τους εθνικούς, τους προσωπικούς και ταυτόχρονα προσεύχεται και δέεται για όλον τον κόσμο. Έζησε μέσα στον κόσμο, παρέμεινε όμως αλώβητη της αμαρτίας και της ηδονής. Με απλά λόγια, η Παναγία βίωσε το εσωτερικό κάλλος, παραδομένη στην χάρη του Θεού και αποτινάσσοντας κάθε ζυγό του κοσμικού πνεύματος. Με τον ίδιο τρόπο και οι μοναχοί, αποτελούν πνευματική οικογένεια ζώντας ασκητικά, είναι ξένοι τω κόσμω, αλλά ταυτόχρονα αγαπούν και δέονται υπέρ της σωτηρίας του κόσμου, αγωνίζονται να διέλθουν εκ της ζωής του κόσμου, δαμάζοντας χάριτι Θεού τους λογισμούς και τις επιθυμίες της δόξας, της ηδονής, της φιλαυτίας. 

Το κάλλος της Παναγίας γίνεται επιθυμητό υπό του Βασιλέως (και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου). Έχει ανάγκη ο Θεός από το ανθρώπινο κάλλος; Όχι, αλλά το κάλλος της Παναγίας είναι καρπός της χάριτος του Θεού, της ενεργείας Του. Η Παναγία με την καλλιέργεια των αρετών που περιγράψαμε αποκτά το πνευματικό κάλλος, γίνεται το πρότυπο της πνευματικής ομορφιάς και ελκύει το Θεό, κατοικεί μέσα της το Άγιον Πνεύμα, γίνεται η ευλογημένη, η κεχαριτωμένη, και καθίσταται η Υψηλοτέρα των Ουρανών, η καθαρωτέρα των ηλιακών λαμπηδόνων που φωτίζεται από τον κυοφορηθέντα Υιό Της, ώστε να μας λυτρώνει εκ της κατάρας και να καθίσταται μεσίτρια για όλο τον κόσμο.
Αυτό το μεγάλο μήνυμα της πνευματικής ομορφιάς κρύβει μέσα της η εορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας. Αυτό το πνευματικό περιεχόμενο είναι που καθιστά την εκδημία της Θεοτόκου γεγονός άκρως χαρμόσυνο και αίτιο πανηγυρισμού. Αυτό το κάλλος καλούμαστε σήμερα να προσεγγίσουμε, να ψηλαφίσουμε, να γευτούμε, να ενστερνιστούμε. Είναι καιρός να προσανατολίσουμε τη ζωή μας στην αναζήτηση της πνευματικής ομορφιάς.
Μέσα σ' έναν κόσμο που θορυβεί, που δεν βλέπει ή βλέπει ότι θέλει και ότι τον συμφέρει, που δεν κλίνει την κεφαλή για να ακούσει τον άλλο και να κάμει την υπακοή, οι χριστιανοί καλούμαστε να ζήσουμε διαφορετικά. Να σιωπήσουμε, να απομονώσουμε τους θορύβους του κόσμου και να ακούσουμε τον έσω άνθρωπο. Να ακούσουμε πάνω απ' όλα τον λόγο του Θεού, να τον βάλουμε καλά μέσα στην καρδιά μας και να τον κάνουμε πράξη. Να δούμε καθαρά με τα μάτια της ψυχής μας και να κάνουμε πρώτο μέλημά μας την καλλιέργεια των αρετών. Να υπακούσουμε στις εντολές του Θεού, στο Ευαγγέλιο, στην Εκκλησία, στους πνευματικούς μας πατέρες, γιατί τελικά μόνο η υπακοή θα μας οδηγήσει πίσω στον Παράδεισο. 

Σ' αυτή την όντως δύσκολη πορεία μας ας αντλήσουμε δύναμη και κουράγιο από το πάνσεπτο πρόσωπο της Παναγίας μας, ώστε μιμούμενοι τον τρόπο του βίου, της αγάπης για τον Θεό, της υπέρβασης της αμαρτίας, της ασκητικής παρθενίας, να γίνουμε κάλλει ωραίοι ελκύοντας επάνω μας την αγάπη του Ιησού και την σωτήριο χάρη του Αγίου Πνεύματος. Πουθενά αλλού μακριά από την Εκκλησία δεν θα βρούμε αυτή την υπέρτατη πνευματική ομορφιά, γιατί ακριβώς εδώ βρίσκεται η Παναγία, η Μήτηρ της Ζωής, η Μεσίτρια, το ακατανόητον θαύμα, το κεκρυμμένον Μυστήριον, η Μήτηρ όλων μας, η ηγαπημένη! 

Του Αρχιμ. Νεκταρίου Ντόβα
Ηγουμένου της Ι. Μονής Ανω Ξενιάς

[νυν Μητροπολίτη Κερκύρας]

 http://www.fotodotes.gr/ShowMinima.asp?print=1&id=463&m=8&a=3

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Θαυμάσια έκσταση, στην οποία μια σταγόνα από το Δεσποτικό Αίμα υπερβαίνει όλα τα αμαρτήματα των ανθρώπων

Ήταν κάποιος Μοναχός αμελής και ράθυμος που δεν φύλαγε τις υποσχέσεις του Αγγελικού σχήματος, αλλά περνούσε τη ζωή του με πολλή ακηδία· μόνο αυτήν την αγαθοεργία έκανε, ότι από την πολλή ευλάβεια και πόθο που είχε προς την Παρθένο, σταματούσε κάθε λίγο και έλεγε μπροστά στη σεβάσμια εικόνα της εκατό φορές τον Αρχαγγελικό Ασπασμό, καθώς δεν ήξερε γράμματα να διαβάζει άλλες ευχές.

Έτσι λοιπόν ενώ ζούσε με αμέλεια στις νηστείες, στις αγρυπνίες και σε όλες τις τάξεις της μοναδικής πολιτείας τον αξίωσε ο πανάγαθος Κύριος, που θέλει όλοι να σωθούν , και είδε φοβερή οπτασία και έκσταση, ότι σαν να άρπαξαν οι δαίμονες την ψυχή του , και την πήγαν μπροστά στον δίκαιο Κριτή, ζητώντας από αυτόν να κάνει δικαιοσύνη, και να τους την δόσεις σύμφωνα με τις πράξεις της. Και ο Βασιλιάς που γνώριζε της αμαρτίες της ψυχής, είπε στους δαίμονες· Βάλετε την στην γέενα, γιατί δεν έχει μέρος μαζί μου· γιατί δεν φύλαξε τις επαγγελίες του Βαπτίσματος και του Μοναδικού σχήματος.

Αμέσως λοιπόν μόλις άρπαξαν την ψυχή οι δαίμονες, σαν άγριοι λύκοι, σηκώθηκε από τον θρόνο της η παντοδύναμος Δέσποινα και είπε στον Βασιλιά. Σου δέομαι, Κύριέ μου, άκουσέ με τα δικαιώματα , όπου έχω να πως σε βοήθεια αυτής της ψυχής. Και έτσι έδειξε ένα Βιβλίο, που ήσαν γραμμένοι οι Χαιρετισμοί που της είπε όλη του την ζωή προσευχόμενος, και προστάζει τον φύλακα της ψυχής εκείνης να βάλει το Βιβλίο αυτό στη ζυγαριά. Από το άλλο μέρος έβαλαν οι δαίμονες βιβλία πολλά , που είχαν γραμμένα όλα τα εγκλήματα του Μοναχού. Τότε βάρυνε πολύ προς το μέρος εκείνο που είχε τα αμαρτήματα.

Βλέποντας λοιπόν η πολυεύσπλαχνη Μητέρα του παντελεήμονος Θεού πως δεν ωφελήθηκε καθόλου η ψυχή με τον τρόπο αυτόν , (γιατί οι αμαρτίες ήσαν πολλές, και η αρετή λίγη) λέγει προς τον Δεσπότη· Θυμήσου , παμφίλτατε μου Υιέ, ότι από την σάρκα μου ανέλαβες την ποθητή σου ουσία και χάρισέ μου μία σταγόνα από τον άχρατο και πολύτιμο Αίμα σου, που έχυσες για τους αμαρτωλούς στο σωτήριο Πάθος. Ναί , Δέσποτα πολυέλεε, κάμε το έλεος αυτό σε αυτήν την ψυχή , διότι με αγαπούσε πολύ και προσευχόταν σε μένα με πόθο και πίστη. Της λέει ο Δεσπότης· Να γίνει , ω Μητέρα, το θέλημα σου· ότι δεν είναι σωστό να σου αθετήσω καμία αίτηση· να γνωρίζεις όμως, ότι μία σταγόνα από το Αίμα μου υπερβαίνει όλα τα αμαρτήματα του κόσμου. Έλαβε αυτό που ζητούσε η Παντάνασσα· και καθώς το έβαλε στη στάθμη της ζυγαριάς, ελάφρυνε το άλλο μέρος που ήταν τα τόσα βιβλία των εγκλημάτων και έγινε ελαφρότερο από ένα πτερό ή άχυρο. 

Τότε οι δαίμονες σκόρπισαν ντροπιασμένοι και φώναζαν λέγοντας· Πάρα πολύ είναι ελεήμονας προς τους Χριστιανούς ο Δεσπότης, και μας αδικεί πολλές φορές. Και ο Μοναχός αφού επέστρεψε στον εαυτό του δόξαζε τον Κύριο, ευχαριστώντας την υπερύμνητη Μητέρα του, που του έδειξε αυτήν την οπτασία. 

Και μεταμελήθηκε και διόρθωσε τον βίο του , και κατόρθωσε τόση αρετή , που θαύμαζαν όσοι τον ήξεραν πρωτύτερα. Αφού αγωνίστηκε λοιπόν θεάρεστα αναπαύθηκε εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών , ω πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν. 

Αμαρτωλών Σωτηρία

XAΡΑ!!!!!!!!!!!



ΧΑΡΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΔΡΑΚΥΖΟΥΝ
ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟΝ ΠΟΥ ΠΟΝΑ.
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΑΥΤΑ ΘΑ ΔΟΥΝΕ
ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΤΑ ΑΓΑΘΑ,
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΑΥΤΑ ΘΑ ΔΟΥΝΕ
ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΤΑ ΑΓΑΘΑ
----------
ΧΑΡΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΠΟΥ ΘΕ ΛΕΓΕΙ
ΛΟΓΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΑ,ΓΛΥΚΑ.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΑΥΤΟ ΘΑ ΨΑΛΛΕΙ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ "ΩΣΑΝΝΑ",
ΓΙΑΤΙ...
----------
ΧΑΡΑ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ ΟΠΟΥ ΑΚΟΥΝΕ,
ΤΟ ΘΕΙΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΑΥΤΑ ΘΑ ΑΚΟΥΣΟΥΝ
ΤΙΣ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ.
ΓΙΑΤΙ.....

----------

ΧΑΡΑ ΣΑΤ ΧΕΡΙΑ ΠΟΥ ΘΕ ΔΙΝΟΥΝ,
ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΟΡΦΑΝΑ.
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΥΤΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ
ΦΤΕΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΟΥΝ ΨΗΛΑ.
ΓΙΑΤΙ.....

----------

ΧΑΡΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΠΟΥ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΣΤΟΥ.
ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΑ ΘΑ Σ'ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ
ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ.
ΓΙΑΤΙ.....

----------

ΧΑΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ
ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟ,
ΓΙΑΤΙ Η ΠΟΡΤΑ ΑΥΤΗ ΑΝΟΙΓΕΙ
ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ.
ΓΙΑΤΙ.....

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Εἰς τὸ προφητικὸν ῥητὸν τὸ λέγον "Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν"· καὶ περὶ ἐλεημοσύνης - Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



Προτρέπεται καὶ κόλπος βύθιος ἁλιέα, ὅταν τὸ δίκτυον ῥίψας, καὶ πολλὴν τῶν ἐναλίων ἄγραν περιλαβὼν, κάμνουσαν τῷ φόρτῳ τὴν σαγήνην ἐφέλκηται·
καὶ θηρατὴν ὕλη θηροτρόφος, ὅταν ὄρη διερευνήσας, καὶ κορυφὴν κατάκομον ἀναπτύξας, μετὰ λαμπρᾶς καὶ πλουσίας ἐπανέλθῃ τῆς ἄγρας.
Εἰ δὲ τοῖς περὶ κέρδη καὶ θήραν ἐπτοημένοις γλυκὺς ὁ περὶ ταῦτα πόνος ὑπάρχει,
πόσῳ μᾶλλον τοῖς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἁλιεῦσι κόλπων,
οἷς τὸ κέρδος οὐχ ἡμερινὸν, οὐδὲ πρόσγειον,
ἀλλ' αὐτὴ τῶν οὐρανῶν ἡ βασιλεία καθέστηκε;
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Φέρε οὖν, ἀγαπητὲ,
∆αυϊδικῆς κιθάρας τὸ ψαλμικὸν ἀνακρούσωμεν μέλος,
καὶ κατὰ τοῦ ∆αυῒδ τὴν ἀνθρωπίνην εὐτέλειαν στηλιτεύσαντες, εἴπωμεν·
Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν·
Ταράσσεται, καὶ τὸ τέλος ἀπόλλυται·
ταράσσεται, καὶ πρὶν καταστῆναι καταποθεῖται·
ὡς πῦρ ἀνακαίεται, καὶ ὡς καλάμη ἀποτεφροῦται·
ὡς θύελλα ἐπαίρεται, καὶ ὡς κόνις ἐδαφίζεται·
ὡς φλὸξ ἀναῤῥιπίζεται, καὶ ὡς καπνὸς διαλύεται·
ὡς ἄνθος ὡραΐζεται, καὶ ὡς χόρτος ξηραίνεται·
ὡς νέφος ὑπεραπλοῦται, καὶ ὡς σταγὼν ἀπομειοῦται·
ὡς πομφόλυξ ὀγκοῦται, καὶ ὡς σπινθὴρ ἀποσβέννυται·
ταράσσεται, καὶ τῇ ἀπληστίᾳ κερδαίνει τὴν δυσωδίαν·
ταράσσεται, καὶ τῶν ἀπὸ τῆς ταραχῆς οὐδὲν λαμβάνων ἀπέρχεται.
Αὐτοῦ αἱ ταραχαὶ, καὶ ἄλλων αἱ τρυφαί·
αὐτοῦ οἱ πόνοι, καὶ ἄλλων οἱ θησαυροί·
αὐτοῦ αἱ φροντίδες, καὶ ἄλλων αἱ εὐφροσύναι·
αὐτοῦ αἱ θλίψεις, καὶ ἄλλων αἱ ἀπολαύσεις·
αὐτοῦ αἱ κατάραι, καὶ ἄλλων αἱ θεραπεῖαι·
αὐτοῦ αἱ ἁρπαγαὶ, καὶ ἄλλων αἱ ἡδοναί·
παρ' αὐτῷ ὁ στεναγμὸς, καὶ παρ' ἑτέροις οἱ πλεονασμοί·
παρ' αὐτῷ τὰ δάκρυα, καὶ παρ' ἑτέροις τὰ χρήματα·
αὐτὸς ἐν ᾅδῃ κολάζεται, καὶ ἄλλοι πάλιν ἐν τοῖς αὐτοῦ ἐντρυφῶσι ψάλλοντες.
Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν.
Ἄνθρωπος,
τὸ τῆς ζωῆς πρόσκαιρον δάνεισμα,
τὸ τοῦ θανάτου ἀνυπέρθετον ὄφλημα,
τὸ ἐκ προαιρέσεως ἀδάμαστον ζῶον,
τὸ αὐτοδίδακτον πονήρευμα,
τὸ αὐτομαθὲς ἐπιβούλευμα,
τὸ εὔτεχνον εἰς κακουργίαν,
τὸ εὐμήχανον εἰς ἀδικίαν,
τὸ ἕτοιμον εἰς πλεονεξίαν,
τὸ ἀκόρεστον εἰς ἀπληστίαν,
τὸ εὐφυὲς εἰς ἀπιστίαν,
τὸ ὑπέρογκον πνεῦμα,
τὸ μεγαλοῤῥῆμον θράσος,
τὸ εὐδιάλυτον φρύαγμα,
τὸ εὐκαθαίρετον ὕψωμα,
τὸ εὐάλωτον τόλμημα,
ὁ πηλὸς ὁ αὐθάδης,
ἡ τέφρα ἡ στασιώδης,
ἡ κόνις ἡ μεγαλόφρων,
ἡ σποδὸς ἡ πεφυσιωμένη,
ὁ σπινθὴρ ὁ εὐκατάσβεστος,
ἡ φλὸξ ἡ εὐμάραντος,
ὁ εὐρίπιστος λύχνος,
τὸ ἑτοιμοφθόρον ξύλον,
ὁ εὐξήραντος χόρτος,
ἡ εὐνέκρωτος χλόη,
ἡ εὐδαπάνητος φύσις·
ὁ σήμερον ἀπειλῶν, καὶ αὔριον τελευτῶν·
ὁ σήμερον ἐν πλούτῳ, καὶ αὔριον ἐν τάφῳ·
ὁ σήμερον ἐν διαδήματι, καὶ αὔριον ἐν μνήματι·
ὁ σήμερον ἐν πορφύρᾳ, καὶ αὔριον ἐν ἐκφορᾷ·
ὁ σήμερον ἐν θησαυροῖς, καὶ αὔριον ἐν σοροῖς·
ὁ σήμερον ἐν κόλαξι, καὶ αὔριον ἐν σκώληξιν·
ὁ σήμερον ὢν, καὶ αὔριον μὴ ὤν·
ὁ ἄρτι φρυαττόμενος, καὶ μετ' ὀλίγον θρηνούμενος·
ὁ ἐν εὐπραγίαις ἀφόρητος, καὶ ἐν δυσπραγίαις ἀπαραμύθητος·
ὁ ἑαυτὸν ἀγνοῶν, καὶ τὰ ὑπὲρ αὐτὸν πολυπραγμονῶν·
ὁ τὸ παρὸν οὐκ εἰδὼς, καὶ περὶ τῶν μελλόντων φανταζόμενος·
ὁ φύσει θνητὸς, καὶ τῇ ἐπάρσει, ὡς νομίζει, αἰώνιος·
τὸ πάσης ἀῤῥωστίας προκείμενον πάρεργον,
τὸ παντὸς πάθους εὐδιάβατον καταγώγιον,
τὸ τῶν πυρετῶν ἀδιάφορον καθημερινὸν γυμνάσιον,
τὸ πάσης λύπης εὐπαράδεκτον πανδοχεῖον.
Ὢ πόση τῆς ἡμετέρας εὐτελείας ἡ τραγῳδία!
ὢ πόσος ὁ τῆς ἀνθρωπίνης εὐτελείας θρίαμβος!
Ὢ πόσα εἶπον,
καὶ τῆς προφητικῆς φωνῆς οὐδὲν ἁρμοδιώτερον εὗρον,
τῆς λεγούσης·
Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν!
Τέλος, ὅρα, ἀγαπητὲ,
εἰ μὴ θάλατταν μιμεῖται τῶν ἀνθρώπων τὰ πράγματα,
εἰ μὴ τῆς ἐκεῖθεν ταραχῆς ὁ βίος ἐμπλέκεται,
εἰ μὴ τῆς ὑγρᾶς πλέον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς χειμαζόμεθα,
εἰ μὴ τῶν ἀνέμων σφοδρότερον ἀλλήλοις συμπίπτομεν,
εἰ μὴ τὰ χρήματα,
καθάπερ καταιγίδες,
κατ' ἀλλήλων ἡμᾶς συγκρούουσιν,
εἰ μὴ, καθάπερ ἐν ζόφῳ θαλαττίῳ, ὧδε κἀκεῖσε περιφερόμεθα.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Οὗτος ἐκείνου τὸν ἀγρὸν παρεσπάσατο,
ἄλλος τοῦ δεῖνα τοὺς οἰκέτας ἀφήρπασε·
καὶ ὁ μὲν περὶ ὕδατος τῷ γείτονι κρίνεται,
ὁ δὲ περὶ ἀέρος τῷ συνοικήτορι πολεμεῖ.
Οἱ μὲν διὰ μέτρα τῆς γῆς διακαπνίζονται,
οἱ δὲ περὶ οἰκοδομῆς ἀλλήλους διαθλίβουσιν·
οὗτος, ἅπερ οὐκ ἔδωκε, λαβεῖν ἐπιφύεται·
ἐκεῖνος, ἅπερ ἔλαβε, μὴ δοῦναι δικάζεται.
Ὁ μὲν περὶ τόκους ἀπληστεύεται·
ὁ δὲ καὶ τὸ κεφάλαιον ἀποστερεῖν διισχυρίζεται·
οὗτος ἀπορῶν ὀδυνᾶται·
ἐκεῖνος εὐπορῶν θορυβεῖται·
ὁ μὴ ἔχων ὀνειδίζεται, καὶ ὁ ἔχων ἐπιβουλεύεται·
ὁ ἐν ἀρχαῖς, ὑποβλέπεται·
ὁ ἐν ἐξουσίαις, μισεῖται·
ὁ ἐν δυναστείαις, σκευάζεται.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Οἱ πόλεμοι συνέχουσιν,
οἱ φθόνοι ἐπάλληλοι,
ἡ ἀπληστία τυραννεῖ,
ἡ πλεονεξία καταδυναστεύει,
τὸ ψεῦδος ὑπεραίρεται,
ἡ πρὸς ἀλλήλους πίστις ἀπέφυγεν,
ἡ ἀλήθεια τὴν γῆν κατέλιπεν,
ἡ φιλία μέχρι τραπέζης περιορίζεται.
Οἱ ἄλλοι τὴν ἰδίαν ἰσχὺν ἀπώλεσαν·
ἡ γῆ λοιπὸν τὰ κακὰ βαστάζειν οὐ δύναται,
ὁ ἀὴρ μέχρις αὐτοῦ τοῦ αἰθέρος μεμόλυνται.
∆ιὰ τὰ χρήματα ὁ βίος ἀβίωτος γέγονε·
διὰ τὰ χρήματα ἐλεύθερα στοιχεῖα πεπράκαμεν·
ὁδοὶ τελωνεύονται,
ἡ γῆ ἀποκεκλήρωται,
ὕδατα δεσποτεύονται,
ὁ ἀὴρ ὠναῖς ὑποβάλλεται·
δεκατολόγοι καὶ φορολόγοι καὶ τελῶναι τὰς πόλεις συνέχουσιν·
οἱ πλούσιοι ταῖς φροντίσιν ἐκτήκονται·
οἱ δανεισταὶ ταῖς μερίμναις μαραίνονται·
οἱ ἅρπαγες τὸν βίον ταράττουσιν·
οἱ φιλοχρήμονες τὰ δικαστήρια κατατρίβουσιν·
οἱ ἔμποροι τὰς συμφορὰς πραγματεύονται·
οἱ συκοφάνται τὸ ψεῦδος πιπράσκουσιν.
Ἀλλήλοις ψευδόμενοι τοὺς ὅρκους ἀνηλώσαμεν·
εἰς τὸ ὀμνύειν μόνον τὸν Θεὸν ἐπιστάμεθα.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Οὕτω πάντας ἐν κακοῖς σεσωρευμένους ὀρῶν ὁ προφήτης,
καὶ τὸν βίον ταλανίζων, ἔλεγε·
Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν.
Ἄνθρωπος μόνον, ὦ προφῆτα, ταράσσεται;
ἡ λογικὴ μόνη διάπλασις κατηγορεῖται;
Οὐδὲν τῶν ἐν ζώοις ἢ στοιχείοις ταρασσόμενον εὗρον.
Ταράσσεται, φησὶ, τὰ ὕδατα, καὶ πάλιν ἀποκαθίσταται·
σαλεύεται ἡ γῆ, καὶ πάλιν ἑδράζεται·
κινοῦνται οἱ ἄνεμοι, καὶ πάλιν ἡσυχάζουσι·
θορυβεῖται πᾶν θηρίον, καὶ κορεννύμενον παύεται·
διεγείρεται φλὸξ, καὶ ὑποκειμένην ὕλην ἀναλίσκουσα σβέννυται.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Ἄνθρωπος δὲ ταρασσόμενος ἐπὶ χρήμασιν οὐδέποτε παύεται·
ἔλαβε τοῦτο, καὶ πρὸς ἐκεῖνο ἀποβλέπει·
ἐκράτησεν ἐκεῖνο, καὶ πρὸς ἄλλο κέχηνε.
Τὰ ἑκατὸν διπλασιάζειν φιλονεικεῖ,
ἐπὶ τοῖς τοσούτοις πάλιν τὰ τοσαῦτα σωρεύειν ἐπείγεται,
καὶ οὐδέποτε τοῦ σωρεύειν παύεται,
ἕως ἂν τὸ τέλος αὐτοῦ σωρευθῇ·
καὶ τῇ δίψῃ τῆς φιλαργυρίας συνεχόμενος, ὠχρότερος χρυσίου περιέρχεται,
διὰ τὸν πολυπόθητον πλοῦτον,
τὸν τάχα ἀβεβαιότερον φίλον,
τὸν ἐπίβουλον πόθον,
τὸν πολυδέσποτον ἐμπαίκτην,
τὸν πολυέραστον χλευαστὴν,
τὸν ὑπόπτερον δέσμιον,
τὸν πολέμιον νεκρὸν,
τὸν ἐν τῷ κόσμῳ ἀφιπτάμενον ἄνεμον·
πλοῦτον,
τὸν πάσης ἀτοπίας γεννήτορα,
τὸν πάσης κακίας εὑρετὴν,
τὸν συνεργὸν τῆς ψυχοφθόρου τρυφῆς,
τὸν ἀντίπαλον τῆς ἐγκρατείας,
τὸν πολέμιον τῆς σωφροσύνης,
καὶ τὸν πάσης ἀρετῆς λανθάνοντα κλέπτην.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Ἀλλὰ τί διαβάλλω τὸν πλοῦτον, τοὺς κεκτημένους ἀφείς;
Ἀδικεῖται καὶ αὐτὸς δεσμούμενος ὑπ' αὐτῶν, καὶ πέδαις συνεχόμενος.
Ἔοικε γάρ μοι αὐτὸν πρὸς αὐτοὺς ἀφιέναι φωνήν·
Τί με τὸν πλοῦτον, ὦ φιλοχρήμονες, συμποδίζετε;
τί με, καθάπερ δραπέτην, μυρίοις δεσμοῖς περισφίγγετε;
τί με ὡς φίλον περιπτύσσεσθε, καὶ ὡς κακοῦργον καταδεσμεῖτε, ἀπὸ μετάλλων εἰς τὰς ὑμῶν χεῖρας παραπέμποντες;
Εἰ θέλετε κἂν τῶν ὀνείρων κουφότερον ἀναπαῦσαί με,
ἐάσατέ με καὶ εἰς τὰς τῶν πενήτων δεξιὰς μεταπεμφθῆναι.
Ἀλλά φησι·
Τέκνοις συνάγω τὸν πλοῦτον, ἵνα μὴ πενίας γένωνται κληρονόμοι.
Καλῶς ὁ πολυφάνταστος πλούσιος·
τὰ παρόντα οὐκ οἶδε, καὶ περὶ τῶν μελλόντων φροντίζει·
τὰ καθ' ἑαυτὸν ἀγνοεῖ, καὶ περὶ τῶν παίδων φροντίζει·
εἰ θάπτεται, οὐκ ἐπίσταται, καὶ περὶ τῶν κληρονόμων βουλεύεται.
Ὦ ἄφρων, εἰπέ μοι τὸ σὸν τέλος, καὶ τότε περὶ τῶν τέκνων ἀσφάλισαι·
εἰπέ μοι τὰ τῆς σήμερον, καὶ τότε πιστεύω σοι καὶ τὰ τῆς αὔριον.
Τί σεαυτὸν καὶ μετὰ θάνατον ἀπατᾷς;
τί θέλεις εἶναι καὶ νεκρὸς καὶ χλευαζόμενος;
τί διορίζῃ τῷ Θεῷ τὸ πρακτέον;
τί νομοθετεῖς τὴν τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν διοικεῖσθαι τὰ σοὶ δεδομένα;
Οὐδὲν πρὸς σὲ περὶ τῶν μετὰ σέ.
Οὐ δύνασαι καὶ νεκρὸς εἶναι, καὶ διοικητὴς ζώντων,
καὶ νεκρῶν κριτὴς ζυγοστατῶν ἑκάστου τὸ δίκαιον.
Τί οὖν ματαιοπονεῖς, ὦ πλούσιε, τὰ τῶν πενήτων τοῖς σοῖς θησαυρίζων, καὶ οὐκ οἶδας τίνι συνάγεις αὐτά;
τί τὰ τῶν ὀρφανῶν κατέχεις,
τί αἰτούμενος παρ' αὐτῶν ἀγανακτεῖς, ὡς οἴκοθεν ἀναλίσκων;
Τὰ ἴδια ζητοῦσιν, οὐ τὰ σά·
τὰ ἐγχειρισθέντα σοι δι' αὐτοὺς,
οὐ τὰ μετὰ σοῦ γεννηθέντα.
Ἃ ἔλαβες δὸς, καὶ τὴν χρῆσιν κέρδανον,
ὅτι δοῦναι, οὐ λαβεῖν, προσετάχθης.
Ἀρκεῖ σοι, ὅτι διὰ τοῦ πτωχοῦ ὁ Θεὸς τὴν δεξιάν σοι προτείνει.
Ὁ βρέχων ἐξ οὐρανοῦ, τὴν χαλκοῦ ψεκάδα σε προσαιτεῖ·
ὁ βροντῶν καὶ ἀστράπτων, Ἐλέησον, σοὶ λέγει·
ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, ῥάκιον αἰτεῖ παρὰ σοῦ.
Ἀρκεῖ σοι, ὅτι οἱ πένητες ὡς Θεόν σε λιτανεύουσι.
∆ὸς, οἴκτειρον, ἐλέησον, ἵνα ἐλεηθῇς.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Σὺ δὲ οὐδὲ τὰς ὀφρύας σου ἀνατεῖναι βούλῃ,
καὶ λιτανευόμενος οὐκ ἐπικάμπτῃ.
∆ὸς αὐτοῖς τὰ αὐτῶν, πρὶν ἐπιστῇ τὸ λογοθέσιον·
δὸς αὐτοῖς τὰ αὐτῶν, ἃ μέλλεις μετ' οὐ πολὺ ἀπολαμβάνειν.
Πατέρα ἔχουσι βασιλέα·
δὸς αὐτοῖς τὰ αὐτῶν,
καὶ λάβε παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τὴν ἀμεριμνίαν.
Ποίαν ταύτην;
Ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
Ὁ γὰρ συνιὼν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα,
οὐ μόνον τὸ χειρόγραφον τῆς ἁμαρτίας ἐξαλείφει,
ἀλλὰ καὶ ὁμολογίαν λαμβάνει,
τὴν λέγουσαν φωνὴν,

Ὁ διδοὺς πτωχῷ, Θεῷ δανείζει.
Θεῷ δανείσωμεν τὴν ἐλεημοσύνην,
ἵνα παρ' αὐτοῦ λάβωμεν φιλανθρωπίας ἀντίδοσιν.
Ἀλλ' ὢ τοῦ σοφωτάτου ῥήματος!
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ.
∆ιὰ τί οὖν οὐκ εἶπεν,
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δίδωσι Θεῷ, ἀλλὰ, ∆ανείζει;
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Οἶδεν ἡ Γραφὴ τὴν ἡμετέραν πλεονεξίαν·
προσέσχεν ὅτι ἡ ἀπληστία ἡμῶν πρὸς πλεονεξίαν βλέπουσα τὸν πλεονασμὸν ζητεῖ,
καὶ διὰ τοῦτο οὐκ εἶπεν ἁπλῶς,
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δίδωσι Θεῷ,
ἵνα μὴ ἁπλῆν τὴν δόσιν καὶ τὴν ἀντιμισθίαν νομίσῃς·
ἀλλ', Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ,
ἵνα τὸ ὄνομα τοῦ δανείσματος ὁ φιλοκερδὴς ἀκούσας,
ἑαυτὸν ἐπιδῷ πρὸς ἔλεον.
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ.
Εἰ δανείζεται Θεὸς παρ' ἡμῶν, ἄρα χρεώστης ἡμῶν ἐστιν.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Τί οὖν θέλεις αὐτὸν κριτὴν ἔχειν, ἢ χρεώστην;
Ὁ χρεώστης αἰδεῖται τὸν δανείσαντα·
ὁ κριτὴς δὲ οὐ δυσωπεῖται τὸν δικαζόμενον.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Ἀναγκαῖον δὲ,
ἀδελφοὶ, καὶ καθ' ἕτερον τρόπον ἰδεῖν,
τίνος ἕνεκεν ὁ Θεὸς εἶπεν,
ὅτι Ἐμοὶ δανείζει ὁ διδοὺς πτωχῷ.
Ἐπειδὴ εἶδεν ἡμῶν τὴν πλεονεξίαν ῥέπουσαν εἰς τὸν πλεονασμὸν, ὡς ἔφθην εἰπὼν,
καὶ μηδαμοῦ τὸν χρήματα ἔχοντα δανείζειν θέλοντα ἄνευ ἀσφαλείας (ἀπαιτεῖ γὰρ ὁ δανείζων ἢ ὑποθήκην, ἢ ἐνέχυρα, ἢ τὸν ἀντιφωνοῦντα, καὶ διὰ τῶν τριῶν τούτων ἀσφαλειῶν ἐμπιστεύει τὰ ἑαυτοῦ χρήματα, ἢ ἐγγύας δεχόμενος, ὡς ἔφθην εἰπὼν, ἢ ὑποθήκην πραγμάτων)·
ἐπεὶ οὖν οἶδεν ὁ Θεὸς,
ὅτι ἐκτὸς τούτων οὐδεὶς δανείζει,
οὐδὲ εἰς φιλανθρωπίαν βλέπει,
ἀλλ' εἰς μόνον τὸ κέρδος ὁρᾷ·
πάντων δὲ τούτων ἔρημος ὁ πτωχὸς,
οὐχ ὑποθήκην ἔχων (οὐ κέκτηται γὰρ οὐδὲν),
οὐκ ἐνέχυρα φέρων (γεγύμνωται γὰρ),
οὐ τὸν ἀντιφωνοῦντα παρέχων (ἀπιστεῖται γὰρ διὰ τὴν ἀπορίαν),
ὡς εἶδεν αὐτὸν διακινδυνεύοντα τῇ ἀπορίᾳ,
καὶ τὸν ἔχοντα χρήματα διὰ τὴν ἀπανθρωπίαν,
μέσον ἑαυτὸν παρέθηκεν,
ἔγγυον μὲν τῷ πένητι, ἐνέχυρον δὲ τῷ δανείζοντι.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Ἀπιστεῖς τούτῳ, φησὶ, διὰ τὴν ἀπορίαν;
Ἐμοὶ πίστευσον διὰ τὴν ἀφθονίαν.
Εἶδε τὸν πτωχὸν, καὶ ἠλέησεν·
εἶδε τὸν πτωχὸν, καὶ οὐ παρεῖδεν,
ἀλλ' ἑαυτὸν ἔδωκεν ἐνέχυρον τῷ μηδὲν ἔχοντι,
καὶ τῷ ἀπόρῳ προέστη διὰ πολλὴν ἀγαθότητα.
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ.
Θάρσει, φησὶν, ἐμοὶ δανείζεις.
Καὶ τί τοσοῦτον κερδαίνω, σοὶ δανείζων;
Ἑκατονταπλασίονά σοι δίδωμι, καὶ ζωὴν αἰώνιον.
Ἵνα πότε μοι ταῦτα ἀποδῷς, ἀπαιτῶ τὰ σύμφωνα,
στηρίξαι βουλόμενος τὸ συνάλλαγμα.
∆ός μοι τῆς ἀνταποδόσεως τὸν καιρὸν,
ὅρισον τῆς ἀπολήψεως τὴν προθεσμίαν.
Ἄκουε συνετῶς, πότε καὶ ποῦ σοι τὴν ὀφειλὴν ἀποδίδωσιν ὁ διὰ τῶν πτωχῶν δανεισάμενος.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ,
στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ,
τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων·
καὶ ἐρεῖ τοῖς ἐκ δεξιῶν·
∆εῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου,
κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
Ὑπὲρ τίνων;
Ὅτι ἐπείνασα, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν·
ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με·
γυμνὸς ἤμην, καὶ ἐνεδύσατέ με·
ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Εἶτα οἱ καλῶς ἐν καιρῷ διακονήσαντες εἰς τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν ἀφορῶντες, καὶ εἰς τὴν ἀξίαν τοῦ δανεισαμένου, λέγουσι·
Κύριε,
πότε σε εἴδομεν πεινῶντα, καὶ ἐθρέψαμεν,
ἢ διψῶντα, καὶ ἐποτίσαμεν,
εἰς ὃν οἱ ὀφθαλμοὶ πάντων ἐλπίζουσιν;
ἢ πότε σε εἴδομεν ἐν ἐνδείᾳ τοσαύτῃ;
πότε δὲ ταῦτα πεποιήκαμεν;
Ἐφ' ὅσον, φησὶν,
ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων πεποιήκατε,
ἐμοὶ ἐποιήσατε.

Μὴ οὐκ ἀληθὴς ὁ λόγος, ὅτι ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, Θεῷ δανείζει;
Ἀλλ' ὥσπερ τοῖς ἐκ δεξιῶν διὰ τὴν φιλανθρωπίαν ἔδειξε δεδωρημένην τὴν βασιλείαν,
οὕτω καὶ τοῖς ἐξ ἀριστερῶν διὰ τὴν ἀκαρπίαν ἠπείλησε τὴν τιμωρίαν·
Πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ, οἱ κατηραμένοι, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
∆ιὰ τί; ὑπὲρ τίνος;
Ὅτι ἐπείνων, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν.
Οὐκ εἶπεν,
Ὅτι ἐπορνεύσατε, ὅτι ἐμοιχεύσατε,
ὅτι ἐκλέψατε,
ὅτι ἐψευδομαρτυρήσατε,
ὅτι ἐπιωρκήσατε·
κἂν μὲν ὁμολογουμένως καὶ ταῦτα,
ἀλλὰ τῆς ἀπανθρωπίας κατώτερα καὶ τῆς ἀνελεημοσύνης.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
∆ιὰ τὶ δὲ, ὦ Κύριε,
οὐδὲν τῶν ἄλλων φέρεις εἰς μνήμην;
Οὐ κρίνω, φησὶ, τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ τὴν ἀπανθρωπίαν·
οὐ κρίνω τοὺς ἁμαρτήσαντας, ἀλλὰ τοὺς μὴ μετανοήσαντας.

Ὑπὲρ ἀπανθρωπίας ὑμᾶς καταδικάζω,
ὅτι ἔχοντες τοσοῦτον καὶ τηλικοῦτον φάρμακον σωτηρίας, τὴν ἐλεημοσύνην,
παρήκατε τοσαύτην εὐεργεσίαν.
Ὀνειδίζω τοίνυν τὴν ἀπανθρωπίαν,
ὡς ῥίζαν πάσης κακίας καὶ πάσης ἀσεβείας,
ἐπαινῶ δὲ τὴν φιλανθρωπίαν ὡς ῥίζαν πάντων ἀγαθῶν,
καὶ ἀπειλῶ τοῖς μὲν πῦρ αἰώνιον,
τοῖς δὲ δίδωμι βασιλείαν οὐρανῶν,
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν,
ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοῦς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Άνθρωπος - Απάνθρωπος
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006. Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού με αναφορά στην πηγή προέλευσής του.
ΠΗΓΗ: orthodoxfathers.com

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...