Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος για τα σκάνδαλα



Την συνέντευξη την παρακολουθήσαμε σχεδόν ολοκληρη και μας άρεσε. Το πρώτο κομμάτι που βρήκαμε στο διαδίκτυο το αντιγράψαμε αμέσως. Αν κάποιος έχει ολόκληρη τη συνέντευξη ή ξέρει που βρίσκεται ας μας ενημερώσει.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Λουκάς Νοταράς και Ανθενωτικοί Κατά της υποταγής εις τον Πάπαν, αλλά όχι φιλότουρκοι

Παναγιώτου Γ. Νικολόπουλου,
Ομ. Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Διευθυντού της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος ε.τ.

ΕΙΣ ΤΟ ΤΟΣΟΝ σημαντικόν άρθρον τού κ. Β. Α. Κοκκίνου(«Εστία» 2.6.2006) παρεισέφρησεν, ως μη ώφειλε, μία παρένθεντος φράσις, όχι μόνον μη ανταποκρινομένη εις τα πράγματα, αλλά και άδικος: «Και βέβαια σήμερα οι Τούρκοι δε έχουν συμμάχους Νοταράδες και φανατικούς ανθενωτικούς κληρικούς».

Αλλά τα πράγματα δεν έχουν έτσι.
Ο ιστορικός Δούκας καταγράφει φράσιν, την οποίαν είπεν ο Μεγαδούξ Λουκάς Νοταράς: «κρειττότερον έστιν ειδέναι εν μέσῃ τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». Όμως ο ίδιος Δούκας καταγράφει τις άοκνες προσπάθειες τού Νοταρά για την άμυναν της Πόλεως, την συμμετοχήν του εις τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Ο Κωνσταντίνος με την επιμέλειαν του Μεγαδούκα Λουκά Νοταρά είχε φροντίσει την επισκευήν των τειχών και είχεν εξασφαλίσει αρκετά εφόδια. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις τού Μωάμεθ αντιμετωπίζοντο νικηφόρα. Οι ζημίες πού προκαλούσε το πυροβόλον επεσκευάζοντο την ακόλουθη νύκτα κι έτσι οι βομβαρδισμοί έμεναν χωρίς αποτέλεσμα. Με προσπάθειες μεταλλωρύχων ο Μωάμεθ
κατώρθωσε να σκάπτη υπονόμους, αλλά με τις ενέργειες τού Λουκά Νοταρά, πού κατέφυγε στις υπηρεσίες του μηχανικού Γιοχάννες Γκραντ, κατεσκευάζοντο ανθυπόνομοι πού εξουδετέρωναν τις προσπάθειες τού Σουλτάνου να διεισδύση υπογείως εις την Πόλιν, εφ όσον δεν κατώρθωνε να την κατακτήση από τα τείχη.

Ο ίδιος ο Λουκάς Νοταράς, ηγούμενος σώματος πεντακοσίων (500) ανδρών, «εν τη Πόλει περιεπόλευε, θαρρύνων απανταχού τούς στρατιώτας και στοχαζόμενος τας βίγλας και ερευνών τους παραλειπομένους». Κατά δε την διάρκειαν τού αγώνος ο Μεγαδούξ είχε την ευθύνην επί πλέον της βασιλικής πύλης και με ένα εφεδρικόν σώμα ευρίσκετο κοντά και οπίσω των χερσαίων τειχών.

Μετά την Άλωσιν της Πόλεως, ο Λουκάς Νοταράς θα έχη το θάρρος να ειπή εις τον Μωάμεθ: «Κύριε, ουκ είχομεν τόσην ημείς εξουσίαν τού διδόναι σε την Πόλιν, ουδέ βασιλεύς αυτός». Απάντησις, η οποία παραπέμπει εις την ανάλογον απάντησιν του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: «ούτ’ εμόν εστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτῃ». Μετ ολίγας ημέρας, με τον έφηβον υιόν του και τον γαμβρόν του Κατακουζηνόν θα καταστούν οι πρώτοι Νεομάρτυρες. Διότι δεν θα υποταχθούν εις τις ορέξεις τού Μωάμεθ. Και αυτά τα καταγράφει ο φιλενωτικός Δούκας.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, κυριαρχεί ακόμη η άποψις, ότι ο Λουκάς Νοταράς ήταν φιλότουρκος, καθώς και άλλαι εναντίον του κατηγορίαι. Τούτο οφείλεται στην εξιστόρησιν της επ’ ονόματι τού Σφραντζή νόθου ιστορίας (Chronicon majus), ο οποίος δεν φείδεται λοιδοριών κατά τού αντιπάλου του εις την Βυζαντινήν Διοίκησιν. Τόση είναι η εκδικητικότης του, ώστε ούτε καν αναφέρη το μαρτύριον τού Νοταρά.

Ο γνήσιος Σφραντζής (Chronicon minus) βεβαίως δεν παρέχει αυτήν την μομφήν. Δυστυχώς αυτή η άποψις τού νόθου Σφραντζή επεβίωσε —άλλωστε εξυπηρετεί ωρισμένην ιδεολογίαν και πολιτικήν
σκοπιμότητα— και μολύνει και την πολιτείαν τού Λουκά Νοταρά και την θυσίαν του. Αλλά και οι Ανθενωτικοί Μοναχοί και Κληρικοί επολέμησαν ομού μετά των λοιπών Ελλήνων Ενωτικών και των Λατίνων.

Ένα σώμα επτακοσίων ανδρών, εκ των οποίων οι περισσότεροι Μοναχοί, ευρίσκεται εις το κέντρον της Πόλεως ως εφεδρικόν σώμα υπό τούς Δημήτριον Κατακουζηνόν, τον γαμβρόν του Νικηφόρον Παλαιολόγον, τον ανεψιόν τού κατόπιν Πατριάρχου Γενναδίου Θεόδωρον Σοφιανόν. Κατά μήκος τμήματος των θαλασσίων τειχών είχαν τοποθετηθή Μοναχοί, οι οποίοι και απέκρουαν τις επιδρομές των Τούρκων.

Δεν υπήρξαν λοιπόν σύμμαχοι των Τούρκων ο Λουκάς Νοταράς και οι Ανθενωτικοί. Οι Ανθενωτικοί ήσαν κατά της υποταγής εις τον Πάπαν, αλλά δεν ήσαν φιλότουρκοι. Και κατά την περίοδον της Αλώσεως έμειναν εις την Πόλιν και την υπερήσπισαν κατά των Τούρκων και δεν εζήτησαν καταφύγιον αλλού. Γι’ αυτό παραμένει ο θαυμασμός μας και ο σεβασμός μας τόσον για την εμμονήν των εις την Ορθόδοξον Πίστιν, όσον και για το θάρρος και την θυσίαν πού επέδειξαν εις τον αγώνα για την σωτηρία της Πόλεως.

Πηγές

Εφημερ. «Εστία», 9. 6.2006  (εμείς το είδαμε στο νέο ελπιδοφόρο μπλογκ)
http://mathainoumeellinikiistoria.blogspot.com

http://www.egolpion.com

Αντιγραφή απο :   http://istorikathemata.blogspot.com/

Απολυτίκιον Αγίου Γεωργίου

Ο Βίος του Αγίου Γεωργίου

http://www.imkby.gr/
Ὁ ῞Αγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στά τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα ἀπό εὐσεβεῖς καί εὔπορους γονεῖς. Δέν γνωρίζουμε δυστυχῶς τά ὀνόματά τους, οὔτε περισσότερα στοιχεῖα γι’ αὐτούς. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι, ὡς συνειδητοί χριστιανοί, μεγάλωσαν τόν Γεώργιο μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Τοῦ ἐνέπνευσαν ἀκράδαντη πίστη στόν Σωτήρα Χριστό, ἀφοσίωση στή μοναδική χριστιανική διδασκαλία καί βίωση τῆς εὐαγγελικῆς ἠθικῆς. Φρόντισαν ἀκόμα νά λάβει σοβαρή μόρφωση στά ὀνομαστά σχολεῖα τῆς περιοχῆς.
῾Η ὀμορφιά τῆς ψυχῆς του σέ συσχετισμό μέ τό κλασικό σωματικό του κάλλος συνέθεταν μιά σπάνια προσωπικότητα, φωτεινό παράδειγμα καί πρότυπο γιά τούς νέους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Καππαδοκίας. Τέτοιοι ὑπῆρξαν ἄλλωστε οἱ καλλίμαχοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Δημήτριος, ὁ Προκόπιος, οἱ Θεόδωροι κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι, ὡς θεοφόροι, ξεχώριζαν ἀπό τούς ἐμπαθεῖς εἰδωλολάτρες.
῾Ως ἐπάγγελμα ὁ νεαρός Γεώργιος διάλεξε τή στρατιωτική σταδιοδρομία. Ἐντάχθηκε στόν ρωμαϊκό στρατό καί σέ πολύ μικρό χρονικό διάστημα, χάρις στά σπάνια προσόντα του, ἀνέβηκε τή στρατιωτική ἱεραρχία. ῎Εγινε χιλίαρχος. Τόσο οἱ ἀνώτεροι, ὅσο καί οἱ κατώτεροί του στρατιωτικοί τόν ἐκτιμοῦσαν καί τόν θαύμαζαν γιά τά ψυχικά, διανοητικά καί σωματικά του χαρίσματα.

Ὁ Γεώργιος δέν ἔκρυβε τήν χριστιανική του πίστη. Μέ τό παράδειγμά του ξεχώριζε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες συναδέλφους του. Τό ἦθος του καί τά σπάνια χαρίσματά του φανέρωναν τήν πίστη του στό Χριστό. Ἐπίσης δέν παρέλειπε νά κάνει ἱεραποστολή στό πολυπληθές στράτευμα μέ ἀποτέλεσμα πλῆθος ἀνδρῶν τοῦ στρατεύματος νά ἀσπασθεῖ τόν Χριστιανισμό.
῾Η ὕφεση τῶν διωγμῶν ἀνάμεσα στά ἔτη 258 μέχρι 284 εἶχε ὡς συνέπεια οἱ χριστιανοί νά ἀνασάνουν γιά λίγο. Αὐτό ὅμως δέν κράτησε γιά πολύ. Τό 284 ἀνέβηκε στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ ἀπέραντου ρωμαϊκοῦ κράτους ὁ Διοκλητιανός (284-305), ὁ ὁποῖος μέ διάταγμά του ἀνανέωσε τούς διωγμούς ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα, ἐπειδή πίστεψε πώς ἡ χριστιανική πίστη ἦταν ἡ αἰτία τῆς κατάπτωσης τοῦ κράτους, κήρυξε τόν χειρότερο διωγμό πού γνώρισαν οἱ χριστιανοί ὥς τότε. Γκρεμίστηκαν οἱ ναοί, κάηκαν βιβλία καί μυριάδες πιστοί ὁδηγήθηκαν σέ φρικτά μαρτύρια καί τό θάνατο.
Ὁ φανατικός εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας θέλησε ἐπίσης νά καθαρίσει τό στράτευμα ἀπό τούς χριστιανούς στρατιωτικούς. ῎Εδωσε σαφεῖς ἐντολές νά ἐντοπισθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοί τοῦ στρατεύματος καί νά ἀναγκασθοῦν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, διαφορετικά νά ἐκτελοῦνται χωρίς ἔλεος. Πλῆθος χριστιανῶν στρατιωτῶν συνελήφθησαν καί ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο. Μεταξύ αὐτῶν συνελήφθη καί ὁ Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ὁδηγήθηκε μπροστά στόν αὐτοκρατορικό ἀπεσταλμένο Μαγνέντιο γιά νά ἀπολογηθεῖ.
Ὁ ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος θαύμασε τό παράστημα τοῦ Γεωργίου καί ἐκτίμησε τά σπάνια προσόντα του καί γι’ αὐτό μεταχειρίστηκε ὄμορφο τρόπο νά τόν μεταπείσει νά ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά ἀσπασθεῖ τήν εἰδωλολατρία. Ὁ Γεώργιος μέ θάρρος καί εὐγένεια ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει στίς προτροπές τοῦ Μαγνέντιου. Τό γεγονός αὐτό ἐξόργισε τόν ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο καί διέταξε νά τόν βασανίσουν σκληρά. Φανατικοί εἰδωλολάτρες στρατιῶτες ἔμπηγαν αἰχμηρά ἀντικείμενα στό κορμί τοῦ Γεωργίου. Ἐκεῖνος προσευχόταν, ὄχι γιά τή σωτηρία του, ἀλλά γιά τήν μεταστροφή τῶν βασανιστῶν του. Τότε ἔγινε τό ἀπροσδόκητο. Οἱ βαθιές καί ἐπώδυνες πληγές του ἐπουλώνονταν πάραυτα θαυματουργικά. Τότε ὁ Μαγνέντιος ἔδωσε διαταγή νά τόν κλείσουν στή φυλακή.
῞Υστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ἔκανε περιοδεία στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς ὁ ἴδιος ὁ Διοκλητιανός, μαζί μέ τή σύζυγό του, τήν ἑλληνίδα Ἀλεξάνδρα. ῞Οταν ἐπισκέφτηκε τό στρατόπεδο τοῦ Γεωργίου πληροφορήθηκε τό γεγονός καί θέλησε νά τόν μεταπείσει ὁ ἴδιος. Τόν ὁδήγησε λοιπόν σέ παραπλήσιο ναό τοῦ Ἀπόλλωνα καί τόν παρότρυνε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἐκεῖνος ὅμως καί πάλι ἀρνήθηκε νά ἀσπασθεῖ τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα ἀναφέρεται πώς τήν ὥρα πού βρισκόταν μπροστά στό ἄγαλμα τοῦ ψευτοθεοῦ, ρώτησε ὁ Γεώργιος τό ἄγαλμα «θέλεις ἐσύ ἄψυχο εἴδωλο νά λάβεις ὡς Θεός ἀπό μένα θυσία;». Τό δαιμόνιο πού κατοικοῦσε μέσα σέ αὐτό ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει ὅτι «δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Θεός, οὔτε κάποιος ἄλλος ἀπό μᾶς. Μόνο αὐτός πού κηρύττεις εἶναι ἀληθινός Θεός. Ἐμεῖς ἤμασταν κάποτε ἄγγελοι καί ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μας γίναμε διάβολοι. Ἀπό τότε φθονοῦμε τούς ἀνθρώπους καί τούς κοροϊδεύουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ θεοί γιά νά μᾶς προσκυνοῦν». Ἀμέσως ἀκού-στηκε μέγας κλαυθμός μέσα ἀπό τά ἀγάλματα καί μέ μεγάλη βοή σωριάστηκαν μόνα τους στή γῆ καί ἔγιναν κομμάτια. Τότε ἡ αὐτοκράτειρα συγκλονίστηκε ἀπό τό θαυμαστό αὐτό γεγονός καί ὁμολόγησε πίστη στό Χριστό, ἀντίθετα ὁ θηριώδης αὐτοκράτορας, ὄχι μόνο δέν ἐπηρεάστηκε ἀπό τό θαῦμα, ἀλλά τό θεώρησε μαγικό τέχνασμα τοῦ Γεωργίου. Οἱ φανατικοί εἰδωλολάτρες ἱερεῖς ἄρχισαν νά κτυποῦν ἀνελέητα τόν ἅγιο, ὥσπου τόν ἄφησαν λιπόθυμο. Τελικά ἔδωσε ὁ αὐτοκράτορας διαταγή νά τόν ἀποκεφαλίσουν καί ἐπίσης νά ρίξουν στή φυλακή τήν Ἀλεξάνδρα.
Τό πράσινο ἀνοιξιάτικο χορτάρι ποτίστηκε μέ τό τίμιο αἷμα τοῦ μάρτυρα καί ἡ ἁγία του ψυχή ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά λάβει τόν πολύτιμο καί ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἐπίσης καί ἡ Ἀλεξάνδρα πέθανε λίγο ἀργότερα ἀπό τίς κακουχίες τῆς φυλακῆς, παίρνοντας καί αὐτή τό δικό της μαρτυρικό στέφανο.
Οἱ χριστιανοί τῆς περιοχῆς παρέλαβαν μέ εὐλάβεια καί ἔθαψαν τό σῶμα τοῦ μάρτυρα μέ τιμές. Ὁ τάφος του εἶχε γίνει κέν-τρο συνάθροισης τῶν πιστῶν ὅλης τῆς περιοχῆς, γιά νά χαιρετήσουν καί νά τιμήσουν τόν καλλιμάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Πλῆθος θαυμάτων γινόταν ἐκεῖ. Τυφλοί ἔβλεπαν τό φῶς τους, παράλυτοι σύσφιγγαν τά μέλη τους, βαριά ἀσθενεῖς ἔβρισκαν τήν ὑγεία τους, πένητες διασώζονταν, αἰχμάλωτοι ἐπέστρεφαν στά σπίτια τους, χάρη στήν δύναμη τοῦ Γεωργίου. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τό σῶμα τοῦ Μάρτυρα μεταφέρθηκε ἀργότερα στήν Παλαιστίνη καί θάφτηκε ἐκεῖ. Ὁ τάφος του σώζεται μέχρι σήμερα καί ἐπιτελοῦνται ἐκεῖ θαύματα ἰάσεως σέ πονεμένους χριστιανούς καί ἀλλοθρήσκους.
Ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος δέν ἄργησε νά ἁγιοποιηθεῖ στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Εὐθύς μετά τό μαρτύριό του ἄρχισε νά τιμᾶται ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς. Μέχρι σήμερα βρίσκεται στήν πρωτοπορία τῆς χορείας τῶν ἁγίων. Πάμπολλοι ναοί εἶναι ἀφιερωμένοι στή χάρη του, πλῆθος χριστιανῶν φέρουν μέ καμάρι τό ἡρωικό καί σεπτό ὄνομά του, ἐπίσης τοπωνύμια, περιοχές, ἀκόμα καί πόλεις φέρουν τό ὄνομά του! Στίς μουσουλμανικές χῶρες καί ἰδιαίτερα στήν Αἴγυπτο καί στήν Παλαιστίνη ὁ ἅγιος Γεώργιος τιμᾶται καί ἀπό τούς μουσουλμάνους γιά τά ἄπειρα θαύματα πού ἐπιτελεῖ καί σέ αὐτούς!
῾Η μνήμη τοῦ μαρτυρίου του ἑορτάζεται στίς 23 Ἀπριλίου. ῞Ομως ἐπειδή ἁρμόζει σέ ἐκεῖνον νά ἑορτάζεται λαμπρά ἡ μνήμη του καί ἐπειδή συχνά συμπίπτει αὐτή μέ τήν Μ. Τεσσαρακοστή, μετατίθεται, στήν περίπτωση αὐτή, τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ. Τό 6ο καί «ἀνεπιθύμητο παιδί» ΚΑΠΟΤΕ...



http://www.pefip.gr

«Χωρίς παιδιά οἱ μεγαλόσταυ -
ροι μπαίνουν ἐπάνω σέ ἄδειες καρ-
διές»! Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ.
Τό 6ο καί «ἀνεπιθύμητο
παιδί»
ΚΑΠΟΤΕ...

ΣΗΜΕΡΑ

εἶναι ἡ Ἑλληνίδα ΠΡΥ-
ΤΑΝΙΣ τῶν Πρυτάνεων τῶν Πανεπι-
στημίων τῆς Γαλλίας, ἡ Βυζαντινολόγος
κα ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ!
Μιλάει στή δημοσιογράφο Μαρία
Καραβία καί ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ:
«Καλλιρρόη, παιδί μου, κράτησέ
το τό μωρό. Εἶναι ἁμαρτία. Μπορεῖ νά
βγεῖ τό καλύτερό σου παιδί αὐτό...»!
Ἡ μητέρα ἄκουσε τή συμβουλή τῆς
μαμμῆς, παρ᾽ ὅλο πού στήν αὐλή τοῦ
σπιτιοῦ της μεγάλωναν πέντε παιδιά.
Κι ἔτσι ἦρθε στή ζωή, σ᾽ ἕνα προσ-
φυγικό σπίτι τῆς Καισαριανῆς, στήν
Ἀθήνα, ἡ μικρή τότε καί μεγάλη σή-
μερα Ἑλένη... Πρύτανις...
ΕΡ. Ποιά ἦταν ἡ στιγμή πού εἴδατε
τή ζωή μέ ἄλλα μάτια;
ΑΠ. Ἡ στιγμή πού ἀπέκτησα τό
παιδί μου. Ἤμουνα ἐννέα μηνῶν
ἔγκυος καί πῆγα στή Σορβόννη νά
ὑποστηρίξω τή Διατριβή μου. Βγαίνον-
τας ἔξω κάθισα σ᾽ ἕνα καφενεῖο νά
φάω ἕνα παγωτό. Καί μ᾽ ἔπιασαν οἱ πό-
νοι. Τό ἑπόμενο πρωί εἶχα ἀποκτήσει
τή Μαρί- Ἑλέν, τήν κόρη μου.
ΕΡ. Δέν στάθηκε τό παιδί ἐμπόδιο
στήν καρριέρα σας;
ΑΠ. Μά τί εἶναι αὐτά πού λέτε!
Ποιά καρριέρα μπροστά στό παιδί;
Χωρίς παιδιά οἱ μεγαλόσταυροι μπαί-
νουν ἐπάνω σέ ἄδειες καρδιές».
(Ἀπό τίς «ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗ-
ΜΕΡΙΝΗΣ», 25 Σεπτεμβρίου 1988, σελ.
37 καί 42). Καί ἀπό τό ὑπ᾽ ἀρ. 41/1989
τεῦχος τῆς Π.Ε.ΦΙ.Π.).

Καπετάνιος Αγιογράφος

http://www.myriobiblos.gr

Φώτης Κόντογλου

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ' ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι. Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι' ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ' οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα. Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ' εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ' Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ' οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι' ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ' ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ' ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος. Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ' ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι' ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ' ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι' ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ. Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ' ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ' ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι' ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ' ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε. Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ' ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ' ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι' ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι' ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.

Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι' ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».



Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι' ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ' ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του. Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ' ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ' ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ' ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ' ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ
ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου; Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ' ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. "Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι' ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι' ἄνοιγε τὰ μάτια του κ' ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ' ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ' ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ' ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί. Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ' ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ' ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».

Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι' ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι' οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου». Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους. Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ' ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια». «Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ' ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες. Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ' ἄλογο, κι' ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ' ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα. Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' ἄγρια τὰ κύματα, κ' ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25». Κι' ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».

Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι' ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ' ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».




Σημειώσεις

1. Δηλ. ἔνθερμα, θαυματουργά.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕ 5 ΛΕΠΤΑ

http://agioritikovima.blogspot.com

Η απογραφή του Δαβίδ.

Παραλειπομένων Α' Κεφ21, 1-18

ΚΑΙ ἔστη διάβολος ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπέσεισε τὸν Δαυὶδ τοῦ ἀριθμῆσαι τὸν ᾿Ισραήλ. 2 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως· πορεύθητε, ἀριθμήσατε τὸν ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Βηρσαβεὲ καὶ ἕως Δὰν καὶ ἐνέγκατε πρός με, καὶ γνώσομαι τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν. 3 καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· προσθείη Κύριος ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἑκατονταπλασίως, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως βλέποντες· πάντες τῷ κυρίῳ μου παῖδες· ἱνατί ζητεῖ κύριός μου τοῦτο; ἵνα μὴ γένηται εἰς ἁμαρτίαν τῷ ᾿Ισραήλ. 4 τὸ δὲ ρῆμα τοῦ βασιλέως ἴσχυσεν ἐπὶ ᾿Ιωάβ, καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωὰβ καὶ διῆλθεν ἐν παντὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἦλθεν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 5 καὶ ἔδωκεν ᾿Ιωὰβ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ λαοῦ τῷ Δαυίδ, καὶ ἦν πᾶς ᾿Ισραὴλ χίλιαι χιλιάδες καὶ ἑκατὸν χιλιάδες ἀνδρῶν ἐσπασμένων μάχαιραν καὶ υἱοὶ ᾿Ιούδα τετρακόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν ἐσπασμένων μάχαιραν. 6 καὶ τὸν Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐκ ἠρίθμησεν ἐν μέσῳ αὐτῶν, ὅτι κατίσχυσε λόγος τοῦ βασιλέως τὸν ᾿Ιωάβ. 7 καὶ πονηρὸν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ πράγματος τούτου, καὶ ἐπάταξε τὸν ᾿Ισραήλ. 8 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν Θεόν· ἡμάρτηκα σφόδρα, ὅτι ἐποίησα τὸ πρᾶγμα τοῦτο· καὶ νῦν περίελε δὴ τὴν κακίαν παιδός σου, ὅτι ἐματαιώθην σφόδρα. 9 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Γὰδ τὸν ὁρῶντα λέγων· 10 πορεύου καὶ λάλησον πρὸς Δαυὶδ λέγων· οὕτω λέγει Κύριος· τρία αἱρῶ ἐγὼ ἐπὶ σέ, ἔκλεξαι σεαυτῷ ἓν ἐξ αὐτῶν καὶ ποιήσω σοι. 11 καὶ ἦλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὕτως λέγει Κύριος· ἔκλεξαι σεαυτῷ 12 ἢ τρία ἔτη λιμοῦ, ἢ τρεῖς μῆνας φεύγειν σε ἐκ προσώπου ἐχθρῶν σου καὶ μάχαιραν ἐχθρῶν σου τοῦ ἐξολοθρεῦσαι, ἢ τρεῖς ἡμέρας ρομφαίαν Κυρίου καὶ θάνατον ἐν τῇ γῇ καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐξολοθρεύων ἐν πάσῃ κληρονομίᾳ ᾿Ισραήλ· καὶ νῦν ἰδὲ τί ἀποκριθῶ τῷ ἀποστείλαντί με λόγον. 13 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Γάδ· στενά μοι καὶ τὰ τρία σφόδρα· ἐμπεσοῦμαι δὴ εἰς χεῖρας Κυρίου, ὅτι πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ σφόδρα, καὶ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων οὐ μὴ ἐμπέσω. 14 καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔπεσον ἐξ ᾿Ισραὴλ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν. 15 καὶ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς ἄγγελον εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτήν. καὶ ὡς ἐξωλόθρευσεν, εἶδε Κύριος καὶ μετεμελήθη ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ ἐξολοθρεύοντι· ἱκανούσθω σοι, ἄνες τὴν χεῖρά σου· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐν τῷ ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου. 16 καὶ ἐπῇρε Δαυὶδ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε τὸν ἄγγελον Κυρίου ἑστῶτα ἀνὰ μέσον τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἡ ρομφαία αὐτοῦ ἐσπασμένη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ ἐκτεταμένη ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ἔπεσε Δαυὶδ καὶ οἱ πρεσβύτεροι περιβεβλημένοι ἐν σάκκοις ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν. 17 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν Θεόν· οὐκ ἐγὼ εἶπα τοῦ ἀριθμῆσαι ἐν τῷ λαῷ; καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ἁμαρτών, κακοποιῶν ἐκακοποίησα, καὶ ταῦτα τὰ πρόβατα τί ἐποίησαν; Κύριε ὁ Θεός, γενηθήτω ἡ χείρ σου ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου καὶ μὴ ἐν τῷ λαῷ σου εἰς ἀπώλειαν, Κύριε. 18 καὶ ἄγγελος Κυρίου εἶπε τῷ Γὰδ τοῦ εἰπεῖν πρὸς Δαυίδ, ἵνα ἀναβῇ τοῦ στῆσαι θυσιαστήριον Κυρίῳ ἐν ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου.

Απόδοση

Και ξεσηκώθηκε ο διάβολος ενάντια στον Ισραήλ και παρακίνησε τον Δαυίδ να αριθμήσει τον λαό. και είπε ο βασιλιάς Δαυίδ στον Ιωάβ και στους άρχοντες. Πηγαίνετε να μετρήσετε τον Ισραήλ απο Δαν ως Βηρσαβεέ και πείτε μου τον αριθμό τους. και είπε ο Ιωαβ. Μακάρι ο Κύριος να εκατονταπλασιάσει τον λαό σου μπορστά στα μάτια σου. Είναι όλοι υπήκοοί σου. Γιατί ζητά ο κύριος μου τέτοιο πράγμα που μπορεί να γίνει μεγάλο κακό για τον λαό; Και υπερίσχυσε το θέλημα του βασιλιά και βγήκε ο Ιωάβ στη χώρα και γύρισε στην Ιερουσαλήμ. και έδωσε τον αριθμό της μέτρησης του στον Δαβίδ, και ήταν όλος ο Ισραήλ ένα εκατυμύριο εκατο χιλιάδες άνδρες που μπορούσαν να πολεμήσουν και οι Ιουδαίοι τετρακόσιοι εβδομήντα χιλιάδες άνδρες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Και τον λαό του Λευί και τον Βενιαμίν δεν τον μέτρησε γιατί δεν άρεσε ο λόγος του βασιλία στον Ιωάβ. Και φάνηκε πονηρό αυτό που έγινε στον Θεό και χτύπησε τον Ισραήλ. Και είπε ο Δαβίδ προς τον Θεο. Αμάρτησα πολυ με αυτό που έκανα. Μην σταθείς στην μεγάλη κακία μου και ματαιοδοξία μου. Και μίλησε ο Κύριος στον Γαδ που παρουσιάζονταν στον Δαβίδ και του είπε. πήγαινε και πες στον Δαβίδ. Αυτά λέει ο Κύριος. Σου δίνω τρείς επιλογές να επιλέξεις, και αυτό που θα επιλέξεις θα το κάνω. Και πήγε ο Γαδ στον Δαβίδ και του είπε: Ταδε λέγει Κύριος. Επέλεξε για τον εαυτό σου ή τρία χρόνια πείνας ή τρείς μήνες να χάνεις απο τους εχθρούς σου και να σε κυνηγάνε να σε σκοτώσουν ή τρείς ημέρες μαχαίρι και θάνατος στη γή απο εξολοθρευτή άγγελο Κυρίου. Σκέψου τώρα τι θα απαντήσω σε αυτον που με έστειλε. Και είπε ο Δαβίδ στον Γαδ. Είναι πολύ στενάχωρα και τα τρία. Θα πέσω στα χέρια του Κυρίου που είναι γεμάτα απο πολύ ευσπλαχνία και σε χέρια ανθρωπων δεν θα πέσω. Και έδωσε θάνατο ο Κύριος στον Ισραήλ, και έπεσαν εβδομήντα χιλιάδες άνδρες. Και έστειλε ο Θεός άγγελο στην Ιερουσαλήμ να την εξολοθρεύσει και ενώ την κατέστρεφε, άλλαξε γνώμη ο Κύριος και είπε στον άγγελο. Φτάνει μέχρι εδώ, σήκωσε το χέρι σου.Και στάθηκε ο άγγελος κοντά στο αλώνι Ορνά του Ιεβουσαίου. Και είδε ο Δαβίδ τον άγγελο με απλωμένο το χέρι του πανω απο την πόλη και είπε στον Θεό:Δεν είπα εγώ να απογραφεί ο λαός; εγώ δεν είμαι που αμάρτησα; αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Ας ερθει το κακό σε μένα και στην οικογένειά μου και όχι στο λαό σου Κύριε. Και ο άγγελος Κυρίου είπε στον Γαδ να πει στον Δαβίδ, να ανεβεί και να στήσει θυσιαστήριο για τον Κύριο στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου...

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Θερινά ρήματα

Καθυστερώ αναίτια
ασωτεύω περίεργα
μετανοώ προσωρινά
γυρεύω κάτοπτρο

Αναζητώ ρόπτρο
διψάω αλήθεια
ποθώ μύρο
μετράω λάθη.

Επιστρέφω νικημένος
καλαίω κρυφά
γνέφω ψηλά
λέω λίγα

Θάνατε φύγε
Αθάνατε έλα
ψυχή χαίρε
καρδία αγάλλου

Μωυσής Μοναχός

Δεν βρήκαν τίποτα στους λογαριασμούς για το Βατοπαίδι

Έψαξαν τους λογαριασμούς και δεν βρήκαν τίποτα στο Βατοπαίδι με αποτέλεσμα τώρα σιγά σιγά το σενάριο που από την αρχή λέμε να επιβεβαιώνεται. Ίσως να είναι από τις ελάχιστες φορές που ισχύει το ...


"για την ψυχή της μάνας τους". Οι Αγγέλου, Ρουσόπουλος έπαιρναν τηλέφωνα χωρίς ανταλλάγματα επειδή ήθελαν να στηρίξουν ένα μοναστήρι. Από την στιγμή μάλιστα που είχαν την διαβεβαίωση των υπαλλήλων του Ν.Σ. του κράτους και της ΚΕΔ ότι όλα είναι νόμιμα , προχωρούσαν οι διαδικασίες. Γιαυτό και ποτέ δεν βγήκε στην φόρα κάτι πιο σημαντικό από υπογραφές ή μαρτυρίες. Είναι σαφές ότι υπήρχε επαφή και δεν το αρνείται κανείς όμως η Ν.Δ. και το μοναστήρι πληρώνει την ατολμία των πολιτικών να βγούνε νωρίς και να πούνε την αλήθεια. Ότι έπαιρναν τηλέφωνα επειδή το έκαναν για πνευματικούς λόγους. Οι μισοί γιατί οι άλλοι μισοί το έκαναν για ψηφοθηρικούς. Άντε γιατί παράγινε το κακό με όσα λέγονται για Εφραίμ και τον διασυρμό του χωρίς ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ να έχει βάλει ένα ευρώ στην τσέπη. Το μόνο που μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει είναι ότι ανέπτυξε την περιουσία του μοναστηριού. Μήπως θα ζούσε αιώνια για να το...χαρεί;

Από την στιγμή που μοναχοί στο Άγιον Όρος δεν έχουν τίποτα σε λογαριασμούς και σε συγγενικά πρόσωπα είναι ξεκάθαρη η υπόθεση.

Απο το troktiko.blogpost.com

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Από το Γεροντικό

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἄκουσε γιὰ τὸν ἀββᾶ Νισθερώ, ποὺ ἤτανε νέος πλὴν ξακουσμένος γιὰ τὴν ἀπάθειά του, κι ἔγραψε στὸν γέροντά του νὰ τὸν στείλει νὰ τὸν δεῖ. Σὰν ἦρθε λοιπόν, τὸν ρώτηξε ὁ γέροντας:
 Ἀββᾶ Νισθερώ, πῶς ἀπόχτησες αὐτὴ τὴν ἀρετή, ὥστε ὅποια στενοχώρια καὶ θλίψη νὰ σοῦ τύχει, νὰ μὴ μιλᾶς καὶ νὰ μὴ ταράζεσαι; Κι ἐκεῖνος δὲν ἔλεγε τίποτα.
Μετὰ πολλά, εἶπε:
 -Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ. Στὴν ἀρχὴ ποὺ μπῆκα στὸ κοινόβιο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἐσὺ κι ὁ γάϊδαρος εἴσαστε ἕνα· ὅπως λοιπὸν τὸ γαϊδούρι δέρνεται καὶ δὲ μιλᾶ, βρίζεται καὶ δὲν ἀποκρίνεται, ἔτσι θὰ κάνεις κι ἐσύ, κατὰ τὸν ψαλμωδὸ ποὺ λέγει «κτηνώδης ἐγενόμην παρὰ σοί, κἀγὼ διὰ παντὸς μετὰ σοῦ».

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Ημέρα μνήμης Πατριάρχη Γρηγορίου Ε'

www.amen.gr

Κωνσταντινούπολη, ρεπορτάζ-φωτογραφίες του Νικολάου Μαγγίνα
Σαν σήμερα, στις 10 Απριλίου 1821, Κυριακή του Πάσχα τότε, απαγχονίστηκε ο μαρτυρικός Πατριάρχης του Γένους Γρηγόριος ο Ε' στην κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου στο Φανάρι. Έκτοτε η Πύλη αυτή έμεινε κλειστή εις ένδειξιν τιμής και μνήμης.Κάθε χρόνο τη μέρα αυτή ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανάβει το κερί της μνήμης και της πίστης και καταθέτει λίγα λουλούδια μπροστά στην Πύλη του μαρτυρίου του Πατριάρχου Γρηγορίου. Αυτό έκανε και σήμερα το πρωί, εν σιωπή και περισυλλογή.

Προηγήθηκε στο ιδιαίτερο Πατριαρχικό Παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέου Τρισάγιο στη μνήμη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου, με τη συμπλήρωση πέντε χρόνων από την εκδημία του, το οποίο τέλεσε ο Πατριάρχης συμπαραστατούμενος από τον Μ. Αρχιδιάκονο Μάξιμο.Ευθύς μετά την τιμή στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' στην Πύλη του Πατριαρχείου, ο Πατριάρχης αναχώρησε για την Σηλυβρία, για την καθιερωμένη μεταπασχάλια εκδρομή, όπου θα παραθέσει γεύμα για τους μαθητές και τους νέους της Ομογένειας.

Ο Πατριάρχης  Γρηγόριος δεν ήταν ο μόνος...

Δυστυχώς διάφοροι Τούρκοι ξεναγοί και όχι μόνο, διαδίδουν ψευδώς,  παραπληροφορώντας ότι η κλειστή πύλη ονομάζεται «Πύλη του μίσους» καθώς και ότι δήθεν θα ανοίξει όταν κρεμαστεί εκεί κάποιος Μουσουλμάνος. Πρόκειται για ένα μεγάλο ψέμα και παραμύθι, κάτι που ούτε διανοήθηκαν οι Ορθόδοξοι, ούτε φαντάσθηκαν και φυσικά αντίκειται στο Χριστιανικό πνεύμα. Έχει σκοπό μόνο την δημιουργεία τεχνητής έντασης.

Δεν είναι, λοιπόν, ο Γρηγόριος Ε΄ ο μόνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως που απαγχονίσθηκε. Μετά την Άλωση της Πόλης αρκετοί Οικουμενικοί Πατριάρχες που ανήλθαν στο θρόνο ήλθαν αντιμέτωποι με την Οθωμανική Διοίκηση, την «Υψηλή Πύλη». Ορισμένοι απαγχονίσθηκαν, άλλους τους έπνιξαν στη θάλασσα, άλλους τους εξανάγκασαν σε παραίτηση, άλλους τους έστειλαν σε εξορία, άλλοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στις φυλακές. Και όλα αυτά μετά από αποφάσεις της Οθωμανικής Διοίκησης. 
Στο σημείωμά  αυτό αναφέρουμε συνοπτικά τις περιπτώσεις των Πατριαρχών που απαγχονίσθηκαν η θανατώθηκαν και δεν είναι και τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό, χωρις να γινεται λόγος για τη σημαντική πλειάδα των Ιεραρχών, των ιερέων και των μοναχών που απαγχονίσθηκαν η θανατώθηκαν.
Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την Άλωση, Γεννάδιος Σχολάριος, είναι και ο πρώτος που παραιτείται λόγω διαφωνιών με την Οθωμανική Διοίκηση.
Ιωάσαφ Ι΄ (1465-1466): Αφού τον ξύρισαν, εκθρονίσθηκε με εντολή του Σουλτάνου.
Ραφαήλ Ι΄ (1475-1476): Μη δυνάμενος να πληρώσει το επιβαλλόμενο φόρο (πεσκέσι) εκθρονίσθηκε, φυλακίστηκε όπου και μετά ένα χρόνο απεβίωσε.
Ραφαήλ Β΄ (1603-1607): Με εντολή του Σουλτάνου Αχμέτ Ι΄ εκθρονίσθηκε και εξορίσθηκε και θανατώθηκε κατά φρικτό τρόπο.
Κύριλλος Ι΄ ο Λούκαρης: Αρκετές φορές ανήλθε και κατήλθε του θρόνου με πρώτη άνοδο το 1612. Στις 20 Ιουνίου 1638 με εντολή του Σαντραζάμη Μπαϊράμ Πασά συνελήφθη και φυλακίσθηκε σε πύργο του Βοσπόρου. Στις 27 Ιουνίου παραδίδεται σε Γενιτσάρους και εκείνοι με ένα πλοιάριο τον πνίγουν στη θάλασσα.
Κύριλλος Β΄ ο Κονταρής (1633-1639): Λόγω τών αντικανονικών του ενεργειών εκθρονίζεται και κατόπιν συλαμβάνεται απο τις Οθωμανικές Αρχές, φυλακίζεται και εξορίζεται στην Καρθαγένη. Ο εκει Οθωμανός πασάς της Τύνιδος του επέβαλε να ασπασθεί το Ισλάμισμό αλλὰ ο Κύριλλος  αντιστάθηκε και για τον λόγο αυτό απαγχονίζεται στις 24 Ιουνίου 1640.Και μία εντυπωσιακή λεπτομέρια  κατα τον απαγχονισμό το σχοινή κόβετε δυο φορές και για το λογο αυτο τον πνίγουν.
Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1648-1651): Με εντολή του Σουλτάνου Ιμπραχίμ εκθρονίσθηκε και παραδόθηκε στους Γενιτσάρους για να τον πνίξουν. Το σκήνος του βρέθηκε στη γύρω περιοχή της νήσου Πλάτης των Πριγκηπονήσων, από Χριστιανούς οι οποίοι και το ενταφίασαν στο νησί της Χάλκης.
Παρθένιος ο Γ΄ (1656-1657): Με εντολή του Σουλτάνου μετά από φρικτά βασανιστήρια απαγχωνίσθηκε στην περιοχή Παρμακκαπή της Πόλης το Σάββατο του Λαζάρου και μετά απο τρείς ημέρες ερίφθη στη θάλασσα.
Γαβριήλ Β΄ (23/4-5/5-1657): Στον Πατριαρχικό Θρόνο παρέμεινε μόνο δώδεκα μέρες. Εκθρονίσθηκε και τοποθετήθηκε στη Μητροπολίτη Προύσης. Μετά από καταγγελία-συκοφαντία Εβραίων της περιοχής ότι βάπτισε ένα μουσουλμάνο Χριστιανό, ένω στην πραγματικότητα αυτός που βαπτίσθηκε ήταν Εβραίος. Ως αποτέλεσμα, τον φυλάκισαν και στη συνέχεια τον απαγχόνισαν στις 3 Δεκεμβρίου 1659.
Μελέτιος Β΄ (1768-1769): Μετα την παραίτηση του συλλαμβάνεται μαζι με αλλους τριάντα  προκρίτους,κληρικούς και λαικούς και φυλακίζεται βασανιζόμενος φρικτά.Ενώ αθωώθηκε της κατηγορίας για συνεργασία κατα του Οθωμανικού κράτους εξορίσθηκε στη Μυτιλήνη.Εκει υπέφερε περισσότερα απο την Οθωμανική Διοίκηση εξαιτίας και του πυρπολισμού του Τσεσμέ απο τους Ρώσσους.Κατόπιν ζήτησε αδεια  απο τον Σουλτάνο να μεταβεί στην πατρίδα του την Τένεδο .Στη συνέχεια μετέβη και στην Κωνσταντινούπολη με αδεια μονο για 61 ημέρες.Απεβίωσε στην Τένεδο το 1777 σε μεγάλη φτώχεια.
Κύριλλος Στ΄ (1813-1818): Επειδή δεν κατέστη αρεστός στο Σουλτάνο Μαχμούτ εκθρονίσθηκε και εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Οκτώ μέρες μετά τον απογχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, στις 18 Απριλίου 1821, ο Σουλτάνος δίνει εντολή να κρεμασθεί και εκείνος στην πύλη του Μητροπολιτικού Μεγάρου. Μετά από 3 μέρες ρίφθηκε στον παταμό Έβρο, τα νερά του οποίου τον έβγαλαν στις ακτές του Διδυμοτείχου.                 
Ευγένιος Β΄ (1821-1822): Διάδοχος του απαγχονισθέντος Γρηγορίου Ε΄. Παραδόθηκε σε διαδηλωτές και σύρθηκε στους δρόμους από τα γέννια και τα μαλλιά και πέθανε αργότερα από τις κακουχίες που υπέστη.
Αυτά προς γνώση της ιστορίας και μόνο. Και όχι να προκάλέσουν το δίκαιο αίσθημα. Αιωνία τους η μνήμη.
















































 

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Ο ΠΑΙΔΑΣ ΕΚ ΚΑΜΙΝΟΥ

Χριστός Ανέστη!

http://www.makthes.gr


Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης

“Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος”. Το γνωστό αυτό πασχάλιο τροπάριο αποτελεί λαμπρό επινίκιο παιάνα, μάλλον τον ωραιότερο ύμνο της εκκλησίας μας.

Ο Χριστός οδηγήθηκε εκούσια στον θάνατο και μάλιστα στον ατιμωτικό σταυρικό. Μετά τη σταύρωση και την ταφή του κατήλθε στον  Άδη και κήρυξε κήρυγμα μετανοίας και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε από τους νεκρούς. Οι Ιουδαίοι φοβόντουσαν κάτι τέτοιο, γιατί είχε προειπεί ότι την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί, γι’ αυτό έθεσαν φύλακες στο μνήμα, μήπως τον κλέψουν οι μαθητές του και πουν ότι αναστήθηκε. Οι μαθητές βέβαια ήταν κρυμμένοι για τον φόβο των Ιουδαίων.
Με τον θάνατό του ο Χριστός νίκησε τον θάνατο, τον πάτησε, τον απονεύρωσε, τον αποδυνάμωσε. Μετά την ανάστασή του χάρισε στους νεκρούς των μνημάτων τη ζωή. Το γεγονός αυτό είναι λίαν σημαντικό. Ο θάνατος πλέον δεν είναι τέρμα, τέλος, απελπισία και απαρήγορη συμφορά. Τα νεκροταφεία για τους χριστιανούς ονομάζονται τώρα κοιμητήρια. Ο κυρίαρχος θάνατος έχασε την ισχύ του πραγματικά. Το γεγονός αυτό είναι συγκλονιστικό και καταπληκτικό. Ο φόβος του θανάτου κατατρομάζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ανάσταση του Χριστού δίνει άλλη διάσταση στη ζωή των ανθρώπων. Χαρίζει μήνυμα ελευθερίας και την αφοβία του θανάτου.
Η ανάσταση λοιπόν δεν είναι απλά ένα βέβαιο ιστορικό γεγονός του παρελθόντος, μία κατασκευή για άλλους, ένα μύθευμα, μία φαντασία και μία καλοστημένη απάτη, όπως έφθασαν ορισμένοι να πουν. Η ανάσταση είναι η μοναδική αυτοανάσταση μέσα σε όλη την παγκόσμια ιστορία. Δίχως την ανάσταση είναι νεκρή η πίστη μας. δίχως κανένα νόημα κάθε πνευματική ζωή. Η ανάσταση γεμίζει περιεχόμενο, φως, νοηματοδότηση, χάρη και χαρά τη ζωή μας όλη. Η ανάσταση μας δίνει έμπνευση, κουράγιο, ελπίδα, αισιοδοξία και εμπιστοσύνη.
Η ανάσταση είναι η μεγαλύτερη και ωραιότερη εορτή της Ορθοδοξίας. Οι Δυτικοί τιμούν περισσότερο τα Χριστούγεννα. Το να γεννηθεί όμως κανείς είναι φυσικό, το να αναστηθεί υπερφυσικό. Μάλιστα η αυτοανάσταση του Χριστού αποτελεί μεγάλο θαύμα, μοναδικό και ανεπανάληπτο.  Ένα θαύμα δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά ως υπέρλογο. Το θαύμα κατανοείται και γίνεται αποδεκτό μόνο με την πίστη. Η πίστη αυξομειώνεται ανάλογα με τη διάθεση, την προαίρεση και τον τρόπο ζωής κάθε ανθρώπου.
Το θαύμα της αναστάσεως είναι δυνατό συνεχές βίωμα στη ζωή των πιστών. Τους παρηγορεί, ενθαρρύνει. Φωτίζει και ενισχύει πλούσια πάντοτε. Ο λαοφίλητος άγιος Σεραφείμ του Σάροφ έλεγε ολοχρονίς στους πολλούς επισκέπτες του “Χριστός Ανέστη, χαρά μου”. Ζούσε στα βάθη της καθαρής καρδιάς του τη χαρά της αναστάσεως και αυτή διαλαλούσε. Ο χριστιανισμός δεν είναι άχαρος. Είναι η ακράδαντη πίστη στη χαρά και στο φως της αναστάσεως. “Νυν πάντα πεπλήρωνται φωτός, ουρανός τε γη και τα καταχθόνια” κατά ένα αναστάσιμο τροπάριο. Η αληθινή χαρά είναι το κύριο χαρακτηριστικό των αληθινά γνήσιων Χριστιανών.
Χριστός Ανέστη, φίλοι και αδελφοί, ομόπιστοι συνέλληνες και αγαπητοί αναγνώστες!

Αγιοταφίτες



http://www.livestream.com/hellasorthodoxy

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Βυζαντινές Νότες

Πά λαι ήμαρτεν Αδάμ, εμακρύνθη του Θεού·

βου ληθείς δ’ ο Πλαστουργός, δούλου δέχεται μορφήν,

γά λα πίνει εκ μητρός· εις μετάνοιαν καλεί,

Δι δαχών σκορπίζει φως, θαύματα πολλά ποιεί·

κε φαλήν δ’ εχθρού πατεί, νεκρωθείς και αναστάς,

ζω οδότης ων Θεός· και καλεί εις μέλλουσαν ζωήν

νη πενθή πιστούς καλεί, όπου πρώτος εισελθών

πά σαν έλαβεν αρχήν παρά του Θεού Πατρός.

http://andreaslappas.blogspot.com

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

EΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

 www-voulgari.blogspot.com

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἐξοχικὴ Λαμπρή (1890)

Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθεῖ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ ἀλλ᾿ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον, καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Ὅλα αὐτά, διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δυὸ ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθεῖ· ὁ δὲ παπᾶ-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾿ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντίκρυ ἐκτεινομένας ἀκτὰς ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπάροικους, τοὺς «κουκουβίνους ἢ κουκοσκιάχτες», ὅπως τοὺς ὀνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του, ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα. Ἀλλὰ κατ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθεῖ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπὶ τίνας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπᾶ-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορεοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.

Τινὲς διετύπωσαν γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναίκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναίκα του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, χωρικός, ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπέξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα» καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε» - οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπε ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια, νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.

Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως ἦτον ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτον «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μὲ τινὰς τῶν ἐξωμεριτῶν καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτον ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾿ ἀποσώνῃ τὰ παιδιά» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὖτος ὡς οἱ πλεῖστοι του γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.

Τοῦτο ναί, ἀληθεύει· ἀλλ᾿ οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, πενόμενοι καὶ δυσπραγοῦντες, ἐπιτακτικὴν ἔχοντες ἀνάγκην νὰ θρέψωσι τὰ τέκνα των, φαίνονται ὡς πλεονέκται, καὶ καταντῶσι νὰ μὴ τρέφωσι πλέον ἐμπιστοσύνην οὐδ᾿ εἰς αὐτοὺς τοὺς συλλειτουργοὺς των. Τοῦτο ἔπασχε καὶ ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις ἐπεθύμει μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τοὺς χωρικούς, διότι ἦτο ἀνοιχτόκαρδος, καὶ ἤθελε νὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς ὀλίγην Ἀνάστασιν καὶ ὀλίγην ἄνοιξιν, ἀλλ᾿ ἐδυσπίστει εἰς τὸν συνεφημέριόν του, καὶ ἔπειτα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφήσῃ τὴν ἐνορίαν μὲ ἕνα μόνον ἱερέα τοιαύτην ἡμέραν. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ παπᾶ-Θοδωρῆς ὁ Σφοντύλας, ὁ συνεφημέριός του, τὸν παρεκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰπῶν, ὅτι καλὸν ἦτο νὰ μὴ χάσωσι καὶ τὸ εἰσόδημα τῶν Καλυβιῶν, αἰνιττόμενος ὅτι τά τε ἐκ τοῦ ἐνοριακοῦ ἔσοδα καὶ τὰ τῆς ἐξοχικῆς παροικίας, ἀμφότερα ἐξίσου θὰ τὰ ἐμοιράζοντο.

Τοῦτο δὲν ἔπεισε τὸν παπᾶ-Κυριάκον, τῷ ἐνέπνευσε μάλιστα πλείονας ὑποψίας ἀλλ᾿ ὅτε ἠρώτησε τὴν γνώμην τοῦ συλλειτουργοῦ του, ἦτο ἤδη κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγει· ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῶ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾿ αὐτῷ.

Ἡ πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὦρες νὰ φέξει», καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνησε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς, κρούων, ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.
Εἰσῆλθον εἰς τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Εἷς μετὰ τὸν ἄλλον προσήρχοντο οἱ χωρικοὶ μὲ τὰς χωρικάς των καὶ μὲ τὰ καλά των ἐνδύματα.

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν Εὐλογητόν.
Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ τὰ λέγῃ ὅλα ἀπ᾿ ἔξω, τὴν προκαταρκτικὴν προσευχὴν καὶ τὸν Κανόνα, τὸ «Κύματι θαλάσσης».
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προέκυψεν εἰς τὰ βημόθυρα, ψάλλων τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς».
Ἤναψαν τὰς λαμπάδας κι ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς, «neige odorante du printemps».
Ψαλέντος τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη, εἰσῆλθον πάντες εἰς τὸν ναόν. Θὰ ἦσαν τὸ πολὺ ἑβδομήκοντα ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παῖδες.
Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα, ὁ δὲ ἱερεὺς ἅμα ἀντιψάλλων αὐτῷ ἐξ ἀνάγκης, ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἠτοιμάζετο νὰ πάρῃ καιρὸ καί, ἀφοῦ τελέσῃ τὸν ἀσπασμόν, νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν λειτουργίαν.
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ἢ μᾶλλον εἰσόρμησεν εἰς τὸ ναΐδριον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ δυὸ ἄλλων ὁμηλίκων του, δωδεκαετὴς περίπου παῖς, ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ἀσθμαίνων καὶ ἐν ἐξάψει. Ἦτο ὁ Ζάχος, ὁ υἱὸς τοῦ παπᾶ-Κυριάκου.
Εἰσέβαλε πνευστιῶν εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὸν ἱερέα. Ἡ φωνή του ἠκούετο ἀπὸ τοῦ χοροῦ, ἀλλ᾿ αἱ λέξεις δὲν διεκρίνοντο.
Ἰδοὺ τί ἔλεγεν ἐντούτοις:
«Παπᾶ, παπᾶ!...»
(Τὰ παπαδοπούλα ἀπεκάλουν συνήθως παπὰ τὸν πατέρα των).
«Παπᾶ, παπᾶ!... Ὁ παπᾶ-Σφοντύλας ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα... τὶς λειτουργίες... ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα ἡ πεθερά του... κι ἡ παπαδιά... κουβαλοῦν... ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα... τὶς λειτουργίες... ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα... κι ἡ πεθερά του... κι ἡ παπαδιά...»

Μόνον ὁ παπᾶ-Κυριάκος ἦτο ἱκανὸς νὰ βγάλῃ νόημα ἀπὸ τὰ ἀσυνάρτητα ταῦτα καὶ ἀσθματικὰ λόγια τοῦ υἱοῦ του. Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐξήγησε τὰ λεγόμενα: «Ὁ παπᾶ-Θοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ σύντροφός του εἰς τὴν ἐνορίαν, ἔκλεπτε τὰς προσφοράς, μεταβιβάζων αὐτᾶς διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἰς χεῖρας τῆς συζύγου καὶ τῆς πενθερᾶς του».
Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὖτος ἀγαπῶν, ὡς ὅλοι οἱ νέοι, τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὀμήλικας.

Ἀλλ᾿ ὁ παπᾶ-Κυριάκος δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε. Ἐξήφθη ἀμέσως, ἠγανάκτησε, δὲν ἐκρατήθη. Ἤμαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ σφοδρὸν ράπισμα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἥσυχος τὸ καθῆκον του... ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέμμα τῆς πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντρομος.
Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς κάτι ὑπόπτευεν ἐκ τῶν κινήσεων τούτων καὶ ἐξῆλθε κατόπιν του.
Εἰς πεντήκοντα δὲ βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ναοῦ, μεταξὺ τριῶν δένδρων καὶ δυὸ φρακτῶν, ὁ ἑπόμενος διάλογος συνήφθη:
«Παπᾶ, παπᾶ, ποῦ πᾶς;»
«Θὰ ῾ρθῶ, βλογημένε, τώρα ἀμέσως πίσω».
Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι εἶχεν ἀπόφασιν νὰ καταβῇ εἰς τὴν πόλιν, νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν κλοπὴν ἀπὸ τὸν συνεφημέριόν του! Εἰς τὸ βάθος δὲ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἔλεγεν, ὅτι εἶχε καιρὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ τελέσῃ τὴν λειτουργίαν.
«Ποῦ πᾶς;» ἐπέμενεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός.
«Ἂς διαβάζῃ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων κι ἔφθασα».
Ἐλησμόνει, ὅτι ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ ἄλλα, ἢ ὅσα ἀπὸ στήθους ἐγνώριζεν.
«Ἀφήνω καὶ τὴν παπαδιά μου ἐδῶ, βλογημένε», ἐπανέλαβε ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ἀμηχανῶν τί νὰ εἴπῃ. «Σᾶς ἀφήνω τὴν παπαδιά μου!»
Καὶ λέγων ἔτρεχεν.

Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς ἐπανῆλθε κατηφὴς ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
«Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ», ἐψιθύρισε.
Μεγίστη ἀπορία ἐπεκράτει ἐν τῷ παρεκκλησίῳ. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζον ἐρωτηματικῶς ἀλλήλους. Ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο.
Αἱ γυναῖκες ἠρώτων τὴν παπαδιὰν νὰ εἴπῃ αὐταῖς τί τρέχει· ἀλλ᾿ αὕτη ἦτο ἡ ὀλιγότερον πάντων τῶν ἄλλων γνωρίζουσα.

Ἐντούτοις ὁ ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. Ὁ ψυχρὸς ἀὴρ ἐδρόσισεν ὀλίγον τὸ μέτωπόν του.
«Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά», ἔλεγεν, «ὀκτώ, μὲ τὸ συμπάθιο, κι ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κι ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾿ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾿ ἐκεῖ!»
Πεντακόσια βήματα ἀπὸ τοῦ ναοῦ ὁ δρόμος ἐκατηφόριζε, καὶ κατήρχετο τὶς εἰς ὡραίαν κοιλάδα. Εἷς νερόμυλος εὐρίσκετο ἐπὶ τῆς κλιτύος ἐκείνης, παρὰ τὴν ὁδόν.
Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἠδὺν μορμυρισμὸν τοῦ ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησμόνησεν, ὅτι εἶχε νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ. Ἀλλὰ τὸ χεῖλος του δὲν εἶχε βραχεῖ ἀκόμη, καὶ αἴφνης ἐνθυμηθείς, ἀνένηψεν.
«Ἐγὼ ἔχω νὰ λειτουργήσω», εἶπε, «καὶ πίνω νερό;»
Καὶ δὲν ἔπιε.
Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν.
«Τί κάμνω ἐγώ», εἶπε, «ποῦ πάω;»
Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ εἶπεν:
«Ἥμαρτον, Κύριε! Ἥμαρτον! Μὴ μὲ συνερισθῇς».
Ἐπανέλαβε δέ:
«Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν... συγχωρήσῃ κι ἐκεῖνον κι ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου...»

Ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.
«Ὤ, Κύριε», εἶπεν ὁλοψύχως, «ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα».
Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήσῃ.
«Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό», εἶπε. «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω. Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!... Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!... Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!»

Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου μετ᾿ ἀγαλλιάσεως οἱ χωρικοὶ τὸν εἶδον.
Ἐτέλεσε τὴν ἱερὰν μυσταγωγίαν καὶ μετέδωκεν εἰς τοὺς πιστούς, φροντίσας νὰ καταλύσῃ διὰ στόματος αὐτῶν ὅλον τὸ ἅγιον ποτήριον. Αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησεν, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα.

Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.
Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.
Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλώνας τῶν δένδρων καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.

Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεία-Κρατήρως, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες καὶ ζηλεύει ὁ σύζυγός της.
Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθῶ, δεκαπεντούτις κόρη, ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε, λέγουσα:
«Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα... Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»
Τὸ βέβαιον ἦτο, ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾿ ἐπὶ κάλλει, οὔτ᾿ ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾿ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾿ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος, καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.

Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιάν, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχρινήν, ἀγαθοτάτην, ἥτις ἐν ἀθωότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾿ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλει οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στερφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.
Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπάρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνει, ὡς οὐδεὶς ἄλλος, τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι᾿ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.

Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπάρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἐπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς:
«Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰώνας!»
Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν:
«Γειά σας! Καλὴ γειά! Διάφορο! Καλὴ καρδιά! Παπᾶ μ᾿, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾿! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπᾶ σ᾿ καὶ τὰ παιδάκια σ᾿! Ξάδελφε Θοδωρῆ, νὰ ζήσεις νὰ τὰ χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτ᾿, ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾿, νὰ τρέξεις καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Σ᾿μπεθέρα Κρατήρα, νὰ χαίρεσαι, μ᾿ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνεψιὲ Γιώργη, τίμια στέφανα! Στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε! Κουμπάρα Κυπαρίσσου, μὲ μιὰ καλὴ νύφη νὰ ζήσεις νὰ χαρεῖς! Ἐβίβα ὅλοι! Τέ-πέρ-τέ. Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Συμπεθέρα Ξανθή, καλὴ λευτεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με τὸ καλό!».
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξε ἡ πόσις.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ κατ᾿ ἄλλον ὅμως στενότερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναίκα του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾿ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν.
«Μπρόμ!»
«Πιὲ κι δώ᾿ μ᾿!»
«Μὲ κρασί!»
«Καλῶς τ᾿ν ἀγάπη μ᾿ τὴ χρυσή!»
Καὶ πιὼν αὐτὸς μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθή, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.

Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾿ ὁ πλέον ἰδιόρρυθμος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπάρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς τακτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῶα· πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτώνα μὲ ἀνοικτὰς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε, φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμει Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτόκαρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπάρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιές» ἢ «χαλκοδέρες». Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτον ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπάρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε - νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!

Ὁ μπάρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, κατ᾿ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς:
Κ᾿στὸ - μπρὲ – Κ᾿ στὸς Ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θανάτων θάνατον μπατήσας
κι ἔντοις ἔντοις μνήμασι
ζωήν, παμμακάριστε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾿ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδεὶς ποτὲ ἔψαλλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἑξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην: «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, τὴν ἱστορηθείσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ...»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!

Περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος (διότι αἱ γυναῖκες ἐπεφυλάττοντο διὰ τὴν Δευτέραν καὶ τὴν Τρίτην, ὅπως χορεύσωσι τὸν συρτὸν καὶ τὴν καμάρα), καὶ ὁ παπᾶ-Κυριάκος, μετὰ τῆς παπαδιᾶς καὶ τοῦ Ζάχου, ὅστις ἐγλύτωσε τὸ ξύλο χάριν τῆς ἡμέρας (διότι ὁ πατήρ του εἶχε θυμώσει εἶτα κατ᾿ αὐτοῦ, ὡς γενομένου αἰτίου τῆς χασμωδίας ἐκείνης), ἀποχαιρετήσαντες τὴν συντροφίαν, κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος ἔδωκε πλῆρες εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς μερίδιον, καὶ οὔτε κατεδέχθη νὰ κάμῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεμένης κλοπῆς.

Ἐντούτοις ὁ παπᾶ-Θοδωρῆς οἴκοθεν τῷ εἶπεν, ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιον του εὐρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπᾶ-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξώθυρας τοῦ ἁγίου Βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δυὸ μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν, ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιππάζεται(;)», εἶπεν, «ἅμα μᾶς ἰδῇ μίαν καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργίες, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!»
Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου.

Ο Τομ Χανκς στην περιφορά του επιταφίου στο Λος Άντζελες μαζύ με τον Τζιμ Γιαννόπουλο και την Νία Βάρνταλος

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος εκατοντάδες πιστών συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Σοφίας στο Λος Άντζελες για να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής αλλά και την περιφορά του επιταφίου. Ανάμεσα στους πιστούς και αρκετά μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ όπως ο Τομ Χανκς με τη γυναίκα του Ρίτα Γουίλσον, η Νία Βάρνταλος αλλά και ο πρόεδρος της 20th Century Fox Τζιμ Γιαννόπουλος. Ο Tom Hanks με τον φίλο του Τζιμ Γιαννόπουλο μάλιστα κρατούν κάθε χρόνο και τον επιτάφιο. Ο Χανκς ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος και μιλούσε με τον κόσμο ενώ κατά τη διάρκεια της περιφοράς δεν σταμάτησε να συμμετέχει και αυτός στο “Κύριε Ελέησον”.

Το Σάββατο το βράδυ θα γίνει η Μεγάλη Ανάσταση και μετά οι περισσότεροι θα κατευθυνθούν σε κάποιο από τα ελληνικά εστιατόρια του LA που σερβίρουν μαγειρίτσα.

Την Κυριακή η εκκλησία οργανώνει το πασχαλινό πικ νικ στην περιοχή Pasadena το οποίο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα πασχαλινά τραπέζια της Ελλάδας. Η Κυριακή του Πάσχα φέρνει κοντά όλους τους Έλληνες και σε αυτό το πάρκο της Pasadena γίνονται οι καλύτερες δημόσιες σχέσεις για όλους που δουλεύουν στο χώρο του θεάματος του Χόλιγουντ, δηλαδή τους μισούς Ελληνοαμερικάνους του Λος Άντζελες.
Δημοσιεύτηκε από τον Τάσος Παπαποστόλου

 http://anopetra-eleos.blogspot.com

Αγιον Φώς 2010

Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι

Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμενον άγιον Κύριον, Ιησούν τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και τήν αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν· συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν του Χριστού αγίαν ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν

Χριστός Ανέστη



Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος

Φωτίζου φωτίζου

Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ.ἡ γάρ
δόξα Κυρίου, ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε
νῦν, καί ἀγάλλου Σιών.σύ δέ ἁγνή, τέρπου
Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου.»

Πάσχα Κυρίου

Κατηχητικός Λόγος Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τό Πάσχα

Εἰ τίς εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.

Εἰ τίς εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.

Εἰ τίς ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.

Εἰ τίς ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.

Εἰ τίς μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἐορτασάτω.

Εἰ τίς μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω? καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται.

Εἰ τίς...ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων.

Εἰ τίς εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἑνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα? φιλότιμος γάρ ὧν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον? ἀναπαύει τόν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης? καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει? κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται? καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται? καί τήν πράξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν? καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε? ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε? νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως? πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν? ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα? συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον? ἠλευθέρωσε γάρ ἠμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἄδην ὁ κατελθῶν εἰς τόν ἄδην. Ἐπικρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβῶν Ἠσαΐας ἐβόησεν? ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοί κάτω.

Ἐπικράνθη˙καί γάρ κατηργήθη.

Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.

Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.

Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη.

Ἐπικράνθη˙καί γάρ ἐδεσμεύθη.

Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν.

Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ.

Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.

Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;

Ποῦ σου, ἅδη, τό νίκος;

Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.

Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.

Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.

Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.

Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.

Χριστός γάρ ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.

Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

Απόδοση

Όποιος είναι ευσεβής και φιλόθεος, ας απολαύσει την ωραία τούτη και φαιδρή πανήγυρη. Όποιος είναι δούλος ευγνώμων, ας εισέλθει χαίροντας στην χαρά του Κυρίου του. Όποιος κοπίασε νηστεύοντας, ας απολαύσει τώρα την αμοιβή. Όποιος εργάστηκε από την πρώτη ώρα, ας λάβει σήμερα την δίκαιη πληρωμή. Όποιος ήρθε μετά την τρίτη, ας εορτάσει μ' ευφροσύνη. Όποιος έφθασε μετά την έκτη, μη αμφιβάλλει καθόλου· δεν πρόκειται να ζημιωθεί. Όποιος καθυστέρησε μέχρι την ενάτη, ας προσέλθει χωρίς ενδοιασμό.

Όποιος έφθασε έστω και την ενδέκατη, μη φοβηθεί την αργοπορία· γιατί ο Δεσπότης είναι φιλότιμος και δέχεται τον έσχατο, όπως και τον πρώτο. Αναπαύει τον της ενδεκάτης, όπως αυτόν, που εργάστηκε από την πρώτη. Και τον ύστερο ελεεί και τον πρώτο βραβεύει. Και σ' εκείνον δίνει και σ' αυτόν χαρίζει. Και τα έργα δέχεται και την γνώμη ασπάζεται. Και την πράξη τιμά και την πρόθεση επαινεί.

Εισέλθετε, λοιπόν, όλοι στην χαρά του Κυρίου μας· και πρώτοι και δεύτεροι απολαύστε τον μισθό. Πλούσιοι και φτωχοί χορέψτε μαζί. Εγκρατείς και ράθυμοι, την ημέρα τιμήστε. Όσοι νηστέψατε κι όσοι δεν νηστέψατε, ευφρανθείτε σήμερα. Το τραπέζι είναι γεμάτο, τρυφήστε οι πάντες. Ο μόσχος πολύς, κανείς μη φύγει πεινασμένος.

Όλοι απολαύστε το συμπόσιο της πίστεως. Όλοι απολαύστε τον πλούτο της χρηστότητος. Κανείς μη θρηνεί για πενιά· γιατί φανερώθηκε η κοινή βασιλεία. Κανείς μη οδύρεται για πταίσματα· γιατί ανέτειλε συγγνώμη από τον τάφο. Κανείς μη φοβάται τον θάνατο· γιατί μας ελευθέρωσε του Σωτήρος ο θάνατος. Τον έσβησε, όταν κρατήθηκε απ' αυτόν. Λαφυραγώγησε τον Άδη. Τον πίκρανε, όταν γεύτηκε την σάρκα Του· και τούτο προφητεύοντας ο Ησαΐας κήρυξε:

Ο Άδης, λέει, πικράθηκε, όταν σε συνάντησε κάτω. Πικράθηκε, γιατί καταργήθηκε. Πικράθηκε, γιατί περιπαίχτηκε. Πικράθηκε, γιατί νεκρώθηκε. Πικράθηκε, γιατί καθαιρέθηκε. Πικράθηκε, γιατί αλυσοδέθηκε. Δέχθηκε σώμα και του έλαχε Θεός. Δέχθηκε γη και συνάντησε ουρανό. Δέχθηκε αυτό, που έβλεπε, κι έπεσε από εκείνο, που δεν έβλεπε. Πού είναι θάνατε το κεντρί σου; Πού είναι Άδη η νίκη σου;

Αναστήθηκε ο Χριστός και συ κατανικήθηκες. Αναστήθηκε ο Χριστός και κατατροπώθηκαν οι δαίμονες. Αναστήθηκε ο Χριστός και χαίρουν οι Άγγελοι. Αναστήθηκε ο Χριστός και ζωή βασιλεύει. Αναστήθηκε ο Χριστός και κανείς νεκρός πια στα μνήματα. Γιατί ο Χριστός, που αναστήθηκε από τους νεκρούς, έγινε η αρχή, για ν' αναστηθούν οι κεκοιμημένοι. Σ' αυτόν η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Μετάφραση από το βιβλίο:
«Προσευχητάριον υπέρ των κεκοιμημένων»
του Αρχιμ. Παύλου Κ. Ντανά

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Προφητείας Ἡσαΐου

(Κεφ. ΝΒ', 13 - ΝΔ', 1)

Τάδε λέγει Κύριος· Ἰδοὺ συνήσει ὁ παῖς μου, καὶ ὑψωθήσεται, καὶ δοξασθήσεται, καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα. Ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοί, οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου, καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων. Οὕτω θαυμάσονται ἔθνη πολλὰ ἐπ' αὐτῷ, καὶ συνέξουσι βασιλεῖς τὸ στόμα αὐτῶν, ὅτι οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ, ὄψονται, καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασι συνήσουσι. Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν, καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; Ἀνηγγείλαμεν, ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ, οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ, οὐδὲ δόξα, καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος, οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. Ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν, καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη, καὶ οὐκ ἐλογίσθη. Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει, καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἑλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ, καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ, καὶ ἐν κακώσει. Αὐτός δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ μεμαλάκισται, διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ' αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν, πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη. Καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, καὶ αὐτός, διὰ τῷ κεκακῶσθαι, οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη, τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ, τίς διηγήσεται; ὅτι αἵρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον. Καὶ δώσω τοὺς πονηρούς, ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ, καὶ τοὺς πλουσίους, ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν τῆς πληγῆς. Ἐὰν δῶτε περι ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον, καὶ βούλεται Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεῖξαι αὐτῷ φῶς, καὶ πλάσαι τῇ συνέσει, δικαιῶσαι δίκαιον, εὖ δουλεύοντα πολλοῖς, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν αὐτὸς ἀνοίσει. Διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλούς, καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ' ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἑλογίσθη, καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη. Εὐφράνθητι στεῖρα, ἡ οὐ τίκτουσα, ῥῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα.

Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον

Ἰδιόμελον Ἦχος πλ. α'

Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καὶ διερρήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.



O Ευσχήμων Ιωσήφ

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΣΧΑ Γρηγόριος Ξενόπουλος

Γρηγόριος Ξενόπουλος


Αγαπητοί μου,


AΥΤΕΣ τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Και θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου, όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ' οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»... Όσο ήταν χειμώνας, η μητέρα μου μ' έπαιρνε μαζί της στον Αϊ-Γιάννη ή στη Φανερωμένη, τις γειτονικές μας εκκλησίες, που λειτουργούσαν κάπως αργά —από τις οκτώ η μια, από τις εννιά η άλλη. Μα όταν έμπαινε η άνοιξη, που μπορούσα να ξυπνώ και να βγαίνω πιο πρωί, ο πατέρας μου μ' έπαιρνε στην Επισκοπιανή ή στον Άγιο Χαράλαμπο, εξοχικές εκκλησίτσες αυτές, σ' ένα ωραίο παραθαλάσσιο προάστιο, που λειτουργούσαν από τις επτά. Μετά τη λειτουργία, κάναμε κι έναν περίπατο στους Κήπους και γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι μα πολύ ευχαριστημένοι κι οι δυο.

Ώ, ήταν τόσο όμορφα! Η άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ' άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Τι πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! Το έβλεπα κι από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς, καθώς άκουγα τα ψαλσίματα, τις ευχές και τα ευαγγέλια. Τα ευαγγέλια προπάντων μ' άρεσαν πολύ. Είναι τόσο ποιητικά αυτά που λένε πριν και μετά το Πάσχα! Πρώτα των Βαΐων —και συνήθως απ' αυτή την Κυριακή άρχιζα να πηγαίνω στις εξοχικές εκκλησίτσες— έπειτα της Ανάστασης, έπειτα του Θωμά, των Μαυροφόρων, της Σαμαρείτιδος... Ο παπα-Λογοθέτης, εφημέριος στον Αί-Χαράλαμπο, πολύ γραμματισμένος, τα έλεγε θαυμάσια. Κι όχι ψαλτά με μπάσα και σικόντα, όπως σ' άλλες εκκλησιές, αλλά διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη προς λέξη, και μ' έκφραση, με τόνο ώστε να καταλαβαίνει το νόημα κι ο αγράμματος. Κι αλήθεια, στις εκκλησίτσες εκείνες το περισσότερο πήγαιναν απλοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού —ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Και σου 'κανε χαρά να τους βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν' ακούνε με τόση ευλάβεια και με τόση προσοχή τα λόγια του Κυρίου...

Τη Μεγάλη όμως Εβδομάδα και το Πάσχα, όλη όλη μου η «εκκλησία» ήταν, την Κυριακή το πρωί, η Ανάσταση που γινόταν στο ύπαιθρο, και κατόπι η λειτουργία: «Δεύτε λάβετε φως, Χριστός Ανέστη, Εν αρχή ην ο λόγος» και καθεξής. Δε μ' έβγαζαν έξω βράδυ, κι ούτε στα Νυμφία με πήγαιναν, ούτε στην Ακολουθία των Παθών, ούτε στη λιτανεία του Επιταφίου, που μόνο την πένθιμη μουσική της άκουγα από μακριά, αν τύχαινε να ξυπνήσω τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Έτσι δεν ήξερα καλά τι προηγήθηκε απ’ την Ανάσταση. Μόνο, από την Κυριακή των Βαΐων, πως ο Χριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα. Αλλά τι έκαμε κει, τι τον έκαμαν, άκρες μέσες: Κάποιος Μυστικός Δείπνος, κάποιος σταυρικός Θάνατος, κάποια Ταφή σε καινό μνημείο... Τι να ήταν αυτά; Πώς να είχαν γίνει; Μόλις είχα μια ιδέα.

Κι άξαφνα... τα έμαθα όλα! Είχα μεγαλώσει, φαίνεται, εκείνο το χρόνο, κι οι γονείς μου με πήραν μαζί τους παντού.. Έτσι άκουσα και τα φοβερά εκείνα ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και της Μεγάλης Παρασκευής και το Σήμερον κρεμάται!... Είδα και το Χριστό με το αγκαθένιο του στεφάνι στο μαύρο σταυρό, ένα μεγάλο Χριστό σαν αληθινό... Έπειτα τον είδα και νεκρό, ξαπλωμένο στο χρυσό Επιτάφιο (κι ο Χριστός του Επιταφίου στη Ζάκυνθο δεν είναι κεντημένος σε πανί, είναι ζωγραφισμένος σε ξύλο, σαν εικόνα περικομμένη, όπως κι ο Εσταυρωμένος). Και θυμούμαι ακόμα τι αλλιώτικη εντύπωση, τι μεγαλύτερη χαρά μου έκαμε το Πάσχα στην εκκλησίτσα, την πρώτη φορά, αφού είχ' ακούσει πια κι ιδεί και μάθει όλα τα προηγούμενα. Μπορώ να πω πως αυτό ήταν το πρώτο μου Πάσχα.


Γιατί όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα την είχα περάσει με το πένθος, με τη λύπη των Παθών. Είχα παρακολουθήσει το Χριστό στο μαρτύριό του, στην αγωνία του, στο θάνατο του• είχ' ακούσει και τη Διαθήκη του, είχα παρακαθίσει και στο Μυστικό Δείπνο, είχ' ακολουθήσει και την εκφορά του, κλαίγοντας μαζί με τη Θλιμμένη Μητέρα, που κι αυτή ακολουθούσε ζωγραφιστή σε μια μεγάλη εικόνα σαν αληθινή: ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου τέκνον... Γι' αυτό το Χριστός Ανέστη μου έκαμε ύστερα τόση χαρά, τόση αγαλλίαση, γι' αυτό μου φάνηκε σαν μιαν υπέρτατη ικανοποίηση, σαν μια νίκη, σαν ένας θρίαμβος. Εκείνος που φόρεσε για εμπαιγμό ψεύτικη πορφύρα. Εκείνος που ποτίσθηκε χολή και ξίδι, και μαστιγώθηκε, και καρφώθηκε σε ξύλο,

και πέθανε μαρτυρικά, σαν άνθρωπος, έβγαινε ζωντανός από τον τάφο κι ανέβαινε στον ουρανό σαν Θεός!


Ετσι έπρεπε να είναι. Για να μου δώσει τόση χαρά η Ανάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος• για να μου κάμει τόση εντύπωση το Πάσχα, έπρεπε να γνωρίσω τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαθαίνοντας όσα έμαθα εκείνον το χρόνο, μάθαινα τη ζωή, που ως τότε ήμουν πολύ μικρός για να την ξέρω, αφού οι γονείς που με φρόντιζαν και μ' οδηγούσαν, δεν με πήγαιναν παρά στις χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες και με προφύλαγαν απ' τα λυπητερά, που δεν ήταν ακόμα για μένα. Έτσι και στη ζωή: Τη χαρά, την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ' από αγώνα και

αγωνία, ύστερ' από κόπο και λύπη. Πριν από κάθε μας Πάσχα, πρέπει να περάσουμε μια Μεγάλη Εβδομάδα.

Ω, αυτό το ξέρετε και σεις από τώρα. Μήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου, που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε... Μεγάλη Εβδομάδα;

Γελάτε, ε;... Και του χρόνου!


Σας ασπάζομαι ΦΑΙΔΩΝ

( Από το περιοδικό Η Αvάπλασις των Παίδων)

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Σήμερον κρεμάται...

Συναξάριον
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ, τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο, ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν.

Αντίφωνον ιε΄. Ηχος πλ. Β

Σήμερον κρεμάται επι ξύλου ο εν ύδασι την γήν κρεμάσας(εκ γ΄). Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Ήλοις προσηλώθη ο νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη ο Υιός της Παρθένου. Προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ(εκ γ΄). Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου ανάστασιν.



Προφητείας Ζαχαρίου τὸ Ἀνάγνωσμα

(Κεφ. ΙΑ', 10-13)

Τάδε λέγει Κύριος· Λήψομαι τὴν ῥάβδον μου τὴν καλήν, καὶ ἀπορρίψω αὐτήν, τοῦ διασκεδάσαι τὴν διαθήκην μου, ἣν διεθέμην πρὸς πάντας τοὺς λαούς, καὶ διασκεδασθήσεται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ γνώσονται οἱ Χαναναῖοι τὰ πρόβατα τὰ φυλασσόμενά μοι, διότι λόγος Κυρίου ἐστί. Καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· Εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστι, δότε τὸν μισθόν μου, ἢ ἀπείπασθε, καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου, τριάκοντα ἀργυροῦς. Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· Κάθες αὐτοὺς εἰς τὸ χωνευτήριον, καὶ σκέψομαι εἰ δόκιμόν ἐστιν, ὃν τρόπον ἐδοκιμάσθην ὑπὲρ αὐτῶν. Καὶ ἔλαβον τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς, καὶ ἐνέβαλον αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.

Το Πάσχα της γιαγιάς

Αιμιλία Πετράκη


Είναι μια παλιά ιστορία αυτή που θα σας πω. Μια νύχτα Μεγάλου Σαββάτου, την ώρα που όλος ο κόσμος ήταν στην Ανάσταση, μου την είπε η γιαγιά…
          Όταν έκλεισε η πόρτα, κι ο μπαμπάς κι η μαμά φύγανε για την εκκλησιά, εγώ ξύπνησα. Άρχισα σιγά σιγά να κλαίω. Την έβλεπα αυτή τη νύχτα από τόσο καιρό μέσα στο μυαλό μου, γεμάτη φώτα, τόσο ωραία…
          Ήξερα ότι δεν θα πήγαινα, κι όμως την περίμενα σα να μπορούσε να συμβεί κάτι αλλιώτικο… Και τώρα πια, που είχε κλείσει η πόρτα, που κάθε ελπίδα είχε σβηστεί, ένα παράπονο μ’ έπνιγε.
          Το κλάμα μου τράβηξε τη γιαγιά, που είχε μείνει στο σπίτι.
          – Σώπα, μου ’πε, και εγώ θα σου πω σιγά σιγά μια ιστορία που θυμάμαι τώρα… Τη θυμάμαι κάθε τέτοια νύχτα και ξαναγίνουμαι παιδί σαν εσένα. Και ξαναβλέπω την καημένη τη μητέρα μου να μου λέει: «Ο πατέρας θά ’ρθει».
          Και καθίσαμε να τον περιμένουμε μια νύχτα σαν την αποψινή, μονάχες, παρακαλώντας τη θάλασσα να μας τον ξαναφέρει…
          – Και ήρθε, γιαγιά;
          – Ναι, ήρθε, αλλά άκου να δεις πώς ήρθε: Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Είχαμε καΐκια δικά μας κι όλο ταξίδευε. Ερχόταν πότε πότε, και γέμιζε το σπίτι μας με το μεγάλο κορμί του, μας γέμιζε και μας με τα χάδια του, και ξανάφευγε. Εκάναμε μήνες να τον δούμε. Εγώ αυτά μόλις τα θυμάμαι. Αλλά την αποψινή ιστορία δε θα την ξεχάσω, κι εκατό χρόνια να περάσουν ακόμα.
          Τότε έλειπε από πολύν καιρό. Μήνες είχαμε να τον δούμε. Έγραψε στη μητέρα μου ότι θα ’ρχόταν για το Πάσχα και όρισε και την ημέρα.
          Πέρασε όμως των Βαΐων, η Μεγάλη Δευτέρα, η Τρίτη, η Τετάρτη, κι ο πατέρας δεν είχε φανεί.
          – Μητερούλα, θά ’ρθει ο πατέρας; τη ρωτούσα.
          – Θά ’ρθει, θά ’ρθει, μου ’λεγε με βεβαιότητα.
          – Και πότε θά ’ρθει;
          – Όπου και να ’ναι, έφτασε.
          Ήρθε και η Μεγάλη Πέμπτη. Ύστερα από το μεσημέρι, η Μαριγώ με πήρε να πάμε ν’ ανάψομε τα καντήλια στον Άγιο Νικόλα – ένα εκκλησάκι που ’ταν ψηλά στο βουνό, σε ένα γκρεμό πάνω από τη θάλασσα. Από μέρες ήταν ο καιρός χαλασμένος. Αλλά εκείνη την ώρα άρχισε ένας δυνατός αέρας που σήκωνε και τις πέτρες από χάμω. Μας βρήκε πάνω στο βουνό· μας τραβούσε, μας έσερνε τα φουστάνια μας, μας στράβωνε. Η Μαριγώ με κρατούσε σφιχτά από το χέρι και προχωρούσαμε. Από το ψηλό μονοπάτι βλέπαμε κάτω τη θάλασσα να χτυπιέται. Η Μαριγώ όλο ψιθύριζε:
          – Άγιε Νικόλα μου, ώρα καλή για κείνους που ’ναι στη θάλασσα!
          Μα ο καιρός χειροτέρευε. Δε βλέπαμε πια μπροστά μας και δεν ξέραμε πού να προχωρήσουμε.
          – Κουράγιο, έλεγε η Μαριγώ, να πάμε ν’ ανάψομε τα καντήλια· ο πατέρας σου ταξιδεύει.
          Και μου ’σφιγγε πιο πολύ το χέρι, και με τραβούσε στο δρόμο, που δεν τον βλέπαμε πια. Εγώ έκλαιγα τρομαγμένη από το κακό του αέρα, και κείνη όλο έλεγε προσευχές για κείνους που έλειπαν.
          Όταν φτάσαμε στην εκκλησιά, δε βλέπαμε πια τη θάλασσα. Μια βαριά καταχνιά την είχε σκεπάσει. Την ακούγαμε μόνο να μουγκρίζει από κάτω.
          Ύστερα από ώρες γυρίσαμε στο σπίτι. Όλος ο κόσμος ήταν στο πόδι, κάτω στο γιαλό. Είχαν δει ένα καΐκι να περνάει μέσα στην τρικυμία, με τα πανιά του που κοντεύανε να σκιστούν απ’ το φούσκωμα. Το είδαν να περνάει σαν αστραπή, κυνηγημένο από τον καιρό, και να χάνεται μες στην ομίχλη. Πέρασε πολύ κοντά απ’ το λιμάνι μας χωρίς να μπορέσει να μπει. Άλλοι λέγανε πως ήταν το δικό μας, κι άλλοι άλλο.
          Η μητέρα μου, με τα μαλλιά που της τα ’σερνε ο αέρας, με τα μάτια τρομαγμένα, κοίταζε ακόμα αμίλητη τη θάλασσα. Εκεί βαθιά που είχε χαθεί το καΐκι…
          Με πήρε και γυρίσαμε στο σπίτι. Στα μάτια της πολεμούσα να διαβάσω την απόφαση.
          – Δεν ήταν το δικό μας, μου είπε. Αυτό είχε μεγάλα πανιά· το δικό μας δεν είναι έτσι. Αυτό ήταν ξένο, ούτε του χωριού μας δεν είναι.
          – Ο Θεός να το φυλάξει, έλεγε η Μαριγώ κλαίγοντας.


Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί ήταν χαρά Θεού. Η θάλασσα καταγάλανη, γαλήνια, ξαπλωνόταν μπροστά μας κάτω από τον ήλιο που έλαμπε. Μα δε φαινόταν τίποτε, ούτε καΐκι ούτε πανί. Όλος ο κόσμος έλεγε πως το καΐκι που πέρασε ήταν το δικό μας. Το ’χαν γνωρίσει και δεν ξέρανε αν θα ’χε σωθεί.
          Η μητέρα μου δεν έλεγε τίποτα κι όλο έλπιζε.
          Όταν γύρισε από την εκκλησιά, η Μαριγώ τη ρώτησε:
          – Κυρία, θα βάψομε τ’ αυγά;
          – Και γιατί να μην τα βάψεις; ξεφώνισε η μητέρα μου σαν τρελή.
          Η Μαριγώ χάθηκε τρομαγμένη.
          – Πού είσαι, πού είσαι! φώναξε η μητέρα μου άγρια. Το βράδυ θα κάνομε Ανάσταση με τον αφέντη, τ’ άκουσες; Στην Ανάσταση θα ’ναι εδώ. Θά ’ρθει απόψε ώς τη νύχτα. Θά ’ρθει, θά ’ρθει… Ναι, θά ’ρθει!
          Η δυστυχισμένη ήθελε να βεβαιώσει πρώτα τον εαυτό της κι ύστερα εμάς, πως αυτό που φοβόταν δεν ήταν αλήθεια. Όχι, δεν μπορούσε να ’ταν αληθινό.
          Ο καλός καιρός είχε ζωντανέψει τη μητέρα μου. Όλη την ημέρα ήταν χαρούμενη. Μας εβεβαίωνε ότι κάπου ήταν ο πατέρας, κάπου αργοπόρησε με τον καιρό. Και θα ’ρχόταν ώς το βράδυ, για να μη μας αφήσει μοναχές το Πάσχα.
          – Ω, θά ’ρθει, έλεγε, εγώ τον ξέρω καλά.
          Και γέμισε πάλι το σπίτι μας από ελπίδα, και κοιτάζαμε ολοένα από το δώμα, από τα παράθυρα, τη θάλασσα, βέβαιες ότι θα δούμε τα πανιά μας, ότι θ’ ακούσομε τις φωνές του πατέρα. Το κακό που όλος ο κόσμος έλεγε ότι πάθαμε, είχε σταματήσει έξω από την πόρτα μας, δεν μας είχε ακόμα αγγίξει. Αλλά η μέρα περνούσε, και η μητέρα γινόταν όλο και πιο σιωπηλή.
          Όταν άρχισε να νυχτώνει, με πήρε από το χέρι και τραβήξαμε έξω από το χωριό. Το σπίτι μας ήταν στην άκρη άκρη, κοντά στη θάλασσα. Πιο πέρα άρχιζαν τα βράχια, και στο τέλος ήταν ένας πελώριος κάβος. Εκεί έβλεπες όλο το πέλαγος· στη ρίζα του ήταν μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη από φύκια ξερά. Μπήκαμε μέσα στη σπηλιά και καθίσαμε.
          – Από δω θα δούμε τον πατερούλη που θά ’ρθει, μου είπε η μητέρα.
          Καθίσαμε κοντά κοντά, πάνω στα ξερά φύκια. Βλέπαμε όλη τη θάλασσα μπροστά μας, ώς πέρα που γινόταν ένα με τον ουρανό. Δε φαινόταν τίποτα, ούτε πανάκι ούτε πουλί. Κοιτάζαμε εκεί χωρίς να μιλάμε, ώσπου νύχτωσε καλά. Ήρθε και η Μαριγώ με το φανάρι. Ήθελε να με πάρει. Εγώ κλαίγοντας παρακαλούσα τη μητέρα να μ’ αφήσει να μείνω εκεί μαζί της.
          Η μητέρα, χωρίς να θυμώσει, έστειλε τη Μαριγώ να φέρει μια κουβέρτα από το σπίτι. Κι αυτή, χωρίς να μιλήσει, έφυγε. Όταν γύρισε με την κουβέρτα, με τυλίξανε μέσα και καθίσαμε κι οι τρεις εκεί.
          Ανάμεσα στη μητέρα και στη Μαριγώ, δε μιλούσα και δε σάλευα. Δεν ξέρω πόσες ώρες μείναμε εκεί. Δεν κοιμόμουνα, ούτε ήμουνα ξύπνια. Άκουγα την καρδιά μου που χτυπούσε και την αναπνοή τής μητέρας. Άκουγα τη θάλασσα που μπαινόβγαινε ήσυχα στις κουφάλες των βράχων, κάτω από τα πόδια μας, σα να ανάπνεε κι αυτή περιμένοντας μαζί με μας. Κοίταζα το σκοτάδι της θάλασσας, που δε φαινόταν κανένα φως, και ξαφνικά νόμιζα πως πολλά φωτάκια πλέανε μέσα, πως ερχόνταν προς εμάς, πως ήταν και το καΐκι μας· άκουγα τη φωνή του πατέρα που φώναζε στους ναύτες. Μα ύστερα όλα χάνονταν· κι όλα τα φώτα ήταν τ’ άστρα στον ουρανό.
          Ξαφνικά, η καμπάνα ακούστηκε. Ο ήχος της, χαρούμενος, γέμισε τον αέρα. Μας τρόμαξε και μας συνεπήρε.
          Ξεπεταχτήκαμε ακούγοντας τη φασαρία από το χωριό. Μια χαρά γέμισε τον αέρα.
          – Ο Χριστός ανασταίνεται! είπε η Μαριγώ κι έκανε το σταυρό της.
          – Ευλογημένος να ’ναι, είπε η μητέρα μου.
          Ακούσαμε για πολλή ώρα τις καμπάνες, τη χαρά της Ανάστασης. Πέρσι ήμαστε στην εκκλησιά με τον πατέρα, με τις λαμπάδες μας αναμμένες. Κι ύστερα, εμένα με πήγε στην αγκαλιά του στο σπίτι.
          Σιγά σιγά, έπαψε η φασαρία από το χωριό. Βυθιστήκαμε πάλι στη σιωπή, στο σκοτάδι. Κοιτάζαμε τη θάλασσα.
          – Κυρία, είπε σιγά η Μαριγώ, πάμε πια στο σπίτι. Περάσανε μεσάνυχτα. Ο αφέντης θά ’ρθει στο σπίτι μόλις έρθει· δε θά ’ρθει εδώ.
          – Πάμε, είπε η μητέρα.
          Με πήρε από το χέρι. Η Μαριγώ έφεγγε με το φανάρι. «Δεν ήρθε ο πατέρας» είπα εγώ κι άρχισα να κλαίω. Η μητέρα ούτε μίλησε, σα να μη μ’ άκουσε.
          Φτάσαμε κοντά στο σπίτι.
          – Κυρία, το φως είναι αναμμένο, είπε η Μαριγώ ξαφνιασμένη· εγώ το ’χα σβήσει.
          Η μητέρα μου δε μίλησε πάλι καθόλου.
          – Κυρία, πώς άναψε το φως;
          Άνοιξε τρέμοντας την ξώπορτα. Η μητέρα προχωρούσε σα να μην καταλάβαινε.
          Μέσα στην τραπεζαρία μάς περίμενε ο πατέρας.
          Μας άρπαξε στα δυνατά του μπράτσα και μας φιλούσε. Η μητέρα μισοπεθαμένη έκλαιγε στην αγκαλιά του, έκλαιγε έτσι όπως ποτέ δεν την ξαναείδα.
          Το καΐκι μας είχε βουλιάξει, μα ο πατέρας είχε σωθεί, και είχε γυρίσει από τη χώρα με τα πόδια.
          Είχε γυρίσει όμως, κι αυτό έφτανε σε μας. Και κάναμε Πάσχα μαζί, όπως το ’χε πει η μητέρα.
......................
Και η γιαγιά ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι της και σώπασε. Και σωπαίναμε κι οι δυο κοντά κοντά, σα να ήταν πάλι εκείνη η νύχτα…

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...