Ο χάρτης περιγράφει ανά τους αιώνες την εξάπλωση των θρησκειών
Από: www.mapsofwar.com
Τρίτη 22 Ιουνίου 2010
Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010
Χριστιανός στόν 21ο αἰώνα
π. Βασιλείου Θερμοῦ *
Α΄
Η πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς παραμένει ἴδια σέ ὅλες τίς ἐποχές. Εἶναι ἡ πρόσκληση νά ὑλοποιήσουμε τήν ὕψιστη δωρεά νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καί νά συμμετέχουμε στό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τήν Ἁγ. Γραφήκαί τούς Πατέρες, εἶναι τό Βασιλικό, τό Ἱερατικό καί τό Προφητικό. Ὁ Χριστιανός καλεῖται νά συμμετέχει σέ αὐτό, μέ τήν ἔννοια ὅτι γίνεται βασιλιάς τῆς κτίσης καί βασιλιάς τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλαδή, κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, πού δέν ἄγεται καί φέρεται ἀπό τά πάθη του. Ἐπίσης γίνεται ἱερέας τῆς δημιουργίας τῆς κτίσης καί τῆς ζωῆς, δηλαδή προσφέρει τόν ἑαυτό του στό Θεό ὡς Θεία Λει- τουργία μέσα ἀπό εὐχαριστιακό φρόνημα καί μέ τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Καί ἐπίσης προφήτης, μέ τήν ἔννοια ὅτι μετέχει στή
βίωση καί στή μετάδοση τῆς ἀλήθειας.
Αὐτή εἶναι ἡ διαχρονική πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ὅμως ἐπειδή ἄνθρωπος ἀπό ἄνθρωπο διαφέρει πολύ κατά τό χάρισμα καί τόν χαρακτήρα καί τίς ἐμπειρίες τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί στόν κάθε ἄνθρωπο διαφέρει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὑλοποιεῖται αὐτός ὁ κοινός σκοπός. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί ἁγίους οἱ ὁποῖοι διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους στό χαρακτήρα καί στή ζωή. Ἔχουμε ἁγίους μορφωμένους καί ἁγίους ἀγραμμάτους, ἔχουμε ἁγίους πού ἔζησαν σέ ἐρημιές καί ἄλλους πού ἔζησαν σέ μεγαλουπόλεις, ἔχουμε ἁγίους ἐξωστρεφεῖς καί ἁγίους μέ κλειστή ζωή.
Τόν ἴδιο σκοπό τῆς ζωῆς ἐπιτελοῦν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Δηλαδή μετέχουν στό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, φανερώνουν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους. Θά λέγαμε, μέ μία λίγο πιό τολμηρή ἔκφραση, πώς οἱ Ἅγιοι φανερώνουν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Καί ὑπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι νά γίνει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι. Αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό τῆς πίστης μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅπως διαφέρουν οἱ χαρακτῆρες, λοιπόν, διαφέρουν καί οἱ ἐποχές. Ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ἴδια στούς χριστιανούς τοῦ 1ου καί στούς χριστιανούς τοῦ 21ου αἰώνα. Ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά διαφοροποιηθεῖ αὐτή ἡ πρόσκληση μπορεῖ νά διαφέρει σέ πολλά. Οἱ χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων ἀντιμετώπιζαν τούς διωγμούς. Εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ἄθλημα νά τά βγάλει κανείς πέρα μέ τούς διωγμούς. Οἱ χριστιανοί τῶν Βυζαντινῶν χρόνων ὄχι μόνο δέν ἦταν ὑπό διωγμό ἀλλά ἡ πίστη τούς εἶχε γίνει καί ἡ κυρίαρχη πίστη τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ χριστιανοί βρίσκονταν, θά λέγαμε, σέ θέση ὑπεροχῆς καί ἐξουσίας. Ἄλλο ἄθλημα αὐτό ὅπου θά πρέπει νά προσέξουμε τότε προκειμένου νά μήν προδώσουμε τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἄνεσης καί τῆς ὑπεροχῆς.
Ἀπότομα ἀπό αὐτή τήν κατά-σταση πέρασε τό γένος μας στήν Τουρκοκρατία. Ἄλλα ἀθλήματα ἐκεῖ χρειάσθηκαν μέσα στίς τόσες δοκιμασίες. Μετά πέρασε στή φάση τῆς ἐλεύθερης ζωῆς, μετά στήν τεχνολογική ἐποχή, τώρα στήν ψηφιακή ἐποχή. Ὅλα αὐτά δημιουργοῦν νέες προκλήσεις. Ἡ ἔμφασή μου δηλαδή σήμερα δέν θά εἶναι νά πῶ τά γενικά στοιχεῖα τά ὁποῖα θεωρῶ δεδομένο ὅτι τά ξέρετε (τί σημαίνει νά εἶναι κάποιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, νά ἔχει πνευματική ζωή, καί νά ἀντα- ποκρίνεται στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά θά προσπαθήσω νά μιλήσω γιά τό πῶς καλεῖται νά εἶναι στή σύγχρονη ἐποχή, στόν 21ο αἰώνα, ὁ χριστιανός. Νά δοῦμε τί ἰδιαιτερότητες ὑπάρχουν σέ αὐτήν τήν ἐποχή καί πῶς ἐπηρεάζουν τήν προσπάθειά μας νά εἴμαστε ἀληθινοί μαθητές τοῦ
Χριστοῦ.
Νομίζω ὅτι ἕνα πρῶτο θέμα στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἐποχή πού ζοῦμε εἶναι ἡ τιμή καί ἡ ἀγάπη πρός τή φύση, τήν κτίση. Αὐτό πάντοτε ὀφείλαμε νά τό ἔχουμε, νά τιμοῦμε τήν κτίση πού ἔφτιαξε ὁ Θεός. Ἀλλά εἶναι ἡ πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας πού ἄρχισε νά «κτυπᾶ τό καμπανάκι» γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει ἕνα ξεχασμένο καθῆκον. Ἡ κτίση ἄρχισε νά ὑποφέρει ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μας ἀφροσύνης, ἀπληστίας, ἐπιπολαιότητας. Μιλάω γιά τό οἰκολογικό πρόβλημα τό ὁποῖο μᾶς φέρνει ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας, ὄχι ἁπλά καί μόνο νά σώσουμε μέ τήν συμπεριφορά μας τή γῆ, ὑπό τήν ἔννοια τή χρηστική, δηλαδή ὅτι «χρειαζόμαστε τό περιβάλλον, ἄς μήν τό χαλάσουμε», ἀλλά στή βάση ὅτι τό περιβάλλον εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἡ καταστροφή τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ εἶναι προσβολή, ἀχαριστία, περιφρόνηση πρός τόν ἴδιο τό Θεό.
Στό θέμα αὐτό θά τολμοῦσα νά συμπεριλάβω καί κάτι γενικώτερο, τό ὁποῖο ἐκ πρώτης ὄψεως δέν φαίνεται νά ἔχει σχέση μέ τή φύση, ἔχει ὅμως σχέση μέ τή δημιουργία. Δηλαδή, ὅπως ὁ Θεός δημιούργησε τό φυσικό περιβάλλον, δημιούργησε καί τίς προϋποθέσεις γιά τό ἀνθρώπινο περιβάλλον. Καί ὅπως τό φυσικό περιβάλλον, διακρίνεται ἀπό θαυμαστή ποικιλία ζώων καί φυτῶν ἔτσι καί τό ἀνθρώπινο περιβάλλον διακρίνεται γιά τήν ποικιλία τῶν πολιτισμῶν. Τά τελευταῖα χρόνια οἱ ἐξελίξεις τῆς ζωῆς μᾶς καλοῦν νά στραφοῦμε καί πρός τό ἀνθρώπινο περιβάλλον τῆς ποικιλίας τῶν πολιτισμῶν. Γιατί; Δέν ὑπῆρχαν πάντοτε οἱ πολιτισμοί; Πάντοτε ὑπῆρχαν. Ἐμεῖς ὅμως δέν εἴχαμε ἔρθει σέ τόση ἐπαφή ὅση σήμερα. Μέ τίς μεταναστεύσεις καί ἐμεῖς ταξιδεύουμε σέ ἄλλες χῶρες καί ἄλλοι ἔρχονται σέ μᾶς, μέ τά μέσα ἐπικοινωνίας πού ὑπάρχουν μαθαίνουμε ἐπίσης πολλά πράγματα.
Τί θέλω νά πῶ μέ αὐτά τά δύο θέματα τά ὁποῖα φάνηκαν λίγο ἀσύνδετα μεταξύ τους, ἀλλά κατ’ ἐμέ ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία; Θέλω νά ὑπογραμμίσω τήν πρόσκληση νά δοῦμε τήν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ στόν 21ο αἰώνα ὡς τιμή πρός τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, εἴτε πρόκειται γιά τό φυσικό περιβάλλον, εἴτε γιά τό ἀνθρώπινο.
Νά προσθέσω ἐδῶ ἕνα θεολογικό σχόλιο, ὅτι ἡ δίψα μας γιάτή σωτηρία καί τή μεταμόρφωση
τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά ἀγνοεῖ τό γεγονός τῆς δημιουργίας. Ὁ Χριστός ἦρθε ὡς Σωτήρας μέ δεδομένο τό γεγονός τῆς δημιουρ- γίας. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει κατάφαση, ἀποδοχή τῆς δημιουργίας, καί μετά ἀπό ἐκεῖ θά προχωρήσει στό ἔργο τῆς σωτηρίας, νά τό διακονήσει. Δέν μποροῦμε γιά παράδειγμα, νά ποῦμε στόν ἀλλοδαπό, στόν ἀλλοεθνῆ ἤ τόν ἀλλόθρησκο, «εἶσαι χαμένος ἄν δέν γίνεις χριστιανός». Πρῶτα θά ἀναγνωρίσουμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού ἔχει, ὅτι εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό στή συνέχεια θά ἀνοίξει τό δρόμο γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἡ σωτηρία περνάει πρῶτα ἀπό τήν ἀναγνώριση τῆς δημιουργίας, γατί αὐτή ἦταν καί ἡ χρονολογική σειρά. Τό ἴδιο ἀντίστοιχα ἰσχύει καί γιά τή φύση. Δέν μπορεῖ νά λέει ἕνας πιστός «ἐγώ κοιτάζω τή σωτηρία μου» καί τήν ἴδια ὥρα νά ρυπαίνει τό περιβάλλον. Ἡ σωτηρία μας περνάει μέσα ἀπό τή δημιουργία, τή δική μας καί τῶν ἄλλων.
Μόνο ἄν ἀναγνωρίσουμε τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ στή δημιουργία, εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε τῆς φύσης, μποροῦμε νά ὑπηρετήσουμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας. Στό παρελθόν ὁ χριστιανικός κόσμος ἀντέστρεψε τή σειρά καί θεώρησε ὅτι κάποιοι θά σωθοῦν ἄν τούς περάσει ἀπό βασανιστήρια ἤ τούς σκοτώσει. Ἔγιναν τέτοια πράγματα σέ ἰθαγενεῖς πληθυσμούς. Ἤ θεώρησε ὅτι μπορεῖ νά λεη- λατεῖ τή φύση καί ἡ σωτηρία νά προχωρᾶ ἀπό μόνη της χωρίς σεβασμό στή δημιουργία. Ἡ προστασία τῆς φύσης, γιά νά εἶναι στάση συνεπής θεολογικά, πρέπει νά συνοδεύεται καί ἀπό καταπολέμηση τοῦ ρατσισμοῦ καί τοῦἐθνικισμοῦ.
Δεύτερον, ζοῦμε στή λεγόμενη κοινωνία τοῦ θεάματος. Θά ἔλεγα ὅτι αὐτό κατ’ ἐξοχήν ἀγγίζει τούς νέους. Ὅσο πιό μικρός εἶναι κάποιος τόσο πιό εὔκολα χειρίζεται τίς συσκευές τοῦ θεάματος. Ζοῦμεσέ μία ἐποχή ἡ ὁποία μᾶς βομβαρδίζει μέ ὀπτικές παραστάσεις καί πληροφορίες. Πρέπει νά καταλάβουμε ποιά εἶναι ἡ πρόσκληση πού αὐτή μᾶς ἀπευθύνει ὡς χριστιανούς.
Γιά νά καταλάβουμε τί καινούργιο ἔφερε ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος (ἡ ὁποία συμβαδίζει μέ αὐτό πού λέμε «μετανεωτερικότητα») στόν κόσμο πρέπει νά τή συγκρίνουμε μέ τήν νεωτερικότητα. Ἡ νεωτερικότητα, ἡ ἰδεολογική κατάσταση πού ἐπικράτησε στή Δύση ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί μετά, ἔγκειται στήν ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ, τῆς ἐπιστήμης, τῆς διάνοιας, τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἰδεολογίας. Στή νεωτερικότητα τό κυρίαρχο σημεῖο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διάνοια, γι’ αὐτό καί ἡ ἀνθρώπινη διάνοια ἀπογειώθηκε ἐκρηκτικά μέ τά ἐπιστημονικά προϊόντα της. Στήν μετανεωτερικότητα ὅμως τό κυρίαρχο σημεῖο τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶνα ἡ διάνοια ἀλλά τό θυμικό καί ο αἰσθήσεις μέ ἐπίκεντρο τήν ὅραση Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἡ ὅραση εἶναι τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει περισσότερα ἀπ’ ὅλες τίς αἰσθήσεις. Γι᾽ αὐτό τήν ἀγαπάει πιό πολύ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
Στήν νεωτερικότητα, ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νά πεισθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τόν διάλογο τῶν ἐπιχειρημάτων. Στή μετανεωτερικότητα δέν ὑπάρχει κα- μία πρόθεση νά πεισθεῖ κανείς. Ἡ πρόθεση εἶναι νά ἀποπλανηθεῖ, νά σαγηνευτεῖ. Γι’ αὐτό καί τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο λειτουργοῦσε ἡ νεωτερικότητα ἦταν ὁ λόγος, ἐνῶ τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ μετανε ωτερικότητα εἶναι ἡ διαφήμιση Ἡ διαφήμιση δέν ἐνδιαφέρετα νά πείθει, ἀλλά νά σαγηνεύει ὥστε τελικά νά καταλήξουμε σέ κάποιο προϊόν εἴτε ἐπειδή μᾶς κέρδισαν οἱ ὑποσχέσεις ὅτι θά ἀπολαύσουμε- μετρῆστε καμιά φορὰ πόσο συχνά ἀκούγεται ἡ λέξη «ἀπόλαυση»-, εἴτε ἐπειδή κολακεύει τόν ναρκισσισμό μας. Ἡ διαφήμιση χαϊδεύει στόν ἄνθρωπο εἴτε τίς αἰσθήσεις του, εἴτε τόν ναρκισσισμό του. «Τό ἀξίζετε αὐτό τό προϊόν»! Δέν ὑπάρχε διαφήμιση πού δέν ἀπευθύνετα σέ ἕνα ἀπό τά δύο. Ἀκόμα καί ἄν τά λόγια της διαφήμισης δέν πε ριέχουν τή λέξη «ἀπόλαυση», τό σκηνικό της εἶναι ἔτσι ὀργανωμένο καί τόσο σκηνοθετημένο ὥστε νά σαγηνεύει.
Γι᾽ αὐτό καί ἡ διαφήμιση δέν λειτουργεῖ μέ ἐπιχειρήματα ἀλλά μέ τή φαντασίωση. Βλέπεις ἕνα ἐκπληκτικό αὐτοκίνητο νά κινεῖται σ’ ἕνα ἐρημικό δρόμο, νά στρίβει ἀπότομα, νά φρενάρει ὅπως θέλει κλπ, δηλαδή μέ διάφορα ψηφιακά τεχνάσματα, γιά νά σέ προσελκύσουν νά ἀγοράσεις τό αὐτοκί νητο. Αὐτό δέν ἔχει νά κάνει μέ τή λογική, δηλαδή τό πῶς θά συμ- περιφερθεῖ τό αὐτοκίνητο στό δρόμο, ἀλλά μέ τή φαντασίωσή σου ὅτι θά ἤθελες νά βρίσκεσαι μέσα σέ ἕνα τέτοιο κατασκεύασμα τό ὁποῖο θά πραγματοποιήσει τά ὄνειρά σου, ἤ θά σοῦ δώσει ἀξία.
Συνεπῶς, ἀντιμετωπίζοντας τήν πρόκληση τῆς κοινωνίας τοῦ θεάματος, (καί ἄς ἀφήσουμε προσωρινά τό ἄν εἶναι κάποιος χριστιανός ἤ ὄχι, ἀλλά ἄς πάρουμε ἁπλά ἕνα ἄνθρωπο πού θέλει νά εἶναι ἀξιοπρεπής καί φυσιολογικός), χρειάζεται νά μάθει κάποιος νά ἀντιστέκεται μπροστά στή σαγήνη. Ἄν δέν τό κάνει, θά φθάσει σέ σημεῖο νά ἀναπτύξει κάποιου εἴδους ἐξάρτηση. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ ἐποχή τῶν ἐξαρτήσεων, ὄχι μόνο ἀπό παράνομες οὐσίες, πού ὑπῆρχαν πάντα, ἀλλά καί ἀπό νόμιμες ἐξαρτήσεις, ὅπως τό κάπνισμα τό ἀλκοόλ, τό φαγητό, τήν τηλεθέαση, τά ἠλεκτρονικά παιγνίδια, τόν ὑπολογιστή, τό διαδίκτυο. Περνοῦμε ὧρες μπροστά ἀπό τήν τηλεόραση κάθε μέρα μόνο καί μόνο γιά νά χαλαρώνουμε, νά ἠρεμοῦμε, νά μᾶς φεύγει τό ἄγχος. Ἐάν δέν ἀντισταθεῖ κάποιος, ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος γίνεται ἐξαρτησιογόνος. Ἔτσι λοιπόν, καί νά μήν εἶναι κάποιος χριστιανός, ἁπλῶς νά θέλει νά εἶναι συγ- κροτημένος καί ὥριμος, χρειάζεται νά ἀντισταθεῖ ἀπέναντι στή σα γήνη γιά νά μήν πάθει ἐξάρτηση.
Τί περισσότερο ἔχει ὁ χριστια νός νά κάνει ἀπέναντι στήν κοινωνία τοῦ θεάματος; Δέν ἐννοοῦμε κατ’ ἀνάγκη νά σταματήσει νά βλέπει τηλεόραση, σοβαρές ται νίες ἤ ἀξιόλογες ἐκπομπές. Μπορεῖ ὅμως νά κάνει ἕνα πρόγραμμα, νά ἐπιβληθεῖ στόν ἑαυτό του καί νά πεῖ: «τώρα τελείωσε, τό κλείνω».
Ὁ Χριστιανός χρειάζεται ἐπί σης κάτι παραπάνω ἐδῶ νά προ σέξει. Ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος, στήν προσπάθειά της νά μᾶς σαγηνεύει, χρησιμοποιεῖ τόν πιό γνώριμο τρόπο σαγήνης πού ξέρει ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τήν ἀρχή της: τόν ἐρωτισμό. Δηλαδή προκειμένου νά πετύχει τό σκοπό της, χρησιμοποιεῖ τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τά ἀνθρώπινα συναισθήματα. Εἴτε ἐμπορικοποιεῖ τό ἀνθρώπινο σῶμα μέ τή γυμνότητά του, καί στηρίζει διαφημίσεις πάνω σ’ αὐτή, εἴτε ἐμπορικοποιεῖ τόν ἔρωτα δημιουργώντας ρομαντικές ἱστορίες. Ἐδῶ ὁ χριστιανός ἔχει πολύ μεγάλο ἀγώνα.
Στό παρελθόν εἴχαμε ἀκούσει πάρα πολλές συμβουλές, νά ἀποφεύγουμε τά τολμηρά θεάματα, ἐπειδή ἐξάπτουν τά πάθη, ἀλλά αἰσθάνομαι ὅτι δέν εἴχαμε ἀκούσει πειστικές ἐξηγήσεις γιατί εἶναι ἁμαρτία, γιατί δέν ταιριάζει μέ ἕνα χριστιανό νά τό κάνει αὐτό. Τώρα τό καταλάβαμε καλύτερα στήν ἐποχή πού ζοῦμε, ὅταν ἡ κατάχρηση αὐτοῦ τοῦ ἐρωτισμοῦ, ἡ ὑπερβολή τοῦ ἐρωτισμοῦ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ θεάματος, ἔφερε τά πράγματα σέ τέτοιο σημεῖο πού νά ἐπιφέρει δομικές ἀλλοιώσεις στόν ψυχισμό. Ἡ ἐξάρτηση πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πάθειἀπό τήν ἐμπορικοποίηση τοῦ σώματος εἶναι δυνατόν νά τόν κάνει ἀνίκανο ν’ ἀγαπήσει. Διότι ἡ ἔμφαση πού δίνεται στήν ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων, καταλήγει στό ναρκισσισμό, ἐνῶ ἡ ἀγάπη ἀπαιτεῖ ἄλλες ἱκανότητες. Μερικές φορές μάλιστα γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε πρέπει νά μειώσουμε τήν ἀπόλαυση. Μέ τή νηστεία καί κάθε εἴδους ἄσκηση μειώνουμε τίς ἀπολαύσεις γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε περισσότερο τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Σήμερα, ἄν προσέξετε τήν ὁρολογία πού χρησιμοποιεῖται, γιά τούς περισσότερους ταυτίζεται ἡ ἀπόλαυση μέ τή χαρά. Θέλουν νά μιλήσουν γιά ἀπόλαυση καί λένε «χαρά». Αὐτό εἶναι σοβαρότατο λάθος. Διότι τήν ἀπόλαυση τήν δίνει ἡ ἱκανοποίηση τῶν ὁρμῶν τῶν αἰσθήσεων ἤ τῶν ἐγωιστικῶν ὁρμῶν στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ τή χαρά τή δίνει ἡ ἀγάπη. Ἄν τό φιλοσοφήσετε λίγο θά δεῖτε ὅτι χαρά νιώσατε σέ καταστάσεις πού ὀφείλονται σέ διαπροσωπικές σχέσεις, π.χ. σέ μία ὄμορφη στιγμή μέ τούς γονεῖς σας, ἤ μέ τ’ ἀδέλφια σας, μέ φίλες καί μέ φίλους, ἤ μέσα στό γάμο σας μέ τόν/τήν σύζυγο, ἤ μέ τά παιδιά. Ἡ ἀγάπη μέσα στή διαπροσωπική σχέση εἶναι πού δημιουργεῖ χαρά.
Ἐνῶ ἀπολαύσεις ἔχουμε πολύ περισσότερες, ἀλλά σχετίζονται μέ τά ἐπιφανειακά, δηλαδή μέ τίς αἰσθήσεις καί μέ τόν ἐγωισμό. Ὑπάρχει βέβαια καί κάτι ἐνδιάμεσο σέ αὐτά τά δύο. Ἄν ἡ χαρά εἶναι ἡ ὑψηλότερη μορφή τῶν εὐχάριστων αἰσθημάτων καί ἡ ἀπόλαυση ἡ κατώτερη, ὑπάρχει καί ἡ ἐνδιάμεση πού εἶναι ἡ ἱκανοποίηση. Ἱκανοποίηση παίρνουμε ὅταν ἐπιτυγχάνουμε στόχους. Κα- τάφερα π.χ. καί πῆρα ἕνα καλό βαθμό στίς ἐξετάσεις: δέν εἶναι χαρά αὐτό πού νιώθω, εἶναι ἱκανοποίηση, κι ἄς λέω «εἶμαι χαρούμενος».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει αὐτή τή διάκριση μεταξύ χαρᾶς καί ἀπόλαυσης, πέφτει στήν παγίδα τῶν ἀπολαύσεων (φαγητοῦ, καταναλωτισμοῦ, ἀνέσεων, ἐρωτισμοῦ, δηλαδή σεξουαλικοποιημένης ἀπόλαυσης χωρίς συναισθήματα), ὅποτε κινεῖται μόνο στό ἐπίπεδο τῆς ἀπόλαυσης, τή χαρά δέν τήν φτάνει. Ἐάν δέ αὐτό τοῦ γίνει καί συνήθεια μέ τόν καιρό, δηλαδή ἐάν ὑποταχτεῖ στήν κοινωνία τοῦ θεάματος, καί μέσα του ἐγκατασταθεῖ ἡ συνήθεια τῆς ἀπόλαυσης, εἶναι δυνατόν νά χάσει τήν ἱκανότητά του νά φτάσει τή χαρά, νά ἀνέβει πιό πάνω. Κινδυνεύει νά γίνει ἄνθρωπος πού δέν θά εἶναι ἱκανός νά χαίρεται καί νά ἀγαπᾶ. Ἅμα χάσει τήν ἱκανότητα γιά ἀγάπη ἔχει χαθεῖ τό βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, χάθηκε ἡ χριστιανική ἰδιότητα ἐντελῶς. Διότι αὐτή βασίζεται στήν ἀγάπη: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Μόλις ὑποβαθμιστῆ ἡ ἱκανότητα γιά ἀγάπη, ὄχι μόνο χάνεται ὁ χριστιανός, ἀλλά ξεπέφτει καί ὁ ἄνθρωπος. Ἄρα ζοῦμε σέ μία κοινωνία ἡ ὁποία μέσα ἀπό τό θέαμα κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά χάσουμε τήν ἱκανότητα νά ἀγαπᾶμε. Ἑπομένως πρέπει νά τό λάβουμε σοβαρά αὐτό ὑπ’ ὄψη στήν στάση μας ἀπέναντι στήν κοινωνία τοῦ θεάματος, στήν ἀσκητική τήν ὁποία θά ἐφαρμόσουμε ἀπέναντι στήν κοινωνία τοῦ θεάματος καί ἀπέναντι στήν κοινωνία τῆς κατανάλωσης, ἡ ὁποία πορεύεται μαζί μέ τήν κοινωνία τοῦ θεάματος. Θέαμα καί κατανάλωση πᾶνε μαζί.
*Εἰσήγηση στὴν ἡμερίδα ποὺ διοργάνωσε γιὰ τοὺς κατηχητές τὸ Γραφεῖο Νεόητος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης στὶς 13-3-2010.
Κυριακή 20 Ιουνίου 2010
Τα ΕΛ.ΤΑ τιμούν το Γέροντα Αυγουστίνο
Σε εκδήλωση τιμής κι ευγνωμοσύνης προς το Γέροντα Μητροπολίτη, πρώην Φλωρίνης – Πρεσπών και Εορδαίας κ. Αυγουστίνο που συνδιοργάνωσαν χθες τα Ελληνικά Ταχυδρομεία και η Μητρόπολη, παρουσιάστηκαν το Λεύκωμα και σειρά γραμματοσήμων, αφιερωμένα στο Γέροντα Αυγουστίνο, που εξέδωσαν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία.
Σύνταξη: Σοφία Ζουζέλη
Σάββατο 19 Ιουνίου 2010
Άπλωσε και ο Κύριος το χέρι του…
Κάποτε που βάδιζα με τον άγιο στην πλατεία της πόλεως, βλέπω δεξιά μου έναν άνθρωπο κάτι να ψιθυρίζει. Τον ακολουθούσαν πολλοί φτωχοί ζητώντας του βοήθεια. Κι εκείνος κάνοντας τάχα ότι τους διώχνει, τους έβαζε στο χέρι την ελεημοσύνη του. Έτσι κρυβόταν από τους ανθρώπους. Μόλις το πρόσεξα, σκούντησα τον όσιο και του είπα για την αρετή του ανθρώπου αυτού. Κι εκείνος μού λέει:
- Στα μάτια του Θεού είναι μέγας. Τον ξέρω, γιατί αρκετές φορές βρεθήκαμε μαζί.
Ύστερα από μερικές ημέρες τον ρώτησα σχετικά με αυτή την αρετή και μου διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.
- Ήμουνα τότε, μού είπε, μικρό παιδί, δώδεκα χρονών περίπου, και είχα πάει στην εκκλησία του αποστόλου Θωμά να προσευχηθώ.
Βρήκα εκεί ένα γέροντα να διδάσκει το λαό. Μεταξύ άλλων, μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε ότι αυτός που δίνει κάτι στους φτωχούς είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του Κυρίου. Όταν το άκουσα αυτό παραξενεύθηκα και κατέκρινα τον άνθρωπο του Θεού ότι ήταν ψεύτης. Γιατί έλεγα μέσα μου: αφού ο Κύριος είναι στους ουρανούς στα δεξιά του Πατέρα του, πώς θα βρεθεί στη γη, για να πάρει αυτά που δίνουμε στους φτωχούς;
Καθώς όμως βάδιζα και συλλογιζόμουν όσα άκουσα, βλέπω κατά σύμπτωση ένα κουρελιάρη φτωχό που πάνω από το κεφάλι του -τι θαύμα!- στεκόταν η μορφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εκεί που προχωρούσε ο φτωχός τον συνάντησε κάποιος ελεήμων και του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί. Μόλις λοιπόν άπλωσε το χέρι του ο φιλόπτωχος εκείνος προς το ζητιάνο, άπλωσε και ο Κύριος το χέρι του από την εικόνα, πήρε το ψωμί και τον ευχαρίστησε. Έπειτα το έδωσε στον φτωχό. Ούτε αυτός όμως ούτε κι ο ελεήμων κατάλαβαν τίποτε.
Θαύμασα και πίστεψα. Από τότε ήξερα ότι όποιος δίνει στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού. Αυτή την εικόνα του Χριστού τη βλέπω να στέκεται πάνω απ’ όλους τους φτωχούς και γι’ αυτό με δέος ασκώ όσο μπορώ, την αρετή της ελεημοσύνης που τόσο ευχαριστεί τον Κύριο.
(Άγιος Νήφων Κωνσταντιανής)
Πηγή: vatopaidi
Το βρήκαμε:
http://iliaxtida.wordpress.comΝα παντρευτείς! Και θα σου πω τι θα κοιτάξεις να έχει μια γυναίκα.
Πρώτον, να έχει την αλήθεια στην καρδιά και στα χείλη. Δηλαδή ότι σου λέει να είναι αληθινό. Γιατί κάτω απ’ το ψέμα δεν στεριώνει η οικογένεια.
Δεύτερον να μην παίζει το μάτι της. Όταν είναι μαζί σου μην κοιτάζει άλλον.
Τρίτον, να είναι λιγάκι χριστιανή. Να ξέρει ότι είναι Χριστούγεννα, ότι είναι Τετάρτη, ότι είναι Παρασκευή, ότι είναι Κυριακή.
Και ένα τέταρτο, να σ’ αρέσει και λιγάκι.
Άμα βρεις μια τέτοια, πάρ’ την αμέσως.
Πηγή: Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης, ο πνευματικός της Μονής Δαδίου, σελ. 212-3
http://istologio.org
Η ευλάβεια στους Αγίους
Για τους αγίους της Εκκλησίας μας ακούσαμε σε μια χριστιανική συζήτηση ότι τους αρέσει να τους τιμούμε ιδιαίτερα. Γιατί υπάρχουν , σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, πολλές μονές στους ουρανούς, με πολλές αναβαθμίσεις, και τιμές.
Σε ένα κήρυγμα ενός αγιορείτη πατέρα που έγινε πρόσφατα ακούσαμε μια ιστορία για τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο που γιορτάζει στις 29 Φεβρουαρίου, μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια.
Όπως πρόσφατα διαδόθηκε για τον άγιο Ιούδα τον Απόστολο που εορτάζει στις 19 Ιουνίου, για το παράπονο που έκανε σε ευλαβείς χριστιανούς οτι δεν τον τιμούμε όσο πρέπει εμείς οι χριστιανοί ούτε φέρουμε το όνομά του, επειδή το ονόμα του που είναι το ίδιο με του προδότη Ιούδα του Ισκαριώτη, το ίδιο λένε έγινε με τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο .
Παραπονέθηκε κάποτε ο άγιο Κασσιανός στον Χριστό , ανέφερε ο αγιορείτης στην διδακτική ιστορία, ότι δεν τον τιμούνε όσο πρέπει οι χριστιανοί, όσο τιμούνε τον Άγιον Νικόλαο.
Τότε παρουσιάστηκε ο άγιος Νικόλαος και κάθισε στη θέση του μουσκεμένος , ιδρωμένος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος.
-Μόλις έσωσα ένα καράβι με το πλήρωμα του στον Ειρηνικό, είπε.
Οι άγιοι που τους καλούμε συνέχεια σε παρουσία και βοήθεια τελικά δεν βρίσκουν ανάπαυση ούτε στον Παράδεισο.
Τα συμπεράσματα δικά μας.
Σε ένα κήρυγμα ενός αγιορείτη πατέρα που έγινε πρόσφατα ακούσαμε μια ιστορία για τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο που γιορτάζει στις 29 Φεβρουαρίου, μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια.
Όπως πρόσφατα διαδόθηκε για τον άγιο Ιούδα τον Απόστολο που εορτάζει στις 19 Ιουνίου, για το παράπονο που έκανε σε ευλαβείς χριστιανούς οτι δεν τον τιμούμε όσο πρέπει εμείς οι χριστιανοί ούτε φέρουμε το όνομά του, επειδή το ονόμα του που είναι το ίδιο με του προδότη Ιούδα του Ισκαριώτη, το ίδιο λένε έγινε με τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο .
Παραπονέθηκε κάποτε ο άγιο Κασσιανός στον Χριστό , ανέφερε ο αγιορείτης στην διδακτική ιστορία, ότι δεν τον τιμούνε όσο πρέπει οι χριστιανοί, όσο τιμούνε τον Άγιον Νικόλαο.
Τότε παρουσιάστηκε ο άγιος Νικόλαος και κάθισε στη θέση του μουσκεμένος , ιδρωμένος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος.
-Μόλις έσωσα ένα καράβι με το πλήρωμα του στον Ειρηνικό, είπε.
Οι άγιοι που τους καλούμε συνέχεια σε παρουσία και βοήθεια τελικά δεν βρίσκουν ανάπαυση ούτε στον Παράδεισο.
Τα συμπεράσματα δικά μας.
Το βασίλεμα του Ήλιου-Μέρος 1ο
Φώτη Κόντογλου
Γιατί άραγε μου φέρνουνε βαθεία συγκίνηση , και φυλάγω κρυφά μέσα στην καρδιά μου κάποια πράγματα, που δεν τα παρατηρεί κανένας; Κι αν βρεθεί κανείς να τα προσέξει και να νοιώσει κάτι απ' αυτά , ωστόσο δεν το φανερώνει, για να μην τον λογαριάζουν για άνθρωπο που χάνει τον καιρό με κάποια πράγματα που δεν είναι σοβαρά, προπάντων στην εποχή μας, που θέλει να είναι οι άνθρωποι δραστήριοι σε χεροπιαστά πράγματα , προ πάντων σε ό, τι βγάζει χρήματα: "λεφτά, πολλά λεφτά!" ακούω συχνά να λένε δίπλα μου , κι ανατριχιάζω, αν τύχει να κα΄θησω σε καμία καρέκλα, κι ας βρίσκουμαι και μίλια μακρυά απο την Αθήνα. Εδώ πιά , μέσα στη νέα ελληνική Βαβυλών, όπου να σταθεί κανένας δεν ακούγει τίποτ' άλλο απο κουβέντες για λεφτά. Κι αν τύχει να ακούσει κανείς και καμιά άλλη ομιλία, πάλι, σαν συλλογισθεί λίγο, θα δεί πως κ' εκείνη η κουβέντα στα λεφτά καταλήγει και στα λεφτά αποβλέπει.
Τόσο πολύ έχουνε ζαλισθεί οι άνθρωποι απο το χρήμα, που τους βλέπω σαν να είναι άρρωστοι τόσο πολύ, που αυτά τα λεφτα΄, που τα λατρεύουνε όπως προσκυνούσανε οι Οβραίοι το Μαλαματένιο το Μοσχάρι , σαν τα αποχτήσουνε, απο την πολλή χαρά τους δεν είναι σε θέση να τα χαρούνε, οι δυστυχισμένοι , σαν εκείνον τον φλογερό εραστή , που απο το πολύ το αίσθημα, σαν βρεθεί τέλος πάντων κοντά στην αγαπημένη του, τα χάνει , χλωμιάζει , και δεν τολμά να της μιλήσει!
Με πάθος μιλούνε όλοι για το χρήμα, κι αυτοί που δεν το έχουνε και το ποθούνε μέρα νύχτα, κ' εκείνοι που το έχουνε. Οι πρώτοι παραμιλούνε κι ολοένα κάνουνε συνέχεια με τι τρόπο να τ'αποχτήσουνε, οι δεύτεροι κάνουνε κι αυτοί σχέδια απάνω σε σχέδια με τι τρόπο θα το πληθύνουνε και θ α το ασφαλίσουνε. Το χρήμα είναι ο θεός και των φτωχών και των πλουσίων, των αρσενικών και των θυλικών των παιδιών και των γέρων. Τούτη η θρησκεία είναι παγκόσμια, κι όχι ο Χριστιανισμός, ή ο Βουδδισμός, ή ο μωχαμετανισμός! Γιατί το χρυσάφι το προσκυνούνε κ' οι άσπροι, κ' οι μαύροι , κ' οι κίτρινοι , κ' οι κάθε φυλής άνθρωποι, κ' οι κάθε θρησκείες.
Είπε, λέγει ο Χριστός, πως με το Ευαγγέλιο θα γίνει "μία ποίμνη και είς ποιμήν". Αυτό δέν θα γίνει ποτέ, γιατί ο Χριστός το είπε με άλλη έννοια: Εννοούσε πως όσοι πιστέψουνε αληθινά σ΄αυτόν , θα είναι ενωμένες οι ψυχές τους πνευματικά, κι ας βρίσκεται ο ένας εδώ κι ο άλλος στην άλλη άκρη του κόσμου, κι όχι πως θα γίνουνε Χριστιανοί όλοι οι άνθρωποι. Ίσα-ίσα είπε, πως οι δικοί του θα είναι λίγοι: "το μικρόν ποίμνιο" και μάλιστα πως θα ε΄νιαι καταδιωγμένοι και "μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά του".
Αυτός που έστησε κιόλας το θρόνο του απάνω στην οικουμένη, κ' είναι ο "εις ποιμήν", που εξουσιάζει την παγκόσμια στάνη, είναι ο Θεός τους Χρυσαφιού , ο Μαμωνάς. Μονάχα πως η στάνη του, αντί να έχει μέσα αθώα πρόβατα, έχει λογιών - λογιών αγρίμια και θηρία, που κατασπαράζουνε το ένα τ'άλλο, γιατί όποιος αγαπά πολύ το χρήμα, δεν αγαπά τον αδερφό του , αλλά είναι έτοιμος να τον βλάψει για το συμφέρον του.
Κ' εκείνος που αμφιβάλλει γι' αυτά που λέμε, ας κοιτάξει τι λέγει το Ευαγγέλιο: "Δε μπορείτε να δουλεύετε(να είσαστε δούλοι) σε δυό αφεντικά, στον Θεό και στον Μαμωνά. Ή τον ένα θα αγαπήσετε, ή τον άλλον".
Το χρήμα , βέβαια, είναι ένα πράγμα χρειαζούμενο για να ζήσουν οι άνθρωποι, εξυπηρετώντας ο ένας τον άλλον. Αλλά η φιλαργυρία, απο υπηρέτη του ανθρώπου, το κάνει τύραννό του. Είναι σαν το κρασί, που είναι καλό σαν πίνεται με μέτρο, μα γίνεται φαρμάκι σαν πίνεται με αχορταγία. Το χρήμα, σαν γίενι πάθος είναι το πιό τρομερό και καταραμένο πράγμα. Όλα τα εγκλήματα, όλα τα φονικά, όλες οι αιματοχυσίες και οι άλλες αμέτρητες δυστυχίες της ανθρωπότητας, αιτία έχουνε το χρήμα , το συμφέρον.
Πάντα οι άνθρωποι αγαπούσαν το χρήμα. Σήμερα όμως η αγάπη αυτή έχει γίνει μια τυραννία φρικτή. Ο βαρύς ίσκιος του σκέπασε ολότελα την ψυχή των ανθρώπων , και δεν άφησε κανένα μέρος της έξω απο το φαρμακερόν ίσκιο του. Σπάνιο πράγμα είναι να ακούσει κανένας κάποια συνομιλία που να μην έχει σχέση με το χρήμα , σαν να μην υπάρχει πιά τίποτ' άλλο στον κόσμο. Το χρήμα είναι μιά σφήνα, μπηγμένη στο μυαλό του ανθρώπου, που τον βασανίζει μέρα-νύχτα.
Μέσα σε τέτοιον κόσμο, λοιπόν, σε βλέπουν όλοι σαν χασομέρη, αν τύχει να μιλήσεις για κάποια αισθήματα και για κάποιες συγκινήσεις που βρίσκουνται μακρυά απο τη μόνη και μοναδική κι αδιάκοπη συγκίνηση των λεφτών , που τη νοιώθει όλος ο κόσμος. Κι αν τύχει μάλιστα αυτά τα αισθήματα να έχουνε σχέση με τη θρησκεία, εκείνον που τα έχει και που θαρρεύτηκε να τα πει κιόλας, θα τον πούνε, όπως είπα στην αρχή, χασομέρη, ανόητον , όσο και βλαμμένον.
Ωστόσο, εμένα δεν με φοβερίζουνε αυτές οι προσβλητικές ονομασίες, γιατί τις συνήθισα και γιατί τις ακούσαμε κι άλλοι πιό σπουδαίοι απο μένα,αλλά και γιατί δεν έχω πολλή εκτίμηση σε όσα εκτιμουν οι σημερινοί άνθρωποι. Και γι' αυτό, όπως πάντα, φανερώνω τι έχω μέσα στην καρδιά μου, κι όποιος θέλει ας τ' ακούσει.
Μερός 2ο
Φώτης Κόντογλου
Βιβλίο: Ευλογημένο Καταφύριο
Καιφάλαιο :Το βασίλεμα του ήλιου Εκδόσεις -ΑΚΡΙΤΑΣ
Γιατί άραγε μου φέρνουνε βαθεία συγκίνηση , και φυλάγω κρυφά μέσα στην καρδιά μου κάποια πράγματα, που δεν τα παρατηρεί κανένας; Κι αν βρεθεί κανείς να τα προσέξει και να νοιώσει κάτι απ' αυτά , ωστόσο δεν το φανερώνει, για να μην τον λογαριάζουν για άνθρωπο που χάνει τον καιρό με κάποια πράγματα που δεν είναι σοβαρά, προπάντων στην εποχή μας, που θέλει να είναι οι άνθρωποι δραστήριοι σε χεροπιαστά πράγματα , προ πάντων σε ό, τι βγάζει χρήματα: "λεφτά, πολλά λεφτά!" ακούω συχνά να λένε δίπλα μου , κι ανατριχιάζω, αν τύχει να κα΄θησω σε καμία καρέκλα, κι ας βρίσκουμαι και μίλια μακρυά απο την Αθήνα. Εδώ πιά , μέσα στη νέα ελληνική Βαβυλών, όπου να σταθεί κανένας δεν ακούγει τίποτ' άλλο απο κουβέντες για λεφτά. Κι αν τύχει να ακούσει κανείς και καμιά άλλη ομιλία, πάλι, σαν συλλογισθεί λίγο, θα δεί πως κ' εκείνη η κουβέντα στα λεφτά καταλήγει και στα λεφτά αποβλέπει.
Τόσο πολύ έχουνε ζαλισθεί οι άνθρωποι απο το χρήμα, που τους βλέπω σαν να είναι άρρωστοι τόσο πολύ, που αυτά τα λεφτα΄, που τα λατρεύουνε όπως προσκυνούσανε οι Οβραίοι το Μαλαματένιο το Μοσχάρι , σαν τα αποχτήσουνε, απο την πολλή χαρά τους δεν είναι σε θέση να τα χαρούνε, οι δυστυχισμένοι , σαν εκείνον τον φλογερό εραστή , που απο το πολύ το αίσθημα, σαν βρεθεί τέλος πάντων κοντά στην αγαπημένη του, τα χάνει , χλωμιάζει , και δεν τολμά να της μιλήσει!
Με πάθος μιλούνε όλοι για το χρήμα, κι αυτοί που δεν το έχουνε και το ποθούνε μέρα νύχτα, κ' εκείνοι που το έχουνε. Οι πρώτοι παραμιλούνε κι ολοένα κάνουνε συνέχεια με τι τρόπο να τ'αποχτήσουνε, οι δεύτεροι κάνουνε κι αυτοί σχέδια απάνω σε σχέδια με τι τρόπο θα το πληθύνουνε και θ α το ασφαλίσουνε. Το χρήμα είναι ο θεός και των φτωχών και των πλουσίων, των αρσενικών και των θυλικών των παιδιών και των γέρων. Τούτη η θρησκεία είναι παγκόσμια, κι όχι ο Χριστιανισμός, ή ο Βουδδισμός, ή ο μωχαμετανισμός! Γιατί το χρυσάφι το προσκυνούνε κ' οι άσπροι, κ' οι μαύροι , κ' οι κίτρινοι , κ' οι κάθε φυλής άνθρωποι, κ' οι κάθε θρησκείες.
Είπε, λέγει ο Χριστός, πως με το Ευαγγέλιο θα γίνει "μία ποίμνη και είς ποιμήν". Αυτό δέν θα γίνει ποτέ, γιατί ο Χριστός το είπε με άλλη έννοια: Εννοούσε πως όσοι πιστέψουνε αληθινά σ΄αυτόν , θα είναι ενωμένες οι ψυχές τους πνευματικά, κι ας βρίσκεται ο ένας εδώ κι ο άλλος στην άλλη άκρη του κόσμου, κι όχι πως θα γίνουνε Χριστιανοί όλοι οι άνθρωποι. Ίσα-ίσα είπε, πως οι δικοί του θα είναι λίγοι: "το μικρόν ποίμνιο" και μάλιστα πως θα ε΄νιαι καταδιωγμένοι και "μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά του".
Αυτός που έστησε κιόλας το θρόνο του απάνω στην οικουμένη, κ' είναι ο "εις ποιμήν", που εξουσιάζει την παγκόσμια στάνη, είναι ο Θεός τους Χρυσαφιού , ο Μαμωνάς. Μονάχα πως η στάνη του, αντί να έχει μέσα αθώα πρόβατα, έχει λογιών - λογιών αγρίμια και θηρία, που κατασπαράζουνε το ένα τ'άλλο, γιατί όποιος αγαπά πολύ το χρήμα, δεν αγαπά τον αδερφό του , αλλά είναι έτοιμος να τον βλάψει για το συμφέρον του.
Κ' εκείνος που αμφιβάλλει γι' αυτά που λέμε, ας κοιτάξει τι λέγει το Ευαγγέλιο: "Δε μπορείτε να δουλεύετε(να είσαστε δούλοι) σε δυό αφεντικά, στον Θεό και στον Μαμωνά. Ή τον ένα θα αγαπήσετε, ή τον άλλον".
Το χρήμα , βέβαια, είναι ένα πράγμα χρειαζούμενο για να ζήσουν οι άνθρωποι, εξυπηρετώντας ο ένας τον άλλον. Αλλά η φιλαργυρία, απο υπηρέτη του ανθρώπου, το κάνει τύραννό του. Είναι σαν το κρασί, που είναι καλό σαν πίνεται με μέτρο, μα γίνεται φαρμάκι σαν πίνεται με αχορταγία. Το χρήμα, σαν γίενι πάθος είναι το πιό τρομερό και καταραμένο πράγμα. Όλα τα εγκλήματα, όλα τα φονικά, όλες οι αιματοχυσίες και οι άλλες αμέτρητες δυστυχίες της ανθρωπότητας, αιτία έχουνε το χρήμα , το συμφέρον.
Πάντα οι άνθρωποι αγαπούσαν το χρήμα. Σήμερα όμως η αγάπη αυτή έχει γίνει μια τυραννία φρικτή. Ο βαρύς ίσκιος του σκέπασε ολότελα την ψυχή των ανθρώπων , και δεν άφησε κανένα μέρος της έξω απο το φαρμακερόν ίσκιο του. Σπάνιο πράγμα είναι να ακούσει κανένας κάποια συνομιλία που να μην έχει σχέση με το χρήμα , σαν να μην υπάρχει πιά τίποτ' άλλο στον κόσμο. Το χρήμα είναι μιά σφήνα, μπηγμένη στο μυαλό του ανθρώπου, που τον βασανίζει μέρα-νύχτα.
Μέσα σε τέτοιον κόσμο, λοιπόν, σε βλέπουν όλοι σαν χασομέρη, αν τύχει να μιλήσεις για κάποια αισθήματα και για κάποιες συγκινήσεις που βρίσκουνται μακρυά απο τη μόνη και μοναδική κι αδιάκοπη συγκίνηση των λεφτών , που τη νοιώθει όλος ο κόσμος. Κι αν τύχει μάλιστα αυτά τα αισθήματα να έχουνε σχέση με τη θρησκεία, εκείνον που τα έχει και που θαρρεύτηκε να τα πει κιόλας, θα τον πούνε, όπως είπα στην αρχή, χασομέρη, ανόητον , όσο και βλαμμένον.
Ωστόσο, εμένα δεν με φοβερίζουνε αυτές οι προσβλητικές ονομασίες, γιατί τις συνήθισα και γιατί τις ακούσαμε κι άλλοι πιό σπουδαίοι απο μένα,αλλά και γιατί δεν έχω πολλή εκτίμηση σε όσα εκτιμουν οι σημερινοί άνθρωποι. Και γι' αυτό, όπως πάντα, φανερώνω τι έχω μέσα στην καρδιά μου, κι όποιος θέλει ας τ' ακούσει.
Μερός 2ο
Φώτης Κόντογλου
Βιβλίο: Ευλογημένο Καταφύριο
Καιφάλαιο :Το βασίλεμα του ήλιου Εκδόσεις -ΑΚΡΙΤΑΣ
"Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Ευχαριστίας"
http://www.i-m-patron.gr
επί τη "εξηκονταετηρίδι"
Ομιλία Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. ΙΩΑΝΝΟΥ
επί τη "εξηκονταετηρίδι"
Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου
Διακίδειος Σχολή Λαού, 15 Ιανουαρίου 1999
Σεβασμιώτατε Άγιε Πατρών, Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, κύριοι βουλευταί, κύριε Νομάρχα, κύριε Δήμαρχε, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Με πολλήν συγκίνησιν και χαράν συμμετέχω στην αποψινή εκδήλωση προς τιμήν του πολιού και διακεκριμένου Ιεράρχου της κατά την Ελλάδα Εκκλησίας, προέδρου και ποιμενάρχου της ιστορικής και Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών κ. Νικοδήμου, ο οποίος συμπληρώνει σήμερα εξηκονταετίαν όλην εν τη διακονία του Θυσιαστηρίου και του οποίου η μακρά και πλουσία προσφορά αναγνωρίζεται την εσπέραν αυτήν πανηγυρικώς και επισήμως και υπό της Εταιρίας Πελοποννησιακών Σπουδών διά της επιδόσεως ειδικού τιμητικού τόμου.
Η χαρά και η συγκίνησίς μου επί τη τιμητική αυτή εκδηλώσει, οφείλονται πρώτον μεν εις τον ιδιάζοντα ιερόν δεσμόν μεταξύ της Εκκλησίας των Πατρών και του πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου, του οποίου ταπεινός Ιεράρχης τυγχάνω, δεσμόν οφειλόμενον εις τον κοινόν ιδρυτήν των δύο Εκκλησιών, Βυζαντίου Κωνσταντινουπόλεως και Πατρών, Άγιον Απόστολον Ανδρέαν, δεύτερον δε εις τον βαθύ σεβασμόν τον οποίον προσωπικώς τρέφω προς τον τιμώμενον σήμερον Ιεράρχην, όχι μόνο διά την πλουσίαν εκκλησιαστικήν διακονίαν του αλλά και διά την γόνιμον προσφοράν του εις τα θεολογικά γράμματα, προσφοράν η οποία τον έχει ήδη αναδείξει εξέχοντα εκπρόσωπον της μακράς παραδόσεως των λογίων Αρχιερέων του Γένους. Η προσφορά αυτή καλύπτει ευρύ φάσμα τόσον του προφορικού όσον και του γραπτού λόγου, τον οποίον ο Σεβασμιώτατος συνδυάζει με υποδειγματικήν χρήσιν της ελληνίδος φωνής, της οποίας το ύφος καλλιεργεί και χρησιμοποιεί με αρχοντικήν λιτότητα, ακρίβειαν και γλαφυρότητα, χωρίς ρητορικές υπερβολές, ξένες προς την φύσιν του εκκλησιαστικού λόγου.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Νικόδημος είναι ευρέως γνωστός διά τα δημοσιεύματά του, τα οποία καλύπτουν εκτός των άλλων και τον χώρον του θείου κηρύγματος, της Αγιολογίας, της Ιεράς Υμνογραφίας - δείγμα της οποίας απηλαύσαμε προ ολίγου - και το εκκλησιαστικόν τυπικόν. Γνώστης της βυζαντινής μουσικής εκ των ολίγων και προικισμένος από τον Θεόν με το χάρισμα της καλλιφωνίας εξέχει ως λειτουργός εις όλας τας εκδηλώσεις της Θείας Λατρείας, μάλιστα δε ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας. Τα σημειώματά του εις τα επίσημα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελούν θεολογικώς και λειτουργικώς τεκμηριωμένα κείμενα και οδηγόν πολύτιμον εις την λατρευτικήν ζωήν της Εκκλησίας. Η σημασία την οποίαν αποδίδει ο Σεβασμιώτατος εις την ορθήν τέλεσιν της Λατρείας και κυρίως της Θείας Λειτουργίας αποτελεί χαρακτηριστικόν της όλης προσωπικότητος και προσφοράς του. Αυτό το χαρακτηριστικό παρέχει και το έναυσμα για την επιλογή του θέματος της ομιλίας μου, της οποίας τίτλος είναι: "Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας".
Το θέμα αυτό έκρινα ότι αρμόζει κατεξοχήν στον τιμώμενο σήμερα Ιεράρχη, διότι τόσον εκείνος όσον και η ταπεινότης μου προσωπικώς θεωρούμε ότι το κύριον, το κατεξοχήν έργον του Επισκόπου είναι η προεδρία της Θείας Ευχαριστίας. Από αυτήν πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η ποιμαντική και η λεγομένη διοικητική. Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπον δεν υπάρχει, αλλ' ούτε και Επίσκοπος χωρίς Ευχαριστίαν. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα και συνιστούν τον άξονα αυτού τούτου του Μυστηρίου της Εκκλησίας : "όπου αν φανεί ο Επίσκοπος, εκεί και το πλήθος- δηλαδή ο λαός - έστω, ώσπερ όπου αν είη Χριστός Ιησούς εκεί και η καθολική Εκκλησία" γράφει ο Ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ήδη στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνος. Και σε άλλο σημείο τονίζει ότι "αύτη βεβαία Ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον Επίσκοπον ούσα". Η Ορθόδοξος Εκκλησία διαμέσου των αιώνων παρέμεινε πιστή στην αρχή αυτή και δεν μπορεί να αποστή από αυτήν αν θέλει να παραμείνει ορθόδοξος. Καταστρατηγήσεις της αρχής αυτής από όσους τελούν τη Θεία Ευχαριστία χωρίς την άδεια του τοπικού Επισκόπου ή το φοβερότερο, χωρίς το μνημόσυνο του ονόματος του Επισκόπου, όπως συμβαίνει με μερικούς λεγομένους ζηλωτάς εις το Άγιον Όρος, με καμία δικαιολογία δεν επιτρέπεται εφόσον ο τοπικός Επίσκοπος δεν επάφθη ή αντικατεστάθη από άλλον, πάντοτε και μόνον υπό Επισκοπικής Συνόδου, γι' αυτό και κάτι τέτοιο αποτελεί εκτροπή σοβαρότατη από την Ορθόδοξη Εκκλησία, μεγίστη αίρεση εν τη πράξει έστω και αν την καλύπτει ο μανδύας του ζήλου υπέρ της Ορθοδοξίας.
Ο Επίσκοπος, λοιπόν, έχει ως κύριον έργον του και πρωταρχικόν το να ηγείται της Θείας Ευχαριστίας. Όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα γιατί όλα τα άλλα νοηματίζονται από τη σχέση τους με τη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο το ότι στην Αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας ετελούντο μέσα στη Θεία Ευχαριστία. Όπως έδειξε με μια μελέτη του ο αείμνηστος διδάσκαλός μας διαπρεπής λειτουργιολόγος Παναγιώτης Τρεμπέλας το Βάπτισμα, το Χρίσμα, ο Γάμος κ.λ.π. ετελούντο εντός της Θείας Λειτουργίας. Για το λόγο αυτό ο Επίσκοπος απέκτησε την εξουσία να παρέχει την άδεια για την τέλεση όχι μόνο της Θείας Λειτουργίας αλλά και όλων των Μυστηρίων. Την εξουσία αυτή την άντλησε από το γεγονός, ότι αυτός προΐστατο της Θείας Ευχαριστίας και κατά συνέπειαν και όλα όσα ετελούντο εντός της Ευχαριστίας ετελούντο με την ευλογίαν του.
Ο Επίσκοπος συνεπώς όταν διοικεί δεν ασκεί διοίκησιν, όπως λέμε, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας της οποίας προΐσταται. Χωρίς τη Θεία Ευχαριστία δεν υπάρχει αγιασμός και ευλογία στη ζωή των πιστών. Κανείς δεν μπορεί να γίνει άγιος χωρίς τη συμμετοχή του στον Ένα Άγιον, Ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του λύτρον αντί πολλών εις τη Θεία Ευχαριστία. Ακριβώς διότι μόνον στη Θεία Ευχαριστία υπάρχει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού όλη η χάρις και ο αγιασμός στη ζωή μας πηγάζουν από εκεί. Δεδομένου, όμως, ότι η Θεία Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπον είναι αδιανόητη, ούτε χάρις και αγιασμός στη ζωή μας είναι δυνατή χωρίς την ευλογία του Επισκόπου.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον όλα στην Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου. Είναι η θέση του στη Θεία Ευχαριστία και τίποτε άλλο. Ο Επίσκοπος στην ουσία δεν είναι διοικητής, είναι λειτουργός. Αυτό πρέπει να το κατανοήσουν πρώτα οι ίδιοι οι Επίσκοποι και κατόπιν όλος ο κλήρος και ο λαός για να μην παρεισφρύουν στην Εκκλησία αντιλήψεις κοσμικές περί διοικήσεως, εξουσίας και τα τοιαύτα. Αλλά τι σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι πρώτιστα πάντων και κατεξοχήν λειτουργός και προεστώς της Ευχαριστίας; Ποιο είναι το βαθύτερο θεολογικό νόημα αυτής της αλήθειας και πώς εκδηλώνεται στην πράξη; Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, στον οποίον αναφερθήκαμε ήδη, βλέπει τον Επίσκοπο μέσα στη Θεία Ευχαριστία ως καθήμενον εις τόπον ή τύπον Θεού περιστοιχούμενον από τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι λειτουργούν εις τύπον των Αποστόλων. Η εικόνα αυτή επεκράτησε σε όλη τη διαδρομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαμέσου των αιώνων και εκφράζεται με τη δομή των ιερών ναών καθώς και τη δομή της Θείας Λειτουργίας. Αξίζει να τα δούμε αυτά από πιο κοντά.
Η Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού. Στη Θεία Λειτουργία βιώνουμε και προγευόμεθα της καταστάσεως στην οποία θα ζει ο κόσμος όταν επικρατήσει η Βασιλεία του Θεού την οποίαν όλοι οι πιστοί προσδοκούμε και για τον ερχομό της οποίας προσευχόμεθα κάθε φορά που λέμε στην Κυριακή Προσευχή "ελθέτω η Βασιλεία σου". Τα χαρακτηριστικά της Βασιλείας του Θεού περιλαμβάνουν όλα όσα παρατηρούμε στην Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, δηλαδή
α) τη σύναξη του διεσκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ. Στους Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης κ.α., η Θεία Ευχαριστία είχε ένα μόνο όνομα: Σύναξις. Και τούτο διότι στη Βασιλεία του Θεού ο διηρημένος και κατατεμαχισμένος κόσμος μας, η φθορά και ο θάνατος που δεν είναι τίποτε άλλο από διαίρεση και κατατεμαχισμό της υπάρξεώς μας θα παραχωρήσουν τη θέση του στην ενότητα και την αγάπη, που είναι συνώνυμα με την αιώνια, την αληθινή ζωή. Αυτός είναι και ο βαθύτερος θεολογικός λόγος για τον οποίο η Εκκλησία μας έχει απαγορεύσει την τέλεση περισσοτέρων της μιας Θείων Λειτουργιών στην ίδια ενορία. Ως εικόνα της Βασιλείας του Θεού, η Θεία Ευχαριστία συνάγει όλον τον λαόν εντός ενός τόπου επί τω αυτώ.
β) Η σύναξη του διασκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ στη Βασιλεία του Θεού θα έχει ένα συγκεκριμένο κέντρο και μια συγκεκριμένη κεφαλή, τον Βασιλέα Ιησού Χριστόν, ο οποίος καθήμενος επί θρόνου εις τύπον και τόπον Θεού θα συναγάγει τα διασκορπισμένα εις εν και θα θρέψει τον κόσμον με την αιώνια ζωή που πηγάζει από το Σώμα Του.
Αυτόν τον Βασιλέα Χριστόν, όπως θα έλθει στη Βασιλεία Του, εικονίζει στην Εκκλησία ο προεστώς της Ευχαριστίας Επίσκοπος. Γι' αυτό και κάθεται επί θρόνου, όχι βέβαια αυτό που λέμε σήμερα Δεσποτικό Θρόνο, αλλά αυτό που είναι πίσω από την Αγία Τράπεζα και λέγεται Σύνθρονο, κάτι που στην αρχαία Εκκλησία ήταν εκ των ων ουκ άνευ στους ναούς και που έχει ατυχώς σήμερα ατονήσει. Ο θρόνος του Επισκόπου στο Σύνθρονο είναι εικόνα της εγκαθιδρύσεως του Χριστού στη Βασιλεία Του, με τους δώδεκα Αποστόλους να τον περιστοιχούν καθήμενοι και αυτοί κατά τη φράση του Κυρίου "επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ", κάτι που εικονίζεται από τους πρεσβυτέρους στην Εκκλησία κατά τον Άγιο Ιγνάτιο, όπως είδαμε προηγουμένως.
Δεν είναι συνεπώς χωρίς σημασία το ότι ο Επίσκοπός και οι λειτουργοί στη Θεία Ευχαριστία φέρουν λαμπρές στολές. Κακώς σκανδαλίζονται πολλοί σήμερα από τη λαμπρότητα των αμφίων της Εκκλησίας μας και θέλουν δήθεν να τα απλοποιήσουν. Όλα στη Θεία Ευχαριστία είναι λουσμένα στο φως και τη λαμπρότητα γιατί μ' αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία μας θέλησε να δείξει ότι στη Θεία Λειτουργία ζούμε στη Βασιλεία του Θεού. Όταν ήμαστε παιδιά στα χρόνια μου, θυμούμαι ότι ήταν αδιανόητο να πάμε στη Λειτουργία αν δε φορούσαμε τα καλύτερά μας ρούχα. Και στο Άγιον Όρος, την πιο αυθεντική έκφραση του Ορθοδόξου Μοναχισμού, εκεί όπου η στέρηση, η άσκηση και η απλότητα του βίου βιώνονται στο έπακρον δεν είναι τυχαίο το ότι βρίσκονται τα πολυτελέστερα άμφια των λειτουργών. Η ταπείνωση και απλότητα του καθημερινού βίου των μοναχών δεν μπορεί να συνεχιστεί και επεκταθεί στη Θεία Ευχαριστία. Γιατί στη Θεία Ευχαριστία ζούμε την υπέρβαση του Σταυρού και το δοξασμό του στη Βασιλεία του Θεού. Γι' αυτό και η Εκκλησία έχει απαγορεύσει την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας σε ημέρες νηστείας, με δύο μόνον εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ευχαριστία και νηστεία είναι ασυμβίβαστα, ακριβώς διότι η Ευχαριστία είναι χαρά και πανηγύρι, "κλάσις του Άρτου εν αγαλλιάσει" κατά τους πρώτους Χριστιανούς. Όλα στη Θεία Ευχαριστία και στον ναό είναι λαμπρά. Οι εικόνες έχουν φόντο χρυσό, οι πολυέλαιοι είναι αναμμένοι, τα πρόσωπα των πιστών λάμπουν από χαρά και αγαλλίαση και φυσικά ο προεστώς της Ευχαριστίας Επίσκοπος, ως εικών του Βασιλέως Χριστού, τι φυσικότερον από το να έχει λαμπρά στολή και αμφίεση.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ.Ιωάννης στην εκδήλωση προς τιμήν του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ.Νικοδήμου. |
Όλα αυτά ακούγονται σήμερα κάπως περίεργα. Και τούτο διότι χάσαμε πλέον τη γλώσσα της εικόνας στην εκκλησιαστική ζωή μας. Έτσι, όταν λέμε ότι ο Επίσκοπος είναι στη Θεία Ευχαριστία εικών Χριστού δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε. Η Θεία Λειτουργία είναι όμως εντελώς αδιανόητη χωρίς την έννοια του εικονισμού. Τι είναι εικόνα και πώς εφαρμόζεται στη Θεία Ευχαριστία; Ο εικονισμός είναι πρώτα απ' όλα διάχυτος στον Ορθόδοξο ναό ήδη από την εποχή της εικονομαχίας. Έτσι στη βυζαντινή εικονογραφία ο τρούλος είναι ο χώρος όπου παριστάνεται η Ουράνια Εκκλησία ενώ η αμέσως από κάτω ζώνη διακόσμησης είναι αφιερωμένη στην εξεικόνιση της επί γης Εκκλησίας. Ένας χορός από Αγίους, όπως και η ημερολογιακή σειρά της μνήμης τους είναι κατανεμημένος σ' ολόκληρο το ναό. Οι πατριάρχες, οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και οι ιερείς έχουν θέση στην κύρια αψίδα, στο ιερό βήμα και στους παραπλεύρους χώρους, ή στους αμέσως κάτω από τον τρούλο ευρισκομένους θόλους. Οι Άγιοι Μάρτυρες σε ομαδική διάταξη σκεπάζουν τα κύρια τόξα του τρούλου, τους τοίχους, τις κολώνες και τους υπόλοιπους θολωτούς χώρους του ναού, ενώ οι ασκητές, οι απλοί μοναχοί και οι τοπικοί Άγιοι καταλαμβάνουν τελικά το δυτικό τμήμα του ναού δίπλα στην είσοδο. Όλα αυτά σημαίνουν ένα πράγμα : ότι στη Θεία Λειτουργία οι πιστοί πρέπει να αισθάνονται ότι βρίσκονται στην κοινωνία των Αγίων, στην οποία βασιλεύει ο Χριστός, όπως θα συμβεί ακριβώς στη Βασιλεία του Θεού.
Αλλά ο εικονισμός δεν περιορίζεται στον ναό και τις εικόνες που τον διακοσμούν. Επεκτείνεται και στα τελούμενα εν τω ναώ και σε εκείνους που τα τελούν, δηλαδή στους λειτουργούς. Έτσι, ακολουθώντας πιστά τον Άγιο Μάξιμο και απηχώντας τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο Άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον 8ο αιώνα, στο ερμηνευτικό του υπόμνημα στη Θεία Λειτουργία γράφει για το Σύνθρονο του Επισκόπου ότι είναι "τόπος και θρόνος εν όπερ ο Παμβασιλεύες Χριστός προκάθηται μετά των αυτού Αποστόλων". Υποδεικνύει δε και την Δευτέραν Αυτού Παρουσίαν "καθ' ην ελθών εν δόξη" - σημειώστε το στοιχείο της δόξας και λαμπρότητος - "αποδούς εκάστω κατά το έργον αυτού και πάντα κόσμον κρίνει".
Όλα λοιπόν και όλοι μέσα στη Θεία Ευχαριστία εικονίζουν κάτι. Ο λαός τον κόσμο ολόκληρο, ο Επίσκοπος τον Χριστό Βασιλέα, οι ιερείς του Αποστόλους, οι διάκονοι τους Αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα "τα εις δικανονίαν αποστελλόμενα" κατά την έκφραση της Γραφής. Η αναπαράσταση της Θείας Λειτουργίας με τον Επίσκοπο ως Χριστό Βασιλέα, τους διακόνους ως Αγγέλους κλπ. είναι εμφανής στη βυζαντινή αγιογραφία των ναών. Όποιος αρνείται τον εικονισμό στην Εκκλησία, αρνείται όλη την ιστορία της Σωτηρίας, ισχυρίζεται ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Αλλά τί ακριβώς είναι η εικόνα μέσα στη θεολογία της Λειτουργίας και γιατί είναι απαραίτητη; Τι σημαίνει ως προς το θέμα μας ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού και γιατί δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εικόνα και να φθάσουμε απευθείας στο πρωτότυπο; Γιατί με άλλα λόγια δεν μπορούμε να προσευχόμεθα απευθείας στο Χριστό, αλλά πρέπει να παρεμβάλλεται η εικόνα του, ο Επίσκοπος; Μάλιστα, πολλοί θα προτιμούσαν να μην παρεμβάλλεται το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο ενίοτε μας εμποδίζει να προσευχηθούμε νοερά και πνευματικά, όπως λέμε, όχι σπάνια ακριβώς εξαιτίας της λαμπράς αμφίεσης. Τέτοιες σκέψεις οδήγησαν τον προτεσταντισμό στην απόρριψη του εικονισμού, τόσο στη διακόσμηση του ναού όσο και στην αντίληψη περί λειτουργών και ιεροσύνης. Το ίδιο έκανε περίπου και η δευτέρα Σύνοδος του Βατικανού κάτω από την επίδραση του προτεσταντισμού και λόγω του ότι στους Ρωμαιοκαθολικούς η έννοια της εικόνας είχε προ πολλού μετατραπεί σε απλή διακοσμητική τέχνη χωρίς εσχατολογικό και οντολογικό περιεχόμενο.
Μεταξύ των ορθοδόξων επεκράτησε στον καιρό μας σύγχυση και αντιφατικότητα σε βαθμό άκρως επικίνδυνο. Έτσι από το ένα μέρος οι πιστοί μας δέχονται τον εικονισμό ως προς τις ιερές εικόνες τις οποίες προσκυνούν με ευλάβεια αλλά από το άλλο μέρος διστάζουν να προσεγγίσουν με τον ίδιο λατρευτικό ρεαλισμό, με την ίδια ευλάβεια, τους λειτουργούς και τον Επίσκοπο. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη πολλοί που βλέπουν στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον Χριστό αλλά ο αριθμός τους μειώνεται διαρκώς και περισσότερο και χάνεται η εικονολογική αντίληψη των δρωμένων της Θείας Ευχαριστίας. Πόσοι βλέπουν πλέον τον προεστώτα της Ευχαριστίας Επίσκοπο ως εικόνα Χριστού; Ο λόγος για τον οποίον αρχίζει να εκλείπει η αντίληψη αυτή είναι διττός. Από το ένα μέρος οφείλεται στο ότι αγνοούμε το τί σημαίνει "εικόνα", "εικονισμός" και "εικονίζω" στη γλώσσα της Εκκλησίας. Από το άλλο μέρος δεν φαίνεται να κατανοούμε πια την ανάγκη του εικονισμού στη λατρεία.
Ας αναλύσουμε σύντομα αυτά τα δύο στοιχεία. Εικόνα είναι, θα μπορούσε να πει κανείς επιγραμματικά, η προσωπική ή υποστατική παρουσία χωρίς την παρουσία της ουσίας ή φύσεως. Έτσι, ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο υπέρμαχος των ιερών εικόνων είναι σαφής : "Ούχ άλλο τι εστίν η του Χριστού εικών, ή Χριστός", παρά το της ουσίας, δηλαδή, διάφορον. Γι' αυτό και δεν διστάζει να γράψει : "και Χριστόν την του Χριστού εικόνα λέγομεν". Με άλλα λόγια στην εικόνα υπάρχει προσωπικά το πρωτότυπο γι' αυτό και η προσκύνησίς της "επί το πρωτότυπον διαβαίνει" κατά την γνωστήν φράσιν του Μ. Βασιλείου. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς θεολογία του προσώπου δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την έννοια της εικόνας. Ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει προς την ατομοκρατία και δυσκολεύεται να κατανοήσει την εικόνα. Έτσι βλέπει τον άλλον ως άτομο, παρασύρεται από τις φυσικές του ιδιότητες και αδυνατεί να αναχθεί πέρα από αυτές σε κάτι που παραπέμπει προσωπικά η εικόνα. Για να περιορίσουμε το πρόβλημα στο θέμα της ομιλίας μας, το να λέμε ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού ξενίζει τον άνθρωπο σήμερα, ο οποίος συνηθίζει να βλέπει όλα και τον συγκεκριμένο Επίσκοπο ως άτομο, οι φυσικές ιδιότητες του οποίου, το σώμα, η μορφή, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του, θετικά ή αρνητικά, εγκλωβίζουν τη σκέψη του και δεν του επιτρέπουν να αναχθεί προς κάτι πέρα από το ορώμενο άτομο.
Γιατί όμως είναι απαραίτητη η έννοια της εικόνας στη Θεία Ευχαριστία; Ο Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης δίνουν στην εικόνα το προβάδισμα έναντι του λόγου για δύο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι ότι, ο λόγος μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις ενώ η εικόνα δυσκολότερα. Ο άλλος, ο και κυριότερος κατ' αυτούς, είναι διότι η εικόνα προσεγγίζει περισσότερο προς το εσχατολογικό όραμα. Γι' αυτό και η θέα της εικόνας του Χριστού αποτελεί πρόγευση της εσχατολογικής θέας. "Ήτις ού προσκυνεί την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μη ίδει εν τη Δευτέρα Παρουσία την Τούτου μορφήν". Αν δεν έχουμε έννοια εικόνας τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς η Βασιλεία του Θεού μπορεί να μας προσεγγίσει διαμέσου της ιστορίας, παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην ιστορία, σ' αυτό που βλέπουμε με τις αισθήσεις μας. Ο Επίσκοπος είναι για μας ο κύριος τάδε με τις ιδιότητες της ατομικής υπάρξεώς του, καλές ή κακές, χωρίς να μπορούμε να αναχθούμε διαμέσου του προς την Βασιλεία. Η επικοινωνία μας με το Θεό παρακάμπτει έτσι τον άνθρωπο και πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας. Ο πιστός που πηγαίνει στην Θείαν Ευχαριστία και κλείνει τα μάτια του ή διαβάζει το βιβλίο της Θείας Λειτουργίας επικοινωνεί - μάλλον νομίζει πως επικοινωνεί - νοερά με το Θεό και θεωρεί τους ανθρώπους δίπλα του εμπόδιο στην επικοινωνία του αυτή. Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να καθίσει στο σπίτι του και να προσευχηθεί νοερά - τώρα μάλιστα έχει στη διάθεσή του και τη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση της Θείας Λειτουργίας - χωρίς να ενοχλείται από το διπλανό του ή να σκανδαλίζεται από το λειτουργό.
Η εικόνα μας προσφέρει παραδόξως τόσο μια καταξίωση της ιστορίας και του πλησίον μας, όσο και μια υπέρβαση και αναφορά τους στη Βασιλεία του Θεού. Η θεώρηση του Επισκόπου ως εικόνος του Χριστού έχει σπουδαίες συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο τελεί τη Θεία Λειτουργία. Εκτός από την αμφίεση για την οποίαν ήδη έγινε λόγος υπάρχουν μέσα στο τυπικό της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας από τον Επίσκοπο, σημαντικά στοιχεία που εικονίζουν την έλευση και εγκαθίδρυση της Βασιλείας του Θεού διαμέσου της Θείας Ευχαριστίας. Θα περιορισθώ σε μερικά από αυτά.
α) Η είσοδος του Επισκόπου. Στις αρχαίες λειτουργίες η είσοδος αυτή ταυτίζεται με τη λεγομένη Μικρά Είσοδο. Πριν από αυτήν ο Επίσκοπος δεν ευρίσκετο στον ναό. Ενεδύετο τα άμφιά του στο σκευοφυλάκιο και εισήρχετο στον ναό όπου τον ανέμενεν ο λαός για να τον υποδεχθεί ως τον ίδιο το Χριστό. Εντεύθεν και η ψαλμωδία "δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ" συνοδευόμενη προφανώς από μια προσκύνηση του λαού προς τον εικονίζοντα τον Χριστόν Αρχιερέα. Σήμερα η συνήθεια των Επισκόπων, μόνο στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη - ευτυχώς - να ενδύονται τα άμφιά των εντός του ιερού γελοιοποιεί, αν δεν εξαφανίζει, την έννοια της εισόδου αφού ο Επίσκοπος ξαναμπαίνει εκεί που ήδη είχε εισέλθει. Τούτο συντελεί στην απώλεια του εικονισμού του Χριστού ως ερχομένου στον κόσμο, όπως την έβλεπεν ο Άγιος Μάξιμος, ο Άγιος Γερμανός κ.α.
β) Η εγκατάστασις του Επισκόπου εις το Σύνθρονον, βασική όπως είδαμε εικόνα του εσχατολογικού Χριστού στην οποία τόσο πολύ επέμειναν οι Πατέρες που ερμήνευσαν τη Θεία Λειτουργία. Και αυτό τείνει να ατονήσει. Σημειωτέον ότι μόνον ο τοπικός Επίσκοπος κάθεται εις το Σύνθρονόν του διότι μόνον αυτός είναι κεφαλή της συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας.
γ) Το κήρυγμα του λόγου μόνον ευθύς μετά τα αναγνώσματα, διότι, όπως εξηγεί ο Άγιος Μάξιμος, "μετά ταύτα όλα πλέον συντελούνται στα έσχατα", στη Βασιλεία του Θεού, όπου το κήρυγμα είναι αδιανόητο. Και αυτό δυστυχώς πολύ συχνά πλέον καταστρατηγείται και έτσι ανατρέπεται η έννοια της Ευχαριστίας ως εικόνα της Βασιλείας.
δ) Η Μεγάλη Είσοδος αποδεικνύει ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού, διότι μόνον αυτός δεν λαμβάνει μέρος στην ιεράν πομπή των Τιμίων Δώρων και αναμένει προς της Αγίας Πύλης για να τα παραλάβει. Είναι άκρως σημαντική αυτή η λεπτομέρεια όταν μάλιστα ληφθεί υπόψιν ότι στην Αρχαία Εκκλησία ο Επίσκοπος δεν επλησίαζε καθόλου στην Πρόθεση και δεν μετείχε στην Προσκομιδή, όπως συμβαίνει σήμερα. Ως εικών Χριστού παραλαμβάνει τα δώρα διά να τα ανφέρει εις τον θρόνο του Θεού και να τα αγιάσει. Πρόκειται για μια κατεξοχήν χριστολογική πράξη.
ε) Η ευχή της Αναφοράς, η οποία αρχίζει με το "Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω" και τελειώνει με τα Δίπτυχα λέγεται όλη από τον προεστώτα Επίσκοπο διότι είναι ενιαίο και αδιάσπαστο όλον. Τα Δίπτυχα, που αποτελούσαν άλλοτε ουσιαστικό στοιχείο της Θείας Λειτουργίας είναι διπλά : των κεκοιμημένων και των ζώντων · και των μεν κεκοιμημένων έχουν επικεφαλής την Παναγίαν, "εξαιρέτως", των δε ζώντων τον προεστώτα Επίσκοπον, "εν πρώτοις". Το σημείον αυτό αποδεικνύει ότι χωρίς το μνημόσυνον του Επισκόπου η Ευχαριστία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος. Πρόκειται για το πλέον καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει την Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας. Όλοι οι ζώντες αναγνωρίζουν με αυτόν τον τρόπο ως κεφαλή τους εν πρώτοις τον Επίσκοπο. Γι' αυτό και ενέχει αποφασιστική σημασία για την εγκυρότητα της Θείας Ευχαριστίας η ορθή μνημόνευση τη στιγμή εκείνη του κανονικού Επισκόπου ή εκείνου "ο αν αυτός επιτρέψει" κατά την φράσιν του Αγίου Ιγνατίου. Όταν της Θείας Λειτουργίας προΐσταται Αρχιερεύς αναγινώσκονται τα Δίπτυχα με τα ονόματα των κεφαλών όλων των ανά την οικουμένην Εκκλησιών μετά των οποίων ευρίσκεται σε ευχαριστιακή κοινωνία. Τούτο είναι σημαντικό, και κακώς κατά την ταπεινή μου γνώμη έχει πλέον περιορισθεί μόνον κατά τις μεγάλες πανηγύρεις. Διότι το νόημά του δεν είναι τελετουργικό αλλά βαθύτατα εκκλησιολογικό. Με αυτό δηλώνεται ότι κάθε Θεία Ευχαριστία, η υπό τον Επίσκοπον ούσα, δεν είναι αληθινή και έγκυρη αν δεν αποτελεί κοινωνίαν με την Ευχαριστίαν όλων των άλλων τοπικών Εκκλησιών. Ο Επίσκοπος, ως προεστώς της τοπικής Ευχαριστίας αποτελεί κρίκον ενότητος της Εκκλησίας αυτής με όλες τις ανά τον κόσμον Εκκλησίες. Ο Επίσκοπος δεν είναι μόνον το κέντρο ενότητος της δικής του τοπικής Εκκλησίας αλλά και ο κρίκος που συνδέει μεταξύ τους όλες τις τοπικές Εκκλησίες σε μία ανά την οικουμένην Εκκλησία. Για το λόγο άλλωστε αυτό και υπάρχει το συνοδικό σύστημα στην Εκκλησία, στο οποίο μετέχουν μόνον Επίσκοποι. Πρόκειται για ένα σύστημα ενότητος όλων των τοπικών Εκκλησιών διαμέσου των προεστώτων της Θείας Ευχαριστίας κάθε Εκκλησίας. Έτσι, εμμέσως, κάθε Σύνοδος αποτελεί ευχαριστιακό γεγονός, έκφραση της μιας ανά την οικουμένην Θείας Ευχαριστίας. Στο σημείο αυτό, της εκφωνήσεως δηλαδή των Διπτύχων πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο αποτελεί σημείο ουσιαστικό της Ευχαριστίας, διότι έχει σχέση με την Ευχαριστία ως ανάμνηση, ως μνημόσυνο ενώπιον του θρόνου του Θεού στη Βασιλεία Του. Την ώρα εκείνη της φρικτής Αναφοράς ο λειτουργός μνημονεύει όλων εκείνων, νεκρών και ζώντων, τους οποίους η Εκκλησία θέλει να θυμηθεί ο Θεός στη Βασιλεία Του : "Μνήσθητι Κύριε" τούτων ή εκείνων των προσώπων. Για το λόγο αυτό, ορθώς ο Σεβασμιώτατος Άγιος Πατρών, ο τιμώμενος απόψε, εισηγείται να απαλειφθεί από τα Δίπτυχα η φράση "πολλά τα έτη" η οποία παρεισέφρησε προφανώς εξ' επιδράσεως των αρχιερατικών φημών. Πρόκειται για σημαντική πρόταση, η οποία ελπίζω να ληφθεί υπόψιν από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δεν θα αναφερθούμε σε άλλες πτυχές της Θείας Λειτουργίας, οι οποίες καταδεικνύουν τη θέση του Επισκόπου στη Θεία Ευχαριστία. Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πολλές λειτουργικές λεπτομέρειες, σημαντικές από εκκλησιολογικής απόψεως. Το γεγονός ότι ο ιερεύς όταν πρόκειται να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία λαμβάνει καιρόν όχι μόνον από τις ιερές εικόνες του εικονοστασίου, αλλά και από τον θρόνον του Επισκόπου, έστω και αν αυτός είναι κενός - έτσι τουλάχιστον έκαναν οι παλαιοί ιερείς - και ότι δεν μπορεί να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία παρά επάνω σε Αντιμήνσιο υπογεγραμμένο από τον Επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, όλα αυτά μαζί με το μνημόσυνο του Επισκόπου την ώρα της Αναφοράς μαρτυρούν ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός είναι το κέντρον της Θείας Ευχαριστίας.
Σεβασμιώτατοι και αγαπητοί αδελφοί. Ο αιών ο οποίος δύει έχει χαρακτηρισθεί ως αιώνας της εκκλησιολογίας. Πράγματι, πολλές μελέτες έχουν γραφεί για την Εκκλησία στην εποχή μας. Αλλά, η εκκλησιολογική συνείδηση, ακόμη και των Ορθοδόξων, έχει πολλήν ανάγκη καλλιεργείας. Στην ομιλία μου αυτή θέλησα να υπογραμμίσω ιδιαιτέρως το βαθύτερο νόημα του λειτουργικού τυπικού σε ότι αφορά στη θέση του Επισκόπου εν τη Θεία Ευχαριστία. Συνηθίζομε να θεωρούμε το τυπικό ως κάτι δευτερεύον, αλλά στην Εκκλησία μας την Ορθόδοξο δεν υπάρχουν τύποι και τυπικόν χωρίς βαθύ εκκλησιολογικό περιεχόμενο. Το λειτουργικό μας τυπικό πηγάζει από τη θεολογική συνείδηση της Εκκλησίας μας. Δεν είναι νεκρόν γράμμα, ούτε τυπολατρία. Ο σεβασμός του αποτελεί καθήκον ισάξιο προς το σεβασμό που οφείλουμε προς τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Ο τιμώμενος απόψε Ιεράρχης, ως πιστός τηρητής και διδάσκαλος του λειτουργικού τυπικού και υποδειγματικός προεστώς της Θείας Ευχαριστίας συνεχίζει την μακράν παράδοσιν της Εκκλησίας μας, η οποία έχει τις καταβολές της στην Ορθόδοξο εκκλησιολογία. Του οφείλομε χάριτας διά τούτου καθώς και διά την όλην πλουσιοτάτην εκκλησιαστικήν διακονίαν του, την οποίαν ευχόμεθα να συνεχίσει επί έτη ακόμη πολλά, μαζί με την συνεισφοράν του εις τα γράμματα, η οποία είναι πραγματικά πολύτιμος. Είησαν τα έτη σας Σεβασμιώτατε Άγιε Πατρών πολλά και ευλογημένα.
Η ελληνική γλώσσα ως όχημα διάδοσης της χριστιανικής διδασκαλίας
Ομιλία στην Ορθόδοξη Ακαδημίας Κρήτης, 10 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διάλογοι καταλλαγής», αρ. φύλλ. 89, Απρ.-Μάιος-Ιούν. 2008
www.babiniotis.gr
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διάλογοι καταλλαγής», αρ. φύλλ. 89, Απρ.-Μάιος-Ιούν. 2008
Η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, μέσα στην ευρύτερη δραστηριότητά της, έχει και ιεραποστολικό χαρακτήρα, αφού με ποικίλες δράσεις της καλλιεργεί, ενισχύει, προβάλλει και διαδίδει την ορθόδοξη χριστιανική πίστη μας. Δεν είναι τυχαίο ότι το παρεκκλήσι τής Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης είναι αφιερωμένο στους ιεραποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο. Με αφορμή το έργο των δύο μεγάλων ιεραποστόλων και το έτος (2008) τού Αποστόλου Παύλου θα ήθελα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις ως προς τον ρόλο τής γλώσσας σε σχέση με τις προσωπικότητες που αναφέραμε. Θέμα μου: «Η γλώσσα ως όχημα διάδοσης τής χριστιανικής διδασκαλίας».
Σπάνια μια γλώσσα έχει συνδεθεί τόσο με μια θρησκεία όσο η ελληνική γλώσσα με τη χριστιανική διδασκαλία. Θα σταθώ σε μερικά σημεία-σταθμούς για τη σύνδεση τής ελληνικής γλώσσας με τη χριστιανική διδασκαλία και ευρύτερα με τη θρησκεία, με την Εκκλησία, με τη λατρεία, με την ιεραποστολή, με τον Ελληνισμό.
Σπάνια μια γλώσσα έχει συνδεθεί τόσο με μια θρησκεία όσο η ελληνική γλώσσα με τη χριστιανική διδασκαλία. Θα σταθώ σε μερικά σημεία-σταθμούς για τη σύνδεση τής ελληνικής γλώσσας με τη χριστιανική διδασκαλία και ευρύτερα με τη θρησκεία, με την Εκκλησία, με τη λατρεία, με την ιεραποστολή, με τον Ελληνισμό.
Γλώσσα και θρησκεία
Επιτρέψτε μου, πρώτα, μερικές γενικές σκέψεις για το θέμα που συζητούμε. Δεν μπορείς να διδάξεις μια οποιαδήποτε θρησκεία, χωρίς να μιλήσεις ζωντανά, πειστικά, λογικά μαζί και βιωματικά, με πάθος, με έμπνευση, με ενθουσιασμό για την πίστη σου. Για να «κοινωνήσεις», όμως, την πίστη σου, πρέπει να επι-κοινωνήσεις με τους ανθρώπους, που θέλεις να καταστήσεις κοινωνούς τής πίστης σου. Πρέπει η πίστη να γίνει «κοινωνία». Η σκέψη να γίνει γλώσσα. Η διδασκαλία να γίνει επι-κοινωνία. Το συναίσθημα και το βαθύτερο βίωμα να γίνουν γλωσσική έκφραση. Πρέπει όλα να κατατείνουν σε μια συνάντηση με τον άλλον. Συνάντηση ουσίας, συνάντηση αγάπης, συνάντηση ζωής. Συνάντηση που θα ξεκινήσει, θα εστιασθεί και θα επιτευχθεί με τη γλώσσα. Το Ευαγγέλιο είναι –μη το ξεχνάμε– «η καλή αγγελία», «το καλό γλωσσικό μήνυμα», «η αγγελία που οδηγεί στη σωτηρία τού ανθρώπου» ως «νέα συμφωνία», ως «νέα καθοδήγηση τού ανθρώπου», ως «Καινή Διαθήκη». Είναι τόσο σημαντική η γλωσσική ανακοίνωση και επικοινώνηση τής χριστιανικής πίστης, ώστε –για να ξεπερασθούν τα εμπόδια που θέτει η γλωσσική επικοινωνία (οι διαφορετικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι)– δόθηκε άνωθεν ακόμη και το χάρισμα τής γλωσσολαλίας, τού να γίνεται δηλ. κατανοητός ο κηρύττων τη νέα πίστη, ο κηρύττων το μήνυμα τού Ευαγγελίου, από ανθρώπους που μιλούν άλλες γλώσσες αλλά που με το χάρισμα τής γλωσσολαλίας κατανοούν τα λεγόμενα σαν να λέγονται στη γλώσσα τους.
Εν ολίγοις, κάθε μορφή διδασκαλίας τής πίστης, εν προκειμένω τής χριστιανικής πίστης, δεν κοινωνείται ερήμην τής γλώσσας, πραγματώνεται ως γλωσσική επικοινωνία, μέσα από την οποία περνούν η διδασκαλία και τα μηνύματα. Είναι δε τόσο σημαντική η γλωσσική διατύπωση των κειμένων, όπως παραδίδονται, ώστε ενίοτε ένα και, ένα ή (διαζευκτικό), μια αντωνυμία, ένα ρήμα, η θέση μιας λέξης, να καθορίζουν ερμηνευτικά, όπως είναι γνωστό, διαφορετικές δογματικές θέσεις, ακόμη και διαφορετικές ομολογίες. Όπου δε το ιερό κείμενο παίζει και τον ρόλο τού νόμου (Π. Διαθήκη, Κοράνι κ.ά.), η γλωσσική διατύπωση και ερμηνεία καθορίζουν και την ίδια τη ζωή των ανθρώπων, όχι απλώς τη θρησκευτική τους πίστη.
Επιτρέψτε μου, πρώτα, μερικές γενικές σκέψεις για το θέμα που συζητούμε. Δεν μπορείς να διδάξεις μια οποιαδήποτε θρησκεία, χωρίς να μιλήσεις ζωντανά, πειστικά, λογικά μαζί και βιωματικά, με πάθος, με έμπνευση, με ενθουσιασμό για την πίστη σου. Για να «κοινωνήσεις», όμως, την πίστη σου, πρέπει να επι-κοινωνήσεις με τους ανθρώπους, που θέλεις να καταστήσεις κοινωνούς τής πίστης σου. Πρέπει η πίστη να γίνει «κοινωνία». Η σκέψη να γίνει γλώσσα. Η διδασκαλία να γίνει επι-κοινωνία. Το συναίσθημα και το βαθύτερο βίωμα να γίνουν γλωσσική έκφραση. Πρέπει όλα να κατατείνουν σε μια συνάντηση με τον άλλον. Συνάντηση ουσίας, συνάντηση αγάπης, συνάντηση ζωής. Συνάντηση που θα ξεκινήσει, θα εστιασθεί και θα επιτευχθεί με τη γλώσσα. Το Ευαγγέλιο είναι –μη το ξεχνάμε– «η καλή αγγελία», «το καλό γλωσσικό μήνυμα», «η αγγελία που οδηγεί στη σωτηρία τού ανθρώπου» ως «νέα συμφωνία», ως «νέα καθοδήγηση τού ανθρώπου», ως «Καινή Διαθήκη». Είναι τόσο σημαντική η γλωσσική ανακοίνωση και επικοινώνηση τής χριστιανικής πίστης, ώστε –για να ξεπερασθούν τα εμπόδια που θέτει η γλωσσική επικοινωνία (οι διαφορετικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι)– δόθηκε άνωθεν ακόμη και το χάρισμα τής γλωσσολαλίας, τού να γίνεται δηλ. κατανοητός ο κηρύττων τη νέα πίστη, ο κηρύττων το μήνυμα τού Ευαγγελίου, από ανθρώπους που μιλούν άλλες γλώσσες αλλά που με το χάρισμα τής γλωσσολαλίας κατανοούν τα λεγόμενα σαν να λέγονται στη γλώσσα τους.
Εν ολίγοις, κάθε μορφή διδασκαλίας τής πίστης, εν προκειμένω τής χριστιανικής πίστης, δεν κοινωνείται ερήμην τής γλώσσας, πραγματώνεται ως γλωσσική επικοινωνία, μέσα από την οποία περνούν η διδασκαλία και τα μηνύματα. Είναι δε τόσο σημαντική η γλωσσική διατύπωση των κειμένων, όπως παραδίδονται, ώστε ενίοτε ένα και, ένα ή (διαζευκτικό), μια αντωνυμία, ένα ρήμα, η θέση μιας λέξης, να καθορίζουν ερμηνευτικά, όπως είναι γνωστό, διαφορετικές δογματικές θέσεις, ακόμη και διαφορετικές ομολογίες. Όπου δε το ιερό κείμενο παίζει και τον ρόλο τού νόμου (Π. Διαθήκη, Κοράνι κ.ά.), η γλωσσική διατύπωση και ερμηνεία καθορίζουν και την ίδια τη ζωή των ανθρώπων, όχι απλώς τη θρησκευτική τους πίστη.
Χριστιανική θρησκεία και ελληνική γλώσσα
Η σχέση αυτή πήρε πολλαπλές μορφές και προεκτάσεις. Η απλοποιημένη εξελικτική μορφή τής αρχαίας αττικής διαλέκτου αποτέλεσε ό,τι ονομάζεται Αλεξανδρινή Κοινή, γιατί διαμορφώθηκε στα χρόνια τού Μ. Αλεξάνδρου και, μέσω των κατακτήσεων τού Αλεξάνδρου, αναδείχθηκε σε γλώσσα ευρύτερης χρήσης, από την Ελλάδα έως τις Ινδίες. Μιλήθηκε δηλ. κυρίως αλλά και γράφτηκε ως δεύτερη –ενίοτε και ως πρώτη– γλώσσα και από μη Έλληνες. Και γιατί υπήρξε προϊόν μακράς εξελίξεως και γιατί χρησιμοποιήθηκε από ομιλητές που δεν είχαν τα Ελληνικά ως μητρική γλώσσα, η Ελληνική ως Αλεξανδρινή Κοινή πήρε μια αρκετά απλουστευμένη μορφή στην προφορά τής γλώσσας πρώτα και πάνω απ’ όλα, αλλά και στη δομή –γραμματική και συντακτική– και, αναπόφευκτα, στο λεξιλόγιο. Σ’ αυτή τη γλώσσα γράφτηκαν τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτή τη γλώσσα μεταφράστηκε (από τους Εβδομήκοντα) και η ίδια η Παλαιά Διαθήκη, σε μετάφραση που καθιερώθηκε περισσότερο και από το πρωτότυπο! Η μετάφραση δε αυτή έγινε, διότι οι «Ελληνιστές» (οι Εβραίοι δηλ. που μιλούσαν Ελληνικά) ήταν τόσο πολλοί που χρειάστηκε να έχουν την Παλαιά Διαθήκη στη γλώσσα που καταλάβαιναν και με την οποία επικοινωνούσαν. Η γλώσσα των κανονικών Ευαγγελίων τής Κ. Διαθήκης ποικίλλει, βεβαίως, υφολογικά από Ευαγγέλιο σε Ευαγγέλιο. Άλλοτε είναι πιο απλή, άλλοτε πιο λόγια. Πάντοτε όμως βρίσκεται εντός των ορίων τής Αλεξανδρινής Κοινής και, οπωσδήποτε, είναι έτσι γραμμένη, ώστε να είναι κατανοητή στους απλούς ανθρώπους, όπως ξέρουμε ότι ήταν και ο ίδιος ο λόγος τού Χριστού. Με παρομοιώσεις και παραδείγματα από την καθημερινή απλή, και μάλιστα αγροτική, ζωή. Με χρήση τού προφορικού λόγου και μάλιστα, πολύ συχνά, τού άμεσου λόγου –όχι τού έμμεσου, που είναι πιο επεξεργασμένος– και επίσης με ευρεία χρήση των ρηματικών προτάσεων, . στις οποίες κυριαρχεί το ζωντανό, προσωπικό, βιωματικό ύφος αντί τού περιγραφικού-διαπιστωτικού αποστασιοποιημένου ύφους των ονοματικών προτάσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οσάκις μιλούμε για το ποια ήταν η μορφή και η δομή τής Αλεξανδρινής Κοινής, η γλώσσα τού Ευαγγελίου είναι εκείνη που θεωρείται ως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα. Βέβαια, από τον 1ο αιώνα π.Χ. είχε αρχίσει να έχει απήχηση στους λογίους και γενικότερα στους μορφωμένους το κίνημα τού Αττικισμού. Με την εμφάνισή του μάλιστα διαμορφώθηκε, όπως είναι γνωστό, μια διπλή παράδοση στη χρήση τής Ελληνικής: Αφ’ ενός μεν χρησιμοποιήθηκε η «αττικιστική» μορφή, που εμιμείτο την αρχαία αττική διάλεκτο και αποτέλεσε τη γραπτή γλώσσα, την ονομαζόμενη λόγια παράδοση η οποία εξελίχθηκε σε ό,τι είναι γνωστό ως καθαρεύουσα. Παράλληλα όμως συνέχισε να χρησιμοποιείται, διαρκώς εξελισσόμενη προς απλούστερες μορφές, η Αλεξανδρινή Κοινή ή Κοινή τού Ευαγγελίου, που αποτέλεσε την προφορική Ελληνική και μετεξελίχθηκε σε ό,τι ονομάζουμε δημοτική. Την περίοδο που αναδεικνύεται ο Χριστιανισμός σε επίσημη γλώσσα τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. τού Βυζαντίου, εννοώ τον 4ο μ.Χ. αιώνα, οι Μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης, υιοθετούν στον λόγο τους την αττικιστική παράδοση, δηλ. απομακρύνονται από την απλή γλώσσα τού Ευαγγελίου, από την Κοινή, διαμορφώνοντας έτσι την επίσημη μορφή λόγου των πατερικών κειμένων και τής Εκκλησίας μας γενικότερα. Τολμώ να υποστηρίξω πως, αν οι τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες μας είχαν υιοθετήσει την Κοινή τού Ευαγγελίου, τότε πιθανότατα –με τη δύναμη τού παραδείγματός τους και τού λόγου τής Εκκλησίας– θα είχε γενικευθεί η Κοινή και δεν θα υπήρχε στην Ελληνική πρόβλημα γλωσσικής διμορφίας. Οπωσδήποτε, οι Μεγάλοι Πατέρες προτίμησαν τη λόγια γλώσσα τής εποχής τους, την αττικιστική, για συγκεκριμένους λόγους : για να μιλήσουν για τη νέα θρησκεία με μια καλλιεργημένη ήδη γλώσσα που παρείχε λεπτές γλωσσικές διακρίσεις καίριων εννοιών• για να χρησιμοποιήσουν τη μορφή γλώσσας που επικρατούσε μεταξύ των μορφωμένων τής εποχής και μάλιστα των ελληνικής μορφώσεως, που υποτιμούσαν τους Χριστιανούς ως απαίδευτους• για να αντιμετωπίσουν με γλωσσική επάρκεια τα προβλήματα των πολλών αιρέσεων που τις περισσότερες φορές ακροβατούσαν στη λέξη.
Τη λόγια μορφή τής εκκλησιαστικής γλώσσας ενίσχυσε καθοριστικά η γλώσσα τής λατρείας. Η γλώσσα τής Θ. Λειτουργίας τού Ιωάννη τού Χρυσοστόμου και τής Θ. Λειτουργίας τού Μ. Βασιλείου έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Το ίδιο και η γλώσσα των Ύμνων τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τής Υμνολογίας όλων των χρόνων τού Βυζαντίου με τους μεγάλους Βυζαντινούς ορθόδοξους υμνογράφους.
Έτσι, η ελληνική γλώσσα όχι μόνο συνδέθηκε με την ορθόδοξη πίστη και την ορθόδοξη λατρεία, αλλά ανατροφοδότησε γλωσσικά την Ελληνική, αφού οι λέξεις τής λόγιας παράδοσης γίνονταν κτήμα και τού απλού λαού και επηρέαζαν τη γλωσσική του έκφραση. Ένα πλήθος εκκλησιαστικών φράσεων από το Ευαγγέλιο, τη Θ. Λειτουργία και την Υμνογραφία (ιδίως τής Μ. Εβδομάδος) έχουν περάσει στην καθημερινή γλώσσα τού λαού.(Μερικά παραδείγματα : αγρόν ηγόρασε, αντί τού μάννα χολήν, άξιος ο μισθός του, από καταβολής κόσμου, από τον Άννα στον Καïάφα, άρον-άρον, άρρητα ρήματα, ας όψεται, άσωτος υιός, διά το θεαθήναι τοις ανθρώποις, διά τον φόβον των Ιουδαίων, δόξα σοι ο Θεός, είπα και ελάλησα,εκ τού πονηρού, επί ξύλου κρεμάμενος, να θέσω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ζωή χαρισάμενη κ.λπ.) Για πολλούς αιώνες, μέχρι τις αρχές τού 19ου αιώνα, η διπλή γλωσσική παράδοση ήταν ευρύτερα αποδεκτή και μόλις περί το 1800, με τη διαμάχη τού Ευγένιου Βούλγαρι με τον Ιώσηπο Μοισιόδακα και τους υποστηρικτές τής μιας και τής άλλης πλευράς, ανακύπτει το γνωστό γλωσσικό ζήτημα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι όταν χρειάστηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίσει το κύμα τού προσηλυτισμού που πήγε να περάσει στον λαό από ιερωμένους άλλων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη δημοτική για να προσελκύσουν απλούς λαϊκούς ανθρώπους, τότε και οι Ορθόδοξοι ιερωμένοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την απλούστερη Ελληνική, τη δημοτική γλώσσα, για να στηρίξουν τον λαό στην ορθόδοξη πίστη του με το κήρυγμά τους, εισάγοντας μια μορφή γλώσσας που έχει χαρακτηρισθεί ως εκκλησιαστικός δημοτικισμός. Ας μη ξεχνάμε ότι στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, σ’ αυτό το εθνικο-πνευματικό κίνημα παιδείας που προετοίμασε ιδεολογικά την Ελληνική Επανάσταση τού ’21, οι ορθόδοξοι ιερωμένοι (από απλοί διάκονοι έως διακεκριμένοι επίσκοποι) είναι αυτοί που χρησιμοποίησαν την απλή ελληνική γλώσσα για να μεταφράσουν και να σχολιάσουν τα αρχαία κείμενα, αυτά που χρησίμευσαν ως βάση για την τόνωση τού εθνικού φρονήματος τού υπόδουλου Ελληνισμού.
Η σχέση αυτή πήρε πολλαπλές μορφές και προεκτάσεις. Η απλοποιημένη εξελικτική μορφή τής αρχαίας αττικής διαλέκτου αποτέλεσε ό,τι ονομάζεται Αλεξανδρινή Κοινή, γιατί διαμορφώθηκε στα χρόνια τού Μ. Αλεξάνδρου και, μέσω των κατακτήσεων τού Αλεξάνδρου, αναδείχθηκε σε γλώσσα ευρύτερης χρήσης, από την Ελλάδα έως τις Ινδίες. Μιλήθηκε δηλ. κυρίως αλλά και γράφτηκε ως δεύτερη –ενίοτε και ως πρώτη– γλώσσα και από μη Έλληνες. Και γιατί υπήρξε προϊόν μακράς εξελίξεως και γιατί χρησιμοποιήθηκε από ομιλητές που δεν είχαν τα Ελληνικά ως μητρική γλώσσα, η Ελληνική ως Αλεξανδρινή Κοινή πήρε μια αρκετά απλουστευμένη μορφή στην προφορά τής γλώσσας πρώτα και πάνω απ’ όλα, αλλά και στη δομή –γραμματική και συντακτική– και, αναπόφευκτα, στο λεξιλόγιο. Σ’ αυτή τη γλώσσα γράφτηκαν τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτή τη γλώσσα μεταφράστηκε (από τους Εβδομήκοντα) και η ίδια η Παλαιά Διαθήκη, σε μετάφραση που καθιερώθηκε περισσότερο και από το πρωτότυπο! Η μετάφραση δε αυτή έγινε, διότι οι «Ελληνιστές» (οι Εβραίοι δηλ. που μιλούσαν Ελληνικά) ήταν τόσο πολλοί που χρειάστηκε να έχουν την Παλαιά Διαθήκη στη γλώσσα που καταλάβαιναν και με την οποία επικοινωνούσαν. Η γλώσσα των κανονικών Ευαγγελίων τής Κ. Διαθήκης ποικίλλει, βεβαίως, υφολογικά από Ευαγγέλιο σε Ευαγγέλιο. Άλλοτε είναι πιο απλή, άλλοτε πιο λόγια. Πάντοτε όμως βρίσκεται εντός των ορίων τής Αλεξανδρινής Κοινής και, οπωσδήποτε, είναι έτσι γραμμένη, ώστε να είναι κατανοητή στους απλούς ανθρώπους, όπως ξέρουμε ότι ήταν και ο ίδιος ο λόγος τού Χριστού. Με παρομοιώσεις και παραδείγματα από την καθημερινή απλή, και μάλιστα αγροτική, ζωή. Με χρήση τού προφορικού λόγου και μάλιστα, πολύ συχνά, τού άμεσου λόγου –όχι τού έμμεσου, που είναι πιο επεξεργασμένος– και επίσης με ευρεία χρήση των ρηματικών προτάσεων, . στις οποίες κυριαρχεί το ζωντανό, προσωπικό, βιωματικό ύφος αντί τού περιγραφικού-διαπιστωτικού αποστασιοποιημένου ύφους των ονοματικών προτάσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οσάκις μιλούμε για το ποια ήταν η μορφή και η δομή τής Αλεξανδρινής Κοινής, η γλώσσα τού Ευαγγελίου είναι εκείνη που θεωρείται ως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα. Βέβαια, από τον 1ο αιώνα π.Χ. είχε αρχίσει να έχει απήχηση στους λογίους και γενικότερα στους μορφωμένους το κίνημα τού Αττικισμού. Με την εμφάνισή του μάλιστα διαμορφώθηκε, όπως είναι γνωστό, μια διπλή παράδοση στη χρήση τής Ελληνικής: Αφ’ ενός μεν χρησιμοποιήθηκε η «αττικιστική» μορφή, που εμιμείτο την αρχαία αττική διάλεκτο και αποτέλεσε τη γραπτή γλώσσα, την ονομαζόμενη λόγια παράδοση η οποία εξελίχθηκε σε ό,τι είναι γνωστό ως καθαρεύουσα. Παράλληλα όμως συνέχισε να χρησιμοποιείται, διαρκώς εξελισσόμενη προς απλούστερες μορφές, η Αλεξανδρινή Κοινή ή Κοινή τού Ευαγγελίου, που αποτέλεσε την προφορική Ελληνική και μετεξελίχθηκε σε ό,τι ονομάζουμε δημοτική. Την περίοδο που αναδεικνύεται ο Χριστιανισμός σε επίσημη γλώσσα τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. τού Βυζαντίου, εννοώ τον 4ο μ.Χ. αιώνα, οι Μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης, υιοθετούν στον λόγο τους την αττικιστική παράδοση, δηλ. απομακρύνονται από την απλή γλώσσα τού Ευαγγελίου, από την Κοινή, διαμορφώνοντας έτσι την επίσημη μορφή λόγου των πατερικών κειμένων και τής Εκκλησίας μας γενικότερα. Τολμώ να υποστηρίξω πως, αν οι τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες μας είχαν υιοθετήσει την Κοινή τού Ευαγγελίου, τότε πιθανότατα –με τη δύναμη τού παραδείγματός τους και τού λόγου τής Εκκλησίας– θα είχε γενικευθεί η Κοινή και δεν θα υπήρχε στην Ελληνική πρόβλημα γλωσσικής διμορφίας. Οπωσδήποτε, οι Μεγάλοι Πατέρες προτίμησαν τη λόγια γλώσσα τής εποχής τους, την αττικιστική, για συγκεκριμένους λόγους : για να μιλήσουν για τη νέα θρησκεία με μια καλλιεργημένη ήδη γλώσσα που παρείχε λεπτές γλωσσικές διακρίσεις καίριων εννοιών• για να χρησιμοποιήσουν τη μορφή γλώσσας που επικρατούσε μεταξύ των μορφωμένων τής εποχής και μάλιστα των ελληνικής μορφώσεως, που υποτιμούσαν τους Χριστιανούς ως απαίδευτους• για να αντιμετωπίσουν με γλωσσική επάρκεια τα προβλήματα των πολλών αιρέσεων που τις περισσότερες φορές ακροβατούσαν στη λέξη.
Τη λόγια μορφή τής εκκλησιαστικής γλώσσας ενίσχυσε καθοριστικά η γλώσσα τής λατρείας. Η γλώσσα τής Θ. Λειτουργίας τού Ιωάννη τού Χρυσοστόμου και τής Θ. Λειτουργίας τού Μ. Βασιλείου έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Το ίδιο και η γλώσσα των Ύμνων τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τής Υμνολογίας όλων των χρόνων τού Βυζαντίου με τους μεγάλους Βυζαντινούς ορθόδοξους υμνογράφους.
Έτσι, η ελληνική γλώσσα όχι μόνο συνδέθηκε με την ορθόδοξη πίστη και την ορθόδοξη λατρεία, αλλά ανατροφοδότησε γλωσσικά την Ελληνική, αφού οι λέξεις τής λόγιας παράδοσης γίνονταν κτήμα και τού απλού λαού και επηρέαζαν τη γλωσσική του έκφραση. Ένα πλήθος εκκλησιαστικών φράσεων από το Ευαγγέλιο, τη Θ. Λειτουργία και την Υμνογραφία (ιδίως τής Μ. Εβδομάδος) έχουν περάσει στην καθημερινή γλώσσα τού λαού.(Μερικά παραδείγματα : αγρόν ηγόρασε, αντί τού μάννα χολήν, άξιος ο μισθός του, από καταβολής κόσμου, από τον Άννα στον Καïάφα, άρον-άρον, άρρητα ρήματα, ας όψεται, άσωτος υιός, διά το θεαθήναι τοις ανθρώποις, διά τον φόβον των Ιουδαίων, δόξα σοι ο Θεός, είπα και ελάλησα,εκ τού πονηρού, επί ξύλου κρεμάμενος, να θέσω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ζωή χαρισάμενη κ.λπ.) Για πολλούς αιώνες, μέχρι τις αρχές τού 19ου αιώνα, η διπλή γλωσσική παράδοση ήταν ευρύτερα αποδεκτή και μόλις περί το 1800, με τη διαμάχη τού Ευγένιου Βούλγαρι με τον Ιώσηπο Μοισιόδακα και τους υποστηρικτές τής μιας και τής άλλης πλευράς, ανακύπτει το γνωστό γλωσσικό ζήτημα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι όταν χρειάστηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίσει το κύμα τού προσηλυτισμού που πήγε να περάσει στον λαό από ιερωμένους άλλων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη δημοτική για να προσελκύσουν απλούς λαϊκούς ανθρώπους, τότε και οι Ορθόδοξοι ιερωμένοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την απλούστερη Ελληνική, τη δημοτική γλώσσα, για να στηρίξουν τον λαό στην ορθόδοξη πίστη του με το κήρυγμά τους, εισάγοντας μια μορφή γλώσσας που έχει χαρακτηρισθεί ως εκκλησιαστικός δημοτικισμός. Ας μη ξεχνάμε ότι στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, σ’ αυτό το εθνικο-πνευματικό κίνημα παιδείας που προετοίμασε ιδεολογικά την Ελληνική Επανάσταση τού ’21, οι ορθόδοξοι ιερωμένοι (από απλοί διάκονοι έως διακεκριμένοι επίσκοποι) είναι αυτοί που χρησιμοποίησαν την απλή ελληνική γλώσσα για να μεταφράσουν και να σχολιάσουν τα αρχαία κείμενα, αυτά που χρησίμευσαν ως βάση για την τόνωση τού εθνικού φρονήματος τού υπόδουλου Ελληνισμού.
Κύριλλος και Μεθόδιος: Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων
Η κορύφωση τής αξιοποίησης τής γλώσσας στην ιεραποστολή είναι έκγλυφη στην περίπτωση τού ιεραποστολικού έργου των αδελφών Κωνσταντίνου (μετέπειτα Κυρίλλου, όταν εκάρη μοναχός στα τέλη τού βίου του) και Μεθοδίου, που κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Λόγιος ο Κωνσταντίνος/Κύριλλος, σπουδασμένος, καθηγητής, προστατευόμενος τού διαπρεπούς λογίου Πατριάρχη Φωτίου. Μοναχός από νωρίς ο Μεθόδιος, οργανωτικός, δημιουργικός, στα βήματα τού Κυρίλλου, με συμπληρωματικό ρόλο, επίσης προστατευόμενος από τον Φώτιο.
Κύριλλος και Μεθόδιος είναι αυτοί που εκχριστιάνισαν τη Μοραβία (σημερ. Τσεχία και Σλοβακία) και μετέπειτα την Παννονία (σημερ. Ουγγαρία). Έλληνες και Σλάβοι μαθητές τους συνέχισαν το έργο τους αργότερα στη Βουλγαρία και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων, φθάνοντας μέχρι την Πολωνία και αργότερα μέχρι τη Ρωσία.
Οι δύο Βυζαντινοί ιεραπόστολοι τού 9ου αιώνα βρέθηκαν σε λαούς που θρησκευτικά δεν είχαν σχέση με τον Χριστιανισμό και γλωσσικά διέθεταν μόνο προφορικό λόγο. Δεν είχαν γραφή. Έτσι οι δύο ιεραπόστολοι, με προεξάρχοντα τον λόγιο Κύριλλο (Κωνσταντίνο τότε ακόμη), χρειάστηκε πρώτα απ’ όλα να δημιουργήσουν, να εφαρμόσουν και να διδάξουν ένα σύστημα γραφής στο οποίο θα έγραφαν μεταφρασμένη τη χριστιανική διδασκαλία τού Ευαγγελίου (αρχικά τα αποσπάσματα που διαβάζονταν στη Θ. Λειτουργία) και την ίδια τη Θ. Λειτουργία. Αυτό που έκαναν στη πράξη –σαν να ήταν γλωσσολόγοι και όχι απλοί ιεραπόστολοι– ήταν να παραστήσουν με γράμματα τού ελληνικού αλφαβήτου τις φωνητικές αξίες των φθόγγων τής Σλαβικής, γεγονός που απαιτούσε γνώσεις και φαντασία. Έτσι δημιούργησαν αρχικά το γλαγολιτικό αλφάβητο, το οποίο αργότερα χρειάστηκε να απλοποιηθεί αρκετά και να αποτελέσει το σημερινό κυριλλικό αλφάβητο (από το όνομα τού Κυρίλλου που τού έδωσε την πρώτη μορφή, μολονότι αργότερα απλοποιήθηκε σημαντικά από τον Μεθόδιο). Ας θυμίσουμε εδώ ότι αυτό ήταν το δεύτερο αλφάβητο, που προήλθε από το αλφάβητο τής Ελληνικής, επαυξημένο με έναν αριθμό παραγώγων γραμμάτων, για να αποδώσει τους φθόγγους τής Σλαβικής (γλώσσα η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία ουρανικών συμφώνων). Το πρώτο αλφάβητο που προήλθε από την Ελληνική είναι, ως γνωστόν, το λατινικό αλφάβητο, δηλ. το ελληνικό δυτικό (όπως λεγόταν) αλφάβητο τής Εύβοιας (Χαλκίδος), που μεταφέρθηκε από τους Έλληνες εποίκους στην Κάτω Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα) απ’ όπου και γενικεύθηκε στον αρχαίο ιταλικό χώρο.
Αξίζει να τονισθεί ότι με τη δημιουργία –μέσω τού κυριλλικού αλφαβήτου– γραπτού λόγου τής αρχαίας Σλαβικής (τής λεγόμενης Σλαβονικής) όχι μόνο διαδόθηκαν μέσω αυτής τα κείμενα τής Θ. Λειτουργίας, τα αναγνώσματα τού Ιερού Ευαγγελίου και ολόκληρη η Κ. Διαθήκη (μεταφράστηκε από τον Μεθόδιο και τους μαθητές του) καθώς και κείμενα των Πατέρων, αλλά η απόκτηση γραφής και η δημιουργία γραπτού λόγου έκαναν ώστε να αναπτυχθεί και σλαβονική φιλολογική γλώσσα που επέδρασε γενικότερα στην πολιτιστική ανάπτυξη των Σλάβων. Με το εξελιγμένο και εξειδικευμένο για τη γλώσσα τους αλφάβητο οι Σλάβοι εκφράστηκαν γραπτώς και δημιούργησαν αργότερα μεγάλα κείμενα λογοτεχνίας αλλά και ορθόδοξης θεολογίας.. Εις αναγνώριση αυτού τού σημαντικού έργου για τον Χριστιανισμό και τής περαιτέρω προσφοράς τους στην πολιτιστική ανάπτυξη των νέων σλαβικών λαών, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ στα νεότερα χρόνια (το 1981) ανακήρυξε τους Θεσσαλονικείς ιεραπόστολους Κύριλλο και Μεθόδιο «αγίους προστάτες τής Ευρώπης»..
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι οι δύο ιεραπόστολοι ήταν γλωσσομαθείς, γνώριζαν δε τη Σλαβική από την εποχή που ο πατέρας τους ως δρουγγάριος τού Θέματος τής Θεσσαλονίκης είχε αρμοδιότητα και επί των Σλάβων. Ο Κύριλλος μάλιστα γνώριζε επιπλέον Αραβικά και Εβραϊκά. Η επιμονή των Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων να τελείται η Λειτουργία στη Σλαβονική –και όχι στη Λατινική, όπως υποστήριζαν οι δυτικοί ιερείς– εδραίωσε τη σλαβική γλώσσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία των διαφόρων σλαβικών χωρών και απέτρεψε τη διά τής Λατινικής κατίσχυση τής Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής ομολογίας.
Η κορύφωση τής αξιοποίησης τής γλώσσας στην ιεραποστολή είναι έκγλυφη στην περίπτωση τού ιεραποστολικού έργου των αδελφών Κωνσταντίνου (μετέπειτα Κυρίλλου, όταν εκάρη μοναχός στα τέλη τού βίου του) και Μεθοδίου, που κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Λόγιος ο Κωνσταντίνος/Κύριλλος, σπουδασμένος, καθηγητής, προστατευόμενος τού διαπρεπούς λογίου Πατριάρχη Φωτίου. Μοναχός από νωρίς ο Μεθόδιος, οργανωτικός, δημιουργικός, στα βήματα τού Κυρίλλου, με συμπληρωματικό ρόλο, επίσης προστατευόμενος από τον Φώτιο.
Κύριλλος και Μεθόδιος είναι αυτοί που εκχριστιάνισαν τη Μοραβία (σημερ. Τσεχία και Σλοβακία) και μετέπειτα την Παννονία (σημερ. Ουγγαρία). Έλληνες και Σλάβοι μαθητές τους συνέχισαν το έργο τους αργότερα στη Βουλγαρία και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων, φθάνοντας μέχρι την Πολωνία και αργότερα μέχρι τη Ρωσία.
Οι δύο Βυζαντινοί ιεραπόστολοι τού 9ου αιώνα βρέθηκαν σε λαούς που θρησκευτικά δεν είχαν σχέση με τον Χριστιανισμό και γλωσσικά διέθεταν μόνο προφορικό λόγο. Δεν είχαν γραφή. Έτσι οι δύο ιεραπόστολοι, με προεξάρχοντα τον λόγιο Κύριλλο (Κωνσταντίνο τότε ακόμη), χρειάστηκε πρώτα απ’ όλα να δημιουργήσουν, να εφαρμόσουν και να διδάξουν ένα σύστημα γραφής στο οποίο θα έγραφαν μεταφρασμένη τη χριστιανική διδασκαλία τού Ευαγγελίου (αρχικά τα αποσπάσματα που διαβάζονταν στη Θ. Λειτουργία) και την ίδια τη Θ. Λειτουργία. Αυτό που έκαναν στη πράξη –σαν να ήταν γλωσσολόγοι και όχι απλοί ιεραπόστολοι– ήταν να παραστήσουν με γράμματα τού ελληνικού αλφαβήτου τις φωνητικές αξίες των φθόγγων τής Σλαβικής, γεγονός που απαιτούσε γνώσεις και φαντασία. Έτσι δημιούργησαν αρχικά το γλαγολιτικό αλφάβητο, το οποίο αργότερα χρειάστηκε να απλοποιηθεί αρκετά και να αποτελέσει το σημερινό κυριλλικό αλφάβητο (από το όνομα τού Κυρίλλου που τού έδωσε την πρώτη μορφή, μολονότι αργότερα απλοποιήθηκε σημαντικά από τον Μεθόδιο). Ας θυμίσουμε εδώ ότι αυτό ήταν το δεύτερο αλφάβητο, που προήλθε από το αλφάβητο τής Ελληνικής, επαυξημένο με έναν αριθμό παραγώγων γραμμάτων, για να αποδώσει τους φθόγγους τής Σλαβικής (γλώσσα η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία ουρανικών συμφώνων). Το πρώτο αλφάβητο που προήλθε από την Ελληνική είναι, ως γνωστόν, το λατινικό αλφάβητο, δηλ. το ελληνικό δυτικό (όπως λεγόταν) αλφάβητο τής Εύβοιας (Χαλκίδος), που μεταφέρθηκε από τους Έλληνες εποίκους στην Κάτω Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα) απ’ όπου και γενικεύθηκε στον αρχαίο ιταλικό χώρο.
Αξίζει να τονισθεί ότι με τη δημιουργία –μέσω τού κυριλλικού αλφαβήτου– γραπτού λόγου τής αρχαίας Σλαβικής (τής λεγόμενης Σλαβονικής) όχι μόνο διαδόθηκαν μέσω αυτής τα κείμενα τής Θ. Λειτουργίας, τα αναγνώσματα τού Ιερού Ευαγγελίου και ολόκληρη η Κ. Διαθήκη (μεταφράστηκε από τον Μεθόδιο και τους μαθητές του) καθώς και κείμενα των Πατέρων, αλλά η απόκτηση γραφής και η δημιουργία γραπτού λόγου έκαναν ώστε να αναπτυχθεί και σλαβονική φιλολογική γλώσσα που επέδρασε γενικότερα στην πολιτιστική ανάπτυξη των Σλάβων. Με το εξελιγμένο και εξειδικευμένο για τη γλώσσα τους αλφάβητο οι Σλάβοι εκφράστηκαν γραπτώς και δημιούργησαν αργότερα μεγάλα κείμενα λογοτεχνίας αλλά και ορθόδοξης θεολογίας.. Εις αναγνώριση αυτού τού σημαντικού έργου για τον Χριστιανισμό και τής περαιτέρω προσφοράς τους στην πολιτιστική ανάπτυξη των νέων σλαβικών λαών, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ στα νεότερα χρόνια (το 1981) ανακήρυξε τους Θεσσαλονικείς ιεραπόστολους Κύριλλο και Μεθόδιο «αγίους προστάτες τής Ευρώπης»..
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι οι δύο ιεραπόστολοι ήταν γλωσσομαθείς, γνώριζαν δε τη Σλαβική από την εποχή που ο πατέρας τους ως δρουγγάριος τού Θέματος τής Θεσσαλονίκης είχε αρμοδιότητα και επί των Σλάβων. Ο Κύριλλος μάλιστα γνώριζε επιπλέον Αραβικά και Εβραϊκά. Η επιμονή των Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων να τελείται η Λειτουργία στη Σλαβονική –και όχι στη Λατινική, όπως υποστήριζαν οι δυτικοί ιερείς– εδραίωσε τη σλαβική γλώσσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία των διαφόρων σλαβικών χωρών και απέτρεψε τη διά τής Λατινικής κατίσχυση τής Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής ομολογίας.
Γλωσσολογία και μετάφραση τής Αγίας Γραφής
Το πρόβλημα που αντιμετώπισαν εξ αρχής οι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος –εκτός των άλλων– ήταν το οξύ πρόβλημα τής γλώσσας στην οποία θα διδασκόταν το Ευαγγέλιο και τα κείμενα τής Θ. Λειτουργίας εν συνεχεία και τα πατερικά, ώστε να γίνουν κατανοητά από τους Σλάβους και να πιστέψουν στη διδασκαλία τού Ευαγγελίου. Ορθώθηκε, λοιπόν, και πάλι το εμπόδιο κάθε ιεραποστολικής προσπάθειας, το εμπόδιο τής γλώσσας. Στην περίπτωση μάλιστα των Σλάβων, που δεν είχαν γραφή, το εμπόδιο ήταν ακόμη μεγαλύτερο, γιατί για να υπάρξει μετάφραση τού Ευαγγελίου και τής Θ. Λειτουργίας, ώστε να διαβάζονται οι αρχές τής διδασκαλίας τού Χριστού και να τελείται η Θ. Λειτουργία, έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί ένα σύστημα γραφής και να διδαχθεί η γραφή αυτή στους νεήλυδες στη χριστιανική πίστη. Αυτό και έγινε, όπως είδαμε, με την επινόηση τού κυριλλικού αλφαβήτου, τροποποίηση και προσαρμογή τού ελληνικού αλφαβήτου στις ανάγκες παράστασης τής σλαβικής γλώσσας.
Με την ευκαιρία αυτή συνειδητοποιούμε ότι το έργο τής ιεραποστολής σε νεοφώτιστους Χριστιανούς οι οποίοι δεν διαθέτουν γραφή (συνέβη, στην πράξη, με την ιεραποστολή σε Αφρικανούς και σε διάφορες φυλές τού Ειρηνικού και τής Ασίας) περιλαμβάνει δύο γλωσσικά στάδια: α) τη δημιουργία γραφής και β) τη μετάφραση τού Ευαγγελίου στη γλώσσα των προσερχομένων στη χριστιανική πίστη. Βεβαίως, προϋποτίθεται ένα προγενέστερο ακόμη στάδιο: η εκμάθηση τής γλώσσας των προσηλυτιζομένων από τον ασκούντα το ιεραποστολικό έργο. Για να διδάξεις το Ευαγγέλιο τής νέας θρησκείας, πρέπει πρώτα να μάθεις ο ίδιος τη γλώσσα των μελλοντικών πιστών.
Η ανάγκη αυτή απασχόλησε τη γλωσσική επιστήμη και οδήγησε σε σημαντικές αρχές ανάλυσης και μετάφρασης σε διάφορες γλώσσες. Από τους πιο γνωστούς γλωσσολόγους που ασχολήθηκαν με τη μετάφραση είναι ο Kenneth Pike, Αμερικανός στρουκτουραλιστής γλωσσολόγος, πρωτοπόρος σε θέματα φωνολογικής και μορφολογικής (γραμματικής) ανάλυσης.
Ειδικότερα ως προς τη μετάφραση (όταν είχε λυθεί το πρόβλημα τής γραφής), προέκυψε το μείζον θέμα πώς μεταφράζεις το Ευαγγέλιο σε πολιτισμούς τελείως διαφορετικούς και σε γλώσσες επίσης τελείως διαφορετικές ως δομή από τις ινδοευρωπαϊκές. Ό,τι προκρίθηκε γενικότερα ήταν η ελεύθερη νοηματική μετάφραση (αντί τής πιστής κατά λέξιν μεταφράσεως που συχνά ήταν αδύνατη έως κωμική!) Προκρίθηκε δηλ. η μετάφραση που απέδιδε τα νοήματα τής διδασκαλίας τού Ευαγγελίου, ξεπερνώντας τη δυσκολία από την έλλειψη λέξεων που θα απέδιδαν τις έννοιες τής χριστιανικής διδασκαλίας –ιδίως σε δογματικό επίπεδο– με τη χρήση περιφραστικών δηλώσεων και με τη δημιουργία νεολογισμών, όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη ετυμολογική διαφάνεια. Ανάλογα προβλήματα ξεπεράστηκαν και στον τομέα τής Γραμματικής (χρόνοι και ποιόν ενεργείας ρημάτων, αντωνυμίες προσωπικές, μετοχές κ.ά.) και, βεβαίως, τής Σύνταξης.
Τελικά, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη θεωρία και τεχνική τής μετάφρασης για ιεραποστολικούς σκοπούς που χρησιμοποίησε κυρίως η προτεσταντική και η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ορισμένες μάλιστα τεχνικές ανάλυσης τής γλώσσας (σε φωνήματα, μορφήματα κ.λπ.) βοήθησαν στην ανάπτυξη τού αμερικανικού στρουκτουραλισμού, τής Σχολής που επικράτησε στην Αμερική πριν από τη Γενετική – Μετασχηματιστική γλωσσολογία τού Noam Chomsky.
Επ’ ευκαιρία θα ήθελα να αναφερθώ, δι’ ελαχίστων μόνο, στο θέμα τής γλώσσας τελέσεως τής Θ. Λειτουργίας στις Ορθόδοξες Εκκλησίες που λειτουργούν σε ξένες χώρες (Αμερική, Αυστραλία, Καναδά, Ευρώπη κ.ά.).Το πρόβλημα που αναφύεται μονίμως είναι κατά πόσον πρέπει η Θ. Λειτουργία να τελείται στην ξένη γλώσσα (δηλ. από μετάφραση) ή στην Ελληνική τού πρωτοτύπου; Και οι δύο πρακτικές ακολουθούνται. Ωστόσο, θεωρώ προσωπικά ότι η Θ. Λειτουργία, εκ τής φύσεώς της, έχει τελετουργικό χαρακτήρα (δεσπόζει ο ευχαριστιακός χαρακτήρας, η τέλεση τού μυστηρίου τής Θ. Ευχαριστίας), γι’ αυτό και πρέπει να τελείται στη γλώσσα τού πρωτοτύπου, ο δε πιστός να παρακολουθεί τα δρώμενα με εγκόλπιο που θα περιέχει αντικρυστά πρωτότυπο και μετάφραση (και μάλιστα σε μετάφραση ενισχυμένη με λίγα επεξηγηματικά σχόλια ως προς τα στάδια τής τέλεσης τού μυστηρίου). Το κήρυγμα μπορεί να γίνεται στην ξένη γλώσσα, όπως και ορισμένες ευχές ή και ύμνοι μπορεί να εκφωνούνται και στην ξένη γλώσσα, που για τους περισσότερους Ομογενείς (τρίτης και πλέον γενιάς) είναι και η μητρική τους γλώσσα. Όμως η ελληνική γλώσσα τού πρωτοτύπου, με το τελετουργικό της ύφος και περιεχόμενο, δεν πρέπει να υποκαθίσταται εξ ολοκλήρου από μετάφραση, γιατί οι λέξεις στο πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη γλώσσα χάνουν σε σημαντικό βαθμό το σημασιολογικό τους περιεχόμενο και το βιωματικό τους φορτίο, στοιχεία απαραίτητα στον μυστηριακό χαρακτήρα τής Θ. Λειτουργίας.
Άλλο είναι, νομίζω, το εγχείρημα που έγινε στην Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία επί τού μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, μετά το Ευαγγέλιο στο πρωτότυπο, να αναγιγνώσκεται και η απόδοσή του σε έγκυρη νεοελληνική μετάφραση, για να γίνεται περισσότερο κατανοητό και από πιστούς που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν εύκολα έστω και την απλή (αλλά πάντως αρχαία) γλώσσα τού Ευαγγελίου. Στο κάτω-κάτω η διπλή προσέγγιση (όταν δηλ. συνυπάρχει η ανάγνωση τού πρωτοτύπου κειμένου) εντυπώνεται καλύτερα στη μνήμη κάθε πιστού. Προσωπικά, πιστεύω ότι μια τέτοια δεύτερη ανάγνωση θα ωφελούσε ευρύτερα, δοθέντος ότι στις 2.000 χρόνια που μάς χωρίζουν από την αρχική διατύπωση τού Ευαγγελίου σημειώθηκαν και γλωσσικές μεταβολές, έτσι ώστε κάποια χωρία τού Ευαγγελίου, ιδίως δε των επιστολών τού Παύλου, να γεννούν –όπως είναι φυσικό– περιορισμένης εκτάσεως δυσκολίες στην κατανόηση, λόγω κυρίως τής αλλαγής των σημασιών ή τής αχρησίας λέξεων που χρησιμοποιούνταν στην Ελληνική των χρόνων τού Χριστού αλλά και λόγω τής μειωμένης επαφής των μαθητών μας στο Σχολείο με «τα παλιότερα Ελληνικά» μας (τον αρχαίο λόγο και τη λόγια παράδοση).
Το πρόβλημα που αντιμετώπισαν εξ αρχής οι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος –εκτός των άλλων– ήταν το οξύ πρόβλημα τής γλώσσας στην οποία θα διδασκόταν το Ευαγγέλιο και τα κείμενα τής Θ. Λειτουργίας εν συνεχεία και τα πατερικά, ώστε να γίνουν κατανοητά από τους Σλάβους και να πιστέψουν στη διδασκαλία τού Ευαγγελίου. Ορθώθηκε, λοιπόν, και πάλι το εμπόδιο κάθε ιεραποστολικής προσπάθειας, το εμπόδιο τής γλώσσας. Στην περίπτωση μάλιστα των Σλάβων, που δεν είχαν γραφή, το εμπόδιο ήταν ακόμη μεγαλύτερο, γιατί για να υπάρξει μετάφραση τού Ευαγγελίου και τής Θ. Λειτουργίας, ώστε να διαβάζονται οι αρχές τής διδασκαλίας τού Χριστού και να τελείται η Θ. Λειτουργία, έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί ένα σύστημα γραφής και να διδαχθεί η γραφή αυτή στους νεήλυδες στη χριστιανική πίστη. Αυτό και έγινε, όπως είδαμε, με την επινόηση τού κυριλλικού αλφαβήτου, τροποποίηση και προσαρμογή τού ελληνικού αλφαβήτου στις ανάγκες παράστασης τής σλαβικής γλώσσας.
Με την ευκαιρία αυτή συνειδητοποιούμε ότι το έργο τής ιεραποστολής σε νεοφώτιστους Χριστιανούς οι οποίοι δεν διαθέτουν γραφή (συνέβη, στην πράξη, με την ιεραποστολή σε Αφρικανούς και σε διάφορες φυλές τού Ειρηνικού και τής Ασίας) περιλαμβάνει δύο γλωσσικά στάδια: α) τη δημιουργία γραφής και β) τη μετάφραση τού Ευαγγελίου στη γλώσσα των προσερχομένων στη χριστιανική πίστη. Βεβαίως, προϋποτίθεται ένα προγενέστερο ακόμη στάδιο: η εκμάθηση τής γλώσσας των προσηλυτιζομένων από τον ασκούντα το ιεραποστολικό έργο. Για να διδάξεις το Ευαγγέλιο τής νέας θρησκείας, πρέπει πρώτα να μάθεις ο ίδιος τη γλώσσα των μελλοντικών πιστών.
Η ανάγκη αυτή απασχόλησε τη γλωσσική επιστήμη και οδήγησε σε σημαντικές αρχές ανάλυσης και μετάφρασης σε διάφορες γλώσσες. Από τους πιο γνωστούς γλωσσολόγους που ασχολήθηκαν με τη μετάφραση είναι ο Kenneth Pike, Αμερικανός στρουκτουραλιστής γλωσσολόγος, πρωτοπόρος σε θέματα φωνολογικής και μορφολογικής (γραμματικής) ανάλυσης.
Ειδικότερα ως προς τη μετάφραση (όταν είχε λυθεί το πρόβλημα τής γραφής), προέκυψε το μείζον θέμα πώς μεταφράζεις το Ευαγγέλιο σε πολιτισμούς τελείως διαφορετικούς και σε γλώσσες επίσης τελείως διαφορετικές ως δομή από τις ινδοευρωπαϊκές. Ό,τι προκρίθηκε γενικότερα ήταν η ελεύθερη νοηματική μετάφραση (αντί τής πιστής κατά λέξιν μεταφράσεως που συχνά ήταν αδύνατη έως κωμική!) Προκρίθηκε δηλ. η μετάφραση που απέδιδε τα νοήματα τής διδασκαλίας τού Ευαγγελίου, ξεπερνώντας τη δυσκολία από την έλλειψη λέξεων που θα απέδιδαν τις έννοιες τής χριστιανικής διδασκαλίας –ιδίως σε δογματικό επίπεδο– με τη χρήση περιφραστικών δηλώσεων και με τη δημιουργία νεολογισμών, όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη ετυμολογική διαφάνεια. Ανάλογα προβλήματα ξεπεράστηκαν και στον τομέα τής Γραμματικής (χρόνοι και ποιόν ενεργείας ρημάτων, αντωνυμίες προσωπικές, μετοχές κ.ά.) και, βεβαίως, τής Σύνταξης.
Τελικά, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη θεωρία και τεχνική τής μετάφρασης για ιεραποστολικούς σκοπούς που χρησιμοποίησε κυρίως η προτεσταντική και η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ορισμένες μάλιστα τεχνικές ανάλυσης τής γλώσσας (σε φωνήματα, μορφήματα κ.λπ.) βοήθησαν στην ανάπτυξη τού αμερικανικού στρουκτουραλισμού, τής Σχολής που επικράτησε στην Αμερική πριν από τη Γενετική – Μετασχηματιστική γλωσσολογία τού Noam Chomsky.
Επ’ ευκαιρία θα ήθελα να αναφερθώ, δι’ ελαχίστων μόνο, στο θέμα τής γλώσσας τελέσεως τής Θ. Λειτουργίας στις Ορθόδοξες Εκκλησίες που λειτουργούν σε ξένες χώρες (Αμερική, Αυστραλία, Καναδά, Ευρώπη κ.ά.).Το πρόβλημα που αναφύεται μονίμως είναι κατά πόσον πρέπει η Θ. Λειτουργία να τελείται στην ξένη γλώσσα (δηλ. από μετάφραση) ή στην Ελληνική τού πρωτοτύπου; Και οι δύο πρακτικές ακολουθούνται. Ωστόσο, θεωρώ προσωπικά ότι η Θ. Λειτουργία, εκ τής φύσεώς της, έχει τελετουργικό χαρακτήρα (δεσπόζει ο ευχαριστιακός χαρακτήρας, η τέλεση τού μυστηρίου τής Θ. Ευχαριστίας), γι’ αυτό και πρέπει να τελείται στη γλώσσα τού πρωτοτύπου, ο δε πιστός να παρακολουθεί τα δρώμενα με εγκόλπιο που θα περιέχει αντικρυστά πρωτότυπο και μετάφραση (και μάλιστα σε μετάφραση ενισχυμένη με λίγα επεξηγηματικά σχόλια ως προς τα στάδια τής τέλεσης τού μυστηρίου). Το κήρυγμα μπορεί να γίνεται στην ξένη γλώσσα, όπως και ορισμένες ευχές ή και ύμνοι μπορεί να εκφωνούνται και στην ξένη γλώσσα, που για τους περισσότερους Ομογενείς (τρίτης και πλέον γενιάς) είναι και η μητρική τους γλώσσα. Όμως η ελληνική γλώσσα τού πρωτοτύπου, με το τελετουργικό της ύφος και περιεχόμενο, δεν πρέπει να υποκαθίσταται εξ ολοκλήρου από μετάφραση, γιατί οι λέξεις στο πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη γλώσσα χάνουν σε σημαντικό βαθμό το σημασιολογικό τους περιεχόμενο και το βιωματικό τους φορτίο, στοιχεία απαραίτητα στον μυστηριακό χαρακτήρα τής Θ. Λειτουργίας.
Άλλο είναι, νομίζω, το εγχείρημα που έγινε στην Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία επί τού μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, μετά το Ευαγγέλιο στο πρωτότυπο, να αναγιγνώσκεται και η απόδοσή του σε έγκυρη νεοελληνική μετάφραση, για να γίνεται περισσότερο κατανοητό και από πιστούς που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν εύκολα έστω και την απλή (αλλά πάντως αρχαία) γλώσσα τού Ευαγγελίου. Στο κάτω-κάτω η διπλή προσέγγιση (όταν δηλ. συνυπάρχει η ανάγνωση τού πρωτοτύπου κειμένου) εντυπώνεται καλύτερα στη μνήμη κάθε πιστού. Προσωπικά, πιστεύω ότι μια τέτοια δεύτερη ανάγνωση θα ωφελούσε ευρύτερα, δοθέντος ότι στις 2.000 χρόνια που μάς χωρίζουν από την αρχική διατύπωση τού Ευαγγελίου σημειώθηκαν και γλωσσικές μεταβολές, έτσι ώστε κάποια χωρία τού Ευαγγελίου, ιδίως δε των επιστολών τού Παύλου, να γεννούν –όπως είναι φυσικό– περιορισμένης εκτάσεως δυσκολίες στην κατανόηση, λόγω κυρίως τής αλλαγής των σημασιών ή τής αχρησίας λέξεων που χρησιμοποιούνταν στην Ελληνική των χρόνων τού Χριστού αλλά και λόγω τής μειωμένης επαφής των μαθητών μας στο Σχολείο με «τα παλιότερα Ελληνικά» μας (τον αρχαίο λόγο και τη λόγια παράδοση).
Η γλώσσα τού Αποστόλου Παύλου
Η τελευταία παρατήρηση μάς φέρνει στη μεγαλύτερη μορφή τής πρώιμης χριστιανικής ιεραποστολής, στον Απόστολο των Εθνών Παύλο, στη μνήμη τού οποίου είναι αφιερωμένο το τρέχον έτος 2008.
Στις λίγες σκέψεις που θα θέσω υπό την κρίση σας θα ήθελα να αρχίσω με την παρατήρηση ότι «τύχη αγαθή» το έτος 2008 έχει ανακηρυχθεί και έτος διαπολιτισμικού διαλόγου και έτος τού Παύλου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως η ιεραποστολή τού Παύλου, αν την δει κανείς στην ευρύτερή της έννοια, ήταν μαζί και η διάδοση μιας νέας μορφής πολιτισμού, αυτής που υπαγόρευε ο Χριστιανισμός και που έφερνε ο Παύλος να συναντήσει άλλους μεγάλους πολιτισμούς, άλλα δηλ. συστήματα αξιών, όπως ο ελληνικός πολιτισμός, ο ιουδαϊκός, ο ρωμαϊκός, ο ανατολικός. Έργο τού Παύλου ήταν να μυήσει ανθρώπους που προέρχονταν από πολιτισμούς που είχαν άλλη σύλληψη τής ζωής και άλλη θέση σ’ αυτή για τον άνθρωπο και για ό,τι υπάρχει –αν δέχονταν ότι υπάρχει– πέρα από τον άνθρωπο και την επίγεια ζωή του. Με τον Παύλο πραγματώνεται –σε σμικρογραφία αρχικά για να γιγαντωθεί αργότερα– μια συνάντηση πολιτισμών και ίσως, αν το δει κανείς διαφορετικά, και μια «σύγκρουση πολιτισμών», αιώνες πριν διατυπωθεί ως θεωρία στον αιώνα μας από τον Hattington! Βέβαια, ο Παύλος θα πει εδώ, στον δικό μας τόπο, στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Πνύκα των Αθηνών μπροστά στον βωμόν «τω αγνώστω θεώ» ότι η διδασκαλία τού Χριστού έρχεται να συμπληρώσει και να δείξει ποιος είναι αυτός ο άγνωστος Θεός. Δεν προβάλλει δηλ. τη σύγκρουση, αλλά τη συμπληρωματικότητα των θρησκευτικών αξιών που συνιστούσαν, εν προκειμένω, τους δύο πολιτισμούς. Άλλωστε, η βαθιά ελληνική μόρφωση τού Παύλου, η γνώση τής ελληνικής γλώσσας, κοινής τότε γλώσσας των μορφωμένων –και όχι μόνον–, τού επέτρεπε να κάνει τέτοιες συγκρίσεις και συνδέσεις. Ακόμη – μη το ξεχνάμε – η Ταρσός τής Κιλικίας, όπου γεννήθηκε και μορφώθηκε ο Παύλος κατά τη μαρτυρία τού Στράβωνος «υπερβέβληται και Αθήνας και Αλεξάνδρειαν».
Θα ήμουν πολύ θρασύς –και ανάξιος συνάμα– να επιχειρήσω να αποτιμήσω εγώ –ένας μη θεολόγος– το έργο και την προσφορά τού Παύλου, τής μεγαλύτερης ίσως μεταχριστιανικής προσωπικότητας που γνώρισε ο Χριστιανισμός και που οδήγησε σταθερά τα βήματα τής ορθόδοξης πατερικής θεολογίας. Δεν θα το αποτολμήσω. Επιτρέψτε μου μόνο να εκφράσω μερικές σκέψεις για μια διάσταση τού Παύλου που ίσως μπορώ κι εγώ –ως γλωσσολόγος– να εκτιμήσω: για τη γλώσσα των επιστολών τού Παύλου.
Τα κείμενα τού Παύλου συνιστούν ένα γλωσσικό συνεχές (continuum) στο οποίο αξιοποιείται μια σειρά εκφραστικών μέσων : από το λογικό επιχείρημα ώς την προσωπική μαρτυρία και τη βιωματική προσέγγιση. Με το λογικό επιχείρημα αποσκοπεί στην πειθώ για την αλήθεια τής διδασκαλίας τού Χριστού και στο να δείξει το βαθύτερο νόημα τής θείας οικονομίας που επιτελείται με την παρουσία τού Υιού τού Θεού επί τής γης ως σωτήρος τού γένους των ανθρώπων. Μεταφέρει το μήνυμα τής βασιλείας τού Θεού και τής πίστης στον τριαδικό Θεό. Με τη «βιωματική έκρηξη» («ζω δε ουκέτι εγώ• ζη δ’ εν εμοί ο Χριστός»), εκφράζοντας την αγωνία και τον αγώνα της αναζήτησης του Θεού, της «θέωσης», ο Παύλος συνεπαίρνει τον αναγνώστη όχι πια σε λογικό αλλά σε βιωματικό-συγκινησιακό επίπεδο. Η αναφορά στην αγάπη, στην απόλυτη αγάπη (το κατ’ εξοχήν μήνυμα τού Χριστού) σε συνδυασμό με την πίστη και την ελπίδα, αλλά με την αγάπη –στον γνωστό «Ύμνο τής αγάπης»– να υπερέχει («νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη τα τρία ταύτα• μείζων δε τούτων η αγάπη») και το μήνυμα ότι είναι ένας ο Χριστός και μία η σωτηρία για κάθε άνθρωπο τής γης πέρα από διακρίσεις εθνικότητας, κοινωνικής θέσης ή φύλου («ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην• ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος• ουκ ένι άρσεν ή θήλυ• πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ»), η περίφημη οικουμενικότητα τής παύλειας χριστιανικής διδασκαλίας, όλα έχουν την έκφραση και την απήχησή τους στη γλώσσα τού Παύλου. Γλώσσα δυναμική, πειστική, ελκυστική, επαναστατική, κριτική, λογική αλλά και συναισθηματική, με δυο λόγια γλώσσα συναρπαστική. Στο κείμενο τού Παύλου, όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα κείμενα μεγάλων διανοητών, βιώνεις την εκφραστική δύναμη, την ένταση που μπορεί να σηκώσει η ελληνική γλώσσα όταν η έκφραση ακολουθεί τα πετάγματα τής σκέψης και τον εσωτερικό παλμό που την δονεί. Στο κείμενο των Επιστολών αξιοποιούνται όλες οι επιλογές που παρέχει η γλώσσα γενικά και η καλλιεργημένη ελληνική γλώσσα ειδικότερα, ώστε να χτίζεται δημιουργικά από «μάστορες» τού λόγου όπως ο Παύλος το οικοδόμημα ενός δυνατού και επιβλητικού γραπτού κειμένου. Αναφέρομαι στις επιλογές που παρέχουν το λεξιλόγιο, η γραμματική, η σύνταξη, η θέση των λέξεων, οι νεολογισμοί, οι συνειρμικές συνδέσεις, οι αντιθέσεις, τα μέρη τού λόγου, οι παραλληλισμοί (παρηχήσεις, λεξιλογικές επαναλήψεις και, κυρίως, όμοιες συμμετρικές συντακτικές και γραμματικές δομές), γιατί βέβαια ένα μεγάλο κείμενο είναι «μεγάλο» ανάλογα με το πόσο αξιοποιεί τις δυνατότητες που παρέχει η γλώσσα. Ειδικότερα, η γλώσσα τού Παύλου έχει τον δυναμισμό τής πειθούς και τη συγκίνηση τής αγωνίας για το πόσο θα καταφέρει να βοηθήσει τον αναγνώστη με τον λόγο του. Έχεις συχνά την αίσθηση –που αναδύεται μέσα από τη γραφή του– ότι τη γραφή του Παύλου την βασανίζει η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης και ο φόβος μήπως δεν μπορέσει να «αναπαύσει» τον αναγνώστη. Κάτι ακόμη. Ενώ η γλώσσα των Ευαγγελίων είναι συγκριτικά απλή, περιγραφική τής διδασκαλίας των λόγων, των θαυμάτων και τού όλου έργου τού Χριστού συμπεριλαμβανομένων τής θυσίας και τού πάθους Του (με εξαίρεση το Ευαγγέλιο τού Ιωάννη που επιμένει στα πνευματικά θέματα τής διδασκαλίας τού Χριστού), η γλώσσα τού Παύλου έχει τελείως διαφορετικό ύφος: Φέρει το βάρος τής προσωπικής μαρτυρίας, αναλύει την ουσία και το μήνυμα τής διδασκαλίας τού Χριστού, κρίνει, σχολιάζει, εμπνέει, διδάσκει, ψέγει, ανοίγει την καρδιά του, παραπονείται, κατανοεί, συγχωρεί, συμβουλεύει, πάσχει και συμπάσχει, πονάει και συμπονεί, αγαπάει. Ως ύφος και ως πρόθεση οι Επιστολές τού Παύλου επιτελούν διαφορετικό ρόλο, αυτόν τής ιεραποστολής και τής προσωπικής μαρτυρίας, και φυσικά υπαγορεύουν διαφορετική χρήση τής γλώσσας.
Το βέβαιο είναι ότι, όπως συμβαίνει με τα μεγάλα πνεύματα, η γλώσσα τού Παύλου ακολούθησε το σπάνιο πνεύμα του, πέταξε εξίσου ψηλά με τη σκέψη του, την αποκάλυψε, μάς τη φανέρωσε. Έτσι μάς συγκινεί, μάς πείθει, μάς συνεπαίρνει. Θα μπορούσε, αλήθεια, να σκεφθεί κανείς μεγαλύτερη αξιοποίηση τού προνομίου τής ελληνικής γλώσσας από το να γίνει το όχημα μετάδοσης τής σκέψης τού Παύλου και μαζί το όχημα διάδοσης τής χριστιανικής διδασκαλίας με την οικουμενική διάσταση που πήρε ;
Η τελευταία παρατήρηση μάς φέρνει στη μεγαλύτερη μορφή τής πρώιμης χριστιανικής ιεραποστολής, στον Απόστολο των Εθνών Παύλο, στη μνήμη τού οποίου είναι αφιερωμένο το τρέχον έτος 2008.
Στις λίγες σκέψεις που θα θέσω υπό την κρίση σας θα ήθελα να αρχίσω με την παρατήρηση ότι «τύχη αγαθή» το έτος 2008 έχει ανακηρυχθεί και έτος διαπολιτισμικού διαλόγου και έτος τού Παύλου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως η ιεραποστολή τού Παύλου, αν την δει κανείς στην ευρύτερή της έννοια, ήταν μαζί και η διάδοση μιας νέας μορφής πολιτισμού, αυτής που υπαγόρευε ο Χριστιανισμός και που έφερνε ο Παύλος να συναντήσει άλλους μεγάλους πολιτισμούς, άλλα δηλ. συστήματα αξιών, όπως ο ελληνικός πολιτισμός, ο ιουδαϊκός, ο ρωμαϊκός, ο ανατολικός. Έργο τού Παύλου ήταν να μυήσει ανθρώπους που προέρχονταν από πολιτισμούς που είχαν άλλη σύλληψη τής ζωής και άλλη θέση σ’ αυτή για τον άνθρωπο και για ό,τι υπάρχει –αν δέχονταν ότι υπάρχει– πέρα από τον άνθρωπο και την επίγεια ζωή του. Με τον Παύλο πραγματώνεται –σε σμικρογραφία αρχικά για να γιγαντωθεί αργότερα– μια συνάντηση πολιτισμών και ίσως, αν το δει κανείς διαφορετικά, και μια «σύγκρουση πολιτισμών», αιώνες πριν διατυπωθεί ως θεωρία στον αιώνα μας από τον Hattington! Βέβαια, ο Παύλος θα πει εδώ, στον δικό μας τόπο, στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Πνύκα των Αθηνών μπροστά στον βωμόν «τω αγνώστω θεώ» ότι η διδασκαλία τού Χριστού έρχεται να συμπληρώσει και να δείξει ποιος είναι αυτός ο άγνωστος Θεός. Δεν προβάλλει δηλ. τη σύγκρουση, αλλά τη συμπληρωματικότητα των θρησκευτικών αξιών που συνιστούσαν, εν προκειμένω, τους δύο πολιτισμούς. Άλλωστε, η βαθιά ελληνική μόρφωση τού Παύλου, η γνώση τής ελληνικής γλώσσας, κοινής τότε γλώσσας των μορφωμένων –και όχι μόνον–, τού επέτρεπε να κάνει τέτοιες συγκρίσεις και συνδέσεις. Ακόμη – μη το ξεχνάμε – η Ταρσός τής Κιλικίας, όπου γεννήθηκε και μορφώθηκε ο Παύλος κατά τη μαρτυρία τού Στράβωνος «υπερβέβληται και Αθήνας και Αλεξάνδρειαν».
Θα ήμουν πολύ θρασύς –και ανάξιος συνάμα– να επιχειρήσω να αποτιμήσω εγώ –ένας μη θεολόγος– το έργο και την προσφορά τού Παύλου, τής μεγαλύτερης ίσως μεταχριστιανικής προσωπικότητας που γνώρισε ο Χριστιανισμός και που οδήγησε σταθερά τα βήματα τής ορθόδοξης πατερικής θεολογίας. Δεν θα το αποτολμήσω. Επιτρέψτε μου μόνο να εκφράσω μερικές σκέψεις για μια διάσταση τού Παύλου που ίσως μπορώ κι εγώ –ως γλωσσολόγος– να εκτιμήσω: για τη γλώσσα των επιστολών τού Παύλου.
Τα κείμενα τού Παύλου συνιστούν ένα γλωσσικό συνεχές (continuum) στο οποίο αξιοποιείται μια σειρά εκφραστικών μέσων : από το λογικό επιχείρημα ώς την προσωπική μαρτυρία και τη βιωματική προσέγγιση. Με το λογικό επιχείρημα αποσκοπεί στην πειθώ για την αλήθεια τής διδασκαλίας τού Χριστού και στο να δείξει το βαθύτερο νόημα τής θείας οικονομίας που επιτελείται με την παρουσία τού Υιού τού Θεού επί τής γης ως σωτήρος τού γένους των ανθρώπων. Μεταφέρει το μήνυμα τής βασιλείας τού Θεού και τής πίστης στον τριαδικό Θεό. Με τη «βιωματική έκρηξη» («ζω δε ουκέτι εγώ• ζη δ’ εν εμοί ο Χριστός»), εκφράζοντας την αγωνία και τον αγώνα της αναζήτησης του Θεού, της «θέωσης», ο Παύλος συνεπαίρνει τον αναγνώστη όχι πια σε λογικό αλλά σε βιωματικό-συγκινησιακό επίπεδο. Η αναφορά στην αγάπη, στην απόλυτη αγάπη (το κατ’ εξοχήν μήνυμα τού Χριστού) σε συνδυασμό με την πίστη και την ελπίδα, αλλά με την αγάπη –στον γνωστό «Ύμνο τής αγάπης»– να υπερέχει («νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη τα τρία ταύτα• μείζων δε τούτων η αγάπη») και το μήνυμα ότι είναι ένας ο Χριστός και μία η σωτηρία για κάθε άνθρωπο τής γης πέρα από διακρίσεις εθνικότητας, κοινωνικής θέσης ή φύλου («ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην• ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος• ουκ ένι άρσεν ή θήλυ• πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ»), η περίφημη οικουμενικότητα τής παύλειας χριστιανικής διδασκαλίας, όλα έχουν την έκφραση και την απήχησή τους στη γλώσσα τού Παύλου. Γλώσσα δυναμική, πειστική, ελκυστική, επαναστατική, κριτική, λογική αλλά και συναισθηματική, με δυο λόγια γλώσσα συναρπαστική. Στο κείμενο τού Παύλου, όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα κείμενα μεγάλων διανοητών, βιώνεις την εκφραστική δύναμη, την ένταση που μπορεί να σηκώσει η ελληνική γλώσσα όταν η έκφραση ακολουθεί τα πετάγματα τής σκέψης και τον εσωτερικό παλμό που την δονεί. Στο κείμενο των Επιστολών αξιοποιούνται όλες οι επιλογές που παρέχει η γλώσσα γενικά και η καλλιεργημένη ελληνική γλώσσα ειδικότερα, ώστε να χτίζεται δημιουργικά από «μάστορες» τού λόγου όπως ο Παύλος το οικοδόμημα ενός δυνατού και επιβλητικού γραπτού κειμένου. Αναφέρομαι στις επιλογές που παρέχουν το λεξιλόγιο, η γραμματική, η σύνταξη, η θέση των λέξεων, οι νεολογισμοί, οι συνειρμικές συνδέσεις, οι αντιθέσεις, τα μέρη τού λόγου, οι παραλληλισμοί (παρηχήσεις, λεξιλογικές επαναλήψεις και, κυρίως, όμοιες συμμετρικές συντακτικές και γραμματικές δομές), γιατί βέβαια ένα μεγάλο κείμενο είναι «μεγάλο» ανάλογα με το πόσο αξιοποιεί τις δυνατότητες που παρέχει η γλώσσα. Ειδικότερα, η γλώσσα τού Παύλου έχει τον δυναμισμό τής πειθούς και τη συγκίνηση τής αγωνίας για το πόσο θα καταφέρει να βοηθήσει τον αναγνώστη με τον λόγο του. Έχεις συχνά την αίσθηση –που αναδύεται μέσα από τη γραφή του– ότι τη γραφή του Παύλου την βασανίζει η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης και ο φόβος μήπως δεν μπορέσει να «αναπαύσει» τον αναγνώστη. Κάτι ακόμη. Ενώ η γλώσσα των Ευαγγελίων είναι συγκριτικά απλή, περιγραφική τής διδασκαλίας των λόγων, των θαυμάτων και τού όλου έργου τού Χριστού συμπεριλαμβανομένων τής θυσίας και τού πάθους Του (με εξαίρεση το Ευαγγέλιο τού Ιωάννη που επιμένει στα πνευματικά θέματα τής διδασκαλίας τού Χριστού), η γλώσσα τού Παύλου έχει τελείως διαφορετικό ύφος: Φέρει το βάρος τής προσωπικής μαρτυρίας, αναλύει την ουσία και το μήνυμα τής διδασκαλίας τού Χριστού, κρίνει, σχολιάζει, εμπνέει, διδάσκει, ψέγει, ανοίγει την καρδιά του, παραπονείται, κατανοεί, συγχωρεί, συμβουλεύει, πάσχει και συμπάσχει, πονάει και συμπονεί, αγαπάει. Ως ύφος και ως πρόθεση οι Επιστολές τού Παύλου επιτελούν διαφορετικό ρόλο, αυτόν τής ιεραποστολής και τής προσωπικής μαρτυρίας, και φυσικά υπαγορεύουν διαφορετική χρήση τής γλώσσας.
Το βέβαιο είναι ότι, όπως συμβαίνει με τα μεγάλα πνεύματα, η γλώσσα τού Παύλου ακολούθησε το σπάνιο πνεύμα του, πέταξε εξίσου ψηλά με τη σκέψη του, την αποκάλυψε, μάς τη φανέρωσε. Έτσι μάς συγκινεί, μάς πείθει, μάς συνεπαίρνει. Θα μπορούσε, αλήθεια, να σκεφθεί κανείς μεγαλύτερη αξιοποίηση τού προνομίου τής ελληνικής γλώσσας από το να γίνει το όχημα μετάδοσης τής σκέψης τού Παύλου και μαζί το όχημα διάδοσης τής χριστιανικής διδασκαλίας με την οικουμενική διάσταση που πήρε ;
Προσπάθησα να δώσω μερικές πτυχές τού θέματος τής γλώσσας στην ευρύτερη λειτουργία τής ιεραποστολής. Ελπίζω να μπόρεσα να δείξω έστω και αμυδρά τη στενότερη ιστορική σχέση που συνδέει την ελληνική γλώσσα και την ελληνική γραφή με τη χριστιανική διδασκαλία και τη χριστιανική ιεραποστολή. Μη ξεχνάμε ποτέ ότι το όνομα του Χριστού που σηματοδοτεί την πίστη και τη θρησκεία μας και οι λέξεις-έννοιες που χρησιμοποιούνται καθολικά για να δηλώσουν την Εκκλησία είναι ελληνικές : Christ και christian και église ή church ή Kirche αλλά και apostle και bishop και clergy και clerical είναι διεθνείς ελληνικές λέξεις και έννοιες. ΄Όλα αυτά δεν σηματοδοτούν μια ιδιαίτερη σχέση που αξίζει να την νιώσουμε πρώτοι εμείς και να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία τους ;
www.babiniotis.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)