Σε μια σπηλιά στη
βαθύτερη έρημο της Σκήτης. κοντά στην Αλεξάνδρεια ασκήτευε κάποιος αγένειος μοναχός Η σπηλιά απείχε δεκαοκτώ περίπου μίλια από τη Σκήτη και
τη γνώριζε μόνον ο όσιος πρεσβύτερος Δανιήλ, καθώς και ο υποτακτικός του.
Ό γέροντας είχε
δώσει εντολή στον υποτακτικό να γεμίζει ένα σταμνί νερό να παίρνει και μερικά
τρόφιμο, και να πηγαίνει μια φορά την
εβδομάδα στον ερημίτη. Να τα τοποθετεί
στην είσοδο της σπηλιάς και να φεύγει χωρίς να μιλά καθόλου μαζί του.
-Μόνον εάν βρεις, είπε, κανένα κεραμίδι γραμμένο στην είσοδο, να μου
το φέρεις.
Εικοσιοκτώ ολόκληρα χρόνια έκανε αυτό το διακόνημα ό υποτακτικός:
Μια μέρα λοιπόν
βρήκε ένα κεραμίδι που έγραφε: «Φέρε τα εργαλεία για να θάψεις το σου Αναστάσιο». Όταν ο αδελφός έδωσε τι μήνυμα στον όσιο
εκείνος έκλαψε πολύ και είπε:
-Αλλοίμονο στην
έρημο! Τι στήριγμα χάνει σήμερα·
Πήραν τη θεία Κοινωνία και τα απαραίτητα σκαπτικά εργαλεία και
ξεκίνησαν θρηνώντας για τη σπηλιά.
Όταν έφτασαν,
βρήκαν τον ερημίτη Αναστάσιο να βασανίζεται την ψάθα του από υψηλό πυρετό. Ό
Όσιος έπεσε στα πόδια του και είπε:
-Είσαι μακάριος
γιατί φροντίζοντας γι’ αυτήν την ώρα καταφρόνησες την επίγεια βασιλεία... Κάνε προσευχή και για
μάς.
-Εγώ έχω
ανάγκη από τις άγιες προσευχές σου είπε εκείνος.
Ανακάθισε
έπειτα στην ψάθα, άπλωσε το χέρι αγκάλιασε το κεφάλι του οσίου και το ασπάστηκε
λέγοντας:
-Ο Θεός που
με οδήγησε σε αυτόν το τόπο, ας ευλογήσει τα χρόνια σου όπως και του Αβραάμ!
Ο αββάς
Δανιήλ αφού δέχτηκε την ευλογία , σηκώθηκε , πήρε τον υποτακτικό του , τον
έβαλε να γονατίσει μπροστά στον ετοιμοθάνατο και τον παρακάλεσε:
- Ευλόγησε
και το τέκνο μου.
Ο Ερημίτης
ασπάστηκε και τον υποτακτικό και προσευχήθηκε:
-Θεέ μου, Εσύ
που γνωρίζεις πόσα βήματα έκανε ο αδελφός αυτός για το όνομά Σου, χάρισέ του
την πνευματική δύναμη των πατέρων του, όπως χάρισες στον Ελισσαίο την πνευματική δύναμη του προφήτη Ηλία.
Έπειτα γύρισε
προς τον αβά και του παρήγγειλε:
-Για όνομα
του Θεού μη μου βγάλετε αυτά που φορώ, αλλά έτσι όπως είμαι να με στείλετε στον
Κύριο. Και να μη μάθει ποτέ κανείς άλλος όσα με αφορούν…
Κατόπιν κοινώνησε
τα άχραντα μυστήρια , παρακάλεσε να προσεύχονται γι’ αυτόν έκανε το σημείο του
Σταυρού και είπε:
-Κύριε στα
χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα μου.
Το πρόσωπο
του έλαμψε και αμέσως εκοιμήθη!...
Γέροντας και
υποτακτικός αναλύθηκαν σε λυγμούς. Όταν συνήλθαν πήραν κουράγιο και έσκαψαν
ένα τάφο μπροστά στη σπηλιά. Μετά ό
όσιος έβγαλε τον μανδύα του και είπε στον αδελφό:
- Ντύσε τον
μ’ αυτό, πάνω από τα ρούχα του.
Ο ερημίτης
φορούσε έναν κουρελιασμένο χιτώνα και μια τρίχινη φανέλα από μέσα. Ντύνοντάς
τον ο υποτακτικός, πρόσεξε το σκελετωμένο στήθος και κατάλαβε πώς ήταν
γυναικείο!... Δεν μίλησε όμως.
Αφού τέλειωσε
ή ταφή, προσευχήθηκαν και ξεκίνησαν για τη Σκήτη.
Βαδίζοντας στον
δρόμο ό αδελφός λέει στον αββά:
- Γέροντα, ό ερημίτη
πού θάψαμε ήταν γυναίκα!
- Μάλιστα,
ήταν γυναίκα και λεγόταν Αναστασία. Θέλεις να μάθεις τί συνέβη μ’ αυτήν;
| - Βεβαίως
θέλω.
- Ήταν ή
πρώτη πατρικία στο παλάτι του μεγάλου παντοκράτορος Ιουστινιανού (527-567).
Καταγόταν από ευγενείς και πλούσιους γονείς πού την ανέθρεψαν με επιμέλεια και
φόβο Θεού. Τα έκτακτα προσόντα και οι αρετές της προκάλεσαν τη βαθιά εκτίμηση
τού παντοκράτορος και ήθελε να την πάρει στο παλάτι! Τη φθόνησε όμως η αυγούστα
Θεοδώρα και την εξόρισε στην Αλεξάνδρεια. Ή πατρικία Αναστασία βρήκε εύλογη αφορμή
τον φθόνο της βασίλισσας και εγκατέλειψε τις κοσμικές απολαύσεις πού, έστω και σαν
εξόριστη, θα είχε στην μεγαλούπολη Αλεξάνδρεια. Αφιερώθηκε στην αγάπη τού
ουρανίου Βασιλέως και ίδρυσε ένα κοινόβιο. “Όταν όμως έμαθε ότι πέθανε η
Θεοδώρα και ότι ο αυτοκράτωρ άρχισε να την αναζητεί παντού, έφυγε νύχτα από την
Αλεξάνδρεια, και ήρθε και με βρήκε στη Σκήτη. Με παρακάλεσε να την κρύψω και να
της δώσω κελί. Την έντυσα λοιπόν ανδρικά και της υπέδειξα εκείνη τη σπηλιά, στην
οποία έζησε έγκλειστη εικοσιοκτώ ολόκληρα χρόνια! Κανείς δεν τη γνώριζε παρά μόνον εσύ. Πόσους και πόσους αξιωματούχους
δεν έστειλε ο βασιλιάς για να τη βρουν... Μα κανένας δεν μπόρεσε να την ανακάλυψει.
Και δεν την έψαχνε μόνον ο βασιλιάς, αλλά και ο αρχιεπίσκοπος μας και ολόκληρη
σχεδόν η Αλεξάνδρεια!
Εκείνη όμως
ευαρέστησε τον Θεό ζώντας μέσα στη σιωπή και στην αφάνεια. Μακάρι να αξιωθούμε
κι εμείς να βαδίσουμε τον ίδιο δρόμο και να βρούμε έλεος την ημέρα της Κρίσεως
μαζί της και μαζί με τούς άγιους πατέρες μας.
(Ό αβάς
Δανιήλ)
-