ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. ιθ΄ 1-10)
Ἡ ἱστορία τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου εἶναι
ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά γεγονότα τοῦ δημόσιου ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκδηλώνεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀρχιτελώνη νά δεῖ τόν
Ἰησοῦ, ἡ ἐπιθυμία του νά μπεῖ στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ μυστικός διάλογος
ἀνάμεσα στή ματιά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ζακχαίου πάνω στό δέντρο, ἡ
αὐθόρμητη καί ἔμπρακτη μετάνοια τοῦ ἀρχιτελώνη, ἡ διακήρυξη τοῦ Σωτήρα
ὅτι τήν ἡμέρα ἐκείνη «σωτηρία ἐγένετο» στό σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅλα
τοῦτα τά περιστατικά τῆς ἱστορίας τοῦ Ζακχαίου εἶναι ἀπό τά πιό
χαρακτηριστικά καί τά πιό γνωστά.
Σέ ὅλα τοῦτα φαίνεται ὁ σκοπός καί τό
ἔργο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί μέ ὅλα τοῦτα ἑδραιώνεται ἡ πεποίθηση πώς
γιά ἕνα καί μόνο σκοπό ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ, γιά νά ζητήσει καί νά σώσει
τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο: «ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό
ἀπολωλός». Αὐτή ἡ διαβεβαίωση ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ Σωτήρα εἶναι
ἀρκετή γιά νά ἐνθαρρύνει κάθε ἁμαρτωλό πού θέλει τή σωτηρία του, γιά νά
στηρίξει κάθε κριματισμένο πού θά ἔφθανε σέ ἀπόγνωση κι ἀκόμα γιά νά
φράξει κάθε στόμα, πού τοποθετεῖ τό σκοπό τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
ὄχι στήν ψυχή ἀλλά μόνο στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου˙ ὄχι στόν οὐρανό ἀλλά μόνο
στή γῆ.
Ὑπάρχουν, ἀλήθεια, δύο ἄκρα στήν
τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ Σωτήρα. Εἶναι ἐκεῖνοι, πού φαντάζονται πώς ὁ
ἰδεώδης τύπος τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πιστοῦ καί καλοῦ χριστιανοῦ, εἶναι
ἐκεῖνος πού ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τά οὐράνια, πού δέν θέλει νά ἀκούσει
γιά τά ἐπίγεια, πού βρίσκεται κατ’ ἀνάγκη στή γῆ μά εἶναι «οὐράνιος
ἄνθρωπος». Εἶναι οἱ ἄλλοι, πού δέν σηκώνονται ψηλότερα ἀπό τή γῆ, πού
δέν πιστεύουν στόν οὐρανό, πού δέν φθάνουν βέβαια νά εἶναι ὑλιστές, μά
πού περιορίζουν τό Χριστό «ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ», πού βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ
Σωτήρα τό χορηγό τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν, τῆς τροφῆς, τῆς ἐνδυμασίας καί
τῆς στέγης.
Οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο μοναχά εἶναι
σωστό, μά καί τά δύο μαζί εἶναι ἡ ἀλήθεια. Οἱ ἄνθρωποι βρισκόμαστε στή
γῆ, μά εἴμαστε πλασμένοι γιά τόν οὐρανό. Ἡ γῆ εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ
στόν οὐρανό καί κανείς δέν φθάνει στόν οὐρανό, ἄν δέν περάσει ἀπό τή γῆ.
Ὁ οὐρανός εἶναι τό νικηφόρο τέρμα ἐκείνων πού ἀγωνίζονται στό στάδιο
τῆς γῆς. Ὁ οὐρανός εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται στή γῆ,
μά τή σωτηρία, σάν ἔπαθλο καί σάν στέφανο, δέν τήν κερδίζει κανείς «ἐάν
μή νομίμως ἀθλήση». Ἔτσι ἄν ὁ οὐρανός εἶναι τό τέρμα, ἡ γῆ εἶναι ἡ ἀρχή
καί ἡ ἀφετηρία˙ κι ἄν τά οὐράνια εἶναι ὁ τελικός σκοπός, τά ἐπίγεια
εἶναι ἡ ὁδός καί τό μέσον.
Ἔτσι δικαιώνεται ἡ ὑλική δημιουργία σάν
ἔργο τοῦ Θεοῦ καί δέν μποροῦμε νά λέμε πώς ὁ κόσμος τοῦτος εἶναι μάταιος
κι ἡ ζωή ἐδῶ εἶναι ψεύτικη. Μάταια καί ψεύτικα πράγματα δέν δημιουργεῖ ὁ
Θεός. Μά στή δημιουργία τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων, τῶν ἔμβιων καί τῶν
ἄβιων ὄντων ὑπάρχει μία προτεραιότητα καί μία ἱεράρχηση βαλμένη ἀπό τό
Θεό. Ὑπάρχει μία ἀδιάσπαστη σειρά καί συνέχεια μέσων καί σκοπῶν, μία
κλίμακα αἰτίων κι ἀποτελεσμάτων μέ τελικό ἀποτέλεσμα καί ἀπώτατο σκοπό
τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τό θρίαμβο καί τή θέωση τῆς πρώτης ἀξίας στή
δημιουργία, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Ἄν δέν καταλαβαίνουμε ἔτσι τά πράγματα,
δέν καταλαβαίνουμε τίποτε ἀπό τόν ἄνθρωπο κι ἀπό τή δημιουργία μέσα στήν
ὁποία εἶναι τοποθετημένος ὁ ἄνθρωπος. Δέν καταλαβαίνουμε τίποτε μήτε
ἀπό τή γῆ, στήν ὁποία ἀγωνιζόμαστε, μήτε ἀπό τόν οὐρανό, στόν ὁποῖο
θέλουμε νά φθάσουμε. Δέν καταλαβαίνουμε τί θά πεῖ κακό καί τί ἀγαθό, τί
ἁμαρτία καί τί ἀγώνας γιά τήν ἀρετή. Καί πρό πάντων δέν καταλαβαίνουμε
τί εἶναι ἡ σωτηρία γιά τήν ὁποία ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ. Κι ἀλήθεια πώς μέ
ἄλλα λόγια, σωτηρία εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῶν ἁρμονικῶν σχέσεων ἀνάμεσα
στήν ὑλική καί πνευματική δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσα στή γῆ καί τόν
οὐρανό.
Θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε τήν ἀρχέγονη
κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στόν παράδεισο, θά πρέπει νά μήν ἔχουμε ἀκούσει
γιά τήν τραγική πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί τίς συνέπειές της ἀνάμεσα στό
Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί στόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση πού τόν
περιβάλλει, γιά νά μή μποροῦμε νά συλλάβουμε τό νόημα τῆς σωτηρίας. Ἀπό
τότε μία φοβερή πάλη ἄρχισε ἀνάμεσα στήν ὕλη καί τό πνεῦμα: «ἡ σάρξ
ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος καί τό πνεῦμα κατά τῆς σαρκός».
Συμπαρασύρθηκε στήν πτώση καί ἡ κτίση καί διαταράχθηκαν οἱ σχέσεις
ἀνάμεσα στήν ὑλική καί τήν πνευματική δημιουργία- «τή γάρ ματαιότητι ἡ
κτίσις ὑπετάγη…», ἡ κτίση ὑποτάχτηκε κι αὐτή στή φθορά. Ἔτσι ἡ ἐλπίδα
τῆς ἀπολύτρωσης καί τῆς σωτηρίας –ἡ «ἀποκαραδοκία»- εἶναι κοινή, καί τοῦ
ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης: «πάσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει», ὅλη ἡ
κτίση στενάζει καί κραυγάζει ἀπό πόνο, σάν τήν ἑτοιμόγεννη γυναίκα. Οἱ
ἄνθρωποι περιμένουν τήν ἀποκατάσταση, νά ξαναγίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί
ἡ κτίση περιμένει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, τότε πού οἱ
ἄνθρωποι θά εἶναι ἐλεύθεροι, σάν παιδιά τοῦ Θεοῦ μέσα στή θεία δόξα-
«…καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν
ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», δηλαδή κι αὐτή ἀκόμη ἡ κτίση
θά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ὑποδούλωσή της στή φθορά, καί θά μετάσχει στήν
ἐλευθερία πού θά ἀπολαμβάνουν τά δοξασμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως