Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(Ἰω. 20, 19-31)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, Χριστός Ἀνέστη!
Ἀπὸ τὴν περασμένη Κυριακὴ, τὴν
Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως, διανύουμε ἐκκλησιαστικὰ τὴν περίοδο τοῦ
Πεντηκοσταρίου. Πρόκειται γιὰ μία περίοδο πενήντα ἡμερῶν, ποὺ διαρκεῖ
ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα μέχρι καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Καθ’ ὅλο
αὐτὸ τὸ διάστημα οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί πανηγυρίζουμε παρατεταμένα καὶ
ἐντατικὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τὶς Κυριακὲς τοῦ
Πεντηκοσταρίου θυμόμαστε καὶ ἑορτάζουμε πρόσωπα καὶ γεγονότα, τὰ ὁποῖα
ἔχουν σχέση μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό καὶ τονίζουν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ
ἀληθινὸς Θεός.
Σήμερα, πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν
Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει ἔνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸν
βίο τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ποὺ ἀναφέρεται στὶς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ.
Μετὰ τὴν ἀνάστασή του ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς παρουσιαζόταν στοὺς ἀνθρώπους μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ ἐκεῖνον
μὲ τὸν ὁποῖο παρουσιαζόταν πρὶν ἀπὸ τὴ ἀνάσταση. Ὅταν ἐκεῖνος ἤθελε τὸν
ἔβλεπαν καὶ τὸν ἀναγνώριζαν οἱ ἄνθρωποι. Ὅταν δὲν ἤθελε δὲν τὸν
ἀναγνώριζαν. Ἐπίσης, τὸ ἀναστημένο σῶμα του περνοῦσε ἀπὸ κλεισμένες
πόρτες, χωρὶς αὐτὲς νὰ ἀνοίξουν. Αὐτὸ συνέβη, ὅταν ἀναστήθηκε καὶ βγῆκε
ἀπὸ τὸν πέτρινο τάφο, χωρὶς νὰ μετακινηθῆ ἡ πέτρα ποὺ τὸν ἔκλεινε. Μὲ
τὸν ἴδιο τρόπο μπῆκε καὶ στὸ σπίτι ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθηταί
του. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε σήμερα· «Κύριε, ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου
τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς
σου».
Στὴν πρώτη αὐτὴ συνάντηση μὲ
τοὺς μαθητές του μετὰ τὴν ἀνάσταση, ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε λέγοντάς τους
«Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς ἔδειξε τὰ πληγωμένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ χέρια του. Ὕστερα
τοὺς ἀνακοίνωσε ὅτι τοὺς ἀποστέλλει στὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ
Εὐαγγέλιο. Συγχρόνως τοὺς ἔδωκε καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ συγχωροῦν
τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες.
Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπουσίαζε
ἐκείνη τὴν ὥρα. Ὅταν ἐπέστρεψε καὶ ἔμαθε ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὲς τὰ ὅσα
συνέβησαν, ἐξέφρασε τὴν ἀμφιβολία του: «Ἐγώ, ἐὰν δὲν δῶ στὰ χέρια του τὰ
σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὰ χέρια μου στὴ λογχισμένη πλευρά
του δὲν θὰ πιστεύσω».
Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, τὴν ἄλλη
δηλαδή Κυριακή, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς ἐμφανίστηκε πάλι μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο στοὺς μαθητές του. Αὐτὴ τὴ φορὰ ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν νὰ ἰδῆ τὶς πληγὲς
στὰ χέρια του καὶ νὰ βάλη τὸν δάκτυλο στὴν πλευρά του, γιὰ νὰ μὴν
ἀμφιβάλη, ἀλλὰ νὰ πιστεύση. Δὲν μᾶς λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς ἐὰν ὁ Θωμᾶς
ἅπλωσε τὸ χέρι του γιὰ νὰ ἀγγίξη τὴν πλευρά τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ σίγουρα
εἶδε τὶς πληγὲς στὰ χέρια του. Αὐτὸ ἔχει σημασία· ὅτι μὲ τὶς αἰσθήσεις
του ἀπέκτησε τὴν ἐμπειρία ὅτι αὐτὸν ποὺ ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια του καὶ
ἄκουγε μὲ τὰ αὐτιά του ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς∙ ἦταν αὐτὸς ποὺ γνώρισε
καλὰ ἐπὶ τρία χρόνια καὶ στὸ τέλος πέθανε πάνω στὸν σταυρό. Αὐτὸς ὁ
Ἰησοῦς τώρα ἦταν μπροστά του ἀναστημένος.
Ἀκούγοντας τὴν ἱστορία αὐτὴ οἱ
ἄνθρωποι θεώρησαν τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ ὡς ἄπιστο. Καὶ στὸν πολὺ κόσμο
ἔμεινε γνωστὸς ὡς «ὁ ἄπιστος Θωμᾶς». Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ
ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἡ καλὴ ἀπιστία, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀπὸ τὴν κακὴ
ἀπιστία. «Ὧ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, τῶν πιστῶν τὰς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν
ἦξεν», ἀκούσαμε σὲ ὕμνο τῆς ἡμέρας.
Ἡ κακὴ ἀπιστία εἶναι ἐκείνη
ποὺ εἶχαν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν ἁγνὰ ἐλατήρια
στὶς ἐνέργειές τους. Εἶχαν κακία καὶ πάθος. Ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν πάντα
αὐτὸ ποὺ νόμιζαν ὅτι τοὺς συμφέρει καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀληθινό. Γι’
αὐτὸ ἤθελαν νὰ σκοτώσουν τὸν Λάζαρο. Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀποδείξεις ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς Θεός. Πλήρωσαν τοὺς στρατιῶτες γιὰ νὰ
ποῦν ψέμματα ὅτι ἦρθαν οἱ μαθηταὶ καὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶδαν
πολλὰ θαύματα, ὅπως τὸν σεισμὸ, τὴν ἀπόκρυψη τοῦ ἥλιου, τοὺς νεκροὺς
ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ μνήματα. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν πίστευαν. Ἦταν ὄχι ἁπλῶς
ἄπιστοι, ἀλλὰ κακοπροαίρετοι ἄπιστοι.
Ἄς ἐξετάσουμε τώρα καὶ τὴν
περίπτωση τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ. Εἶχε καὶ αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος τὶς ἀμφιβολίες
του. Δὲν πίστευε εὔκολα. Εἶχε ὅμως καλὴ προαίρεση. Ἤθελε νὰ ἀποκτήσει
τὴν ἐμπειρία. Ἤθελε νὰ βεβαιωθῆ ὅτι πράγματι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Ἦταν
ἕτοιμος, μόλις διαπιστώσει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ, νὰ πιστεύση μὲ ὅλη του τὴν
καρδιά. Καὶ αὐτὸ ἔκανε. Τὸ ἔδειξε περίτρανα μὲ τὸ θαυμαστικὸ ἐπιφώνημα,
ὅταν εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸν Χριστό: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Αὐτὴ εἶναι ἡ καλὴ ἀπιστία. Καὶ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς σφράγισε τὴν
ἐμφάνισή του αὐτὴ μὲ ἕνα μακαρισμό· «Πίστεψες», λέγει στὸν Θωμᾶ,
«ἐπειδὴ μὲ εἶδες μὲ τὰ μάτια σου; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν
χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ».
Σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία
μποροῦμε νὰ ἀνήκουμε κι ἐμεῖς. Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ τὸν πιστέψουμε,
χωρὶς νὰ τὸν δοῦμε μὲ τὰ σωματικά μας μάτια; Μποροῦμε νὰ τὸν πιστέψουμε
βλέποντας καὶ γνωρίζοντας τοὺς ἁγίους, ποὺ ὑπάρχουν σὲ ὅλες τὶς ἐποχές.
Αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἐμπειρία, ποὺ τὴν καταθέτουν σ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὰ
Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Ἐκεῖ,
ὄχι ἁπλῶς συναντοῦμε τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἑνωνόμαστε μαζί του. Τὸν τρῶμε καὶ
τὸν πίνουμε καὶ γινόμαστε ἕνα μαζί του. Κι ὅταν αὐτὸ τὸ ζήσουμε
πραγματικὰ μποροῦμε νὰ φωνάξουμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ: «Ὁ
Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Α.Γ.Μ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως