Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ε΄ 31-36)
Τὸ κριτήριο τῆς ἀγάπης μας στὸ Θεὸ εἶναι
τὸ πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου μας. Γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει ἡ Ἐκκλησία νὰ
προσεγγίσουμε μία τέτοια σπουδαία ἀλήθεια διαβάζει τὴ σημερινὴ
εὐαγγελικὴ περικοπή, παρμένη ἀπὸ τὴν ὁμιλία «ἐπὶ τόπου πεδινοῦ», ποὺ
διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ εἶναι ἀντίστοιχη τῆς «ἐπὶ τοῦ ὅρους»
ὁμιλίας τοῦ κατὰ Ματθαῖον. Ἐκφωνήθηκαν καὶ οἱ δύο στὴν ἀρχὴ τῆς δημόσιας
δράσης τοῦ Χριστοῦ καὶ περιέχουν τὶς «προγραμματικὲς» – θὰ λέγαμε –
δηλώσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὁμιλίες αὐτὲς μας δίνουν, μέσα σὲ λίγες
γραμμὲς τὴν οὐσία καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς. Κέντρο
αὐτῆς τῆς ἠθικῆς εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν συνεχῶς ἀγαπώντα Θεὸ
Πατέρα καὶ ὄχι ἀπὸ κάποια κοινωνικὴ συμβατικότητα. Οἱ ἄνθρωποι
συνηθίζουν νὰ μιλοῦν εὐκαίρως – ἀκαίρως γιὰ ἀγάπη, χωρὶς ὅμως τὴν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ Πατέρα γιὰ τὸν κόσμο, ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐπιφανειακὴ
καὶ ἐπίπλαστη.
Ἡ περικοπή μας σήμερα ἀποτελεῖται ἀπὸ
πέντε ἁπλὰ νοήματα. Τὸ πρῶτο καὶ τὸ τελευταῖο εἶναι δύο ἐντολές, τὰ τρία
μεσαῖα εἶναι τρεῖς εἰδικὲς περιπτώσεις, δηλαδὴ ὁ τρόπος τοῦ «ἀγαπᾶν», ὁ
τρόπος τοῦ «ἀγαθοποιεῖν», ὁ τρόπος τοῦ «δανείζειν». Καὶ τὰ τρία θέλουν
νὰ ἐκφράσουν μία ἐντολή, δηλαδὴ τὴ δεύτερη.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀκολουθεῖ στὸ
συλλογισμὸ του μία κλίμακα. Ἡ πρώτη καὶ πιὸ στοιχειώδης ἀπὸ τὶς δύο
ἐντολὲς εἶναι ἐκείνη ποὺ μοιάζει μὲ τὸ λεγόμενο χρυσὸ κανόνα. «Ὃ σὺ
μισεῖς μηδενὶ ποιήσης» εἶναι γραμμένο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸν Τωβὶτ
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν βρίσκουμε καὶ σὲ ἀρχαίους συγγραφεῖς. Ὅμως, ἐνῶ ἐκεῖ
διατυπώνεται ἀρνητικά, ἐδῶ ὁ Χριστὸς τὸν ἐκφράζει μὲ τρόπο θετικό:
«καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς
ὁμοίως» Τὸ «ποιεῖν» λοιπόν,
δηλαδὴ ἡ ἔμπρακτη προσφορὰ εἶναι τὸ πρῶτο χαρακτηριστικό της χριστιανικῆς ἀγάπης.
Τὸ δεύτερο χαρακτηριστικό, ποὺ ἀποτελεῖ
καὶ τὴ δεύτερη καὶ ἀνώτερη ἐντολὴ εἶναι ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ἡ ἀγάπη στὸν
ἄλλον πρέπει νὰ εἶναι ὄχι μόνο ἴση μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ
καὶ ἀνιδιοτελής, χωρὶς νὰ περιμένει ἀμοιβὴ ἢ ἀνταπόκριση. Αὐτὸ
ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὸ νόμο τῆς φυσικῆς τάξης, διότι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν
μάθει νὰ ἀγαποῦν κάποιους ἐπειδὴ τοὺς ἀγαποῦν καὶ ἐκεῖνοι, νὰ
ἀγαθοποιοῦν ὅσους τοὺς συμπεριφέρονται καλά, νὰ δανείζουν περιμένοντας
τόκο. Ὁ νόμος τῆς ἀμοιβαίας ἐξυπηρέτησης καὶ ἀνταπόδοσης καθορίζει τὶς
περισσότερες φορὲς τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴν κοινωνία. Ἡ
ἐντολή, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ ἐδῶ ὑπερβαίνει τὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπινων
σχέσεων, ποὺ ὑπαγορεύονται ἀπὸ κάποια λογική. Τὸ «ν’ ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς σας» δὲν εἶναι καὶ τόσο αὐτονόητη ἐντολὴ οὔτε τόσο εὔκολα
ἐφαρμόσιμη. Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος προστατεύεται ἀπὸ τὸν ἐχθρό του, ἀμύνεται
μὲ κάθε τρόπο, ὑπερασπίζεται τὸ δίκαιό του, νομίζοντας, τὶς πιὸ πολλὲς
φορές, ὅτι συνεπὴς μὲ τὸ λόγο τοῦ εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐντολὴ ἐδῶ του
Χριστοῦ μοιάζει ἀνεδαφικὴ καὶ ἀνεφάρμοστη.
Ἡ ἀγάπη, ὅμως, πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι ἡ
ἐπανάσταση ποὺ προτείνει ὁ Χριστὸς στὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐντολὴ
τῆς ἀγάπης, ὅπως τὴν κήρυξε ὁ Χριστὸς, εἶναι καινούργια ἐντολή, καθὼς ὁ
ἴδιος τὸ εἶπε: «Σᾶς δίνω καινούργια ἐντολή, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον
καθὼς ἐγὼ σᾶς ἀγάπησα, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο». Εἶναι
καινούργια ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι πρωτάκουστη στὸν κόσμο ἡ
λέξη, ἀλλὰ γιατί εἶναι νέο τὸ περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς. Ἴσως, πρὶν τὸ
Χριστὸ καὶ ἄλλοι νὰ μίλησαν γιὰ τὴν ἀγάπη, εἶναι ὅμως ξεχωριστὸς καὶ
προσωπικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σωτήρας Χριστὸς ἔζησε σὰν ἄνθρωπος
καὶ πραγματοποίησε τὴν ἀγάπη. Γι’ αὐτό, ὅταν μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη, πάντα
προβάλλει συγκεκριμένα καὶ προσωπικὰ τὸν ἑαυτὸ του «καθὼς ἐγὼ σᾶς
ἀγάπησα».
«Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας» εἶπε ὁ
Κύριος, καὶ ὁ λόγος φαίνεται παράλογος καὶ ἡ ἐντολὴ μὴ ὑλοποιήσιμη.
Ὅμως, προσθέτει ὁ ἴδιος καὶ αἰτιολογεῖ τὴν ἐντολή: «ἔτσι θὰ εἶστε παιδιὰ
τοῦ Ὑψίστου, ἐπειδὴ καὶ Ἐκεῖνος εἶναι καλὸς σὲ ὅλους τους ἀχάριστους
καὶ πονηρούς. Νὰ εἶσθε λοιπὸν συμπονετικοί, καθὼς καὶ ὁ Πατέρας σας
εἶναι συμπονετικός». Στὰ λόγια αὐτὰ φανερώνεται τὸ τρίτο χαρακτηριστικό
της χριστιανικῆς ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ δείχνει ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ
σπλαχνικοῦ Θεοῦ ἢ καλύτερα πρέπει αὐτὸ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὴν ἀντίστροφη
σειρά. Ὅποιος εἶναι γιὸς τοῦ οὐράνιου Πατέρα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀγαπᾶ
ὅλους καὶ νὰ δείχνει τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Ἡ
ἀγάπη εἶναι δυνατὴ μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος νιώθει γιὸς τοῦ Θεοῦ. «Ἐμεῖς
ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ γιατί αὐτὸς πρῶτος μας ἀγάπησε», λέει ὁ εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης. Καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διαβεβαιώνει τὸ Νικόδημο στὴ συνομιλία
τους: «τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε παρέδωσε στὸ θάνατο τὸ
μονογενῆ του Υἱό, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει
ζωὴ αἰώνια». Ὁ οἰκτίρμονας Πατέρας ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς ἀγάπης πρὸς
ὅλους καὶ τὸ στόχο ἐξομοίωσης τοῦ χριστιανοῦ. Ἡ ζωὴ τῆς ἀγάπης δὲν εἶναι
μία ἐνδοανθρώπινη καὶ κοινωνικὴ ὑπόθεση τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ ἀπορρέει
ἀπὸ τὴ στενὴ υἱϊκὴ σχέση τοῦ χριστιανοῦ πρὸς τὸ Θεὸ Πατέρα. Ὅποιος
βιώνει ἔντονα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα προσφέρει τὴν ἀγάπη του σ’ ὅλους
μὲ τρόπο θετικό, ἀνιδιοτελῆ καὶ ὁλοκληρωτικό. Ἀμήν.
π. Μ.Ι.Κ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως