Κυριακή 19 Απριλίου 2020
Σάββατο 18 Απριλίου 2020
Στον Περδίκκα Εορδαίας έγινε περιφορά του επιταφίου με τη χρήση αγροτικού αυτοκινήτου πάνω στο οποίο ήταν κι ο ιερέας του χωριού (Φωτογραφία)
Στον Περδίκκα Εορδαίας (Κοζάνη)η περιφορά του
επιταφίου έγινε, εκτός ναού, χωρίς ωστόσο την παρουσία πιστών, όπως
άλλωστε προβλέπεται βάσει των μέτρων που εφαρμόζονται για τον περιορισμό
της διασποράς του κoρωνοϊού. Ο ιερέας του χωριού, όπως φαίνεται και στο
βίντεο, με τη χρήση αγροτικού αυτοκινήτου, πάνω στο οποίο ήταν ο ίδιος
κι έψελνε, έκανε μια μικρή περιφορά στο χωριό. H φωτογραφία είναι από
την ομάδα στο facebook Πτολεμαίοι Μακεδόνες.
kozan.gr
Η ιστορία του θανάτου τριών χιλιάδων και δύο μανδαρίνων στην μακρινή Κίνα.
(Συμβαίνει και το αντίστροφο;Κάτι να ξεφύγει από την Κίνα;)
Τον Jose Maria Eca de Queiros δεν τον ήξερα. Από την παλαιότερη πορτογαλική λογοτεχνία έχω διαβάσει ελάχιστα. Τον de Queiros τον θαύμαζε ο Ζολά και πολλοί τον θεωρούν ισάξιο του Ντίκενς, του Μπαλζάκ ή του Τολστόι. Πρόκειται για έναν συγγραφέα του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, που ξεπέρασε τον ρομαντισμό, πάλεψε για τη δημιουργία ενός ρεαλιστικού ρεύματος στην πορτογαλική λογοτεχνία και διαμόρφωσε μια φιλοσοφική στάση απέναντι στη λογοτεχνία και τη ζωή.
Πρόσφατα διάβασα τον Μανδαρίνο του. Ήταν ένα αναπάντεχο ανάγνωσμα από πολλές απόψεις. Πρώτον, γιατί δεν ήμουν σίγουρος για το πόσο θα με συγκινούσε μια ιστορία γραμμένη το 1880 - φοβόμουν τις ατέλειωτες νατουραλιστικές περιγραφές κ.λ.π. Κι όμως, αιφνιδιάστηκα από την φαντασία του και την ειρωνική του ματιά.
Ο δεύτερος λόγος είναι και ο πιο σημαντικός: το θέμα του μου φάνηκε εξαιρετικά οικείο και με έστειλε σε μία από εκείνες τις φανταστικές περιπλανήσεις που προσφέρουν τα βιβλία και που τόσο θαύμαζε ο Μπόρχες.
Στον Μανδαρίνο ο αντι-ήρωας Τεοντόρο είναι ένας φτωχός καταπιεσμένος υπαλληλάκος, γραφέας, του Υπουργείου Εσωτερικών του Βασίλειου της Πορτογαλίας. Κάθε μέρα βιώνει την ανέχεια, την στέρηση από τις απολαύσεις της ζωής και του έρωτα, αλλά κυρίως τον φόβο και την ταπείνωση. Φθονεί τον πλούτο και την εξουσία του. Όταν λοιπόν εμφανίζεται ο διάβολος και του θέτει ένα δίλημμα που του δίνει την ευκαιρία για αφάνταστο πλούτο, αυτός την αρπάζει. Γίνεται ό,τι μισούσε, ασκεί γοητεία, ασκεί εξουσία, δοξάζεται, απολαμβάνει, καταναλώνει, εξαγοράζει, μεθά και σπαταλά, σπαταλά, σπαταλά... Μέχρι που η συνείδησή του στοιχειώνεται από το φάντασμα της επιλογής του.
Ποιο ήταν το δίλημμα; Σε ένα παλιό βιβλίο διαβάζει:
"Στα βάθη της Κίνας υπάρχει ένας μανδαρίνος πιο πλούσιος από τους βασιλιάδες όλους, για τους οποίους κάνει λόγο ο μύθος ή η ιστορία. Εσύ δεν ξέρεις γι' αυτόν τίποτα, ούτε το όνομά του ούτε τη θωριά του ούτε το μετάξι που 'χει για φορεσιά του. Για να κληρονομήσεις τα αμέτρητα πλούτη του, αρκεί να χτυπήσεις ένα κουδούνι βαλμένο δίπλα σου, σε ένα βιβλίο επάνω. Θα βγάλει μόνο ένα στεναγμό εδώ, στα σύνορα με τη Μογγολία. Και θα έχει μετατραπεί σε πτώμα, κι εσύ θα βρεις στα πόδια σου χρυσάφι πιο πολύ από όσο δύναται να ονειρευτεί φιλόδοξα ένας άπληστος. Εσύ που με διαβάζεις και είσαι άνθρωπος θνητός, εσύ θα το χτυπήσεις αυτό το κουδούνι;"
Ο διάλογος με το διάβολο, που επιχειρηματολογεί υπέρ του πλούτου και του φόνου και - το κυριότερο - δεν ζητά απολύτως κανένα αντάλλαγμα όπως στον Φάουστ, είναι μνημειώδης. Ο Τεοντόρο, που ακολουθεί την κοινή λογική, πείθεται να χτυπήσει το κουδούνι, αλλά αργότερα στοιχειώνεται από το φάντασμα του μανδαρίνου. Μπαίνει σε απίστευτες περιπέτειες προσπαθώντας ανεπιτυχώς να εξευμενίσει τις τύψεις του. Προσπαθεί να ξεφορτωθεί ακόμη και τον κληρονομημένο από τον μανδαρίνο πλούτο του, αλλά μάταια.
Αυτή, η κοινή λογική είναι που στηλιτεύεται από τον de Queiros, ο οποίος ορίζει τον εαυτό του ως "μελετητή του ανθρώπου και της εξαθλίωσής του ανά του αιώνες". Και θυμήθηκα ότι μια παρόμοια ιστορία, χωρίς όμως το φαντασιακό στοιχείο με το διάβολο, έχω ξαναδεί. Πρόκειται για ένα διήγημα του Μ. Καραγάτση, που εκδόθηκε στη συλλογή "Το νερό της βροχής" το 1950 με τίτλο το "Κουμπί του Μανταρίνου".
Σε αυτό το διήγημα ο Καραγάτσης αναφέρεται στον Δημητράκη, έναν επίσης πάμφτωχο υπάλληλο της ΚΔ' εφορίας, που όταν μεταφέρεται στο τμήμα τεκμηρίων χάνει την γαλήνη του: "Ο πλούτος κι οι γλυκύτατες συνέπειές του περνούσαν οκτώ ώρες την ημέρα, μπροστά από τα θαμπωμένα μάτια του". Κι ενώ φθονεί τον πλούτο, θέλει να είναι τίμιος. Στο διάλογο με τον επίσης υπάλληλο φίλο του Παυλάκη, που βλέπει αλλιώς τα πράγματα, έρχεται το επιχείρημα:
" - Αν σου έλεγαν, Δημητράκη μου, πως άμα πατήσεις αυτό εδώ το κουμπί, θα πεθάνει στην Κίνα ένας Μανταρίνος; Κι όλα τα πλούτη του θα τα κληρονομήσεις, δίχως να μαθευτεί πως εσύ τον σκότωσες; Τι θά 'κανες; Θα το πατούσες το κουμπί;
- Ποτέ! Ποτέ! (...) Ο τίμιος είναι υπόλογος απέναντι στη συνείδησή του και μόνο (...)
Και ήταν τόσο υπέροχος όταν έλεγε αυτά τ' ανώτερα λόγια, που ο Παυλάκης τον φασκέλωνε με οίκτο και συμπόνια".
Όταν του δίνεται η ευκαιρία να απολαύσει τις χάρες της πλούσιας ζωής, ο Δημητράκης φέρεται πονηρά. Κάποιος προσπαθεί να τον δωροδοκήσει άτυπα με πλούσια γεύματα, γλέντια και την αγκαλιά μιας γοητευτικής κυρίας προκειμένω να αποφύγει τον έλεγχο για μια υπόθεση, που εσφαλμένα πιστεύει ότι την χειρίζεται ο Δημητράκης. Εκείνος δεν αποκαλύπτει την πλάνη και ενδίδει στις απολαύσεις και τους έρωτες. Ως υπάλληλος δεν είναι επίορκος - αφού η υπόθεση ανήκει σε άλλο τμήμα - αλλά απέναντι στη συνείδησή του νιώθει ένοχος... Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ στο ρετιρέ της κυρίας, που στα πλαίσια του πλούσιου καλοπιάσματος τον έχει προσκαλέσει, ο Δημητράκης "δεν είχε κουράγιο να τραβήξει το δάχτυλο του από το πατημένο κουμπί. Πόσοι Μανταρίνοι πεθαίνουν απόψε στην Κίνα; αναρωτήθηκε. Μα τα κόκκινα χείλη της του βούλωσαν το στόμα".
Δεν μπορούσα να μην κάνω τους συνειρμούς. Θυμήθηκα το διάλογο των υπαλλήλων στην τράπεζα, στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, "Μια ζωή την έχουμε", όπου κι εκεί αναπτύσσεται η "θεωρία του Μανδαρίνου".
Ο Κλέων (Δημήτρης Χορν) καταπιεσμένος υπάλληλος τράπεζας, ταπεινωμένος από το διευθυντή του, με την ερωμένη του οποίου είναι και ερωτευμένος, πάμφτωχος, αλλά τίμιος, ανακαλύπτει ότι, λόγω λογιστικού σφάλματος, περισσεύουν ένα εκατομμύριο εκατόν μία χιλιάδες εκατόν μία δραχμές και δέκα λεπτά (τρεισήμισι χιλιάδες λίρες). Έχοντας αποφασίσει να αναφέρει το περίσσευμα, παρ' όλο που δεν θα γίνει αντιληπτό αν το υπεξαιρέσει, συζητά με τον συνάδελφό του Μανώλη (Περικλής Χριστοφορίδης) για τη στάση του:
"Μανώλης: Αν σου πουν ότι τώρα, εδώ στην Αθήνα, θα πατήσεις ένα κουμπί και την ίδια στιγμή στα βάθη της Κίνας θα πεθάνουν τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι. Αλλά εσύ θα γίνεις πάμπλουτος! Το πατάς το κουμπί?
Κλέων: Τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι στα βάθη της Κίνας…
Μανώλης: Κίτρινοι, σαν τις χρυσές λίρες!
Κλέων: Πες τρεισήμισι, κάθε μανδαρίνος και λίρα… και πάλι θα το σκεφτόμουνα".
Και ενώ "το σκέφτεται" και διστάζει, τελικά απηυδισμένος από την ταπείνωση και τη στέρηση υπεξαιρεί το ποσό για να ζήσει έστω και για λίγο το όνειρο και τον έρωτα.
Η ταινία γυρίστηκε το 1958 και το σενάριο το είχε γράψει ο ίδιος ο Γιώργος Τζαβέλλας. Είναι πολύ πιθανό να είχε γνώση του διηγήματος του Καραγάτση το οποίο είχε εκδοθεί 8 χρόνια νωρίτερα. Ο Καραγάτσης, αν ήξερε, τον Μανδαρίνο του de Queiros θα τον ήξερε από κάποια γαλλική μετάφραση. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ίδιος ο de Queiros - φαντάζομαι από προσήλωση στο ρεαλισμό - βάζει τον Τεοντόρο να διαβάζει το δίλημμα του μανδαρίνου σε "ένα παλαιό βιβλίο με κίτρινο εξώφυλλο των εκδόσεων Michel-Levy". Η όλη λογική της ιστορίας ωστόσο ταιριάζει περισσότερο στην εποχή του de Queiros. Η Κίνα είναι ακόμη μια απέραντη αυτοκρατορία με τεράστιο πλούτο, ενώ την εποχή του Καραγάτση και του Τζαβέλα έχει επικρατήσει το κομμουνιστικό κόμμα, με τον Μάο επικεφαλής, μετά από πολύχρονους πολέμους. Ύστερα, στα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε ο οριενταλισμός στη λογοτεχνία και η ιστορία του μανδαρίνου ταιριάζει περισσότερο να έχει εκεί την πηγή της. Πολύ περισσότερο που επιτρέπει στον de Queiros να μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος των περιπετειών του Τεοντόρο στην Κίνα. Τέλος η Πορτογαλία έχει παραδοσιακά μεγάλο ενδιαφέρον για την Κίνα από τότε που ήταν κραταιό βασίλειο και μεγάλη ναυτική δύναμη. Ενώ για τον μέσο Έλληνα αναγνώστη και θεατή η Κίνα είναι πολύ... μακρινή.
Αυτή όμως η απόσταση είναι που κάνει την ιστορία παράδοξα πειστική στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1950. Η Κίνα είναι πολύ μακρυά για να νοιάζει τον μέσο μικροαστό ποιος ζει και ποιος πεθαίνει εκεί. Είναι η εποχή που το ελληνικό κεφάλαιο "ακμάζει" χάρη στο περίφημο σχέδιο Μάρσαλ. Ασύλληπτη φτώχεια για τις μάζες και επιδεικτικά άφθονα πλούτη για μια μικρή ελίτ. Και το όνειρο για μια άσπρη μέρα, για καλύτερη ζωή, για ανέλιξη, για πλουτισμό γίνεται κυρίαρχο μαζί με την μαζική μετανάστευση. Ο Καραγάτσης αφαιρεί το διάβολο - οι ήρωές του, έτσι κι αλλιώς, πάντα δοκίμαζαν την ηθική τους και χωρίς αυτόν. Ο δε Τζαβέλας πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα: αφαιρεί την κληρονομιά και κάνει τρεις χιλιάδες τους μανδαρίνους. Δεν ξέρω αν του φάνηκε ότι ένας μανδαρίνος θα ήταν λίγος ή πολύς. Ο ένας μπορεί να αναπαρασταθεί ("Βρε τον φουκαρά τον Τι Τσιν-Φου" αναφωνεί ο ίδιος ο διάβολος του de Queiros). Ο Τζαβέλας πιθανά δεν θέλει να δώσει τεράστια υπαρξιακή αγωνία στο δίλημμά του. Το να κληρονομήσεις τα πλούτη του ανθρώπου που πέθανε εξαιτίας σου, μοιάζει με ληστεία μετά φόνου. Οι τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι είναι κάτι ασύλληπτο, πολύ απόμακρο και διευκολύνει την αποξένωση. Ταυτόχρονα είναι και αυτό που λειτουργεί ως καταλύτης (Πες τρεισήμισι, κάθε μανδαρίνος και λίρα…). Στον απόηχο των μαζικών θανάτων του πολέμου, της κατοχής, της πείνας και του εμφυλίου η κοινή λογική συναινεί: το προσωπικό συμφέρον ή η εκδίκηση για την προσωπική ταπείνωση αξίζει όσο μια αποτρόπαια μαζική σφαγή.
Δεσμοφύλακας (Βασίλης Αυλωνίτης): ...Και βούτηξες τα λεφτά;
Κλέων: Τα βούτηξα.
Δεσμοφύλακας: Επιτέλους! Δόξα σοι ο Θεός!
Ο de Queiros ολοκληρώνει τη νουβέλα του ως εξής: "... σε ολόκληρη την αχανή Αυτοκρατορία της Κίνας, κανείς μανδαρίνος δεν θα είχε μείνει ζωντανός αν εσύ, με τόση ευκολία όπως κι εγώ, μπορούσες να τον ξεπαστρέψεις και να κληρονομήσεις τα εκατομμύριά του, αναγνώστη, δημιούργημα αυτοσχέδιο του Θεού, έργο κακό από κακό πηλό φτιαγμένο, όμοιέ μου κι αδελφέ μου!".
Στο τέλος, ο Καραγάτσης οδηγεί τον ένοχο Δημητράκη στις αγκάλες της ελαφράς κυρίας κι ο Τζαβέλας βάζει τον απογοητευμένο Κλέωνα στο υπερωκεάνιο για την Αμερική. Πόση ατομικότητα! Η μόνη αλληλεγγύη, που διαφαίνεται, είναι λόγω κοινής μοίρας μεταξύ σκυφτών, φοβισμένων και οργισμένων ανθρωπάκων, που καθοδηγούνται από τον φθόνο και περιπλανώνται στους λαβυρίνθους της συνείδησής τους.
Δεν μπορεί κανείς να μην συγκρίνει τον δυναμικό, αλληλέγγυο και γεμάτο αγάπη τρόπο που αναφέρεται ο Ναζίμ Χικμέτ το 1948 στην Κίνα στο ποίημα "Στηθάγχη":
"Κι αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται γιατρέ εδώ πέρα, η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται"...
http://lexeis-skepseis-ki-alla.blogspot.com/2013/02/blog-post.html
Παραλαβή
MΙΚΡΑΣΙΑΤΙΣΣΑ
ἀπὸ τὴν Πόλη ἡ γιαγιά μου, ἀξιοπρεπὴς καὶ πικραμένη, εἶχε
γαντζωθεῖ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται ἐπιβίωση. Ἀρχὲς ἄνοιας
καὶ στὰ μπουκαλάκια φαρμάκων ἔβαζε ὁλόκληρο κατεβατὸ μὲ
ὁδηγίες χρήσης. Νεότερη καρφίτσωνε σὲ μπλοῦζες «νὰ ραφτεῖ
ἕνα κουμπί» ἢ στὰ κουρτινάκια τῆς κουζίνας «τυρὶ φέτα
βαρελίσια». Εἴκοσι χρόνια πρὶν εἶχε καρφιτσώσει ἕνα χαρτάκι
στὸ γιλέκο τοῦ παπποῦ «νὰ μὴν τὸν ἐμπιστεύεσαι» καὶ λένε πὼς
αὐτὸς δὲν τὸ εἶδε, μάτωσε καὶ δὲν ξαναεμφανίστηκε στὸ σπίτι.
Σὲ δυὸ ἄγγελους ποὺ τὴν ἐπισκέφτηκαν, πρόλαβε καὶ ἔπιασε στὰ
φτερὰ δυὸ χαρτάκια «ἄχρηστοι καὶ ἀχρείαστοι» ἀγνοώντας τὸ
χαρτάκι «πρὸς παραλαβή» ποὺ κρεμόταν στὴ νυχτικιά της.
Γιάννης Καρκανέβατος
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2020/04/08/giannis-karkanebatos-paralabi/
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2020/04/08/giannis-karkanebatos-paralabi/
Παρασκευή 17 Απριλίου 2020
Φοβερόν καί παράδοξον μυστήριον. Μηνύματα ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Πάσχα Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου.
Ἀνάστασιν
Χριστοῦ
Θεασάμενοι
Θεασάμενοι
Μηνύματα ἐπί τῇ
ἑορτῇ τοῦ Πάσχα
Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι
«Φοβερόν καί
παράδοξον μυστήριον σήμερον ἐνεργούμενον
καθορᾶται΄ὁ ἀναφής (ἀψηλάφητος)
κρατεῖται΄ δεσμεῖται, ὁ
λύων τόν Ἀδάμ τῆς
κατάρας ὁ ἐτάζων (αὐτός πού ἐρευνᾶ καί
γνωρίζει) καρδίας
καί νεφρούς ἀδίκως ἐτάζεται (ἀνακρίνε-
ται)΄εἰρκτῇ
κατακλείεται, ὁ τήν ἄβυσσον κλείσας.
Πιλάτῳ
παρίσταται, ᾧ
τρόμῳ
παρίσταται οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ρα-
πίζεται χειρί τοῦ
πλάσματος ὁ Πλάστης ξύλῳ κατακρίνεται,
ὁ κρίνων ζῶντας καί νεκρούς τάφῳ κατακλείεται, ὁ καθαι-
ρέτης τοῦ Ἄδου...» (Θεοτόκιον τῇ
Μ.Παρασκευῇ ἑσπέρας).
Τό μυστήριον τῶν Παθῶν
καί τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου μας εἶναι ὄντως φοβερόν καί παράδοξον, διότι ὑπερβαίνει
τήν συνήθη λογική μας καί τά ἀνθρώπινα μέτρα.
Παράδοξο, διότι κατά τόν ἅγιο Ἐπιφάνειο Κύπρου «αὐτός ἦν ὁ πάσχων καί μή
πάσχων», παθητός κατά τήν ἀνθρωπίνη φύσι, ἀπαθής κατά τήν θεότητα. ( P.G.42, 652 CD).
Ἔκαστις μᾶς
καταλαμβάνει, καθώς βλέπουμε τόν Θεόν σταυρούμενον. Ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Τί τούτο παραδοξότερον, Θεόν σταυρούμενον βλέπειν, καί
τοῦτον μετά ληστῶν, καί ὑπό τῶν παριόντων (περαστικῶν) γελώμενον τόν ἀνάλωτον (ἀκατανίκητον)
καί τοῦ παθεῖν ὑψηλότερον»; ( PG.36,
581AB, Λόγ. ΜΓ΄).
Τέτοια ἔκστασις εἶχε καταλάβει καί τούς θεωροῦτνας τά θαύματα τοῦ Κυρίου Ἰουδαίους: «καί ἔστασις ἔλαβεν ἅπαντας ἐδόξαζον τόν Θεόν, καί ἐπλήσθησαν φόβου λέγοντες ὅτι εἴδομεν παράδοξα σήμερον (Λουκ. ε΄, 26).
Τέτοια ἔκστασις εἶχε καταλάβει καί τούς θεωροῦτνας τά θαύματα τοῦ Κυρίου Ἰουδαίους: «καί ἔστασις ἔλαβεν ἅπαντας ἐδόξαζον τόν Θεόν, καί ἐπλήσθησαν φόβου λέγοντες ὅτι εἴδομεν παράδοξα σήμερον (Λουκ. ε΄, 26).
Οἱ ὀπαδοί τῶν ἄλλων
θρησκειῶν ὄχι μόνον δέν πιστεύουν σέ Θεόν Σταυρωθέντα, ἀλλά καί σκανδαλίζονται ἀπό
τήν ἰδική μας πίστι. Ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Κυρίου εἶναι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο
γιά τούς Ἰουδάιους σκάνδαλο καί γιά τούς Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες καί φιλοσόφους)
μωρία. Γιά μᾶς ὅμως τούς Χριστιανούς εἶναι
καύχησις, Θεοῦ δύναμις καί Θεοῦ σοφία (Πρβλ. Α΄ Κορ.α΄23-24).
Ἀναφέρει ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι κάποιος ἐρώτησε εἰρωνικά ἕνα Χριστιανό, ἐάν πιστεύῃ σέ θεό ἐσταυρωμένο, καί ἐκεῖνος
ἀπήντησε ὅτι πιστεύει σ’Αὐτόν πού ἐσταύρωσε τήν ἁμαρτία (Ὁμιλ. Εἰ τόν Τίμιον
καί Ζωοποιόν σταυρόν).
Το Μοιρολόγι της Παναγίας
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει Δείπνο Μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
να λάβει Δείπνο Μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Κι εκεί που προσευχότανε κι έκανε τις μετάνοιες,
φωνή τής ήρθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
φωνή τής ήρθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
– Φτάνουν, Κυρά, οι προσευχές! Φτάνουν και οι μετάνοιες!
Το Γιο σου τον επιάσανε, στη φυλακή τον πάνε.
Το Γιο σου τον επιάσανε, στη φυλακή τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου τα σκαλιά, εκεί τον τυραννάνε.
και στου Πιλάτου τα σκαλιά, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά, σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθη.
Πάει η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Προδρόμου η μάνα
Πάει η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Προδρόμου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία καντάρια μόσχο
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία καντάρια μόσχο
και τρία μυροδόσταμο, για νά ’ρθει ο λογισμός της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
παίρνουν τον δρόμο, το δρομί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τούς έβγαλε εις του χαλκιά* την πόρτα.
Το μονοπάτι τούς έβγαλε εις του χαλκιά* την πόρτα.
– Ώρα καλή σου, μάστορα! Τι είναι αυτά, που φτιάχνεις;
– Τρία καρφιά παράγγειλαν οι φίλοι μου οι Pωμαίοι
– Τρία καρφιά παράγγειλαν οι φίλοι μου οι Pωμαίοι
μα γω για το χατίρι τους πέντε θε να τους φτιάξω.
Να βάλουν δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
Να βάλουν δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το τρίτο, το φαρμακερό μέσα στα σωθικά του,
να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
Παίρνουν τον δρόμο, το δρομί, στρατί το μονοπάτι.
Κοιτούν δεξιά, κοιτούν ζερβά, κανένα δε γνωρίζουν,
Κοιτούν δεξιά, κοιτούν ζερβά, κανένα δε γνωρίζουν,
κοιτούν και δεξιότερα, βλέπουν τον Αϊ-Γιάννη.
– Αϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
– Αϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
μην είδες το παιδάκι μου και σε τον δάσκαλό σου;
– Δεν έχω στόμα να σου πω, στόμα να σου μιλήσω.
Δεν έχω χέρι πάλαμο, για να σου τον εδείξω.
– Έχεις και στόμα να μου πεις, στόμα να μου μιλήσεις.
– Έχεις και στόμα να μου πεις, στόμα να μου μιλήσεις.
Έχεις και χέρι πάλαμο, για να μου τον εδείξεις.
– Βλέπεις εκείνο τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
– Βλέπεις εκείνο τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό τον ανεμομαλλιάρη,
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό τον ανεμομαλλιάρη,
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κι εμένα ο δάσκαλός μου.
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κι εμένα ο δάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά και του μιλούσε:
– Γιε μου, που σ’ έχω μοναχό και μοναχό κλωνάρι,
– Γιε μου, που σ’ έχω μοναχό και μοναχό κλωνάρι,
τώρα σε βλέπω στον σταυρό μ’ αγκάθινο στεφάνι!
Πού ’ναι γκρεμός να γκρεμιστώ, φωτιά να πάω να πέσω!
Πού ’ναι γκρεμός να γκρεμιστώ, φωτιά να πάω να πέσω!
Πού ’ναι μαχαίρι δίκοπο, να δώσω στην καρδιά μου!
Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου!
Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου!
– Σύρε, μάνα, στο σπίτι σου, κάνε την προσευχή σου
και το Μεγάλο Σάββατο καρτέρα το παιδί σου.
και το Μεγάλο Σάββατο καρτέρα το παιδί σου.
Βάλε κρασί μες στο γυαλί κι αφράτο παξιμάδι
και δείξε την υπομονή, για να την κάνουν κι άλλοι.
και δείξε την υπομονή, για να την κάνουν κι άλλοι.
δημοτικό τραγούδι
Παιδικό Πάσχα
Το Πάσχα άρχιζε απ’ την αυγή του Μεγάλου Σαββάτου και με τέτοιον τρόπο, που αποτελεί μια από τις ζωηρότερες παιδικές μου αναμνήσεις. Ήταν μια γενική κωδωνοκρουσία την ώρα που έψαλλαν στη Μητρόπολη το «Ανάστα ο Θεός». Κατά το ζακυνθινό έθιμο, οι καμπάνες «εχήρευαν» –σώπαιναν– απ’ το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης. Και δεν ξαναχτυπούσαν, παρά την αυγή του Μεγάλου Σαββάτου. Αλλά όλες μαζί, από μεγάλα και μικρά καμπαναριά, αμέτρητα –καμπάνες μεγάλες, βαρύηχες, πολύβουες, σοβαρές, και καμπάνες μικρές, γλυκόφωνες, γοργές, πεταχτές– μια συναυλία, μια αρμονία αφάνταστη, που τρικυμίζει τον αέρα, ανεβαίνει, κατεβαίνει κι απλώνεται στα πέρατα. Πέφτουν μαζί και πιστολιές, αλαλιασμένα τα σκυλιά τρέχουν κι ουρλιάζουν, κι ακόμα κάνουν κρότους φοβερούς τα πήλινα κανάτια που τα πετούν απ’ τα παράθυρα, για να σπάσουν «για το καλό» στις αυλές και στους δρόμους… Ξυπνώ στο κρεβάτι μου… Τι είναι; Α, το «Ανάστα ο Θεός»! Να, κι η μητέρα μου έχει σηκωθεί. «Και του χρόνου!» «Γερός, δυνατός!» Και μου δίνει να δαγκάσω σίδερο – συνήθως έν’ από τα κλειδιά της…
Μ’ αυτό το πανδαιμόνιο μαθαίνω πως ο Χριστός αναστήθηκε, θυμόμουν και τα κόκκινα αυγά και το αρνί το ζωντανό και η παιδική ψυχή μου γέμιζε χαρά. Έπειτα γινόταν ησυχία. Στη λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου, που τόσο μ’ άρεσε κατόπι, με τα θαυμάσια αναγνώσματα από την Αγία Γραφή –Κοσμογονία, Ιωνάς, Ναβουχοδονόσορ– και με τον υπέροχο ύμνο των Τριών Παίδων, δεν πήγαινα ακόμα. Και περνούσα την ημέρα μου στο σπίτι, κοιτάζοντας τα πασχαλινά ψώνια, που έρχονταν αδιάκοπα, και παίζοντας στο περιβόλι με το λευκόμαλλο αρνάκι, που θα ’ρχόταν ύστερα –τι θλίψη!– ο χασάπης να το σφάξει… Και βράδιαζε και πλάγιαζα νωρίς, για να ξυπνήσω πρωί, όπως δα πάντα. Γιατί εκείνο τον καιρό ακόμα στη Ζάκυνθο, που οι εκκλησιαστικές συνθήκες ήταν διαφορετικές, η Ανάστασις δε γινόταν τα μεσάνυχτα του Σαββάτου. Η αθηναϊκή αυτή συνήθεια, η σύμφωνη άλλωστε με το «τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας», του Πατριαρχείου, εισήχθη δέκα χρόνια αργότερα (1884) από τον δεσπότη Λάνα.
Ο προκάτοχός του, ο Κατραμής, έμενε στα πατροπαράδοτα. Κι η Ανάσταση τότε, σ’ όλες τις ζακυνθινές εκκλησίες, γινόταν το πρωί της Κυριακής.
Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παιδικό Πάσχα, «Ν. Εστία», τεύχος 592, 15/4/52
Mεγάλη Παρασκευή Aι γενεαί πάσαι
1. Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου.Όλες οι γενιές (των ανθρώπων) προσφέρουν, Χριστέ μου, ύμνο στην ταφή σου.
2. Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Ω γλυκιά μου άνοιξη, γλυκύτατό μου παιδί, πού βυθίστηκε (και χάθηκε) η ωραιότητά σου;
3. Υιέ Θεού Παντάναξ, Θεέ μου, Πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Υιέ του Θεού, Βασιλιά των πάντων, Θεέ μου, Δημιουργέ μου, πώς καταδέχτηκες να υποστείς παθήματα;
4. Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Οι μυροφόρες, αφού ήρθαν πολύ πρωί, ράντισαν με αρώματα τον τάφο σου.
5. Ιδείν την του Υιού σου Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
Αξίωσε, Παρθένε, εμάς τους δούλους σου να δούμε (και να γιορτάσουμε) την Ανάσταση του Υιού σου.
Υιέ του Θεού, Βασιλιά των πάντων, Θεέ μου, Δημιουργέ μου, πώς καταδέχτηκες να υποστείς παθήματα;
4. Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Οι μυροφόρες, αφού ήρθαν πολύ πρωί, ράντισαν με αρώματα τον τάφο σου.
5. Ιδείν την του Υιού σου Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
Αξίωσε, Παρθένε, εμάς τους δούλους σου να δούμε (και να γιορτάσουμε) την Ανάσταση του Υιού σου.
Η απόδοση των αποσπασμάτων των ύμνων στα νέα ελληνικά και η ερμηνεία τους βασίστηκε στην
εργασία Η Μεγάλη Εβδομάς μετά ερμηνείας του Αρχιμανδρίτη Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, εκδ. της
Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2005
εργασία Η Μεγάλη Εβδομάς μετά ερμηνείας του Αρχιμανδρίτη Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, εκδ. της
Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2005
Mεγάλη Πέμπτη Σήμερον κρεμάται επί ξύλου
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών
περιτίθεται ο των Aγγέλων Bασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον
ουρανόν εν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη ο Nυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη ο Yιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.
περιτίθεται ο των Aγγέλων Bασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον
ουρανόν εν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη ο Nυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη ο Yιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.
Σήμερα
κρεμάται πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) εκείνος που κρέμασε (κατά τη
δημιουργία) τη γη επάνω στα νερά (την περιέβαλε δηλαδή από παντού με τα
νερά των θαλασσών). Στεφάνι κατασκευασμένο από αγκάθια φοράει στο κεφάλι
ο Βασιλιάς των Αγγέλων. Ψεύτικο βασιλικό ένδυμα ντύνεται αυτός που
ντύνει τον ουρανό με τα σύννεφα. Χαστούκι δέχτηκε εκείνος που στον
Ιορδάνη ποταμό (αφού βαφτίστηκε από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο) ελευθέρωσε
τον Αδάμ. Με καρφιά καρφώθηκε (στο Σταυρό) ο Νυμφίος της Εκκλησίας. Με
λόγχη τρυπήθηκε (στο πλευρό) ο Υιός της Παρθένου. Προσκυνούμε τα Πάθη
σου, Χριστέ. Αξίωσέ μας να δούμε και την ένδοξη Ανάστασή σου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)