Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

84. Έλεγε ο γέρων Παίσιος.
Η γυναίκα όταν είναι έγκυος πρέπει να είναι ήρεμη, να διαβάζει το Ευαγγέλιο, να προσεύχεται, να λέει την ευχή.
Έτσι αγιάζεται και το παιδί. Από τώρα αρχίζει η ανατροφή του παιδιού.
Να προσέχεις να μην στεναχωρείς την έγκυο για κανένα λόγο.
85. Ο Διάβολος προσπαθεί να τα καταστρέψει όλα για να μη βρει η νέα γένια καλή «μαγιά» για να «ζυμωθεί».
86. Πρέπει να απλοποιήσουμε την ζωή μας. Η πολυτέλεια κουράζει. Είναι μερικοί που συνεχεία θέλουν να αλλάζουν έπιπλα κλπ. Τρέχουν μετά να βγάλουν περισσότερα χρήματα και έτσι γεμίζουν άγχος.
87. Είπε πάλι. Καλό είναι η οικογένεια να έχει τον ίδιο πνευματικό. Ο άντρας, η γυναίκα, τα παιδία, αυτό βοηθά πολύ.
88. Ένας πιστός τον ρώτησε. Γέροντα, σήμερα πήραν βαθμούς τα παιδία και είναι στεναχωρημένα.
Κοίτα να δεις, σήμερα οι μεγάλοι θέλουν να παίρνουν πολλά λεφτά με λίγη δουλειά, και οι μικροί να παίρνουν μεγάλους βαθμούς, χωρίς διάβασμα.
Και αν είναι δυνατόν να μην φεύγουν από την καφετέρια ή την ξυλοτέξ – πως το λένε – να παίρνουν ένα τηλέφωνο να ρωτούν τι βαθμούς τους έβαλαν. (γέλια).
89. Είπε πάλι. Ακόμη και μέσα στο γάμο πρέπει να συγκρατεί κανείς τον εαυτό του από την ηδονή. Να βάζεις φρένο στην φιληδονία του!
90. Ρώτησε κάποιος τον γέροντα Παϊσιο.
Γέροντα σήμερα πολλοί νέοι άνθρωποι δεν θέλουν να κάνουν παιδιά γιατί σκέφτονται σε τι είδος κόσμο θα φέρουν το παιδί τους.
Μόλυνση από τα χημικά, από τα πυρηνικά, ζωή γεμάτη άγχος, άγρια κοινωνία, πόλεμοι, πεινά, σκοτωμοί, βιασμοί, αρπαγές, απαγωγές………
Αν είμαστε κιόλας στον καιρό του Αντίχριστου σκέφτομαι και εγώ μήπως δεν αξίζει κανείς να παντρεύεται και να κάνει παιδία.
Όχι, Θανάση δεν είναι έτσι!........
Οι χριστιανοί στο καιρό των διωγμών δεν παντρεύονταν;
Και παντρεύονταν και παιδιά έκαναν!!
Είχαν την ελπίδα τους στηριγμένη στο Χριστό…..όχι στους ανθρώπους.
Είναι ολιγοπιστία αυτός ο λογισμός. Ο Θεός σε μια στιγμή μπορεί να τα διορθώσει όλα. Να σβήσει όλα τα στραβά. Κάνουν οι άνθρωποι σχέδια….έχει και Θεός τα δικά Του.
Να ήξερες πόσες φορές τύλιξε ο διάβολος τη γη με την ουρά του για να την καταστρέψει….
Δεν τον άφησε ο Θεός….του χαλάει τα σχέδια. Και το κακό που πάει να κάνει ο διάβολος, ο Θεός το αξιοποιεί και βγάζει μεγάλο καλό. Μην ανησυχείς!
91. Κάποια φορά ο π. Παϊσιος μου διηγήθηκε πως του παρουσιάστηκε η Παναγία μας, μέρα μεσημέρι, και τον βοήθησε σε μια ανάγκη που είχε. Συνομίλησαν μαζί για λίγα λεπτά.
Πως αισθανθήκατε γέροντα; Ρώτησα.
Μεγάλη χαρά….όμως αισθανόμουν και ντροπή…..δυσκολεύομαι…Μητέρα του Θεού είναι….με τον άγιο Ιωακείμ και την αγία Άννα κινούμε πιο άνετα!
92. Ρώτησε κάποιος. Γέροντα είναι μερικά ζευγάρια που ενώ θέλουν, δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Για να βολεύεται και κανένα ορφανό…τους έδωσε και ο Θεός ένα δικό τους μετά!
93. Είπε πάλι. Όταν γυρίζει κανείς από την δουλειά του και είναι νευριασμένος ή αγχωμένος καλύτερα είναι να πάει μια βόλτα στο πάρκο για είκοσι λεπτά και να γυρίσει στο σπίτι του ήρεμος και με χαμόγελο, και ας πάει καθυστερημένος.
94. Είπε πάλι. Σήμερα τον ζαλίζουν τον άνθρωπο. Τα χτυπάνε τα καημένα τα παιδιά από δω και από κει με διάφορες θεωρίες, τα πιάνει μετά φόβος, άγχος και ξεσπάνε στα ναρκωτικά και την διασκέδαση. Αλλά αυτή η κοσμική διασκέδαση προσθέτει άγχος.
Βλέπεται από αυτή την ζωή κανείς γεύεται σε κάποιο βαθμό την κόλαση ή τον παράδεισο αν ζει σύμφωνα με το θέλημα του θεού με την Εκκλησία.
95. Χάρισε γέροντας ένα βιβλίο στα μεγάλα παιδιά της Γ` Λυκείου, που έλεγε για την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
96. Oι γονείς να προσέχουν στο σπίτι τι βιβλία, έχουν γιατί μπορεί να πέσουν στα χέρια των παιδιών και να πάθουν ζημιά. Στο σπίτι να έχεις μόνο χριστιανικά βιβλία.
97. Είπε πάλι. Όταν το παιδί από μικρό γεμίσει με Χριστό πηγαίνει στην εκκλησία με τους γονείς, κοινωνεί, ψάλλει, προσεύχεται, αργότερα όταν μεγαλώσει και φύγει μακριά από τους γονείς και βρεθεί ακόμη και σε άσχημο περιβάλλον δεν έχει ανάγκη. Είναι σαν το ξύλο που όταν έχει ποτιστεί καλά με λινέλαιο μετα δεν έχει ανάγκη από την βροχή, επειδή είναι ποτισμένο με το λαδί, δεν δέχεται τα νερά, τα πετάει έξω.
98. Έλεγε πάλι. Στα παιδία πρέπει να προσέχουμε πολύ τι τους λέμε. Γιατί έχουν μια απλότητα και τα πιστεύουν. Είναι και πολλά που έχουν μεγάλο φιλότιμο και παίρνουν τα λόγια των γονιών τους κατά γράμμα.
99. Ρώτησαν τον γέροντα.
Σε αυτά τα παιδία που έχουν μπλέξει με την γιόγκα και με την μαγεία, πρέπει να τους το λέει κανείς ξεκάθαρα, από την αρχή ότι είναι διαβολικά αυτά η να τους το λέει σιγά - σιγά΄;
Και ο γέρων απάντησε.
Να τους το λέει κανείς, αλλά με καλοσύνη.
100. Είπε πάλι.
Αν ο άνθρωπος αγαπήσει τον Θεό, αγαπάει και τον πλησίον και μετά παθαίνει υπερχείλιση η καρδιά και αγαπάει τα ζώα, την κτίση όλη.

Ο δια Χριστόν... κλέφτης!

ΓΕΡΩΝ ΠΑΙΣΙΟΣ


Στην Πνευματική ζωή, είναι ανάποδα τα πράγματα. Άμα κρατάς εσύ το άσχημο , τότε νοιώθεις όμορφα. Άμα το δίνεις στον άλλον, τότε νοιώθεις άσχημα. Όταν δέχεσαι την αδικία και δικαιολογείς τον πλησίον σου, δέχεσαι τον πολυαδικημένο Χριστό, στην καρδιά σου. Τότε ο Χριστός μένει με το ενοικιοστάσιο [1] ,μέσα σου και σε γεμίζει με ειρήνη και αγαλλίαση. Για δοκιμάστε, βρε παιδιά, να ζήσετε αυτήν την χαρά! Να μάθετε να χαίρεσθε με αυτήν την πνευματική χαρά, όχι με την κοσμική. Πάσχα θα έχετε τότε κάθε μέρα.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από την χαρά που νοιώθεις, όταν δέχεσαι την αδικία. Μακάρι να με αδικούσαν όλοι οι άνθρωποι! Ειλικρινά, σας λέω, την γλυκύτερη πνευματική χαρά την ένοιωσα μέσα στην αδικία. Ξέρετε πόσο χαίρομαι , όταν κάποιος με πει πλανεμένο; «Δόξα σοι ο Θεός, λέω, από αυτό έχω μισθό, ενώ αν με πουν άγιο, χρωστάω». Γλυκύτερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει!

Ένα πρωϊ στο καλύβι χτύπησε κάποιος το σιδεράκι στην πόρτα. Κοίταξα από το παράθυρο να δω ποιος είναι, γιατί δεν ήταν ακόμα η ώρα να ανοίξω. Είδα έναν νέο με φωτεινό πρόσωπο και κατάλαβα ότι είχε βιώμαα πνευματικά, αφού τον πρόδιδε η Χάρις του Θεού. Γι’ αυτό, αν και ήμουν απασχολημένος, διέκοψα αυτό που έκανα, άνοιξα την πόρτα, τον πήρα μέσα, του πρόσφερα νερό και με τρόπο άρχισα να τον ρωτάω για την ζωή του, γιατί έβλεπα ότι είχε πνευματικό περιεχόμενο. «Τι δουλειά κάνεις, παλληκάρι;» τον ρώτησα. «Τι δουλειά, πάτερ; μου λέει. Εγώ στην φυλακή μεγάλωσα. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εκεί τα πέρασα. Τώρα είμαι είκοσι έξι χρονών». «Καλά βρε παλληκάρι, τι έκανες και σε έκλειναν φυλακή;», τον ρώτησα. Κι εκείνος μου άνοιξε την καρδιά του: «Από μικρός, μου είπε, πονούσα πολύ, όταν έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους. Ήξερα όλους τους πονεμένους, όχι μόνον από την ενορία μου αλλά και από άλλες ενορίες. Επειδή ο παπάς της ενορίας μας με τους επιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα και έφτιαχναν κτήρια, αίθουσες κτλ, ή έκαναν διάφορους εξωραϊσμούς, είχαν παραμεληθεί τελείως οι φτωχές οικογένειες. Εγώ δεν κρίνω εάν ήταν απαραίτητα αυτά που έφτιαχναν, αλλά έβλεπα να υπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι. Πήγαινα λοιπόν κρυφά και έκλεβα από τα χρήματα που μάζευαν από τους εράνους. Έπαιρνα αρκετά, δεν τα έπαιρνα όλα. Ύστερα αγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τα άφηνα κρυφά έξω από τα σπίτια των φτωχών και αμέσως, για να μην πιάσουν άλλον άδικα, πήγαινα στην αστυνομία και έλεγα: «Εγώ έκλεψα τα χρήματα από την εκκλησία και τα ξόδεψα», χωρίς να πω τίποτε άλλο. Με άρχιζαν στο ξύλο και στο βρισίδι, «αλήτη, κλέφτη», εγώ σιωπούσα. Με έκλειναν μετά στην φυλακή. Αυτή η δουλειά γινόταν για χρόνια. Όλη η πόλη όπου έμενα - τριάντα χιλιάδες κάτοικοι – και άλλες πόλεις με είχαν μάθει, και «αλήτη» με ανέβαζαν, «κλέφτη» με κατέβαζαν. Εγώ σιωπούσα και ένοιωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα με είχαν κλείσει στην φυλακή τρία ολόκληρα χρόνια. Μερικές φορές με έκλειναν άδικα στην φυλακή και, όταν έπιαναν τον ένοχο, με άφηναν. Αν δεν τον έπιαναν καθόμουν μέσα, όσο έπρεπε να καθίσει εκείνος. Γι’ αυτό σου είπα, πάτερ μου, ότι τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στις φυλακές».

Αφού τον άκουσα με προσοχή, του είπα: «Βρε παλληκάρι, όσο καλά και αν φαίνεται αυτό, δεν είναι καλό και να μην το ξανακάνης. Άκου τι θα σου πω. Θα με ακούσης;». «Θα σε ακούσω πάτερ» μου λέει. «Να απομακρυνθείς από αυτή την πόλη, του λέω, να πας σε άγνωστο περιβάλλον, στην τάδε πόλη, και εγώ θα φροντίσω να συνδεθής με καλούς ανθρώπους. Να εργάζεσαι και να βοηθάς, όσο μπορείς, τους πονεμένους από το υστέρημα σου, επειδή αυτό έχει μεγαλύτερη αξία. Αλλά, και όταν κανείς δεν έχει τίποτα να δώσει σε έναν φτωχό και πονάει η καρδιά του, τότε κάνει ανώτερη ελεημοσύνη, διότι κάνει ελεημοσύνη με το αίμα της καρδιάς του. Γιατί εάν είχε κάτι και το έδινε, θα αισθανόταν και χαρά, ενώ, όταν δεν έχει να δώσει, αισθάνεται πόνο στην καρδιά». Μου υποσχέθηκε ότι θα ακούσει την συμβουλή μου και έφυγε χαρούμενος. Έπειτα από επτά μήνες παίρνω ένα γράμμα από τις φυλακές Κορυδαλλού, στο οποίο έγραφε τα εξής; «Ασφαλώς, πάτερ μου, θα απορήσεις που σου γράφω πάλι από την φυλακή μετά από τόσες συμβουλές που μου έδωσες και μετά τις υποσχέσεις που σου έδωσα. Μάθε ότι αυτή την φορά υπηρετώ μία φυλάκιση την οποία είχα υπηρετήσει, κάποιο λάθος έγινε. Ευτυχώς που δεν υπάρχει ανθρώπινη δικαιοσύνη, γιατί θα αδικούνταν οι πνευματικοί άνθρωποι επειδή θα έχαναν τον ουράνιο μισθό». Όταν διάβασα αυτά τα τελευταία λόγια, θαύμασα αυτόν τον νέο, που είχε πάρει τόσο ζεστά την πνευματική ζωή και είχε συλλάβει τόσο βαθιά το βαθύτερο νόημα της ζωής! Δια Χριστόν κλέφτης! Μέσα του είχε Χριστό. Δεν μπορούσε να φρενάρει τον εαυτό του από την χαρά που ένοιωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι είχε!

- Γέροντα, από το ρεζίλι ερχόταν η χαρά;

- Από την αδικία ερχόταν η χαρά. Κοσμικός άνθρωπος ήταν, ούτε συναξάρια, ούτε Πατερικά είχε διαβάσει και, ενώ έτρωγε άδικα ξύλο, τον έκλειναν στην φυλακή, τον είχαν μέσα στην πόλη για αλήτη, για παλιόπαιδο, για κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αυτός δεν μιλούσε και τα αντιμετώπιζε όλα τόσο πνευματικά! Νέος άνθρωπος, και δεν φρόντιζε να αποκατασταθή, αλλά πώς να βοηθήσει τους άλλους! Τους μεγάλους κλέφτες πολλές φορές δεν τους κλείνουν ούτε μία φορά στη φυλακή, ενώ αυτόν τον δόλιο τον φυλάκισαν για την ίδια κλοπή δύο φορές και για άλλες κλοπές τον φυλάκισαν άδικα, μέχρι να βρουν τον πραγματικό κλέφτη! Την χαρά όμως που είχε αυτός δεν την είχαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Τριάντα χιλιάδες χαρές δεν συμπλήρωναν την δική του χαρά.

Γι’ αυτό λέω ότι ένας πνευματικός άνθρωπος δεν έχει θλίψεις. Όταν η αγάπη αυξηθεί και καεί η καρδιά από τον θείο έρωτα, δεν μπορεί να σταθεί πλέον η θλίψη. Η μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό υπερνικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες που του προξενούν οι άνθρωποι.

Γέρων Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης



Δεύτερος σταθμός μας στο μακρύ δρόμο της σπουδής μας στους βίους και τους λόγους Αγίων γερόντων της Εκκλησίας μας, αποτελεί ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Ο βίος του εκπλήσσει και προκαλεί θαυμασμό και συνάμα δέος σε κάθε αναγνώστη.

Ο Γέροντας Πορφύριος κατά κόσμον Ευάγγελος, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906, στην Εύβοια, στο χωριό Άγιος Ιωάννης της επαρχίας Καρυστίας.
Ο πατέρας του ονομάζονταν Λεωνίδας. Ήταν ψάλτης στο χωριό και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Νεκτάριο. Η μητέρα του ονομάζονταν Ελένη. Και οι δυο διακρίνονταν για την ευσέβεια και την φιλοθεΐα τους.

Η οικογένεια που προέκυψε από τον γάμο των δύο ήταν πολυμελής και δύσκολα μπορούσε να συντηρηθεί με τα υπάρχοντα. Έτσι λοιπόν ο πατέρας υποχρεώνεται να μεταναστεύσει για κάποιο διάστημα στην Αμερική όπου και δούλεψε.

Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Από μικρός δεν έπαψε να ασχολείται με διάφορες δουλείες. Όπως ο ίδιος διηγείται, μικρός έβοσκε ζώα, πότιζε κτλ. Στο σχολείο κατάφερε να πάει μια τάξη μόνο. Με τα λίγα γράμματα τα οποία έμαθε κατάφερε να διαβάσει συλλαβιστά το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Τότε ήταν που του ήλθε και ο ζήλος να φύγει και να γίνει μοναχός.

Αργότερα, στα επτά του χρόνια, αρχίζει και εργάζεται σ΄ ένα κατάστημα στην Χαλκίδα και μετά σ΄ ένα κατάστημα στον Πειραιά ως τα δώδεκα του χρόνια. Τότε είναι το χρονικό σημείο όπου ο Ευάγγελος παίρνει την απόφαση να πάει στο Άγιον Όρος να ασκηθεί και να ομοιάσει τον Άγιο Ιωάννη τον καλυβίτη, που τόσο αγάπησε από μικρός. Αυτό δεν το κατάφερε αμέσως.

Τελικά όμως η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και εκεί τον υποδέχτηκαν και τον δέχτηκαν δυο γέροντες, αδελφοί κατά σάρκα, ο Παντελεήμων, ο και πνευματικός και ο Ιωάννικιος. Στην καλύβη των δύο αυτών γερόντων εγκαταστάθηκε και έκανε υπακοή, ο μικρός τότε στην ηλικία Ευάγγελος, πλην όμως μεγάλος στην πίστη και την αγάπη του Χριστού.

Μετά από υπακοή και άσκηση γίνεται μοναχός και παίρνει το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια γίνεται και μεγαλόσχημος, ενώ μετά από λίγο ο Θεός του δωρίζει το διορατικό χάρισμα.

Όπως ο ίδιος ο γέροντας αναφέρει η χάρις του Θεού ήλθε σ΄ αυτόν από έναν άλλο ασκητή, τον Γερό - Δημά. Πρόκειται για έναν Ρώσο ασκητή ο οποίος έμενε σε μια πρωτόγονη καλύβα των Καυσοκαλυβίων. Ευλαβής ανιδιοτελής και άγνωστος σ΄ όλη του τη ζωή. Αυτός λοιπόν ο άγιος ασκητής μετέδωσε χαρίσματα πνευματικά στον γέροντα.

Στα δεκαεννιά του χρόνια ο γέροντας αρρώστησε σοβαρά. Οι γέροντες του, μη μπορώντας να του προσφέρουν τα απαραίτητα, αποφασίζουν να τον στείλουν στον κόσμο για να μπορέσει να θεραπευτεί. Επέστρεψε στην πατρίδα του την Εύβοια, όπου κανείς δεν τον αναγνώρισε, αφού όλοι νόμιζαν πως ήταν χαμένος. Είχε να εμφανιστεί από τότε που είχε φύγει για τον Πειραιά.

Στο χωριό έσπευσε να συναντήσει τον πατέρα του και να πάει στο σπίτι του. Πραγματικά μόλις είδε τον πατέρα του τον αναγνώρισε αμέσως. Όχι όμως και ο πατέρας του. Ακολούθησε ένας συγκινητικός διάλογος τον οποίο αναφέρει ο γέροντας και κατόπιν η είσοδος στο πατρικό σπίτι και η συνάντηση με την μητέρα του.
Μόλις αισθάνθηκε καλύτερα, θέλησε να πάει πάλι στο Άγιον Όρος και πήγε, μα και πάλι η υγεία του παρουσίασε επιδείνωση.

Το αυτό συνέβη και ακόμη μία φορά, οπότε οι γέροντες του Παντελεήμων και Ιωαννίκιος τον συμβουλεύουν να βγει στον κόσμο "κι΄ αν ποτέ ο Θεός σ΄ αξιώσει … και θελήσεις να έλθεις εδώ… εμείς σε θέλουμε…" του είπαν.

Ο γέροντας και πάλι κάνοντας υπακοή βγαίνει από το Άγιον Όρος και τελικά εγκαθίσταται στην μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Το 1926 χειροτονείται ιερέας από τον Πορφύριο τον Γ΄, Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα εικοσιδύο του χρόνια γίνεται πνευματικός - εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης.

Στην Εύβοια, στον Άγιο Χαράλαμπο, έζησε δώδεκα χρόνια διακονώντας τους ανθρώπους ως εξομολόγος και πνευματικός. Επίσης υπηρέτησε και τρία χρόνια στην εγκαταλελειμμένη μονή του Αγίου Νικολάου.

Μετά την Εύβοια, ο γέροντας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και υπηρέτησε στην πολυκλινική Αθηνών για τριάντα τρία χρόνια. Ακούραστα διακονούσε τους ασθενείς στους οποίους μέσω της εξομολογήσεως παρείχε το φάρμακο της αφέσεως των αμαρτιών.

Το 1955, ο γέροντας εγκαθίσταται στο μονύδριο του Αγίου Νικολάου, στα Καλλίσια Αττικής, εξασκώντας και εδώ το πνευματικό του έργο .

Το 1979, ο γέροντας εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Ένα όνειρο που δεν άργησε να εκπληρωθεί. Στην αρχή ο γέροντας έμενε σε ένα τροχόσπιτο κάτω από αντίξοες συνθήκες. Αργότερα μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για το οποίο κοπίασε και μόχθησε ιδιαιτέρως αν και ασθενής. Με τη θεμελίωση του καθολικού της μονής στις 26 Φεβρουαρίου 1990 αξιώθηκε να δει το όνειρο του να γίνεται πραγματικότητα.

Και εδώ το πνευματικό έργο του γέροντα, ήταν ακατάπαυστο, αφού δεν έπαυσε να εξομολογεί και να δέχεται πονεμένους ανθρώπους οι οποίοι είχαν ανάγκη τη βοήθειά του.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο γέροντας άρχισε να ετοιμάζεται για το τέλος του επίγειου βίου του. Ήθελε να τελειώσει τον επίγειο βίο του στα Καυσοκαλύβια, που τόσο πολύ αγάπησε. Έλεγε "επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω να πεθάνω εκεί πάνω".

Έτσι και έγινε, το οσιακό του τέλος τον βρήκε στα Καυσοκαλύβια το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991.

Το Άγιον Πνεύμα ψυχή της Εκκλησίας




Το Άγιον Πνεύμα ψυχή της Εκκλησίας
Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς



Τα πάντα εν τη Εκκλησία είναι θεανθρώπινα: ο Θεός πάντοτε κατέχει την πρώτην, ο δε άνθρωπος την δευτέραν θέσιν. Χωρίς την θείαν δύναμιν οι άνθρωποι δεν δύνανται να ζουν την θεανθρωπίνην θείαν ζωήν ούτε να προκόπτουν εν αύτη. Διά παν το θεανθρώπινον, ο άνθρωπος έχει ανάγκην βοηθείας. Μόνον ενδυθέντες με την «δύναμιν εξ ύψους» (Λκ. 24, 19. Πράξ. Απ. 1, 8 ), δηλαδή με την θείαν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, oι άνθρωποι δύνανται να ζουν ευαγγελικώς επί της γης. Διά τούτο και εφανέρωσεν ο Σωτήρ, κατά τον Μυστικόν Δείπνον, την θείαν αλήθειαν περί του Αγίου Πνεύματος ως του πραγματοποιούντος και εκτελούντος την σωτηρίαν των ανθρώπων τη θεία ενεργεία Του εν τω Θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας (πρβλ. Ιω. 14, 16-17. 26. 15, 26. 16, 7-13 ). Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ενοικεί διά του Αγίου Πνεύματος εις τον άνθρωπον, τον ανακαινίζει, τον αγιάζει και τον χριστοποιεί (Εφ. 3, 16-17 ) . Χωρίς το Ά­γιον Πνεύμα, το πνεύμα του ανθρώπου φθείρεται και διασκορπίζεται διά των αμαρτιών εις αναριθμήτους θανάτους, εις αναρίθμητα μη όντα και ψευδοόντα. Το Πνεύμα το Άγιον ήλθεν εις τον κόσμον διά τον Χριστόν και διά του Χριστού, και έγινε η ψυχή εις το σώμα της Εκκλησίας: και μόνον διά του Χριστού και διά τον Χρι­στόν δίδεται εις τους ανθρώπους. Τούτο σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα μόνον διά τον Χριστόν και διά του Χριστού ζη εις την Εκκλησίαν. Όπου δεν υπάρχει ο Θεάν­θρωπος, εκεί δεν υπάρχει ούτε το Άγιον Πνεύμα. Διότι ο Χριστός ζη εις την Εκκλησίαν διά του Αγίου Πνεύμα­τος το οποίον αποτελεί την ψυχήν της...

* Η θεία Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία μας ενώ­νουν όχι μόνο με Αυτόν, τον Αναντικατάστατον, αλλά και μεταξύ μας. «Εν σώμα οι πολλοί εσμέν», διότι κανείς από εμάς δεν αποτελεί ολόκληρον το σώμα, αλλ' έ­καστος είναι μόνον μέρος του σώματος, και τούτο πρέπει να αισθανώμεθα πάντοτε και να γνωρίζωμεν πόσον εξαρτώμεθα ο εις από τον άλλον: όλοι από ένα έκαστον, και έκαστος απ' όλους. Και να γνωρίζωμεν επί πλέον πόσον αναγκαίοι είμεθα ο εις εις τον άλλον: Όλοι εις έκαστον και έκαστος εις όλους, αλλά και έκαστος εις έκαστον. Η δύναμίς μας και η ισχύς μας, η ζωή μας και η αθανασία μας και η μακαριότης μας ευρίσκονται εις αυτήν την ενότητα και μόνον. Ποίος μας την δίδει αυτήν; Το σώμα του Χριστού, το σώμα του Θεού. Ο θαυμαστός Κύριος Ιησούς Χριστός είναι η αληθινή «βρώσις» μας και η αληθινή «πόσις» μας (Ιω. 6, 55 ) «Ούτω οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ' εις αλλήλων μέλη» (Ρωμ. 12, 5 και Α' Κορ. 12, 27 ).

* Ο Χριστός είναι ταυτοχρόνως και ο Θεός Λόγος, και ο άνθρωπος, και ο Θεός Λόγος και η Εκκλησία, και ο Θεός Λόγος με το σώμα εις τους ουρανούς και μέσα εις το σώμα του, την Εκκλησίαν, επί της γης. Δεν είναι αυ­τό «μέγα μυστήριον»; Τα μέλη της Εκκλησίας αποτελούν εν οργανισμόν, εν σώμα και όμως έκαστον παραμένει ξεχωριστόν πρόσωπον. Και αυτό δεν είναι «μέγα μυ­στήριον» ; Τα πάντα εις την Εκκλησίαν είναι καθολικά και πάλιν τα πάντα είναι προσωπικά, έκαστος κατοικεί και ζη μέσα εις όλους, και όλοι μέσα εις ένα έκαστον, και όμως η ζωή εκάστου είναι ιδική του προσωπική ζωή, και το πρόσωπον εκάστου ιδικόν του πρόσωπον. Αυτό δεν είναι «μέγα μυστήριον»; Εις την Εκκλησίαν ζουν τόσοι και τόσοι αμαρτωλοί άνθρωποι και παρά ταύτα αυτή είναι «αγία και άμωμος», χωρίς ουδένα «σπίλον ή ρυτίδα» (Εφ. 5, 27 ). Δεν είναι και αυτό «μέγα μυστή­ριον»; Και ούτω καθ' εξής, από το μικρότερον έως το μεγαλύτερον τα πάντα εν τη Εκκλησία είναι «μέγα μυστήριον», διότι εις εν έκαστον απ' αυτά είναι παρών όλος ο θαυμαστός Κύριος Ιησούς Χριστός με όλα τα άπειρα θεανθρώπινα μυστήριά Του.

* Κάθε χριστιανός ζων «συν πάσι τοις αγίοις» εις το Θεανθρώπινον σώμα του «τελείου ανδρός», του Χριστού, αποκτά και ο ίδιος την τελειότητα αυτήν, κατά το μέτρον του κόπου του, γίνεται ο ίδιος τέλειος άνδρας. Ούτως εις την Εκκλησίαν γίνεται δι' έκαστον προσιτόν και πραγματοποιήσιμον εκείνο το θείον ιδεώδες και ο σκοπός: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. 5, 48 ) . Ο άγιος Απόστολος εξαίρει με ιδιάζοντα τρόπον ότι ο σκοπός της Εκκλησίας είναι «ίνα παραστήσωμεν πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού» (Κολ. 1, 28 ).

* Ένας είναι ο σκοπός ολοκλήρου της θεανθρωπίνης Οικονομίας της σωτηρίας: «ίνα άρτιος η ο του Θεού άνθρωπος, προς παν έργον αγαθόν εξηρτημένος» (Β' Τιμ. 3, 17 ).

* Μόνον οι Άγιοι γνωρίζουν τον δρόμον και έχουν ό­λα τα μέσα, τα οποία δίδουν εις όλους τους ποθούντας τον Θεόν, να καταντήσουν «εις μέτρον ηλικίας του πλη­ρώματος του Χριστού». Το δε «πλήρωμα» του Χριστού και το «μέτρον της ηλικίας» Του τί είναι άλλο παρά το άγιον Θεανθρώπινον σώμα Του, η Εκκλησία; Όθεν, το να φθάσωμεν «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» ουδέν άλλο είναι παρά να γίνωμεν αληθινά μέλη της Εκκλησίας. Διότι η Εκκλησία είναι «το πλήρωμα» του Χριστού, «του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου».

* Η δαιμονισμένη ανθρωπίνη υψηλοφροσύνη, κρυμμένη υπό τον μανδύαν της Εκκλησίας, γίνεται δόγμα πίστεως, μεταβαλλόμενον εις δόγμα ζωής,.... εις δαιμονοποιημένον «εργαστήριον» εκβιασμού ανθρωπίνων συνει­δήσεων και απανθρωπίας! Εργαστήριον παραμορφώσε­ως του Θεού και του ανθρώπου και της κοινωνίας διά της παραμορφώσεως του Θεανθρώπου.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...