Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Άγιος Διονύσιος: Η συγχώρεση των εχθρών!

αγιος ΔιονυσιοςΟ άγιος Διονύσιος, ο μεγάλος ιεράρχης, που το λείψανο του σώζεται άφθαρτο στην Ζάκυνθο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνητρίας στην Ζάκυνθο.
Η ψυχή του ευφραινόταν στην γαλήνη της ζωής στο μοναστήρι• χόρταινε και γέμιζε χαρά. Μα δεν άργησε να τον βρη μια μεγάλη θλίψη. Κάποιος εσκότωσε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σιγούρο! Είναι εύκολο να φαντασθή κανείς πόσο πόνεσε η ψυχή του αγίου! Οι άγιοι λυπούνται για το κάθε κακό, που γίνεται στον κόσμο. Πόσο περισσότερο, για τόσο μεγάλα εγκλήματα!
Αλλά να, μια ήμερα έρχεται στο μοναστήρι ένας ξένος έντρομος. Πέφτει στα πόδια του Αγίου και τον καθικετεύει:
- Λυπήσου με, άνθρωπε του Θεού! Κρύψε με. Ψάχνουν να με βρουν! Και αν με βρουν, θα με σφάξουν σαν αρνί! Σώσε με!...
- Γιατί, παιδί μου, τι κακό έκαμες;
- Σκότωσα άνθρωπο! Λυπήσου με! Κρύψε με! Από στιγμή σε στιγμή φθάνουν! Με κυνηγούν!....
- Ποιοι, παιδί μου; Ποιοι;
- Οι Σιγούροι! Σκότωσα τον αδελφό τους!...
Τρέμει ο άγιος από τον πόνο. Δάκρυα τρέχουν στα μάπα του. Και με φωνή σβησμένη ψελλίζει:
- Και τι σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;
Μα δεν προχωρεί. Θυμάται τον λόγο του Χριστού: Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Συγχωρείτε και ευεργετείτε τους εχθρούς σας, αν θέλετε να είσθε τέκνα του επουρανίου Πατέρα. Και ακόμα ο άγιος Διονύσιος θυμάται πως ήταν πνευματικός πατέρας. Και αγκάλιασε το φονιά του αδελφού του. Και τον έκρυψε.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του. Με μαχαίρια και τουφέκια. Για να πάρουν εκδίκηση για το χυμένο αίμα.
Σπίθες πετάνε τα μάτια τους. Οργή και μίσος βγαίνει από το στόμα τους. Βράζει η καρδιά τους.
Και ο άγιος προσποιείται, πως συμφωνεί μαζί τους. Και κάνει πως δεν ξέρει τίποτε! Δεν είδε, τάχα, τίποτε! Και δεν άκουσε τίποτε! Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί. Και μετά; Ο άγιος διώχνει με ευγένεια τα αδέλφια του από το μοναστήρι. Τους δείχνει τόπους μακρινούς, που τάχα θα μπορούσε να είναι κρυμμένος ο φονιάς. Και εκείνοι τρέχουν! Να τον βρουν!...
Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά, ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του, τον φονιά του αδελφού του. Και με λόγια γεμάτα αγάπη και καλοσύνη και συγγνώμη, προσπαθεί να μαλακώσει τη σκληρή καρδιά του φονιά! Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του. Και ζητεί συγγνώμη. Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά. Και ο άγιος τον συγχώρεσε, και όχι μόνο αυτό. Του είπε:
- Φύγε μακριά! Σε ξένα μέρη. Να μη μπορούν πια να σε βρουν οι Σιγούροι. Και ζήσε εκεί εν μετάνοια. Για να σε ελεήσει ο Θεός.
Μα δεν περιορίστηκε σ' αυτό ο άγιος. Εφρόντισε και με δική του βάρκα να τον στείλει μακριά. Και τον συνόδευσε, μέχρι που αναχώρησε. Σαν να ήταν φίλος του. Και του έδωσε τροφές για το ταξίδι. Και χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες στην ξενιτιά!
Ποιος δεν θαυμάζει τον άγιο Διονύσιο για την πράξη του αυτή; Ποιος δεν το καταλαβαίνει, ότι αυτή είναι η αληθινή αγάπη για τους εχθρούς μας;

http://www.faneromenihol.gr

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Η κατάρα του πεύκου

του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940)

 
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.

Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά.
Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!

Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;

«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι' αυτό είμαι δω.

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες...
για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός...

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.

«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.

«Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.

Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»

«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...

Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι
και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.

Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»

Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.-

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Κλῆσις εἰς αὐταπάρνησιν

34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
 ΚΑΙ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Μαρκ.8,34-9,1

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Τι σκέπτονται τα παιδιά στην κάθε ηλικία για τον πατέρα:

Έξι χρονών: Ο πατέρας τα ξέρει όλα.




Δέκα χρονών: Ο πατέρας ξέρει πολλά.


Δεκαπέντε χρονών: Ο πατέρας δεν ξέρει τίποτα.


Είκοσι χρονών: Ο πατέρας ξέρει αρκετά।


Τριάντα χρονών: Μπορούμε να ζητήσουμε και του πατέρα τη γνώμη.


Σαράντα χρονών: Παρ' όλα αυτά ο πατέρας κάτι ξέρει περισσότερο.


Πενήντα χρονών: Ο πατέρας τα ξέρει όλα.


Εξήντα χρονών: Αχ! Και να ζούσε ο πατέρας και να ζητούσαμε τη γνώμη του!


http://pentapostagma.blogspot.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...