Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γριὰ Κομνιανάκαινα, ἂν (καί) δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις.
Τὰ δυὸ ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποῦ ἐστενοχώρουν κ᾿ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις.
Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾿ ἀπ᾿ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
Γιατί τὰ φόρεσα κ᾿ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ῾χα.
Γιατί τὰ φόρεσα κ᾿ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ῾χα.
Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾿ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε» καὶ ἡτοιμάζετο ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίες ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσω δυὸ γογγυσμῶν, ἔβαλε μίαν φωνήν, κ᾿ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινο- ἐρχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.
- Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾿ τὸ εἶπα, στὸ νεροχύτη!