Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής


ΚΕΦ. ΙΗ ΄(18)
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

Στιχ. 23-35. Η παραβολή των μυρίων ταλάντων.



23 Δι τοτο μοιθη βασιλεα τν ορανν νθρπ βασιλε, ς θλησε συνραι λγον μετ τν δολων ατο.

24 ρξαμνου δ ατο συναρειν προσηνχθη ατ ες φειλτης μυρων ταλντων.

25 μ χοντος δ ατο ποδοναι κλευσεν ατν κριος ατο πραθναι κα τν γυνακα ατο κα τ τκνα κα πντα σα εχε, κα ποδοθναι.

26 πεσν ον δολος προσεκνει ατ λγων· κριε, μακροθμησον π᾿ μο κα πντα σοι ποδσω.

27 σπλαγχνισθες δ κριος το δολου κενου πλυσεν ατν κα τ δνειον φκεν ατ.

28 ξελθν δ δολος κενος ερεν να τν συνδολων ατο, ς φειλεν ατ κατν δηνρια, κα κρατσας ατν πνιγε λγων· πδος μοι ε τι φελεις.

29 πεσν ον σνδουλος ατο ες τος πδας ατο παρεκλει ατν λγων· μακροθμησον π᾿ μο κα ποδσω σοι.

30 δ οκ θελεν, λλ πελθν βαλεν ατν ες φυλακν ως ο ποδ τ φειλμενον.

31 δντες δ ο σνδουλοι ατο τ γενμενα λυπθησαν σφδρα, κα λθντες διεσφησαν τ κυρίῳ αυτν πντα τ γενμενα.

32 ττε προσκαλεσμενος ατν κριος ατο λγει ατ· δολε πονηρ, πσαν τν φειλν κενην φκ σοι, πε παρεκλεσς με.

33 οκ δει κα σ λεσαι τν σνδουλν σου, ς κα γ σε λησα;

34 κα ργισθες κριος ατο παρδωκεν ατν τος βασανιστας ως ο ποδ πν τ φειλμενον ατ.

 35 Οτω κα πατρ μου πουρνιος ποισει μν, ἐὰν μ φτε καστος τ δελφ ατο π τν καρδιν μν τ παραπτματα ατν.

Ερμηνεία



23 Επειδή στη βασιλεία των ουρανών το καθήκον να συγχωρούμε όσους μας έχουν φταίξει είναι απεριόριστο, γι’ αυτό μοιάζει η βασιλεία των ουρανών μ’ έναν επίγειο βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και αυλικοί του, στους οποίους είχε αναθέσει τη διαχείριση των φόρων και των εισπράξεών του.

24 Κι όταν αυτός άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του  έφεραν ένα χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό.


25 Επειδή όμως αυτός δεν είχε να πληρώσει, διέταξε ο Κύριος να πουληθεί κι αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του κι όλα όσα είχε, και να πληρωθεί το χρέος.

26 Έπεσε λοιπόν καταγής ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: Κύριε, δώσ’ μου λίγο χρόνο ακόμη, κι όλα όσα χρωστώ θα σου τα πληρώσω.

27 Τότε ο Κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο.

28 Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος κείνος , βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Κι αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς.

29 Έπεσε λοιπόν στα πόδια του ο σύνδουλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: Περίμενέ με και δώσ’ μου μια παράταση χρόνου , και θα σε πληρώσω.

30 Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε στο δικαστήριο και τον έριξε στη φυλακή , μέχρι να πληρώσει ό,τι χρωστούσε.

31 Όταν όμως είδαν οι άλλοι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πολύ. Κι αφού ήλθαν στον κύριό τους, του διηγήθηκαν όλα όσα συνέβησαν.

32 Τότε ο κύριός του τον προσκάλεσε και του είπε: Δούλε πονηρέ, όλο το χρέος εκείνο, το τόσο μεγάλο, σου το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες.

33 Δεν έπρεπε και συ να λυπηθείς και να σπλαχνισθείς το σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σε λυπήθηκα και σου έδειξα έλεος, αν και δεν είμαι σύνδουλός σου αλλά κύριός σου;

34 Και οργισμένος ο κύριός του τον παρέδωσε σ’ αυτούς που βασανίζουν τους φυλακισμένους, για να τον τιμωρούν μέχρι να εξοφλήσει όλα όσα χρωστούσε.

35 Έτσι θα κάνει σε σας ο επουράνιος Πατέρας μου, στον οποίο λόγω των αναρίθμητων αμαρτιών σας είστε χρεώστες αναρίθμητου χρέους, εάν δεν συγχωρήσετε ο καθένας τον αδελφό του όχι με το στόμα σας μόνο αλλά από την καρδιά σας.


«Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ»
+ΠΑΝ. Ν . ΤΡΕΜΠΕΛΑ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΑΘΗΝΑΙ 2011

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Κυ­ρι­α­κῆς ΙΑ´ Ματ­θαί­ου



Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον (ιη´ 23-35).

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· ὡ­μοι­ώ­θη ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ βα­σι­λεῖ ὃς ἠ­θέ­λη­σεν συ­νᾶ­ραι λό­γον με­τὰ τῶν δού­λων αὐ­τοῦ. Ἀρ­ξα­μέ­νου δὲ αὐ­τοῦ συ­ναί­ρειν προ­ση­νέ­χθη αὐ­τῷ εἷς ὀ­φει­λέ­της μυ­ρί­ων τα­λάν­των. Μὴ ἔ­χον­τος δὲ αὐ­τοῦ ἀ­πο­δοῦ­ναι ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ὁ κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ πρα­θῆ­ναι καὶ τὴν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ καὶ τὰ τέ­κνα καὶ πάν­τα ὅ­σα εἶ­χε, καὶ ἀ­πο­δο­θῆ­ναι. Πε­σὼν οὖν ὁ δοῦ­λος προ­σε­κύ­νει αὐ­τῷ λέ­γων· κύ­ρι­ε μα­κρο­θύ­μη­σον ἐπ᾿ ἐ­μοί, καὶ πάν­τα σοι ἀ­πο­δώ­σω. Σπλαγ­χνι­σθεὶς δὲ ὁ κύ­ρι­ος τοῦ δού­λου ἐ­κεί­νου ἀ­πέ­λυ­σεν αὐ­τόν, καὶ τὸ δά­νει­ον ἀ­φῆ­κεν αὐ­τῷ. Ἐ­ξελ­θὼν δὲ ὁ δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος εὗ­ρεν ἕ­να τῶν συν­δού­λων αὐ­τοῦ, ὃς ὤ­φει­λεν αὐ­τῷ ἑ­κα­τὸν δη­νά­ρι­α, καὶ κρα­τή­σας αὐ­τὸν ἔ­πνι­γεν λέ­γων· ἀ­πό­δος μοι εἴ τι ὀ­φεί­λεις. Πε­σὼν οὖν ὁ σύν­δου­λος αὐ­τοῦ εἰς τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν λέ­γων· μα­κρο­θύ­μη­σον ἐπ᾿ ἐ­μοί, καὶ ἀ­πο­δώ­σω σοι· ὁ δὲ οὐκ ἤ­θε­λεν, ἀλ­λὰ ἀ­πελ­θὼν ἔ­βα­λεν αὐ­τὸν εἰς φυ­λα­κὴν ἕ­ως οὗ ἀ­πο­δῷ τὸ ὀ­φει­λό­με­νον. Ἰ­δόν­τες δὲ οἱ σύν­δου­λοι αὐ­τοῦ τὰ γε­νό­με­να ἐ­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα, καὶ ἐλ­θόν­τες δι­ε­σά­φη­σαν τῷ κυ­ρί­ῳ ἑ­αυ­τῶν πάν­τα τὰ γε­νό­με­να. Τό­τε προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐ­τὸν ὁ κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ λέ­γει αὐ­τῷ· δοῦ­λε πο­νη­ρέ, πᾶ­σαν τὴν ὀ­φει­λὴν ἐ­κεί­νην ἀ­φῆ­κά σοι, ἐ­πεὶ πα­ρε­κά­λε­σάς με· οὐκ ἔ­δει καὶ σὲ ἐ­λε­ῆ­σαι τὸν σύν­δου­λόν σου, ὡς καὶ ἐ­γὼ σὲ ἠ­λέ­η­σα; Καὶ ὀρ­γι­σθεὶς ὁ κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ πα­ρέ­δω­κεν αὐ­τὸν τοῖς βα­σα­νι­σταῖς ἕ­ως οὗ ἀ­πο­δῷ πᾶν τὸ ὀ­φει­λό­με­νον αὐ­τῷ. Οὕ­τω καὶ ὁ πα­τήρ μου ὁ ἐ­που­ρά­νι­ος ποι­ή­σει ὑ­μῖν ἐ­ὰν μὴ ἀ­φῆ­τε ἕ­κα­στος τῷ ἀ­δελ­φῷ αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τῶν καρ­δι­ῶν ὑ­μῶν τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...