Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Τις δικές μας αμαρτίες πρέπει να προσέχουμε και όχι του πλησίον μας”


Φωτογραφία: “Τις δικές μας αμαρτίες πρέπει να προσέχουμε και όχι του πλησίον μας”


Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, για να διδάξει αυτούς, που τους άρεσε να κατακρίνουν τους άλλους, διηγήθηκε μια φορά την εξής ιστορία.
 Σε μία πολύ μεγάλη πόλη, στην Τύρο, ζούσε κάποτε ένας μοναχός, ζούσε εκεί και μία πόρνη ονόματι Πορφυρία. Μια μέρα όταν ο μοναχός αυτός περπατούσε στο δρόμο τον πλησίασε η Πορφυρία και του είπε: «πάτερ άγιε, σώσε με όπως και ο Χριστός έσωσε κάποτε μία πόρνη». Ο άγιος εκείνος μοναχός την πήρε από το χέρι και την πήγε έξω από την πόλη. Την οδήγησε σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι για να καθαρθεί εκεί η ψυχή της με τα δάκρυα της μετανοίας. Στο δρόμο βρήκαν ένα μωρό που οι γονείς του το είχαν αφήσει και η Πορφυρία το πήρε για να το μεγαλώσει.
 Όταν αυτό έγινε γνωστό μερικοί άνθρωποι που τους άρεσε πολύ να κατακρίνουν τον πλησίον τους άρχισαν να κακολογούν την Πορφυρία, λέγοντάς της: «Μπράβο, Πορφυρία, ωραίο παιδάκι κάνατε με τον μοναχό». Και τον μοναχό τον περιφρονούσαν και τον κακολογούσαν. Ο μοναχός όμως προσευχόταν αδιαλείπτως και για την Πορφυρία και για τον εαυτό του. Ήρθε η ώρα του να πάει σε άλλο κόσμο και όταν βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη παρακάλεσε να του φέρουν ένα θυμιατό με αναμμένα κάρβουνα. Πήρε τα κάρβουνα και τα έβαλε πάνω στο στήθος του. Η φωτιά δεν άγγιξε ούτε το σώμα του αλλά ούτε ακόμα και τα ρούχα. Τότε είπε ο μοναχός: «Να ξέρετε εσείς που κατακρίνατε την Πορφυρία και εμένα ότι είμαι αθώος. Η σαρκική αμαρτία δεν με έχει αγγίξει όπως δεν με άγγιξε τώρα η φωτιά αυτή».
 Δεν αρκεί αυτό το παράδειγμα σ’ εκείνους που τους αρέσει να κατακρίνουν τους άλλους. Δε σταματάνε τις κακολογίες τους. Αλλοίμονό τους, όπως κρίνουν αυτοί τον πλησίον τους έτσι θα κριθούν από τον Θεό.


Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και ομιλίες», τ. Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 140-145) Θησαυρός Γνώσεων καιΟ άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, για να διδάξει αυτούς, που τους άρεσε να κατακρίνουν τους άλλους, διηγήθηκε μια φορά την εξής ιστορία.
Σε μία πολύ μεγάλη πόλη, στην Τύρο, ζούσε κάποτε ένας μοναχός, ζούσε εκεί και μία πόρνη ονόματι Πορφυρία. Μια μέρα όταν ο μοναχός αυτός περπατούσε στο δρόμο τον πλησίασε η Πορφυρία και του είπε: «πάτερ άγιε, σώσε με όπως και ο Χριστός έσωσε κάποτε μία πόρνη». Ο άγιος εκείνος μοναχός την πήρε από το χέρι και την πήγε έξω από την πόλη. Την οδήγησε σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι για να καθαρθεί εκεί η ψυχή της με τα δάκρυα της μετανοίας. Στο δρόμο βρήκαν ένα μωρό που οι γονείς του το είχαν αφήσει και η Πορφυρία το πήρε για να το μεγαλώσει.
Όταν αυτό έγινε γνωστό μερικοί άνθρωποι που τους άρεσε πολύ να κατακρίνουν τον πλησίον τους άρχισαν να κακολογούν την Πορφυρία, λέγοντάς της: «Μπράβο, Πορφυρία, ωραίο παιδάκι κάνατε με τον μοναχό». Και τον μοναχό τον περιφρονούσαν και τον κακολογούσαν. Ο μοναχός όμως προσευχόταν αδιαλείπτως και για την Πορφυρία και για τον εαυτό του. Ήρθε η ώρα του να πάει σε άλλο κόσμο και όταν βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη παρακάλεσε να του φέρουν ένα θυμιατό με αναμμένα κάρβουνα. Πήρε τα κάρβουνα και τα έβαλε πάνω στο στήθος του. Η φωτιά δεν άγγιξε ούτε το σώμα του αλλά ούτε ακόμα και τα ρούχα. Τότε είπε ο μοναχός: «Να ξέρετε εσείς που κατακρίνατε την Πορφυρία και εμένα ότι είμαι αθώος. Η σαρκική αμαρτία δεν με έχει αγγίξει όπως δεν με άγγιξε τώρα η φωτιά αυτή».
Δεν αρκεί αυτό το παράδειγμα σ’ εκείνους που τους αρέσει να κατακρίνουν τους άλλους. Δε σταματάνε τις κακολογίες τους. Αλλοίμονό τους, όπως κρίνουν αυτοί τον πλησίον τους έτσι θα κριθούν από τον Θεό.


Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και ομιλίες», τ. Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 140-145) Θησαυρός Γνώσεων 
HΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  23 ΜΑΡ 2013 

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. α΄. Δημήτριος και Εύα Σαουλίδου




Μία ξυνωρίδα εκλεκτή, ένα ζεύγος ενάρετο ήταν ο Δημήτριος Σαουλίδης και η σύζυγός του Εύα, Πόντιοι στην καταγωγή, από την Τραπεζούντα.
Η Εύα, το γένος Λουκανίδου, γεννήθηκε στο Καρς της Ρωσσίας το 1900. Οι γονείς της ξερριζώθηκαν από τον Πόντο, γιατί δεν άντεχαν την τουρκική θηριωδία, και κατέφυγαν στο Καρς της Ρωσσίας μαζί με άλλους συμπατριώτες τους. Μεγάλωσε σε μία πολύτεκνη οικογένεια με αρχές παραδοσιακές και ευλάβεια στα θεία.
Όταν ήταν δώδεκα χρονών περίπου, φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους ένας οδοιπόρος. Τόσο πολύ ευχαριστήθηκε , που θέλησε να ανταποδώση κάτι για την φιλοξενία, μαθαίνοντας στην Εύα την Σολωμονική. Αυτή δεν ήξερε τί είναι Σολωμονική. Της είπε: «Εγώ ό,τι λέω γίνεται». Και έκανε διάφορες επιδείξεις. Έκανε κάποια μικρά κοριτσάκια  να κάνουν άσεμνες χειρονομίες και η Εύα του είπε: «Στάσου, είναι ντροπή». Ύστερα έκανε μία κατσίκα δεμένη να τρελλαθή, να αγριέψη, να κόψη το σχοινί της και να έρθη ήσυχη σαν γάτα στα πόδια του. Η Εύα που είδε όλα αυτά του είπε: «Τέτοια πράγματα δεν είναι καλά. Δεν τα θέλω». Και έτσι ο Θεός βλέποντας την αθωότητά της και την καλωσύνη της , την προφύλαξε από το να ασχοληθή με μαγείες.
Πέθανε η γιαγιά της και η Εύα έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν δυνατή και θαρραλέα σαν άνδρας.
Όταν έγινε δεκατριών ετών , ήρθε στο σπίτι τους ένας νέος φτωχός, ο Δημήτριος Σαουλίδης. Ήταν καλός μάστορας. Όλη την ημέρα γύριζα στα αγροκτήματα , έκανε διάφορες επιδιορθώσεις και εργασίες, και έτσι ζούσε. Κάθησε πολύν καιρό στο σπίτι τους. Ο πατέρας της Εύας εκτίμησε πολύ τον καλό χαρακτήρα, την τιμιότητά του και τον έκανε γαμπρό στην Εύα.
Όταν έγινε ο ρωσσο-τουρκικός πόλεμος , η Εύα με τον πεθερό της και τα μωρά της Βέρα και Βασίλη ήταν στην Ρωσσία , και ο σύζυγός της Δημήτριος με την πεθερά της ήταν στην Τουρκία. Αρρώστησε τότε βαρειά ο πεθερός της και έμεινε κατάκοιτος. Αυτή τον περιποιείτο με πολλή αγάπη μέχρι που εκοιμήθη. Πήρε την ευχή του. «Εύα», της είπε πριν ξεψυχήση, «όπου πας και όπου σταθής να είσαι ευλογημένη».
Στην Ρωσσία σε μία από τις μετακινήσεις της καθώς περιπλανιόταν από το μέρος σε μέρος, πέθανε το ένα βρέφος της αβάπτιστο. Το έθαψε στα χιόνια και συνέχισε κλαίγοντας τον δρόμο της.
Έμελλε λόγω περιστάσεων να αφήση το σπίτι της στο Καρς, να ξερριζωθή και να έρθη στην Ελλάδα. Διηγείτο στον εγγονό της Δημήτριο: «Τρεις φορές, παιδί μου, άφησα το σπίτι μου και έφυγα με την ψυχή μου, με  τις εικόνες και τα ρούχα που κουβαλούσα στα χέρια μου. Μας έβαλαν στο βαπόρι. Τότε πέθαιναν πολλοί και τα πτώματά τους τα έρριχναν στη θάλασσα. Με τις λίρες που είχα ραμμένες στη ζώνη μου αγόραζα ψωμί και τάιζα τα μωρά. Ένα ψωμί μία λίρα έκανε. Ήρθαμε στην Ελλάδα . Μείναμε ένα διάστημα στις λάσπες, στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, και από κει καταλήξαμε στην Βέροια».
Επέτρεψε ο Θεός και έζησε δύσκολες και σκληρές καταστάσεις. Άντεξε όμως με την υπομονή και την πίστη στον Θεό. Αυτά ήταν προοίμια και προετοιμασία για τα πιο δύσκολα επερχόμενα που έμελλε να περάση.
Με τον σύζυγό της εγκαταστάθηκαν στην Βέροια και εργάσθηκαν σκληρά για να ζήσουν και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Μαζί με όλες τις δυσκολίες ήρθε αργότερα και ο θάνατος του Δημήτρη. Η ζωή της Εύας έγινε πολύ δύσκολη. Έμεινε χήρα με τέσσερα παιδιά σε ηλικία 38 ετών, αλλά πάλεψε και τα κατάφερε. Δεν θέλησε να ξαναπαντρευτή και αφιερώθηκε στα παιδιά της. Ήταν απλή και αγράμματη, αλλά αυθόρμητη και δυναμική. Η πίστη της στον Θεό και η εμπιστοσύνη στην Παναγία ήταν βαθειά και πηγαία. Στην Κατοχή πέθανε και η κόρη της Ευμορφία. Έπαθε δηλητηρίαση από μπακιρένιο αγάνωτο σκεύος.
Κάποια χρονιά, παραμονές Χριστουγέννων, ο κόσμος κατέβαινε στον κάμπο και μάζευε όσα σπυριά από αραβόσιτο εύρισκε στα θερισμένα χωράφια. Ήταν χρόνια δύσκολα και παντού υπήρχε πείνα και δυστυχία . Η Εύα πήγε κι αυτή να μαζέψη για να ταΐση τα πεινασμένα παιδάκια της. Το σούρουπο γύρισε με μισή οκά καλαμπόκι. Βράδιασε όταν έφτασε στην ανηφοριά της Βέροιας. Την έπιασε το παράπονο. Κοίταξε τον ουρανό και είπε στην Παναγία: «Είσαι και συ μητέρα. Για πες μου, τί θα ταΐσω τα παιδιά μου;». Κλαίγοντας συνέχισε τον δρόμο της και  βλέπει στα πόδια της ένα αρνί σφαγμένο δέκα με δώδεκα κιλά. Πριν από την Εύα πέρασαν πολλοί άνθρωποι ,αλλά κανείς δεν το είδε . Φαίνεται πέρασε το κάρο της Νομαρχίας και έπεσε το σφαγμένο αρνί. Αλλά το θαυμαστό είναι ότι κανείς άλλος δεν το είδε. Η Παναγία έτσι οικονόμησε για να παρηγορήση την θλιμμένη χήρα Εύα και να ταΐση τα ορφανά της.
Είχαν φέρει μαζί τους από τον Πόντο μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Κάποια μέρα θύμωσε κάποιος στο σπίτι και έκλεισε την εικόνα στο ντουλάπι. Στο σπίτι ήταν η κόρη της Βέρα που ήταν μικρή , και η θεία της Δέσποινα. Άκουγε η Βέρα χτυπήματα, έβλεπε την ντουλάπα να κουνιέται και να πέφτουν πιάτα , και την φωνή της Παναγίας να λέη «άνοιξέ με». Η Βέρα από τον φόβο της έμεινε άλαλη. Όταν γύρισαν οι δικοί της και βρήκαν την μικρή άλαλη, δεν ήξεραν τί να κάνουν. Ο πατέρας της Δημήτριος ρώτησε τον Δεσπότη και του είπε  να κάνουν Παρακλήσεις για ημέρες. Την τεσσαρακοστή ημέρα η Βέρα μίλησε.
Όταν ο γυιός της Γεώργιος σε ηλικία 50 χρονών έπαθε οξύ έμφραγμα και εισήχθη στο Νοσοκομείο , ενημερώθηκε η Εύα και κατανοώντας την κρισιμότητα της καταστάσεως του γυιού της πήγε στην εικόνα της Παναγίας και με πόνο της είπε: «Αν δεν φέρης το παιδί μου υγιές, άλλη φορά δε θα σε προσκυνήσω». Δύσκολη κουβέντα. Μίλησε η μητρική της πονεμένη καρδιά με απλότητα και η Παναγία την άκουσε. Ο γυιός της γύρισε υγιέστατος.
Άλλη φορά  που αρρώστησε ο ίδιος από καρκίνο στον πνεύμονα, η Εύα προσευχήθηκε λέγοντας στην Παναγία: «Ό,τι ξέρεις, κάνε». Φαινόταν αλλοιωμένη. Ο γυιός της εγχειρίστηκε στο εξωτερικό , πήγε καλά η εγχείριση , αλλά σε μία εβδομάδα πέθανε από πνευμονικό οίδημα στο άλλο πνευμόνι. Δεν είπε τίποτε. Υπέμεινε αγόγγυστα , όπως είχε μάθει να υπομένη. Αλλά από τότε δεν ήθελε να ζήση άλλο για να μη δη τον θάνατο και άλλων παιδιών της.
Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον Θεό. Της είπε ο εγγονός της κάποτε ότι μπορεί να γίνει πόλεμος , και απάντησε: «Ας γίνη». Εκείνος απόρησε για την απάντησή της . «Θα μας πάρουν τα σπίτια», της είπε. «Ας τα πάρουν», απάντησε. «Βρε γιαγιά, θα μας σκοτώσουν». «Ας μας σκοτώσουν. Την ψυχή μας δεν μπορούν  να μας την πάρουν, παιδί μου», απάντησε. Άλλη φιλοσοφία, άλλος τρόπος αντιμετωπίσεως από την γιαγιά Εύα.
Με τις νύφες και τα εγγόνια της , με όλους ήταν αγαπημένη. Πάντα συμβίβαζε και ειρήνευε τους παρεξηγημένους. Έγινε κάποτε ένας μεγάλος πειρασμός και κάποιος συγγενής της θύμωσε, φώναζε και ήθελε να σκοτώση αυτούς που τον αδίκησαν. Πήρε το όπλο στα χέρια του και τότε εμφανίστηκε η γιαγιά Εύα. Έπεσε στα πόδια του, τα φιλούσε κλαίγοντας και με λόγια στοργικά τον ηρέμησε και του πήρε το όπλο.
Εφέρετο ταπεινά σε όλους. Όταν την επισκέπτετο ο εγγονός της αυτή καθόταν στα πόδια του και τον νουθετούσε. Οι πρακτικές συμβουλές της έγιναν κανόνας ζωής και πολύ τον βοήθησαν. Έβγαιναν από την πείρα και τα παθήματά της και έχουν βάθος πνευματικό. Έλεγε:
-      «Τον γέρο και το ανήμπορο μωρό να λυπάσαι».
-      «Κι αν έχης νερό όσο η θάλασσα, να το χρησιμοποιής , όχι να το σπαταλάς».
-      «Θάρθη μια μέρα που θα μαζεύετε τα ψίχουλα από το τραπέζι και δεν θα αρκούν για να χορτάσετε». Γι’ αυτό, συμβούλευε, όταν τρώνε , να σκουπίζουν με το ψωμί το πιάτο.
-      «Κύριε Ιησού Χριστέ μου, στο όνομά Σου να μη ζω και βλέπω αυτήν την ημέρα. Και σεις να μη βλέπετε αυτή την ημέρα», έλεγε στα εγγόνια της.
-      «Έναν κουβά αλάτι, ένα δοχείο λάδι και ένα τσουβάλι αλεύρι πάντα να έχετε στην άκρη».
-      «Μη γεμίζης πολύ το πιάτο και ύστερα πετάς το φαγητό. Φάε λίγο και άμα πεινάς ακόμη, φάε ξανά».
-      «Η πολυφαγία είναι κοπροφαγία».
-      «Πρόσεξε, παιδί μου, τί θα σου πω, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου και θα θυμάσαι την γιαγιά σου: “Τα χρήματα και η ομορφιά είναι μουσαφίρηδες”(παροδικά).
-      «Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην ξεστομίσης».
-      «Μην περιγελάς κανέναν γιατί θάρθη στο κεφάλι σου, θα το πάθης».
-      «Δεν είναι καλό να αναστενάζη ο άνθρωπος».
(Ο γογγυσμός είναι αμαρτία. )
-      «Όπου  πας να χτίζης σπίτια». ( Να κάνης δηλαδή καλές σχέσεις με τους ανθρώπους. )
-      «Κακόν λόγον να μη λες σε άνθρωπο , ούτε μυστικό. Και τα δύο άνοιξε μία τρύπα στο χώμα, πες τα εκεί και θάψε τα».
-      «Παιδί μου», έλεγε σε μία εγγονή της, «θα παντρευτής. Από τον πρόστυχον άντρα κάτι περισσεύει, απ’ τον χαρτοπαίκτη και τον μεθύστακα κάνεις υπομονή, από τον τεμπέλη δεν θα μείνη τίποτε για το σπίτι»
-      «Να είσαι πάντα συγγενόπιστος» ( δηλαδή να αγαπάς και να τιμάς τους συγγενείς) .
Μέχρι την κοίμησή της βοηθούσε τα παιδιά και τα εγγόνια της. Όλη την ημέρα ήταν στο σπίτι του εγγονού της Δημητρίου. Μεγάλωσε τα παιδιά του. Αγαπούσε πολύ την γυναίκα του Σοφία και την συμβούλευε. Ταίριαζαν πολύ και μιλούσαν επί ώρες. Αλλά τη νύχτα πήγαινε στο δωμάτιό της , λέγοντας: «Ο γέρος και η γριά θέλουν τον τόπο τους, την ησυχία τους». Επειδή πέρασε στερήσεις ήταν πολύ οικονόμα. Παλαιά ρούχα δεν πετούσε. Αν δεν τα θεωρούσε κατάλληλα για να τα δώση για να φορεθούν , τα έκοβε λωρίδες και τα έκανε πατάκια-κουρελούδες. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο.
Μια φορά ήρθε ο εγγονός της πεινασμένος και αυτή του έβαλε να φάη φακές. Δεν του άρεσε το φαγητό και η γιαγιά τα έβαλε στο φανάρι. Ζήτησε αργότερα πάλι φαγητό και του έβγαλε πάλι το πιάτο με τις φακές, αλλά δεν θέλησε και πάλι να τις φάη.  Την Τρίτη φορά που ζήτησε , το έφαγε και η γιαγιά είπε την παροιμία: «Ο λύκος, παιδί μου, απ’ την πείνα του κρεμμύδια τρώει».
Η γιαγιά Εύα παρακαλούσε να πεθάνη χωρίς να κουράση κανέναν. Φοβόταν μην χάση τα λογικά της . Ρωτούσε τη νύφη της αν τα έχασε κι εκείνη την διαβεβαίωνε ότι είναι καλά.
Εκοιμήθη ήσυχα και ειρηνικά το έτος 1988 χωρίς να ταλαιπωρήση κανέναν. Ο Θεός κατά την δικαιοσύνη Του ας της ανταποδώση τον στέφανο της υπομονής και της καρτερίας για όσα υπέμεινε στην πολυβασανισμένη ζωή της. Αμήν.
Ο Δημήτρης, ο σύζυγός της , ήταν διαφορετικός χαρακτήρας και σε ανώτερη πνευματική κατάσταση από την Εύα. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα καταπιάστηκε με τα πάντα. Ήταν εργατικός και επιτήδειος σε όλα, «χρυσοχέρης».  Έκανε μεταλλικές σόμπες χτιστές  με πυρότουβλα. Επιδιώρθωνε διάφορες μηχανές . Απέκτησε επτά δικές του θεριζοαλωνιστικές . Έβγαζε πολλά χρήματα , αλλά το βράδυ που γύριζε στο σπίτι γύριζε με άδεια χέρια. Αμειβόταν πλουσιοπάροχα αλλά πλούσιος δεν έγινε ποτέ , λόγω των πολλών ελεημοσυνών που έκανε. Έλεγε με κάποιο παράπονο η Εύα ότι οι τσέπες του ήταν τρύπιες. Έδινε ελεημοσύνη σε όποιον του ζητούσε βοήθεια και όπου μάθαινε ότι υπήρχε ανάγκη. Πήγαινε τη νύχτα σε οικογένειες που είχαν χρέη , άφηνε έξω από την πόρτα τους τα χρήματα  και έφευγε χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Έκανε πολλές δωρεές σε Εκκλησίες, πάντα κρυφά και αθόρυβα. Η καμπάνα στο Κωστοχώρι Βεροίας είναι δική του δωρεά. Έγραψαν επάνω της το όνομα του. Και η παλαιά Μητρόπολη Βεροίας είναι δικό του έργο.
Ως εργολάβος προτιμούσε να παίρνη φτωχούς , ανέργους, πολύτεκνους, στις θεριζοαλωνιστικές μηχανές, που ήταν πολλοί τέτοιοι την εποχή εκείνη.
Ο Δημήτρης ήταν πολύ ευλαβής και αγαπούσε την προσευχή. Μαρτυρεί η Εύα: «Το βράδυ που γύριζε σπίτι, όταν οι άλλοι ξάπλωναν να κοιμηθούν, αυτός πήγαινε στο εικονοστάσι και μιλούσε με τις εικόνες. Τα μεσάνυχτα ξυπνούσε και προσευχόταν. Το πρωί πάλι προσευχόταν, πριν πάη στη δουλειά του». Έκανε φαίνεται τις ακολουθίες Εσπερινού, Αποδείπνου, Μεσονυκτικού και Όρθρου, γιατί ήξερε γράμματα. Μάλιστα του είχε δώσει ευλογία ο οικείος Επίσκοπος να εξηγή το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής σε αρρώστους και κατάκοιτους  που τους επισκέπτετο αμέσως μετά την Θεία Λειτουργία.
Κάποτε αρρώστησε. Δεν φυλάχθηκε και έπαθε υποτροπή. Το κρυολόγημα έφερε πνευμονία, χειροτέρεψε και έμεινε στο κρεββάτι. Απεφάσισε τότε να παντρέψη την κόρη του Βέρα, γιατί κατάλαβε ότι μάλλον θα πεθάνει. Για να παρευρίσκεται και αυτός στην χαρά της κόρης του πήρε ευλογία και έγινε ο γάμος στο σπίτι.
Κατάκοιτος όπως ήταν, πήρε τα στέφανα, τα ασπάστηκε, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου, όπως μου είπες, έδινα σε όλους τους ανθρώπους. Σήμερα παντρεύω το παιδί μου και δεν έχω τίποτε να του δώσω». Αλλά αμέσως μετανόησε για αυτό που είπε, ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό και έκλαψε. Ύστερα είπε στην κόρη του: «Δεν έχω να σου δώσω τίποτε. Όμως ευχή σου δίνω, όπου και να πας ,το σπίτι σου να ξεχειλίζη από τα αγαθά του Θεού».
Και πράγματι, όπως βεβαιώνει η κόρη του, «ενώ περάσαμε Κατοχή, πείνα, εμφύλιο πόλεμο, εμάς δεν μας άγγιξε τίποτε. Η ευχή του πατέρα μου μας προστάτεψε. Ξεχείλιζε το σπίτι μου από τρόφιμα. Έδινα και πάλι περίσσευαν , ακόμη μέχρι και σήμερα».
Ο Δημήτρης με καθαρή, αναπαυμένη συνείδηση και προετοιμασμένος εκοιμήθη ειρηνικά το έτος 1938 σε ηλικία 43 ετών. Ύστερα από χρόνια όταν έγινε η ανακομιδή, τα οστά του είχαν το χρώμα του καθαρού κεριού και ευωδίαζαν, περισσότερο το δεξί του χέρι. Ακόμη και το χώμα του τάφου ευωδίαζε. Η ευωδία των λειψάνων του είναι σημείον ότι όχι μόνο σώθηκε ,αλλά ότι είναι κοντά στην αγιότητα.
Είχαν ευωδιάσει και τα οστά της μητέρας του Δημήτρη, της Ελένης. Ήταν μικρόσωμη, ταπεινή , ευλαβέστατη, αγράμματη τελείως, αλλά ποτέ δεν αντιμίλησε και δεν ψυχράνθηκε με τη νύφη της. Ό,τι της έλεγαν έκανε υπακοή.
Αιωνία τους η μνήμη. Αμήν.


Από το βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»
Β ΄
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2012
Ιερόν Ησυχαστήριον
«Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»
Μεταμόρφωση Χαλκιδικής

Νώτη Γεωργία

Η χαρά μας η Παναγία μας..

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ

Το πρόσωπο της Παναγίας μονοπωλεί τη σκέψη μας σήμερα. Παρασκευή Α’ των Νηστειών και η Εκκλησία μας με τη θαυμάσια Ακολουθία των Χαιρετισμών, που συγκινεί και μαγνητίζει τις καρδιές των ανθρώπων, μάς παρουσιάζει την Παναγία.
Είναι η μητέρα του Κυρίου μας.
Είναι η γυναίκα εκείνη που διηκόνησε το σχέδιο της ενανθρωπήσεως του Υιού και λόγου του Θεού.
Είναι εκείνη που έδωσε κατά το θεοφόρο Δαμασκηνό..
στον πλάστη το πλασθείναι και στον Υιό του Θεού το ανθρωπησθήναι.
Είναι εκείνη που έφερε κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όχι απλώς την ουράνια βροχή αλλά αυτόν τον Κύριο των νεφελών.
Είναι εκείνη που γέμισε με χαρά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό και δικαίως ο ιερός υμνογράφος στην Ακολουθία των Χαιρετισμών που ψάλλεται κάθε Παρασκευή βράδυ της Μεγάλης Σαρακοστής στους Ναούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και επαναλαμβάνεται καθημερινά από θεοτοκόφιλα χείλη ψάλλει :
«Χαίρε δι’ ης η χαρά εκλάμψει»
Η Παναγία είναι το δοχείο της χαράς που έφερε στον κόσμο την πηγή της χαράς που είναι ο Χριστός. Και ενώ η Εύα με την αλόγιστη παρακοή της εισέπραξε τη ζυμωμένη με κακοπάθεια και λύπη ζωή της, η Θεοτόκος με την υπακοή της στο θέλημα του Θεού απήλλαξε την ανθρωπότητα από τη βαριά κληρονομιά της προμήτορος Εύας, μετατρέποντας το επιτίμιο εκείνης σε ευλογία και την πίκρα του θανάτου σε χαρά της ζωής.
Έτσι τα απελπισμένα δάκρυα της προμήτορος Εύας μετατρέπονται σε δάκρυα ευφροσύνης. Γι’ αυτό και όποιος πλησιάζει την Παναγία γεμίζει από χαρά, παίρνει κουράγιο και δύναμη για να συνεχίσει τον αγώνα του με στόχο και προορισμό τη Βασιλεία των Ουρανών.
Η χαρά την οποία χαρίζει η Παναγία είναι δώρο του Θεού. Είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος.
Ο καρπός του πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία... (Γαλ. 5, 22).
Και η Εκκλησία μας είναι πάλι πηγή της χαράς.
Και ο χριστιανισμός πάλι πηγή της χαράς.
Και τα πιο λυπηρά μέσα στην Εκκλησία μας, αντιμετωπίζονται με τη χαρμολύπη, με την ελπίδα και την προσμονή της ατελεύτητης μακαριότητος στη Βασιλεία των Ουρανών.
Η χαρά είναι απάντηση της Εκκλησίας στη νόσο του αιώνα μας, που είναι η κατάθλιψη. Δεν διακρίνει ηλικίες και κοινωνικές τάξεις, συμπαθεί όμως κυρίως τους νέους. Το βλέπουμε καθημερινά στα γεμάτα απορία και κατάθλιψη βλέμματά τους, που βλέπουν μόνο το κενό που υπάρχει γύρω τους.
Οι επιστήμες; Προσπαθούν να βρουν τα αίτια. Γεμίζουν τον άνθρωπο με φάρμακα. Όμως η αιτία βρίσκεται στην απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό. Στην τραγικότητα που ο ίδιος επιθυμεί. Και, δυστυχώς, με τις ενέργειές του ο άνθρωπος φωνάζει το βλάσφημο λόγο κατά του Θεού, που μάς αναφέρει το βιβλίο του Ιώβ: «Απόστα απ’ εμού, οδούς σου ειδέναι ου βούλομαι» δηλαδή, «φύγε από μένα, δεν θέλω να σε ξέρω» (Ιώβ 21,14).
Σ’ αυτήν την τραγωδία η Παναγία προσφέρει χαρά. Προσφέρει σκάλα για να ανεβούμε στον ουρανό.
«Χαίρε κλίμαξ επουράνιε δι’ ης κατέβει ο Θεός»
Προσφέρει λιμάνι για να αγκυροβολήσουμε χτυπημένοι από τα πάθη και τις αμαρτίες. Μας προσφέρει αυλή για να φυλαχθούμε από τα βέλη του εχθρού. Είναι η αυλή των λογικών προβάτων. Γι’ αυτό οι Άγιοι της Εκκλησίας μας γνωρίζοντας τα θαυμαστά αποτελέσματα της μεσιτείας της και της πρεσβείας της στο θρόνο του Υιού και Θεού της κατέφυγαν με εμπιστοσύνη στη χάρη της και την ευλογία της.
Ήταν γι’ αυτούς, είναι για μας και θα είναι για κάθε αδελφό μας η γλυκιά μας μάνα, που θα μας ακούει γοργά, που θα μας σκουπίζει τα δάκρυα, που θα μας ενισχύει στους πειρασμούς και στις δυσκολίες, που θα μας αρωματίζει με την αρετή της και με τις πρεσβείες θα μας χαρίζει ανεκλάλητη χαρά και πνευματική ευφροσύνη.
Η χαρά μας η Παναγία μας!
«Χαίρε δι’ ης η χαρά εκλάμψει»

αφιερωμένο στην Αντρούλα απο την Κύπρο


ΠΩΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Φωτογραφία: ΠΩΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ
 ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
 « ηστεύεις; Ἀπόδειξέ μού το διά μέσου τῶν ἴδιων ἔργων. Ποιά ἔργα ἐννοεῖ; Ἄν δεῖς φτωχό, νά τόν ἐλεήσεις. Ἄν δεῖς ἐχθρό, νά συμφιλιωθεῖς μαζί του. Ἄν δεῖς μιά ὄμορφη γυναίκα, νά τήν ἀντιπαρέλθεις. Ἄς μή νηστεύει λοιπόν μόνο τό στόμα, ἀλλά καί τό μάτι καί ἡ ἀκοή, καί τά πόδια καί τά χέρια καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας.
 Νά νηστεύουν τά χέρια, παραμένοντας καθαρά ἀπό τήν ἁρπαγή καί τήν πλεονεξία. Νά νηστεύουν τά πόδια, ξεκόβοντας ἀπό τούς δρόμους πού ὁδηγοῦν σέ ἁμαρτωλά θεάματα. Νά νηστεύουν τά μάτια, ἐξασκούμενα νά μήν πέφτουν ποτέ λάγνα πάνω σέ ὄμορφα πρόσωπα, οὔτε νά περιεργάζονται τά κάλλη τῶν ἄλλων…
 Δέν τρῶς κρέας; Νά μή φᾶς καί τήν ἀκολασία διά μέσου τῶν ματιῶν. Ἄς νηστεύει καί ἡ ἀκοή. Καί νηστεία τῆς ἀκοῆς εἶναι νά μή δέχεται κακολογίες καί διαβολές… Ἄς νηστεύει καί τό στόμα ἀπό αἰσχρά λόγια καί λοιδορίες. Διότι τί ὄφελος ἔχουμε, ὅταν ἀπέχουμε ἀπό πουλερικά καί ψάρια, δαγκώνουμε ὅμως καί κατατρῶμε τούς ἀδελφούς μας;».
 ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
« Νηστεύεις; Ἀπόδειξέ μού το διά μέσου τῶν ἴδιων ἔργων. Ποιά ἔργα ἐννοεῖ; Ἄν δεῖς φτωχό, νά τόν ἐλεήσεις. Ἄν δεῖς ἐχθρό, νά συμφιλιωθεῖς μαζί του. Ἄν δεῖς μιά ὄμορφη γυναίκα, νά τήν ἀντιπαρέλθεις. Ἄς μή νηστεύει λοιπόν μόνο τό στόμα, ἀλλά καί τό μάτι καί ἡ ἀκοή, καί τά πόδια καί τά χέρια καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας.
Νά νηστεύουν τά χέρια, παραμένοντας καθαρά ἀπό τήν ἁρπαγή καί τήν πλεονεξία. Νά νηστεύουν τά πόδια, ξεκόβοντας ἀπό τούς δρόμους πού ὁδηγοῦν σέ ἁμαρτωλά θεάματα. Νά νηστεύουν τά μάτια, ἐξασκούμενα νά μήν πέφτουν ποτέ λάγνα πάνω σέ ὄμορφα πρόσωπα, οὔτε νά περιεργάζονται τά κάλλη τῶν ἄλλων…
Δέν τρῶς κρέας; Νά μή φᾶς καί τήν ἀκολασία διά μέσου τῶν ματιῶν. Ἄς νηστεύει καί ἡ ἀκοή. Καί νηστεία τῆς ἀκοῆς εἶναι νά μή δέχεται κακολογίες καί διαβολές… Ἄς νηστεύει καί τό στόμα ἀπό αἰσχρά λόγια καί λοιδορίες. Διότι τί ὄφελος ἔχουμε, ὅταν ἀπέχουμε ἀπό πουλερικά καί ψάρια, δαγκώνουμε ὅμως καί κατατρῶμε τούς ἀδελφούς μας;».

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
 
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ   22ΜΑΡ 2013 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...