Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Η Παναγία των κυνηγημένων



Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για παιδιά και εφήβους. Οι μικροί ήρωες αφού επιβιώσουν από την καταστροφή της Σμύρνης προσπαθούν να εκπληρώσουν μία υπόσχεση που τους οδηγεί στο πανέμορφο νησί της Αμοργού.

Μέσα από τα μάτια πέντε μικρών παιδιών περιγράφονται όλα τα γεγονότα, που σημάδεψαν την ελληνική Ιστορία την περίοδο πριν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ήρωας και πρωταγωνιστής ο Σμυρνιός Γιώργος Σεϊζάνης, που, μεγάλος πια σε ηλικία, αποφασίζει να περιγράψει στα εγγόνια του τα γεγονότα, όπως ο ίδιος τα έζησε.
Όλα ξεκινούν στη Σμύρνη, όταν τυχαία τα παιδιά μαθαίνουν για ένα μυστικό, υπόγειο εκκλησάκι, που βρίσκεται κάτω από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Εκεί φυλασσόταν από παλιά και η εικόνα της Παναγιάς της Κυνηγημένης. Κι όταν οι εχθροί μπαίνουν στη Σμύρνη και τα παιδιά χάνονται από τους γονείς τους, βρίσκουν καταφύγιο στην υπόγεια εκκλησία. Μόνα τους αναζητούν τρόπο να φύγουν για την Ελλάδα και όταν, μετά από πολλές περιπέτειες φτάνουν εκεί, ψάχνουν τους δικούς τους.
Μαζί τους έχουν και κάτι πολύτιμο, που τους δίνει δύναμη και ελπίδα, την ίδια την εικόνα της Παναγιάς της Κυνηγημένης, που θέλουν να τη μεταφέρουν στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας, στην Αμοργό, όπου και η παράδοση αναφέρει ότι είναι το σπίτι της.
Ο αγώνας επιβίωσης των παιδιών στέλνει ένα βαθιά αντιπολεμικό μήνυμα: το μήνυμα της ελπίδας και της ανάδειξης του ανθρώπινου μεγαλείου, που, όσο και αν η ψυχή υποφέρει, όποιες συνθήκες και αν αντιμετωπίζει, όσο και αν είναι «κυνηγημένη», έχοντας βαθιά πίστη και συνεχή αγώνα καταφέρνει να ξεπερνά τα πάντα.

Απόσπασμα από το βιβλίο

Η κυρα-Βέρα κάθε πρωί φαρµακωνόταν, όταν µας έβλεπε να ανεβαίνουµε στο κάρο.
– Θα πάω εγώ, έλεγε.
Μα δε θέλανε γυναίκες για τη δουλειά και κυρίως µεγάλες σε ηλικία. Μόνο εµάς, που ήµασταν παιδιά και είχαµε γοργά χέρια.
– Εσύ να κοιτάς τα κορίτσια µας, της απαντούσε ο Χριστόφορος.
– Δεν είναι και δύσκολη δουλειά, της έλεγα εγώ, περνάµε και την ώρα µας.
– Τότε να έρθουµε και εµείς, πετάγονταν τα κορίτσια.
– Πρέπει εσείς να µείνετε στο σπίτι και να προσέχετε την κυρα-Βέρα, τους έλεγα.
– Εκεί είναι κούραση. Εσείς δεν αντέχετε, έλεγε η κυρα-Βέρα και τις έκανε να σωπάσουν.
– Κουράζεσαι; µε ρωτούσε η Άννα και µε κοίταζε στα µάτια.
– Όχι, όχι, της απαντούσα.
Ψέµατα της έλεγα. Η δουλειά ήταν δύσκολη και το βράδυ, όταν γυρνούσαµε πίσω, τα χέρια µου πόναγαν και πρήζονταν. Τα σκισίµατα από το δέντρο της µαστίχας έτσουζαν και δεν µπορούσα ούτε να πλύνω τα χέρια µου. Ο Σίµος είχε γεµίσει φουσκάλες και στα πόδια. Τα παπούτσια του είχαν από κάτω φθαρεί τόσο, που στο ένα µάλιστα φαίνονταν και τα δάχτυλα. Ο Χριστόφορος είχε ξεκολληµένες τις σόλες του και κάθε τόσο τις έβαζε στη θέση τους και έπειτα συνέχιζε τη δουλειά. Όσο για µένα πήρα από µόνος µου ένα µαχαίρι και έκοψα µπροστά το δέρµα από τα παπούτσια και τα έκανα πέδιλα. Δεν άντεχα άλλο. Νοµίζω πως τα πόδια µου από το πρήξιµο και την ορθοστασία µεγάλωσαν και δε χωρούσαν πια µέσα.
Τα ρούχα µας ήταν και αυτά σκισµένα και λερά. Μαυρίλα και λεκέδες παντού. Όσο και να τα έτριβε η κυρα-Βέρα, δεν µπορούσε να τα ξασπρίσει. Ο Σίµος γελώντας την παρότρυνε να µην παιδεύεται άλλο µε το τρίψιµο.
– Ασ’ τα, κυρα-Βέρα. Αυτή η βρωµιά δε φεύγει. Είναι από όσα περάσαµε, σαν αποτύπωµά τους. Μου θυµίζουν ένα βιβλίο που είχα µε τον Ροβινσώνα Κρούσο. Έτσι ήταν και τα δικά του ρούχα. Σκισµένα και σηµαδεµένα. Και έλεγα, ο χαζός, από µέσα µου, όταν διάβαζα το βιβλίο, «δεν θα ζήσω και εγώ καµιά τέτοια συναρπαστική περιπέτεια!». Και να τώρα εγώ ναυαγός!

, από τις εκδόσεις Άθως Εφηβικά.



Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Από το Γεροντικό

Επισκέφτηκαν αδελφοί τον αββά Ποιμένα και του είπαν. Θέλεις, εάν δούμε τους αδελφούς να νυστάζουν στη σύναξη να τους σκουντάμε , για να γρηγορούν στην αγρυπνία;
Και τους λέγει. εγώ μέχρι τώρα, εάν δω τον αδελφό να νυστάζει , βάζω το κεφάλι του στα γόνατά μου και τον αναπαύω.

Από το Γεροντίκο

Ρωτησε αδελφός τον αββά Ποιμένα λέγοντας, εάν δω πταίσμα του αδελφού μου, καλό είναι να το σκεπάσω αυτό;
του λέγει ο γέροντας. όποια ώρα  θα σκεπάσουμε  το πταίσμα του αδελφού μας  , ο Θεός θα σκεπάσει το δικό μας. Και την ώρα που θα φανερώσουμε το πταίσμα του αδελφού μας, και ο Θεός θα φανερώσει το δικό μας.

Από το Γεροντίκο

Είπε ο αββάς Ποιμήν.Έχει γραφεί, να γίνεσαι μάρτυρας σε ότι βλέπουν τα μάτια σου. εγώ όμως σας λέγω, ότι ακόμη και εάν ψηλαφίσετε με τα χέρια σας, μη δώσετε μαρτυρία. Γιατί κάποιος αδελφός κοροϊδεύτικε από τέτοιο τρόπο.
Και έφτασε να δει ακόμη και τον αδελφό του να αμαρτάνει με γυναίκα, και αφού πολεμήθηκε, καθώς έφευγε τους ένυξε με το πόδι του , νομίζοντας ότι είναι αυτοί , λέγοντας, "σταματήστε λοιπόν,  έως πότε;" και να βρέθηκαν να είναι βλαστοί σιταριού. Γι' αυτό σας είπα, ακόμη και εάν ψηλαφίσετε με τα χέρια σας, μην ελέγχετε.

Δύο απαντήσεις στον εχθρό.

«Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.»
 Η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου όταν του ζητήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου το 1941

 "Οι Ιεράρχες της Ελλάδος, στρατηγέ Στρόοπ, δεν τουφεκίζονται, απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την παράδοσιν".
Η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού στον γερμανό στρατηγό Στρόοπ όταν τον απείλησε με τουφεκισμό γιατί υπερασπίζονταν την Ιουδαική κοινότητα και τους αθίγγανους.

Η συγκλονιστική μαρτυρία της Γυναίκας της Πίνδου-Ολα όσα έζησε στον πόλεμο του 1940

Η συγκλονιστική μαρτυρία της Γυναίκας της Πίνδου-Ολα όσα έζησε στον πόλεμο του 1940
Η προσφορά των γυναικών της Πίνδου στο δύσκολο πόλεμο εναντίον του Ιταλικού Φασισμού είναι ανεκτίμητη. Για όλες αυτές τις γυναίκες ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1911 - 1991) έγραφε: « Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την άλλη .»
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από την ομιλία – διάλεξη που έδωσε η Φρόσω Ιωαννίδη(1896-1986), μία από τις γυναίκες της Πίνδου όπως καθιερώθηκαν να λέγονται, το Μάρτη του 1975.
«Είναι μεγάλο το χάσμα του χρόνου. Μια 35ετία. Μεγάλο και το χάσμα της ζωής, (από μια κρίσιμη κι επικίνδυνη πλέον φάση της), για μια αποτύπωση, στο χαρτί, βιωμάτων-γεγονότων, όσο το δυνατόν ακριβέστερη. Κι είναι πολύ δύσκολο για μάς, με την ψυχρή τώρα λειτουργία της μνήμης, να πετύχουμε ώστε το παρελθόν, δραματικό και ιερό παρελθόν, να φωτίσει, έστω και για λίγο, τους ακροατές μας, γεφυρώνοντας αυτό το διπλό χάσμα, που προαναφέραμε.
Μα είναι καυτά τα γεγονότα, που θέλομε να ιστορήσουμε. Κι η μέθοδος απλή, που θ' ακολουθήσουμε.
Η μεθοδολογία, η τεχνοτροπία, που ακολουθούν οι ιστορικοί και οι νοσταλγοί διαφέρει, όσον και η φύσις των, οι σκοποί των, οι εποχές.
Υπάρχει όμως, πάντα εύγλωττη και απλή, ανά τους αιώνες μέθοδος, η από προσωπικής σκοπιάς διήγηση των γεγονότων — βιωμάτων, σίγουρος τρόπος για να διατηρηθούν και αυτά και η αρχική συγκίνησης, που τα περιβάλλει.

Αυτή την απλή, την ταπεινή μέθοδο, ακολουθούμε και μείς με την ελπίδα, ότι αποτίομε φόρον τιμής και —κατά δύναμιν— προσθέτομε, έστω και μίαν φτωχήν εικόνα, στο κεφάλαιο του παγκοσμίου πολέμου που αναφέρεται στην επίθεσιν της Φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος και την συμβολήν της γυναίκας και του Ηπειρωτικού λαού εις την άμυναν της Πατρώας γης.
Έχουν γραφή πολλά για το θέμα. Ημείς δεν έχομε την πρόθεσιν ν' αναλύσωμε ή να σχολιάσωμε. Θα περιοριστούμε μόνον στη γυναίκα και στον πληθυσμό του τόπου μας.
Πολλές, αναρίθμητες οι περιπτώσεις, που η Ελληνίδα, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν στρατιώτης ακόμα, πολεμώντας πλάι στον άνδρα, έδωσε ζωντανό παρόν, στους αγώνες του Έθνους.
Η μνεία μόνον μερικών ονομάτων, της Μπουμπουλίνας, της Δέσπως, της Μαντώς Μαυρογένους, της Μεσολογγίτισσας, της Σουλιώτισσας, αρκεί για να μας φέρει στο νου γεγονότα παλαιοτέρων εποχών.
Μ' ας προχωρήσουμε, για να θυμηθούμε, την επάρατη εποχή του πολέμου του '40 και τη συμμετοχή της Ηπειρώτισσας στον αγώνα και να σταθούμε, αποκλειστικά, στη Γυναίκα της Πίνδου, όπως την είδαμε με τα μάτια μας στο Ζαγόρι, τις πρώτες μέρες του πολέμου...

Αναθυμιέμαι, με τι ενθουσιασμό και προθυμία, έσπευσαν όλες οι Γιαννιώτισσες, από την πρώτη κι όλας μέρα, να παρακολουθήσουν τα μαθήματα εθελοντριών νοσοκόμων, από την Ελένη Πετραλιά και την Αθηνά- Μεσολωρά, στο σπίτι μου, πού το είχα παραχωρήσει, γι' αυτόν τον σκοπόν.
Με τι λαχτάρα, ύστερα, τρέχαν στα νοσοκομεία να βοηθήσουν όλες τους πρώτους τραυματίες μας! Να ξενυχτάν, πάνω στο κεφάλι, των βαριά πληγωμένων, να τους περιποιούνται, να τους παρηγορούν, να τους παραχαϊδεύουν (και πρώτη η μάνα Καλλιόπη Λύκα). Να τους γράφουν τα γράμματα για τους δικούς των, να τους τα διαβάζουν και με κάθε τρόπο να προσπαθούν ν' αλαφρύνουν τον πόνο τους.
Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι, να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά μου, με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια. Ξεκινώ με τ' αυτοκίνητο, ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οι Ιταλοί, έφθασαν απ' τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.

Πού ναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια και τ' ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ' ακούω και δεν το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν' ανεβούν γυναίκες φορτωμένες, σ' αυτά τ' απάτητα βουνά, π' ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!! Πρωτάκουστο!
Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε...
Κι αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν, σαν τα κατσίκια, πιασμένες, πότε από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα Τσερβαριώτικα καλύβια....

Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ' ακούω αυτά... Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν' αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν ακούω σωστά;...
Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες, στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές, για την Ελευθέρια»!...
Επάνω σ' αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα:
«Δεν είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια και να μας πολυβολή (φαντασία του αυτό) τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την πολυβόλησα και την έριξα κάτω (κι αυτό φαντασία του) έσπευσα ν' απομακρυνθώ» κ.λ.π....

Μετά από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε άλλο μέσον, και προχωρώ. Πως να εφοδιαστή το 15ο Σύνταγμα ενώ το πυροβολικό σφυροκοπούσε;....
Πρόβλημα τρομερό!! Πρόβλημα, πού απασχολούσε όλους...
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, το έλυσαν οι πλάτες των γυναικών και κοριτσιών του Ζαγορίου, που καθιερώθηκε πλέον επισήμως, ως μόνιμο μεταφορικό μέσον. Οι πλάτες αυτές, που έπρεπε ν' αποθανατιστούν, έσωσαν την κατάστασιν...

Κουμπούνια, κουμπούνια, πηγαινοέρχονται, φορτωμένες πολεμοφόδια, ασταμάτητα και γυρίζουν, κουβαλώντας τραυματίες δικούς μας, που και πού και Ιταλούς, που παραξενεύονται και μένουν μ' ανοιχτό το στόμα, σαν βλέπουν όλον αυτόν τον συναγερμό!...
Όλα ξεχάστηκαν, όπως έχουν ξεχαστεί κι άλλα προηγούμενα. Το Ζαγόρι, ιδίως, γνώρισε την εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένο και παραγκωνισμένο απ' όλους.
Οι δρόμοι, ακόμα, ελεεινοί, οι περισσότεροι, όπως τους είδε ο Γκόλτς – Πασάς. Αντικρίζεις, απ' το ένα χωριό, ένα άλλο, ιδίως στο Ανατ. Ζαγόρι και νομίζεις πως απέχει μισή ώρα και όμως θέλεις μιας μέρας κυκλωτική διαδρομή, για να το πλησίασης!....

Σας κούρασα ίσως. Σχωρνάτε με. Σχωρέστε την αδυναμία του γελασμένου άνθρωπου, που όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα περασμένα. Όσο κι αν πασχίζει ν' άνοιξη τα φτερά της φαντασίας του ν' απλωθεί, να πετάξει ψηλά (όπως σαν ήταν νιος), να πιάσει τα μεγάλα, τ' άπιαστα, μοιραίως θα χαμηλώσει για να κουρνιάσει στη φτωχή φωλιά του και ν' αράξει σα σ' απάνεμο λιμάνι, ευλαβικός προσκυνητής, στ' άγια χώματα που τον γέννησαν.»
Ολο το κείμενο –μαρτυρία δημοσιεύεται στο βιβλίο του Κώστα Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η Γυναίκα της Πίνδου».

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Διδαχές Οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη




• Να γεμίσεις την ψυχή σου με Χριστό, με θείο έρωτα, με χαρά. Η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει.


Ο Θεός φροντίζει ακόμη και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας. Δεν αδιαφορεί για μας, δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο.


• Ο Θεός μας αγαπάει πολύ, μας έχει στο νού Του κάθε στιγμή και μας προστατεύει. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό και να μη φοβούμαστε τίποτε.


• Μόνο η χάρη του Θεού, μόνο η αληθινή αγάπη μας, που θυσιάζεται μυστικά για τους άλλους, μπορεί να σώσει και τους άλλους και μας.


• Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...