Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ – 18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
Λκ. ιβ΄, 16-21

«Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴν ἐδῶ τὴν παραβολή· κάποιου ἀνθρώπου πλούσιου τὰ χωράφια του τὸν ἔδωσαν πολλὴ σοδειά· σκεφτόταν μέσα του καὶ ἔλεγε· Τί νὰ κάνω, διότι δὲν ἔχω, ποὺ νὰ ἀποθηκεύσω τοὺς καρπούς μου; Καὶ εἶπε· Αὐτὸ θὰ κάνω· Θὰ χαλάσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλύτερες, καὶ θὰ ἀποθηκεύσω ἐκεῖ ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ἀποθηκευμένα γιὰ πολλὰ χρόνια· ἀναπαύου, φάγε, πιές, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ σ᾽ αὐτὸν ὁ Θεός· Ἄφρονα, αὐτὴν ἐδῶ τὴ νύχτα ἀπαιτοῦν ἀπὸ σένα τὴν ψυχή σου· ὅσα δὲ ἑτοίμασες τίνος θὰ εἶναι; Ἔτσι παθαίνει αὐτὸς ποὺ θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ δὲν πλουτίζει στὸ Θεό. Καὶ ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ φώναξε· αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ νὰ ἀκούη, ἄς ἀκούη».
Εἶπε τὴν παραβολὴ αὐτὴν ὁ Κύριος μὲ ἀφορμὴ κάποιου ἀνθρώπου ποὺ πῆγε καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ μοιράση τὴν περιουσία μὲ τὸν ἀδελφό του, γιατί ὅπως ἔλεγε, δὲν ἤθελε ὁ ἀδελφός του νὰ μοιράσουν τὴν περιουσία τους. Καὶ ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ εἶπε· «ἄνθρωπε, ποιὸς μὲ κατέστησε δικαστὴ ἤ μοιραστὴ σὲ σᾶς;», καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν· «προσέχετε καὶ φυλαχθῆτε ἀπὸ κάθε πλεονεξία· διότι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του», εἶπε ἀμέσως τὴν παραβολὴ αὐτήν, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ πλεονεξία. Ἡ ἁμαρτία αὐτὴ ἀπομονώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν κάνη νὰ ζῆ καὶ νὰ βλέπη μόνο τὸν ἑαυτό του. Ὅσα ἀγαθὰ καὶ ἄν δώση ὁ Θεὸς τὸν πλεονέκτη ποτὲ δὲν θὰ πῆ φτάνει. Θέλει καὶ ἄλλα πολλά, καὶ ὅλα μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Μεγάλο κακὸ ἡ πλεονεξία. Ὅταν κυριεύση τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν ἀφήνει νὰ σταματήση ποτέ· ὅλο μαζεύει, μαζεύει, καὶ
ποτὲ δὲν λέει φτάνει. Ἡ πλεονεξία φτάνει μέχρι τὸ ἀπάνθρωπο ἐκεῖνο σημεῖο, ποὺ ὁ ἕνας ἀδελφὸς ἀδικεῖ τὸν ἄλλο· αὐτοὶ ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο πατέρα καὶ τὴν ἴδια μάνα νὰ μαλώνουν καὶ νὰ δικάζωνται γιὰ περιουσιακὰ πράγματα. Ἡ πλεονεξία σκοτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δῆ οὔτε ἀδέλφια, οὔτε συγγένεια, οὔτε φίλους· τίποτε δὲν βλέπει ἄλλο, παρὰ μόνο χρῆμα καὶ πάλι χρῆμα. Πλούσιες οἰκογένειες, νοικοκυραῖοι, ἀδέλφια, φίλοι ἀχώριστοι, καλοὶ καὶ προκομένοι συνεταῖροι, ὅταν κυριευθοῦν ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, μαλώνουν, τρέχουν στὰ δικαστήρια γιὰ ἀσήμαντα ποσά, χαλοῦν τὶς καρδιές τους καὶ πικραίνονται.
Ὅλη αὐτὴ ἡ μεγάλη ταραχὴ καὶ ἀναστάτωση γίνεται γιατί βάζουμε τὰ χρήματα, τὰ χωράφια, τὰ σπίτια, τὰ πλούτη μας, πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν συγγένεια, τὴ φιλία, τὸν ἄνθρωπο. Τὰ χρήματα καὶ τὰ πλούτη μας τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ ζοῦμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους μας καλά, καὶ ὄχι νὰ μᾶς χωρίζουν καὶ νὰ μᾶς πικραίνουν μὲ τοὺς δικούς μας, καὶ μάλιστα μὲ τὰ πιὸ προσφιλῆ μας πρόσωπα ὅπως εἶναι οἱ γονεῖς, τ᾽ ἀδέλφια, τὰ παιδιά μας. Τί νὰ τὸ κάνωμε ἕνα σπίτι, ἐὰν μέσα σ᾽ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ μπῆ ὁ ἀδελφός μας, γιατί γι᾽ αὐτὸ μαλώσαμε; Τὰ σπίτια τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ κατοικοῦμε ὡς οἰκογένεια, καὶ ὄχι νὰ μαλώνουμε γι᾽ αὐτά. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὅλα τ᾽ ἀδέλφια μαζί κι ἀγαπημένα· «Ἰδοὺ δὴ τί καλὸν ἤ τί τερπνόν, ἀλλ᾽ ἤ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;», τονίζει ὁ ψαλμωδός.
Πολλὲς φορὲς ὁ διάβολος τὴν πλεονεξία μας τὴν σκεπάζει μὲ τὴν δικαιοσύνη· λέει αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι ἀδικεῖται ἀπὸ τὸν ἀδελφό του· δὲν εἶναι ἡ ἀξία, οὔτε ὅτι δὲν ἔχω, ἀλλὰ γιατί νὰ τὰ πάρη αὐτός, ἀφοῦ ἦταν δικό μου· ἐγὼ δὲν θέλω τὸ ἄδικο. Καὶ προτιμάει ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς γιὰ τὸ τάχα δίκαιο νὰ μαλώνη μὲ τὸν ἀδελφό του καὶ νὰ μὴν καλημερίζεται, οὔτε νὰ λέη χρόνια πολλὰ σὲ χρονιάτικες μέρες, μὲ τοὺς γονεῖς καὶ τ᾽ ἀδέλφια του, γιατί, καθὼς λέει,
ἀδικήθηκε. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀδικία καὶ ὑποκρισία ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά. Τί νὰ τὴν κάνω τέτοια δικαιοσύνη ποὺ μὲ χωρίζει ἀπὸ τ᾽ ἀδέλφια καὶ τοὺς γονεῖς μου, ποὺ μὲ κερνάει τὸ μῖσος γιὰ τὴν ἀγάπη; Αὐτὸ δὲν εἶναι δίκαιο, εἶναι σκεπασμένη πλεονεξία, ἁμαρτία, ἀφροσύνη, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ χαροῦμε ὅσα μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός.
Γιὰ ποιὸν τὰ ἑτοιμάσαμε τὰ πλούτη μας καὶ κουραστήκαμε τόσο πολὺ νὰ τὰ ἀποκτήσουμε, ὅταν αὐτὰ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ζήσουμε μὲ τ’ ἀδέλφια μας μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη καὶ νὰ συγκεντρωθοῦμε στὸ πατρικό μας σπίτι; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χωρίζη ἀπὸ τὰ πιὸ φυσικά του πρόσωπα γιὰ κάποιες περιουσιακὲς διαφορές γίνεται θηρίο, γίνεται ἀντικοινωνικός, ἀφοῦ ξεκόβεται ἀπὸ τὴν πατρική του οἰκογένεια, ποὺ εἶναι τὸ κύτταρο τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ ἡ ζωή μας ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὶς περιουσίες μας, γι᾽ αὐτὸ τίποτα νὰ μὴν βάζουμε πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο· ὅ,τι μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς, μᾶς τὸ ἔδωσε γιὰ νὰ τὸ χαιρώμαστε ὅλοι μαζί καὶ ὄχι νὰ τὸ κρατοῦμε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας. «Τῷ Θεῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.

π. Γ.Δ.Σ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Θέλω αντί για άγχος να έχω γαλήνη - π Κονάνος


Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης: το κήρυγμα της Κυριακής Ζ' Λουκά - 28 Οκτωβρίου 2018


                                ΚΥΡΙΑΚΗ  Ζ΄  ΛΟΥΚΑ
Λκ. η΄, 41-56

Γιά δύο θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς λέει τό σημερινό εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Τό ἕνα εἶναι ἡ θεραπεία μίας γυναίκας ἀπό ἀρρώστια πού τή βασάνιζε δώδεκα χρόνια. Τό ἄλλο εἶναι ἡ ἀνάσταση ἑνός κοριτσιοῦ. Καί τά δύο εἶναι θαύματα τῆς ἀγάπης, πού μᾶς ἔχει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί τῆς θεϊκῆς του παντοδυναμίας.
Τί θά εἴχαμε, ἀλήθεια, νά ποῦμε ἐμεῖς σήμερα καί γιά τά δύο, γιά μία θεραπεία καί μία ἀνάσταση; Ἔγινε τόσο ἀγωνιώδης ἡ ζωή μας, εἶναι τέτοιοι οἱ ρυθμοί τοῦ βίου μας, πού δέ μένει καιρός νά σκεφτοῦμε καί νά μιλήσουμε γιά τέτοια
πράγματα. Ὁ κόσμος χάνεται! Δουλειά, τρέξιμο, ἀγκομαχητό…! Τρέχουν καί βιάζονται οἱ ἄνθρωποι. Ὁ ἕνας πέφτει πάνω στόν ἄλλο στόν δρόμο, γιά νά προσπεράσει. Χρησιμοποιοῦν ὅλα τά μέσα συγκοινωνίας καί ἐπικοινωνίας, γιά νά προλάβουν τίς δουλειές τους, ὅσοι φυσικά ἔχουν. Γιατί ὅσοι δέν ἔχουν, ὁδηγοῦνται σέ κατάθλιψη καί συχνά σέ ἀπόγνωση. Λόγια λοιπόν θά λέμε; Γιά θαύματα θά μιλοῦμε τώρα;
Ἐκεῖνοι ὅμως πού αἰσθάνονται χρέος τους νά ποῦν πολλά καί βλέπουν πώς εἶναι ἀνάγκη νά μιλοῦν γιά θαύματα, σκέφτονται μήπως ὁ καιρός μας εἶναι ἴδιος μ’ ἐκεῖνον πού λέει ἡ ἁγία Γραφή πρίν ἀπό τόν κατακλυσμό καί τήν καταστροφή στά Σόδομα: «Ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἀγόραζαν, πουλοῦσαν, φύτευαν, ἔχτιζαν… καί ἦρθε ὁ κατακλυσμός…». Μέσα στήν ἐξαντλητική ἐργασία καί δραστηριότητα, στήν πίστη πρός τόν ἑαυτό τους καί στήν αὐτοϊκανοποίηση γιά τό δυναμισμό τους, δέν κατάλαβαν οἱ ἄνθρωποι πότε ἦρθε ὁ κατακλυσμός.
Σήμερα ὅλο καί περισσότερο συνειδητοποιεῖται ὅτι ἡ οἰκονομική κρίση πού βιώνουμε εἶναι ἀποτέλεσμα μίας γενικότερης κοινωνικῆς κρίσης, μίας κρίσης ἠθικῆς. Ἡ κρίση αὐτή ἀποτελεῖ συνέπεια μίας θεωρητικῆς ἀντίληψης σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο καί τή φύση, ἡ ὁποία, στήν ἐποχή τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, κινήθηκε σέ ἐντελῶς διαφορετική κατεύθυνση ἀπό τή χριστιανική. Βγάζοντας ἀπό τή συνείδησή του τήν πίστη στό Θεό, στό Θεό τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀγάπης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ὅλα ἐπιτρέπονται.
Ἔτσι, λοιπόν, καί στίς μέρες μας διαπιστώνουμε πώς συμβαίνει τό πρῶτο πού εἶχε συμβεῖ στά Σόδομα -ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό- κι εὐχόμαστε νά μήν ἔρθει τό δεύτερο, ἡ καταστροφή. Ἄν, ὅμως, τό δεύτερο εἶναι συνέπεια τοῦ πρώτου κι ἄν τό πρῶτο εἶναι στή θέληση καί τή δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, τότε πρέπει νά ξέρουμε πώς μέ τήν εὐχή μόνο δέν προλαβαίνεται τό κακό. Γιατί ἡ εὐχή ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό· κι ὁ Θεός, ὅπως γνωρίζουμε, ποτέ δέν παραβιάζει τή θέληση καί τήν ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου, ποτέ δέν τοῦ περιορίζει τήν ἐλευθερία. Ἡ εὐχή, λοιπόν, γιά νά τήν ἀκούσει ὁ Θεός, πρέπει νά εἶναι ἡ ἀρχή μίας καλῆς θέλησης καί τό τέλος μίας φιλότιμης προσπάθειας. «Βουλομένων γάρ οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον», λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής. Δηλαδή, ἡ σωτηρία ἀνήκει σ’ ἐκείνους πού τή θέλουν κι ὄχι σέ τυραννουμένους. Μέ τό ζόρι δέν πιάνει ἡ εὐχή καί τά πράγματα τότε ἀκολουθοῦν τό φυσικό τους δρόμο· δέ γίνεται θαῦμα.
Γιατί τό θαῦμα εἶναι ἀκριβῶς αὐτό. Κάτι πού γίνεται ἔξω ἀπό τή φυσική τάξη, μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ὁ ποιητής καί δημιουργός, ὁ κατασκευαστής τῶν πάντων, πολύ περισσότερο μπορεῖ νά εἶναι κι ὁ μετασκευαστής. Κι ὅταν βέβαια εἶναι νά ἐπέμβει στήν ἄψυχη φύση, τότε δέ χρειάζεται τή συγκατάθεσή της. Τό πράγμα τότε ἔχει μόνο φυσική σημασία. Ὅταν, ὅμως, εἶναι νά ἐπέμβει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, τότε χρειάζεται τή συγκατάθεσή του. Καί τό πράγμα τότε δέν ἔχει φυσική, ἀλλά ἠθική σημασία.
Κάποτε ὁ Ἰησοῦς ἦταν στήν πατρίδα του «καί δέ μπόρεσε ἐκεῖ νά κάνει κανένα θαῦμα …κι ἔμεινε κατάπληκτος  ἀπό τήν ἀπιστία τους» (Μρκ. 6, 5-6). Μπροστά στήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός ἀρκεῖται νά θαυμάζει. Ἐδῶ καταλαβαίνετε πώς οἱ ὄροι ἀντιστρέφονται καί θαῦμα δέν εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ θύρα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶναι ἡ πίστη. Πρέπει νά τήν ἀνοίξει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά μπορέσει νά μπεῖ ὁ Θεός. Διαφορετικά τά πράγματα, κατά ἕνα τρόπο, ἀκολουθοῦν τό φυσικό τους δρόμο. Γι’ αὐτό καί στά δύο θαύματα σήμερα ὁ Χριστός εἶπε τά ἴδια λόγια: «Θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σ’ ἔσωσε» εἶπε στήν αἱμορροοῦσα. Καί στόν ἀρχισυνάγωγο ἐπανέλαβε: «Ἐσύ μή φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καί θά σωθεῖ». Τό θαῦμα εἶναι στή δύναμη καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά τό κάνει, καί στή θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά τό δεχθεῖ. Ἀμήν.

  Ἀρχιμ. Μ.Γ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Προσευχή με υπομονή


- Γέροντα, μένει ψυχρή η καρδιά μου στην προσευχή.
Είναι γιατί ο νους δεν δίνει τηλεγράφημα στην καρδιά. Ύστερα στην προσευχή χρειάζεται να εργασθεί κανείς· δεν μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη να φθάσει σε κατάσταση, ώστε να μη φεύγει καθόλου ο νους του. Θέλει υπομονή. Βλέπεις, άλλος χτυπάει την πόρτα, ξαναχτυπάει, περιμένει, και μετά ανοίγει η πόρτα. Εσύ θες να χτυπήσεις μια και να μπεις μέσα. Δεν γίνεται έτσι.
Στην προσευχή χρειάζεται επιμονή. «Και παρεβιάσαντο αυτον» (Λουκ. 24, 25), λέει το Ευαγγέλιο για τους δύο Μαθητές που συνάντησαν τον Χριστό στον δρόμο προς Εμμαούς. Έμεινε ο Χριστός μαζί τους, γιατί είχαν μια συγγένεια με τον Χριστό και το δικαιούνταν. Είχαν ταπείνωση, απλότητα, καλοσύνη, θάρρος με την καλή έννοια, όλες τις προϋποθέσεις, γι’ αυτό και ο Χριστός έμεινε μαζί τους.
Πρέπει να προσευχόμαστε με πίστη για κάθε ζήτημα και να κάνουμε υπομονή, και ο Θεός θα μιλήσει. Γιατί, όταν ο άνθρωπος προσεύχεται με πίστη, υποχρεώνει τον Θεό κατά κάποιο τρόπο για την πίστη του αυτή να του εκπληρώσει το αίτημά του. Γι’ αυτό, όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό, να μη «διακρινώμεθα» και θα εισακουσθούμε. «Να έχετε πίστη χωρίς να διακριθείτε» (Ματθ. 21, 21), είπε ο Κύριος. Ο Θεός ξέρει να μας δώσει αυτό που ζητούμε, ώστε να μη βλαφτούμε πνευματικά.
Μερικές φορές ζητούμε κάτι από τον Θεό, αλλά δεν κάνουμε υπομονή και ανησυχούμε. Αν δεν είχαμε δυνατό Θεό, τότε να ανησυχούσαμε. Αλλά αφού έχουμε Θεό Παντοδύναμο και έχει πάρα πολλή αγάπη, τόση που μας τρέφει και με το Αίμα Του, δεν δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.
Μερικές φορές δεν αφήνουμε ένα δύσκολο θέμα μας στα χέρια του Θεού, αλλά ενεργούμε ανθρώπινα. Όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό και κλονίζεται η πίστη μας και θέλουμε να ενεργήσουμε ανθρωπίνως στα δυσκολοκατόρθωτα, χωρίς να περιμένουμε την απάντηση στο αίτημά μας από τον Θεό, είναι σαν να κάνουμε αίτηση στον βασιλέα Θεό και την παίρνουμε πίσω, την ώρα που Εκείνος απλώνει το χέρι Του, για να ενεργήσει.
Τον παρακαλούμε πάλι, αλλά και πάλι κλονίζεται η πίστη μας και ανησυχούμε και επαναλαμβάνουμε το ίδιο. Έτσι διαιωνίζεται η ταλαιπωρία μας. Κάνουμε δηλαδή σαν εκείνον που κάνει μια αίτηση στο Υπουργείο και ύστερα από λίγο μετανιώνει και την αποσύρει. Ξαναμετανιώνει, την υποβάλλει· μετά από λίγο πάλι την αποσύρει. Η αίτηση όμως πρέπει να μείνει, για να παίρνει την σειρά της.
Αγιου Παϊσίου Αγιορείτου.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...