Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Από τα χρόνια της φυλάκισής μου

«Από τα χρόνια της φυλάκισής μου, μου παραχωρήθηκε να αποκομίσω πάνω στην τσακισμένη πλάτη μου, που σχεδόν συντρίφθηκε από το φορτίο της, αυτή την ουσιώδη εμπειρία: το πως ένα ανθρώπινο ον γίνεται καλό, και το πως γίνεται κακό. Στην παραζάλη των επιτυχιών της νεότητάς μου είχα νιώσει τον εαυτό μου αλάθητο, και ήμουν γι’ αυτό σκληρός.» (Ήταν λοχίας στο στρατό.) «Στην κατάχρηση της δύναμης ήμουν ένας δολοφόνος και ένας τύραννος. Στις πιο κακές μου στιγμές ήμουν πεπεισμένος πως έκανα καλό, και ήμουν γερά εφοδιασμένος με μεθοδικά επιχειρήματα. Και ήταν μονάχα όταν ξάπλωσα εκεί στο σαπισμένο άχυρο της φυλακής, που αισθάνθηκα μέσα μου τα πρώτα σκιρτήματα του καλού.»
Εδώ η καρδιά του αρχίζει να γίνεται μαλακή και δεκτική, κι έτσι λαμβάνει χώρα ένα είδος αποκάλυψης:
«Βαθμιαία μου φανερώθηκε ότι η γραμμή που διαχωρίζει το καλό από το κακό δεν περνά μέσα από καταστάσεις, ούτε μέσα από κοινωνικές τάξεις, ούτε μέσα από πολιτικά κόμματα – αλλά κατ’ ευθείαν μέσα από κάθε ανθρώπινη καρδιά – και κατόπιν μέσα από όλες τις ανθρώπινες καρδιές... Κι ακόμα και μέσα σε καρδιές κυριευμένες από το κακό, διατηρείται ένα μικρό προγεφύρωμα καλού. Κι ακόμα και στην καλύτερη καρδιά, παραμένει... μια μικρή γωνιά κακού που δεν έχει ξερριζωθεί»
Αλεξάντρ Σολζενίτσιν
(Αποσπάσματα από το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ»).
Ορθόδοξο Δίκτυο Ενημέρωσης ΟΔΕ

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Μετά το τέλος μιας ομιλίας που έκανα στην Πάτρα, ήρθε ένας δικηγόρος και μου λέει:
- κ. Παναγόπουλε όπως τα είπες στην ομιλία, πρέπει να πάω στην Εκκλησία;
- Ναι στην Εκκλησία...
- Μα είναι οι παπάδες στην Εκκλησία!
- Τί θα ήθελες να υπάρχουν στην Εκκλησία; Δικηγόροι; Οι δικηγόροι θα είναι στα δικαστήρια και οι παπάδες στην Εκκλησία.
- Μα δεν διαβάζεις τις εφημερίδες, δεν βλέπεις και δεν ακούς τί σκάνδαλα γίνονται με τους παπάδες;
Είχα ένα σημείωμα από τον Ιερό Χρυσόστομο στην τσέπη μου, το έβγαλα και του είπα:
- Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έλεγε: ''Πολύ ''οργίζεται'' ο Θεός, όταν κάποιος ανάξιος γίνεται παπάς. Θα δώσει φοβερό λόγο και αν δεν μετανοήσει τον περιμένει μεγάλη κόλαση. Αλλά εσύ άνθρωπε πρόσεχε, θα εκλάβεις αυτόν τον ανάξιο και αμαρτωλό παπά, σαν έναν λεπρό ο οποίος μοιράζει χρυσάφι! Εσύ πάρε το χρυσάφι από τα χέρια του και άσε την λέπρα σε αυτόν''...
- Ώστε έτσι; μου λέει
- Έτσι ακριβώς! Αλλά θα σου πω ένα ακόμη. Όταν εισήλθε ο Κύριός μας στα Ιεροσόλυμα πάνω σε ένα γαϊδουράκι, πώς τον υποδέχτηκαν οι Ιεροσολυμίτες; Μετά βαϊων και κλάδων. Έριξαν οι άνθρωποι λουλούδια στο δρόμο να περάσει ο Χριστός, άλλοι έριξαν και απλώσανε τα ρούχα τους, άλλοι τα σεντόνια και τις κουβέρτες τους και πέρασε ο Κύριος. Όμως επί όλων αυτών, δεν πάτησε ο Χριστός, αλλά ο γάϊδαρος του Χριστού που έφερνε τον Χριστό! Έτσι και εσύ θα πας στον παπά, όχι για τον παπά, αλλά για Αυτόν που φέρει ο παπάς...
Δημήτριος Παναγόπουλος
Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα, άτομα χορεύουν, άτομα στέκονται και γάμοςΠλησίασε κάποτε ένας Ευρωπαίος, ένας Φράγκος, τον τροπαιούχο νομπελίστα μας ποιητή, Γιώργο Σεφέρη, πειράζων αυτόν και λέγων: «Μα, πιστεύετε σοβαρά ότι είστε απόγονοι του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή; Απάντησε ο ποιητής: 
Όχι, είμαστε απόγονοι μονάχα της μάνας μας, που μας μίλησε ελληνικά, που προσευχήθηκε ελληνικά, που μας νανούρισε με παραμύθια για τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον μαρμαρωμένο βασιλιά και τον Παπαφλέσσα, που ζύμωνε κάθε Πρωτοχρονιά την βασιλόπιτα και ένιωθε την ψυχή της να βουρκώνει την Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά το ξόδι του νεκρού Θεανθρώπου». ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμ. 10, Αθήνα 1974, σ. 150.

Παύλος Νιρβάνας -Το μοιρασμένο φλουρί .


Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ‘πεσε – ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο. Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά! Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε σαν να θυμήθηκε κάτι.
«Ξεχάσαμε» είπε «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να’ ρθει ύστερ’ απ’ τους αγίους. Ας είναι όμως……θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».
Κατέβασε το μαχαίρι. «Του φτωχού…» ονομάτισε. Έπειτα ερχότανε το δικό μου το κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά. Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας. «Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου». Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε. «Ούτε του ζητιάνου είναι» είπε ο πατέρας μου «ούτε του Πέτρου». Το σωστό σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου.» «Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στεναχωρημένη η μητέρα μου. «Τι θα γίνει; …» συλλογιζόμαστε κι εμείς. « Μην πονοκεφαλάτε …» είπε ο πατέρας. 
Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες και τις ακούμπησε στο τραπέζι: «Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου». Και μου την έδωκε. «Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;» Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα, μάλιστα, πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ. «Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου…» είπα. Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: «Ο σύντροφος του ζητιάνου». Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε: «Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί».
Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου έλεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτασε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο. «Πάρε, παππού …» του είπα. Ο γέρος, που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ‘φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δε μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα. «Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»
«Μισή λίρα είναι, παππού …» του είπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».
Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει: «Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουν στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι». Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Μα έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε: «Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ‘χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Την ευχή μου να ‘χεις».
Μου ‘δωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε, με το ραβδί του, τη σκάλα. Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ έναν φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...