Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 13 Μαΐου 2018

Κατά Ιωάννη Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Θ'(9) 1-38

Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς.
καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;
ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.
ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι.
ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.
ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ
καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.
Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;
ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι.
ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;
ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.
εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.
῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν.
ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.
πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω.
ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.
λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.
οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος
καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;
ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη·
πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.
ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται.
διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.
ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.
ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω.
εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;
ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;
ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.
ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς.
οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει.
ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου.
εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.
ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.
῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;
ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;
εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν.
ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Νεοελληνική Απόδοση

Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού

Και περπατώντας εκεί κοντά είδε έναν άνθρωπο τυφλό εκ γενετής.
Και τον ρώτησαν οι μαθητές του, λέγοντας: «Ραβί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;»
Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε έτσι, για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σ’ αυτόν.
Εμείς πρέπει να κάνουμε τα έργα εκείνου που με έστειλε ωσότου είναι ημέρα. Έρχεται νύχτα που κανείς δε δύναται να εργάζεται. 5 Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι φως του κόσμου».
Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω και έκανε πηλό από το πτύελο και επέχρισε τον πηλό στα μάτια του
και του είπε: «Πήγαινε, νίψου στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ» που ερμηνεύεται, “Αποσταλμένος”. Έφυγε, λοιπόν, και νίφτηκε και ήρθε βλέποντας.
Οι γείτονες, τότε, και εκείνοι που τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν ζητιάνος έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που καθόταν και ζητιάνευε;»
Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι». Άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά είναι όμοιος με αυτόν». Εκείνος έλεγε: «Εγώ είμαι».
Τον ρωτούσαν λοιπόν: «Πώς τότε σου ανοίχτηκαν τα μάτια;»
Εκείνος αποκρίθηκε: «Ο άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκανε πηλό και μου επέχρισε τα μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στο Σιλωάμ και νίψου”. Όταν πήγα λοιπόν και νίφτηκα, βρήκα το φως μου».
Τότε του είπαν: «Πού είναι εκείνος;» Τους λέει: «Δεν ξέρω».
Φέρνουν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον άλλοτε τυφλό.
Ήταν τότε Σάββατο η ημέρα κατά την οποία ο Ιησούς έκανε τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια.
Πάλι λοιπόν τον ρωτούσαν και οι Φαρισαίοι πώς βρήκε το φως του. Εκείνος τους είπε: «Πηλό μου έθεσε πάνω στα μάτια, και νίφτηκα και βλέπω».
Έλεγαν τότε μερικοί από τους Φαρισαίους: «Δεν είναι από το Θεό αυτός ο άνθρωπος, γιατί το Σάββατο δεν τηρεί». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαυματουργικά σημεία;» Και υπήρχε σχίσμα ανάμεσά τους.
Λένε τότε πάλι στον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή σου άνοιξε τα μάτια;» Εκείνος είπε: «Είναι προφήτης».
Δεν πίστεψαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν ότι ήταν τυφλός και βρήκε το φως του, ωσότου φώναξαν τους γονείς αυτού που βρήκε το φως του
και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;»
Αποκρίθηκαν τότε οι γονείς του και είπαν: «Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός.
Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν ξέρουμε. Αυτόν ρωτήστε, έχει ώριμη ηλικία, αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του».
Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. Γιατί ήδη είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι, αν κάποιος τον ομολογήσει Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος.
Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν: «Έχει ώριμη ηλικία, αυτόν επερωτήστε».
Φώναξαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Δώσε δόξα στο Θεό. εμείς ξέρουμε άτι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός».
Εκείνος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω».
Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;»
Αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Σας το είπα ήδη και δεν ακούσατε. γιατί πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;»
Τότε τον έβρισαν και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή.
Εμείς ξέρουμε ότι στο Μωυσή έχει μιλήσει ο Θεός, αλλά αυτός δεν ξέρουμε από πού είναι».
Αποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: «Σ’ αυτό βρίσκεται πράγματι το θαυμαστό σημείο: εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια.
Ξέρουμε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλά αν κάποιος είναι θεοσεβής και το θέλημά του κάνει, αυτόν ακούει.
Από την αρχή του αιώνα δεν ακούστηκε ότι κάποιος άνοιξε τα μάτια σ’ έναν που έχει γεννηθεί τυφλός.
Αν δεν ήταν αυτός από το Θεό, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα».
Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Εσύ γεννήθηκες όλος μέσα σε αμαρτίες, κι εσύ διδάσκεις εμάς;» Και τον πέταξαν έξω.
Άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω και, αφού τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του ανθρώπου;»
Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;»
Του είπε ο Ιησούς: «Και τον έχεις δει και είναι εκείνος που μιλάει μαζί σου».
Αυτός είπε: «Πιστεύω, Κύριε». Και τον προσκύνησε.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ – 13 ΜΑΪΟΥ 2018

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΟΥ  ΤΥΦΛΟΥ
(Ἰω. 9, 1-38)

Δὲν εἶναι τόσο ἡ θεραπεία τοῦ «ἐκ γενετῆς τυφλοῦ», ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ποὺ μᾶς ἐντυπωσιάζει στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση, ὅσο ἡ προσπάθεια τῶν Φαρισαίων νὰ ἀρνηθοῦν τό θαῦμα. Ἡ ἴαση  τοῦ τόσο γνωστοῦ στὴν Ἱερουσαλὴμ τυφλοῦ ἔχει συγκινήσει τὰ πλήθη, ὅμως οἱ Φαρισαῖοι ἀνησυχοῦν. Παρὰ τὴ θρησκευτικὴ μόρφωση καὶ τὴν κοινωνική τους θέση, δείχνουν μιὰ φοβερὴ ἀνικανότητα νὰ δοῦν καὶ νὰ παραδεχθοῦν τὴν ἀλήθεια.  Φοβοῦνται μήπως ὁ λαὸς ἀκολουθήσει τόν Ἰησοῦ καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδιώκουν  μὲ κάθε τρόπο νὰ σκεπάσουν τὴν πραγματικότητα.
Λίγο πρὶν ἀπὸ τό θαῦμα εἶχαν σηκώσει πέτρες νὰ λιθοβολήσουν τόν Χριστό καὶ τώρα τόν κατηγοροῦν ὅτι παραβίασε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἐπειδή, τάχα, ἔκανε λίγο πηλὸ καὶ θεράπευσε ἕνα δυστυχισμένο. Κατόπιν καλοῦν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ,  τούς ρωτοῦν καὶ τούς ξαναρωτοῦν, ἐλπίζοντας νὰ πάρουν κάποια  λέξη  καὶ νὰ βροῦν πάτημα γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν ἄρνηση τους.
Καθὼς ὅμως τὰ γεγονότα παραμένουν ἀτράνταχτα ἐναντίον τῆς ἐπιθυμίας τους, φοροῦν τό προσωπεῖο τῆς εὐσέβειας, παίρνουν σοβαρὸ ὕφος καὶ δῆθεν συμβουλεύουν τόν θεραπευθέντα: «Δόξασε τόν Θεό. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλὸς». Ἀλλὰ ὅταν βλέπουν ὅτι ὁ τυφλὸς δὲν ὑποκύπτει στὶς δόλιες συμβουλές τους, πετοῦν τὴ μάσκα τῆς εὐσέβειας καὶ  ἐπιστρατεύουν  τόν  χλευασμό. «Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής.
Τελικά, ντροπιασμένοι ἀρχίζουν τό ὑβρεολόγιο καὶ καταφεύγουν στὴ βία. «Ἐσὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ σὺ μᾶς διδάσκεις»; Καὶ τόν ἔβγαλαν ἔξω. Διαστρέβλωση τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν γεγονότων, τρομοκρατία, χλευασμός, ὕβρεις, διωγμός, μανία. Νὰ οἱ διαδοχικὲς φάσεις μιᾶς τακτικῆς, ποὺ τὴν κινεῖ ἡ ἐχθρότητα καὶ ἡ προκατάληψη. Ὅταν λείπει ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἀκόμη  καὶ τὰ πιὸ χιλιομαρτυρημένα γεγονότα ἀμφισβητοῦνται.
Δυστυχῶς αὐτὴ ἡ τακτικὴ δὲν ἔμεινε μονοπώλιο τῶν Φαρισαίων. Ἀλλάζοντας προσωπεῖα ἐξακολουθεῖ νὰ χτυπᾶ τὴν ἀλήθεια, νὰ πολεμᾶ τόν Χριστὸ καὶ τούς ἀνθρώπους Του. Συχνὰ βλέπουμε καὶ στὶς μέρες μας πολλοὺς νὰ ζητοῦν νὰ παρερμηνεύουν τὶς πιὸ ἁγνὲς προθέσεις, νὰ συκοφαντήσουν τὶς εὐγενικὲς πράξεις. Ὁρισμένοι δὲν διστάζουν νὰ χαρακτηρίσουν τόν ἁγνὸ ἡρωϊσμὸ «φιλοδοξία», τὴ σύνεση «δειλία», τὴν πνευματικὴ δραστηριότητα «πολυπραγμοσύνη», τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἐπιείκεια «ἀδυναμία» καὶ «χαλαρότητα». Ἄλλοι βλέποντας κάποιον νὰ συμμετέχη σὲ ἔργα ἀγάπης, παίρνουν ὕφος προστατευτικό, γιὰ νὰ συμβουλεύσουν. Πίσω ἀπὸ κάθε ἔργο ἀγάπης βλέπουν συμφέροντα, σκοπιμότητες καὶ ἐκμετάλλευση.
Οἱ Φαρισαῖοι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου κρατοῦν μιὰ στάση ἐχθρικὴ ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ. Μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἐχθρότητα τῶν ἰσχυρῶν καὶ τὴν ἐπιμονή τους νὰ λένε τό ἄσπρο μαῦρο καὶ τὴ μέρα νύχτα, οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ὅταν τούς κάλεσαν οἱ Φαρισαῖοι, γιὰ νὰ βεβαιώσουν ἂν πράγματι ὁ γιὸς τους ἦταν τυφλὸς καὶ ἂν γνωρίζουν κάτι γιὰ τό περιστατικό, δειλιάζουν. Δὲν ἔχουν ὄρεξη νὰ μπλέξουν μὲ τούς ἄρχοντες. Βλέποντας ὅτι βρίσκονται σὲ περιβάλλον ἐχθρικὸ προσπαθοῦν νὰ ξεφύγουν, γι’ αὐτὸ καὶ καταφεύγουν σὲ μιὰ ὑπεκφυγὴ προκειμένου νὰ μετατοπίσουν τὴν εὐθύνη. «Ἡλικία ἔχει, ρωτῆστε τον».
Ἡ στάση αὐτὴ τῶν γονέων δὲν ἔπαψε ἀπὸ τότε νὰ βρίσκη μιμητές. Πολλοί, μόλις βρεθοῦν σὲ περιβάλλον δυσμενές, ζητοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν οὐδετερότητα. Καὶ ὅταν τούς ζητεῖται νὰ ποῦν μὲ εὐθύτητα τὴν ἄποψη τους, νὰ καταθέσουν τὴ μαρτυρία τους, κάνουν τό πᾶν γιὰ νὰ τό ἀποφύγουν, προσπαθώντας μὲ δικαιολογίες νὰ παρηγορήσουν τὴ συνείδηση τους.
Ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἀγνοώντας τούς κινδύνους ποὺ διατρέχει μὲ τό νὰ ἐναντιωθῆ στοὺς Φαρισαίους,  κινδυνεύοντας ἀκόμη νὰ γίνη καὶ ἀποσυνάγωγος, ἀντιμετωπίζει μὲ θάρρος τὴν κατάσταση καὶ ὑπερασπίζεται τὴν ἀλήθεια.
Σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο τό θάρρος τοῦ ἥρωα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἀποδεικνύεται ἀκόμη πιὸ ἐπιβλητικό. Ἔστω κι ἂν μένη μόνος, στέκει ὁλόρθος μπροστὰ στὴν ἐμπάθεια τῶν Φαρισαίων καὶ μὲ γενναιότητα ἀντιμετωπίζει τὴ μικρότητά τους, θρυμματίζοντας μὲ τὴν πεῖρα καὶ τὴ λογικὴ τὰ ἀλλοπρόσαλλα ἐπιχειρήματά τους.
Διαπιστώνοντας τὴν προκατάληψη καὶ τόν ὕπουλο τρόπο μὲ τόν ὁποῖο κινοῦνται, δὲν ὑποχωρεῖ ἀλλὰ μὲ θάρρος τονίζει τὴν ἄποψη του. «Σὺ τὶ λέγεις περὶ αὐτοῦ», τόν ρωτοῦν. «Ὁ δὲ εἶπεν, ὅτι προφήτης ἐστίν». Κατόπιν, ἐνῶ τό κῦμα τῆς δυσμένειας ὑψώνεται καὶ ἐνῶ βλέπει τό ἀνυποχώρητο πεῖσμα τους, δὲν χάνει τὴν ψυχραιμία του. Ἔχει μιὰ πεῖρα ζωῆς. Αὐτὴν ἐπικαλεῖται:  «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν ξέρω. Ἕνα πρᾶγμα ξέρω. Ὅτι ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα  βλέπω».
Καὶ στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὴν ἄμυνα προχώρει στὴν ἐπιθέση. Χωρὶς θυμοὺς καὶ φλυαρίες, ἀλλὰ μὲ εὔστοχες ἀπαντήσεις καὶ παρατηρήσεις τούς λέει: «Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τό ἐκπληκτικό, ὅτι ἐσεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποὺ εἶναι, καὶ ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια… Ἐὰν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦταν ἀπὸ τό Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνη τίποτα».
Ἡ θαρραλέα ἀντίσταση τοῦ πρώην τυφλοῦ στὸ πεῖσμα τῶν ἰσχυρῶν εἶναι ἕνας θαυμάσιος καθρέφτης, γιὰ νὰ ἐλέγξουμε σὲ αὐτὸν τὴν προσωπική μας στάση καὶ νὰ προχωρήσουμε σὲ μιὰ γενναία αὐτοκριτική. Ὅταν διαπιστώνουμε ἐμπαθῆ προκατάληψη στὸ περιβάλλον μας ἔχουμε τὴν τόλμη νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ φανερώσουμε τὶς πεποιθήσεις μας; Διατηροῦμε τὴν ψυχραιμία μας καὶ εἴμαστε εὔστοχοι στὰ λόγια μας, ἀκριβεῖς, ἀποδεικτικοί; Ὅταν πρόκειται νὰ μιλήσουμε γιὰ τόν Χριστό διαθέτουμε προσωπικὴ πεῖρα; Διότι, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐσωτερική μας βεβαιότητα θὰ ἀντλῆ δύναμη ἡ παρρησία μας.
Ἡ γενναία στάση  τοῦ τυφλοῦ δὲν ἔμεινε ἁπλῶς μιὰ ἔκφραση  εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅσα εἶχε δεχθῆ ἀπὸ τόν Χριστό, ἀλλὰ ἔγινε ἀφετηρία οὐσιαστικώτερης γνωριμίας τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ σκαλοπάτια τὰ ὁποία ἀνεβαίνει καθὼς ἐξελίσσεται ἡ  σύγκρουση του μὲ τούς Φαρισαίους. Τὴν πρώτη φορὰ εἶπε: «Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς…», ἀργότερα τονίζει τὴ βεβαιότητά του «ὅτι προφήτης ἐστὶν». Τέλος, τόν βρίσκει πάλι ὁ Χριστός γιὰ νὰ τοῦ κάνη τό ἀποκαλυπτικὸ ἐρώτημα, «Σὺ πιστεύεις εἰς τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;». Καὶ ὁ πρώην τυφλὸς τότε κατορθώνει νὰ δὴ ὄχι μόνο τό ἐπίγειο, ἀλλὰ καὶ τό πνευματικὸ φῶς. «Πιστεύω Κύριε, καὶ προσεκύνησεν αὐτῶ».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ εἶναι πλούσια δοσμένες μέσα στὸ μυστικὸ Του σῶμα ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας, ὅλοι ἐμεῖς, οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἴμαστε μέλη. Γιὰ νὰ γίνουμε  ὅμως μέτοχοι τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ πρέπει πρῶτα νὰ θεραπευθοῦμε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τύφλωση. Σ’ αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήση ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία θὰ μᾶς κάνη νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ ἀφήση νὰ μπῆ στὴν ψυχή μας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνουμε  μέτοχοι τῆς θείας δόξας. Ἀμήν.

π. Π.Ι.Β.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...