Εὐχήσου καὶ γιὰ μένα, πάτερ
ΚΑΠΟΙΟΣ ἀπὸ τοὺς Πατέρες στὴν Θεούπολη μᾶς διηγήθηκε λέγοντάς μας τὰ ἑξῆς:
Ἀνεβήκαμε μιὰ φορὰ στὸ
Ἀμιανὸ ὄρος γιὰ κάποιο λόγο, καὶ βρῆκα ἕνα σπήλαιο. Μπαίνω
μέσα καὶ βρίσκω ἕναν ἀναχωρητὴ νὰ ἔχει πέσει στὰ γόνατα,
νἄχει ἁπλώσει τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ μαλλιὰ τῆς
κεφαλῆς του νὰ φτάνουν μέχρι τὸ ἔδαφος. Κι ἐγὼ ποὺ νόμισα ὅτι
ζεῖ τοῦ βάζω μετάνοια καὶ τοῦ λέω:
«Εὐχήσου καὶ γιὰ μένα, πάτερ.»
Καθὼς λοιπὸν δὲν μοῦ
ἀποκρίθηκε τίποτα, σηκώθηκα πῆγα κοντά του νὰ τὸν ἀσπαστῶ
κι ὅπως τὸν ἔπιασα τὸν βρῆκα νεκρὸ καὶ τὸν ἄφησα κι ἔφυγα. Κι
ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκα λίγο, βλέπω ἄλλο σπήλαιο. Μπαίνω μέσα
καὶ βλέπω ἄλλον γέροντα. Καὶ μοῦ λέει:
«Καλῶς ἦρθες, ἀδελφέ. Μπῆκες στὸ ἄλλο σπήλαιο, τοῦ γέροντος;»
Κι ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα καὶ τοῦ εἶπα:
«Ναί, πάτερ.»
Καὶ μοῦ λέει:
«Μήπως πῆρες τίποτα ἀπὸ ἐκεῖ;»
Καὶ εἶπα:
«Ὄχι.»
Τότε μοῦ λέει:
«Ἀδελφέ, ὁ γέρων φύσει ἔχει τελευτήσει ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια.»
Κι ἦταν ἔτσι σὰ νὰ ἐκοιμήθη
πρὶν ἀπὸ μιὰ ὥρα, κι ἀφοῦ μοὔδωσε ὁ γέροντας εὐχὴ ἔφυγα
δοξάζοντας τὸν Θεό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου