Κυριακή
27 Οκτωβρίου 2013
Το
ευαγγέλιο της Κυριακής
ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ
Κεφ.
η΄( 8 )
Στιχ: 41-56
41 Καὶ
ἰδοὺ
ἦλθεν
ἀνὴρ
ᾧ
ὄνομα
Ἰάειρος,
καὶ
αὐτὸς
ἄρχων
τῆς
συναγωγῆς
ὑπῆρχε·
καὶ
πεσὼν
παρὰ
τοὺς
πόδας τοῦ
Ἰησοῦ
παρεκάλει αὐτὸν
εἰσελθεῖν
εἰς
τὸν
οἶκον
αὐτοῦ,
42 ὅτι
θυγάτηρ μονογενὴς ἦν
αὐτῷ
ὡς
ἐτῶν
δώδεκα, καὶ αὕτηἀπέθνησκεν.
Ἐν
δὲ
τῷ
ὑπάγειν
αὐτὸν
οἱ
ὄχλοι
συνέπνιγον αὐτόν.
43 Καὶ
γυνὴ
οὖσα
ἐν
ρύσει αἵματος
ἀπὸ
ἐτῶν
δώδεκα, ἥτις
ἰατροῖς
προσαναλώσασα ὅλον τὸν
βίον οὐκ
ἴσχυσεν
ὑπ᾿
οὐδενὸς
θεραπευθῆναι,
44 προσελθοῦσα
ὄπισθεν
ἥψατο
τοῦ
κρασπέδου τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ,
καὶπαραχρῆμα
ἔστη
ἡ
ρύσις τοῦ
αἵματος
αὐτῆς.
45 Καὶ
εἶπεν
ὁ
Ἰησοῦς·
τίς ὁ
ἁψάμενός
μου; ἀρνουμένων
δὲ
πάντων εἶπεν
ὁ
Πέτρος καὶ οἱ
σὺν
αὐτῷ·
ἐπιστάτα,
οἱ
ὄχλοι
συνέχουσί σε καὶἀποθλίβουσι, καὶ
λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός
μου;
46 Ὁ
δὲ
Ἰησοῦς
εἶπεν·
ἥψατό
μού τις· ἐγὼ
γὰρ
ἔγνων
δύναμινἐξελθοῦσαν
ἀπ᾿
ἐμοῦ.
47 Ἰδοῦσα
δὲ
ἡ
γυνὴ
ὅτι
οὐκ
ἔλαθε,
τρέμουσα ἦλθε καὶ
προσπεσοῦσα
αὐτῷ
δι᾿
ἣν
αἰτίαν
ἥψατο
αὐτοῦ
ἀπήγγειλεν
αὐτῷ
ἐνώπιον
παντὸς
τοῦλαοῦ,
καὶ
ὡς
ἰάθη
παραχρῆμα.
48 Ὁ
δὲ
εἶπεν
αὐτῇ·
θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ
σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
49 Ἔτι
αὐτοῦ
λαλοῦντος
ἔρχεταί
τις παρὰ
τοῦ
ἀρχισυναγώγου
λέγων αὐτῷ
ὅτι
τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ
σκύλλε τὸν
διδάσκαλον.
50 Ὁ
δὲ
Ἰησοῦς
ἀκούσας
ἀπεκρίθη
αὐτῷ
λέγων· μὴ
φοβοῦ·
μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
51 Ἐλθὼν
δὲ
εἰς
τὴν
οἰκίαν
οὐκ
ἀφῆκεν
εἰσελθεῖν
οὐδένα
εἰ
μὴ
Πέτρον καὶ Ἰωάννην
καὶ
Ἰάκωβον
καὶ
τὸν
πατέρα τῆς
παιδὸς
καὶ
τὴν
μητέρα
52 ἔκλαιον
δὲ
πάντες καὶ ἐκόπτοντο
αὐτήν.
Ὁ
δὲ
εἶπε·
μὴ
κλαίετε· οὐκἀπέθανεν,
ἀλλὰ
καθεύδει.
53 Καὶ
κατεγέλων αὐτοῦ,
εἰδότες
ὅτι
ἀπέθανεν.
54 Αὐτὸς
δὲ
ἐκβαλὼν
ἔξω
πάντας καὶ κρατήσας τῆς
χειρὸς
αὐτῆςἐφώνησε
λέγων· ἡ
παῖς,
ἐγείρου.
55 Καὶ
ἐπέστρεψε
τὸ
πνεῦμα
αὐτῆς,
καὶ
ἀνέστη
παραχρῆμα,
καὶδιέταξεν
αὐτῇ
δοθῆναι
φαγεῖν.
56 Καὶ
ἐξέστησαν
οἱ
γονεῖς
αὐτοῖς.
Ὁ
δὲ
παρήγγειλεν αὐτοῖς
μηδενὶεἰπεῖν
τὸ
γεγονός.
Σύντομη
ερμηνεία
41 Τότε ήλθε στον
Ιησού κάποιος άνθρωπος που ονομαζόταν Ιάειρος και ήταν άρχοντας της συναγωγής.
Κι αφού έπεσε γονατιστός κοντά στα πόδια του, τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι
του
42 διότι είχε μία
μονάκριβη κόρη περίπου δώδεκα χρόνων που βρισκόταν στα τελευταία της και
πέθαινε. Και την ώρα που ο Ιησούς πήγαινε στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη του
λαού τον περιέβαλλαν ασφυκτικά και τον πίεζαν.
43 Τότε λοιπόν κάποια
γυναίκα που υπέφερε από την αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια, η οποία μαζί με
τα άλλα βάσανα της αρρώστιας της είχε ξοδέψει και όλη την περιουσία της σε
γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν,
44 αφού πλησίασε τον
Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντιληφθεί
κανείς, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερή η αρρώστια της, άγγιξε την άκρη του εξωτερικού
ενδύματός του κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της.
45 Τότες είπε ο
Ιησούς: Ποιός με άγγιξε; Κι επειδή όλοι οι τριγύρω αρνούνταν, είπε ο Πέτρος και
οι άλλοι μαθητές που ήταν μαζί του: Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού σε περικύκλωσαν
και σε πιέζουν ασφυκτικά ∙ και συ λες, ποιος με άγγιξε;
46 Ο Ιησούς όμως είπε:
Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη
θαυματουργική.
47 Όταν λοιπόν η
γυναικά είδε ότι δεν μπόρεσε να κρυφτεί και δεν ξέφυγε από τον Ιησού αυτό που
έκανε, ήλθε τρέμοντας από το φόβο της, κι αφού έπεσε γονατιστή μπροστά του, του
διηγήθηκε μπροστά σ’ όλο το πλήθος του λαού για ποια αιτία τον άγγιξε και πώς
θεραπεύθηκε αμέσως.
48 Τότε ο Ιησούς της είπε:
Έχε θάρρος , κόρη μου, η πεποίθηση που είχες ότι θα έβρισκες την υγεία σου αν
με άγγιζες, αυτή η πίστη σου σ’ έχει θεραπεύσει. Πήγαινε στο καλό, ειρηνική και
ελεύθερη από κάθε ανησυχία που δοκίμαζες πιο πριν εξαιτίας της ασθενείας σου.
49 Κι ενώ μιλούσε
ακόμη ο Ιησούς , ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: Πέθανε
η κόρη σου∙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο.
50 Ο Ιησούς όμως,
μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: Μη φοβάσαι, μόνο συνέχισε να πιστεύεις,
και θα σωθεί η κόρη σου απ’ το θάνατο.
51 Κατόπιν, όταν
έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής
παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η
μητέρα.
52 Στο μεταξύ όλοι
έκλαιγαν και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς
όμως τους είπε: Μην κλαίτε∙ δεν πέθανε, αλλά κοιμάται.
53 Και εκείνοι τον
περιγελούσαν , διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει.
54 Αυτός όμως, αφού τους
έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: Κόρη, σήκω επάνω.
55 Τότε η ψυχή της επέστρεψε
στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να
φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια
και θανατηφόρα ασθένειά της.
56 Οι γονείς της έμειναν
εκστατικοί και κυριεύτηκαν από βαθύ και μεγάλο θαυμασμό. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε
την εντολή να μην πουν σε κανέναν αυτό που έγινε, για να μην ερεθίζεται ο
φθόνος των εχθρών του.
Πηγή: «Η ΚΑΙΝΗ
ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ»
+ΠΑΝ. Ν . ΤΡΕΜΠΕΛΑ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο
ΣΩΤΗΡ»