…Η ΩΡΑ ΕΙΧΕ περάσει καὶ
ἀνέτειλε μπροστά μας ἡ Ἱερὰ Μονὴ του Δοχειαρίου μὲ τὸν ἐπιβλητικὸ πέτρινο
Πυργίσκο της καὶ τὰ πολύχρωμα οἰκοδομήματά της, μοιάζοντας ὡς λειμὼν τοῦ
Παραδείσου.
Ἀφοῦ κατέβηκε ἡ σιδερόπορτα
τοῦ πλοιαρίου ἀμέσως ἀσυγκράτητοι καὶ κάνοντας τὸν Σταυρό μας πατήσαμε στὰ ἱερὰ
χώματα τοῦ Ἁγιωνύμου Ὅρους.
Ἀπέναντί μας ἀκριβῶς
καὶ καθισμένος σὲ ἕνα πρόχειρο τσιμεντένιο πεζούλι καθόταν ἀτάραχος καὶ μὲ ζωηρὸ
βλέμμα ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ π. Γρηγόριος, ἀκραιφνὲς δεῖγμα Ὀρθοδόξου ἤθους
καὶ βιώματος. Δὲν τὸν ἀναγνωρίσαμε, νομίζοντάς τον ὡς ἕνα ἁπλὸ γερασμένο Μοναχὸ.
Δίπλα του εἶχαν πρὸ ὤρας μαζευτεῖ πολλοὶ προσκυνητὲς διαφόρων ἡλικιῶν ἀλλὰ καὶ
6-7 μικρόσωμα σκυλάκια που ὡς δορυφόροι περιφερόντουσαν μὲ ἀγάπη γύρω ἀπὸ τὸν
Γέροντα.
Τὸν χαιρετίσαμε
λέγοντάς του τὸ ἁρμόδιο Εὐλογεῖτε (αὐτὸς εἶναι ὁ καθιερωμένος ἀσπασμὸς στὸ Ὅρος)
ἀπαντώντας μας, «ὁ Κύριος».
-Ξέρετε Γέροντα ποῦ εἶναι
ὁ Ἡγούμενος;
-Τί νὰ τὸ κάνετε αὐτὸ
τὸ στραβόξυλο; Μακριὰ ἀπὸ αὐτόν, ἐννοώντας τὸν ἑαυτό του.
Μετὰ κι ἀπὸ ἄλλα ὡραῖα
καὶ ἔξυπνα πού μᾶς ἀνέφερε μὲ τὴ γνωστή του νεανικὴ ζωηράδα, ἔστω καὶ ὑπερεβδημοκοντούτης,
ἦρθε ἕνα νέο καλογεράκι καὶ πιάνοντάς τον ἀπὸ τὸ χέρι, ἔχοντας τὸ ἄλλο στὴν
μαγκούρα, πῆρε ν’ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ λιθόστρωτο καλντερίμι πρὸς τὴν πύλη τῆς Μονῆς,
ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὰ ἤρεμα σκυλάκια ποὺ ’μοιάζαν πιότερο μὲ ἀλεποῦδες.
-Γέροντα, θὰ μᾶς πεῖτε
κάτι πνευματικό; Πῶς θὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό;
-Καὶ ἐμένα βρήκατε νὰ
ρωτήσετε;
Τὰ πράγματα εἶναι πολὺ
ἁπλά, μέσα ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται ἡ Θεογνωσία, δὲν εἶναι
προϊὸν γνώσης ἢ μαθητείας σὲ κάποιο Πανεπιστήμιο, ἀλλὰ πνευματικοῦ βιώματος.
-Γιὰ τὴν εὐχὴ τί ἔχετε
νὰ μᾶς πεῖτε;
-Πρὶν τὴν εὐχὴ καλὸ θὰ
εἶναι, ὅπως λένε καὶ οἱ Πατέρες, νὰ γίνει ἀναπνοή μας τὸ «Ἰησοῦ Χριστέ». Ἔτσι, ζεσταίνεται ἡ καρδιά μας καὶ παίρνει μπροστὰ ἡ
εὐχὴ καὶ ὅλη ἡ προσευχή.
Ἀποσταμένος καὶ μὲ
πέντε σοβαρὲς ἀσθένειες παράλληλα πάνω του στάθηκε στὴ μέση τοῦ λίθινου ἀνηφόρου
καὶ μὲ βλέμμα σοβαρὸ ἀποξεχνώντας γιὰ λίγο τὸ ἀπαραίτητο χιοῦμορ, μᾶς εἶπε:
-Θεμέλιο ὅμως τῆς
προσευχῆς εἶναι ἡ ἀγάπη. Δίχως ἀγάπη, τσάμπα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ τὰ πάντα.
Πρέπει νὰ ἀγαπάει ὁ
Χριστιανὸς ὅλη τὴν κτίση ἀκόμη καὶ τὸ χῶμα ποὺ πατᾶ «καὶ τὸν χοῦν αὐτῆς οἰκτειρήσουσι» (Ψάλμ. 101,15) κατὰ πὼς λέει ὁ
ψαλμωδός. Πρέπει νὰ πλατυνθεῖ ἡ καρδιά μας καὶ νὰ χωρέσει ἐντός της ὅλο τὸ
σύμπαν. Ὅμως τὴν ἀγάπη αὐτὴ δὲν τὴν ἀγοράζεις ἀπὸ τὸ Σοῦπερ Μάρκετ. Τὴ χαρίζει
μονάχα καὶ ἀποκλειστικὰ ὁ Χριστός. Ἂς
προσευχόμαστε, λοιπὸν, συνέχεια στὸν Κύριό μας νὰ μᾶς δωρίζει ἐτούτη τὴν ἀγάπη.
Ἕνα μικρὸ σκυλάκι
τώρα εἶχε πηδήξει στὰ χέρια του, ὁ Ντάνυ, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν τσέπη του μία
μικρὴ ξύλινη χτένα ἄρχιζε νὰ τὸ χτενίζει ἀπαλλάσσοντάς του ἀπὸ διάφορες χωματόπετρες
καὶ ζωύφια, ποὺ εἶχαν κολλήσει στὸ τρίχωμά του.
-Ἀγάπη γιὰ ὅλη τὴν
κτίση, ὁρατὴ καὶ ἀόρατη, λογικὴ καὶ ἄλογη… πέρα ὅμως ἀπὸ συμπάθειες ἢ ἀντιπάθειες.
Καμία ἀρετὴ δὲν πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη μὲ τὶς συμπάθειες καὶ
τὶς ἀντιπάθειές της κάποτε ἀποκάμνει καὶ ἐξαντλεῖται. Χωρὶς ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν
γνωρίζεις Τὸν Θεόν.
Ἔβαλε τὴν χτένα πάλι
στὴ ρασότσεπη καὶ τότε μᾶς λέει:
-Μία ὄψη τῆς Ἀγάπης εἶναι
κι ἡ ὑπομονή. Μέσα στὴν ὑπομονὴ κρύβεται καὶ ἡ ταπείνωση. Ὡστόσο, ἡ ὑπομονὴ
πρέπει νὰ γίνεται εὐχαριστιακὰ καὶ ὄχι ἀναγκαστικὰ κι ἀπὸ ἀγγαρεία.
Γιὰ νὰ τὰ κάμεις ὅμως
ὅλα αὐτὰ πράξη, πρέπει νὰ προχωρᾶς μὲ τὴν καρδιά σου καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική.
Γι’ αυτὸ καὶ ἡ Βασιλεία Τοῦ Θεοῦ δουλεύεται μὲ τὴν καρδιὰ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἐξυπνάδα.
Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν τὴν ψυχή μας ἐλεύθερη καὶ μὴ τὴ δεσμεύουμε μὲ τὴν ξερὴ
λογική. Ἡ καρδιά, ἂν ἀφεθεῖ στὶς αὖρες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μεγαλουργεῖ. Δὲν
μπορεῖ ὁ Χριστιανὸς νὰ εἶναι λογικὸς ἂν δὲν εἶναι καὶ λίγο τρελός. Ἡ ἐλεύθερη
καρδιὰ ἀνεβαίνει στὸν Οὐρανὸ καὶ χτυπᾶ κάθε ὥρα τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μονάχα ὁ
Χριστὸς νὰ μᾶς χτυπᾶ τὴ θύρα τῆς ψυχῆς μας, ὅπως λέγει ἡ Ἀποκάλυψη, ἀλλὰ ἐμεῖς
περισσότερο νὰ χτυπᾶμε. Ἐμεῖς πάντα ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὁ Χριστὸς
ἔξω ἀπὸ τὴ δική μας, καταλάβατε;
Πιὸ πάνω τώρα δούλευαν
στὴν πέτρα κάτι μικροκαλογέρια ἐργαζόμενα στὴ λιθόστρωση τοῦ δρομίσκου, ποὺ ἔβγαζε
στὴν πύλη τῆς Μονῆς. Βλέποντας ὁ Γέροντας τους εὐδιάθετους, μὲ μία ἐνδόμυχη ἱκανοποίηση,
στράφηκε πάλι σέ ’μας.
Ἡ πρώτη ἐντολὴ στὸν
Παράδεισο ἦταν ἡ ἐργασία:
«ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γὲν
β΄,15).
Μὲ τὴν ἐργασία
ταπεινώνεται καὶ ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὸ κορμί.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ δυὸ πόλοι ποὺ ταλαιπωροῦν τὸν ἄνθρωπο
καὶ τὸν πηγαίνουν στὴν κόλαση. Ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὰ πάθη τῆς σάρκας.
Ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα
ἂν τὸ δουλέψεις σωστὰ μπορεῖ νὰ σὲ ὁδηγήσει στὸν Παράδεισο.
Μαζὶ μὲ τὸ κορμί μας
μετανοοῦμε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Δαίμονες δὲν μποροῦν νὰ μετανοήσουν, διότι δὲν ἔχουν
σώμα. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πέφτουμε συνεχῶς σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, βλέπουμε
κατόπιν τὰ χάλια μας καί, θέλοντας ἢ μή, ταπεινωνόμαστε καὶ μετανοοῦμε.
Ἂς ἔχουμε, λοιπὸν,
καλή φώτιση καὶ καλή μετάνοια!
Ἄντε πηγαίνετε τώρα
στὸν Ἀρχοντάρη νὰ σᾶς τακτοποιήσει καὶ νὰ πάω καὶ ’γῶ στὸ κελλάκι μου ν’ ἀναπαυθῶ
στὴ γωνιά μου…
AΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
Εκδόσεις «ΑΘΩΣ»