ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
Λουκ. ιη΄, 18-27
Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς
ἀναγκάζει νά μιλήσουμε πάλι γιά τό πάντα ἐπίκαιρο ἀλλά καί πολύ δύσκολο
θέμα τοῦ πλούτου. Καί εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού δημιούργησαν τό θέμα τοῦ
πλούτου καί τό ἔκαναν τό δυσκολότερο ἴσως πρόβλημα, μέ τόσες
διαφορετικές γνῶμες πού περιέπλεξαν τή διαχείρισή του.
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή μᾶς διηγεῖται ἕνα γεγονός ἀπό τή ζωή
τοῦ Χριστοῦ. Πλησίασε τό Χριστό ἕνας νέος ἄνθρωπος καί τόν ρώτησε: «Ἅγιε
διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω, γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;» Κι ὁ
Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· «Γιατί μέ λές ἅγιο; Κανένας δέν εἶναι ἅγιος παρά μόνο
ἕνας, ὁ Θεός. Τίς ἐντολές τίς ξέρεις. Τήρησε τίς ἐντολές». Κι ὁ ἄνθρωπος
ἀπάντησε: «Ὅλ᾽ αὐτά τά ἐτήρησα πιστά ἀπό τό μικρά μου χρόνια». «Ἕν᾽
ἀκόμα σοῦ λείπει» συνεχίζει ὁ Ἰησοῦς: «ὅλα ὅσα ἔχεις, πούλησέ τα,
μοίρασέ τα στούς φτωχούς καί θά ’χεις θησαυρό στόν οὐρανό˙ ὕστερα ἔλα κι
ἀκολούθα με». Μά ὅταν ἄκουσε αὐτά, ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε σέ μεγάλη λύπη,
γιατί ἦταν πολύ πλούσιος. Ὅταν τόν εἶδε τόσο λυπημένο, ὁ Ἰησοῦς εἶπε:
«Δύσκολα ἐκεῖνοι πού ἔχουν τά χρήματα θά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γιατί εἶναι πιό εὔκολο νά περάσει ἡ τριχιά ἀπό τήν τρύπα τῆς βελόνας,
παρά πλούσιος νά μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καί ποιός λοιπόν μπορεῖ νά
σωθεῖ ἀποροῦν ὅσοι τόν ἄκουσαν. Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Τά ἀδύνατα γιά τούς
ἀνθρώπους εἶναι δυνατά γιά τό Θεό».
Τό εὐαγγελικό αὐτό κείμενο εἶναι μιά σαφής ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στό
σύνθετο ἐρώτημα πού βασανίζει τόν κόσμο: Τί εἶναι ὁ πλοῦτος γιά τόν
ἄνθρωπο, πῶς συνδέεται μέ τούς βαθύτερους πόθους του καί πῶς μπορεῖ νά
λυτρωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ πλούτου; Τί εἶναι λοιπόν ὁ πλοῦτος γιά τόν
ἄνθρωπο; Εἶναι ὅλα ὅσα μᾶς δίνει ἡ γῆ γιά νά ζήσουμε. Ὅ,τι ἔχουμε, ἡ γῆ
μᾶς τό δίνει καί μέ ὅ,τι μᾶς δίνει ἡ γῆ ζοῦμε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού
σκέφτονται ἀνθρώπινα κι ἑρμηνεύουν τά πράγματα σύμφωνα μέ τούς φυσικούς
νόμους. Καί ὅπως φυσικό εἶναι ἡ γῆ νά παράγει, ἔτσι φυσικό εἶναι νά ζοῦν
οἱ ἄνθρωποι. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄνθρωποι πού σκέφτονται ὅπως τούς
ὑπαγορεύει ἡ ὑγειής συνείδηση καί ὅπως τούς ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν, τό γνωρίζουν καλύτερα, ὅτι πίσω ἀπό
τούς φυσικούς νόμους εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει καμία φυσική
τάξη, πού νά χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ πλούσιους καί φτωχούς, χορτάτους
καί πεινασμένους. Ἔτσι χωρίζονται οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἐλπίζουν καί
ἐπενδύουν στόν πλοῦτο τους. Αὐτά πού μᾶς δίνει ἡ γῆ δέν ἀνήκουν μόνο σέ
κάποιους, πού τά μαζεύουν μέ ὅποιο τρόπο μποροῦν.
Ὁ Χριστός καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά ξεπεράσει στή σκέψη του τά ὅρια τῶν
φυσικῶν νόμων. Τόν καλεῖ νά καταλάβει, ὅτι αὐτό πού διέπει τήν κίνηση
τοῦ κόσμου καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι ἡ τυφλή φυσική ἀνάγκη,
ἀλλά ὁ φωτισμένος νοῦς καί ἡ ἐλεύθερη συνείδηση. Ὅταν τό καταλάβει αὐτό,
τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ τά πράγματα διαφορετικά. Τότε θά δεῖ, πώς ἡ
χορτασιά ἡ δική του δέν εἶναι τό σωστό καί τό δίκαιο, ἡ χορτασιά ἡ δική
του εἶναι ἡ πείνα τοῦ φτωχοῦ συνανθρώπου του. Τότε θά δεῖ, πώς ἡ γῆ δέν
εἶναι μόνο γι’ αὐτόν, ἀλλά γιά ὅλους ὅσους ζοῦν καί θά ζήσουν πάνω στή
γῆ.
Οἱ ἄνθρωποι μιλοῦμε γιά δικαιοσύνη, γιά ἐλευθερία καί εἰρήνη καί
πιστεύουμε ὅτι ὅλα αὐτά, πού εἶναι οἱ ἀκοίμητοι πόθοι τοῦ ἀνθρώπου καί
τῶν λαῶν, μποροῦμε νά τά ἐξασφαλίζουμε διεκδικώντας τα καί στηριζόμενοι
στούς δικούς μας ἀγῶνες καί στίς δικές μας δυνάμεις. Πιστέψαμε πώς χωρίς
τήν πρόνοια καί τό λόγο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔμαθε αὐτά τά πράγματα,
μποροῦμε νά τά ἀποκτήσουμε. Χωρίς Θεό ὁ ἄνθρωπος δουλεύει, ἡ γῆ παράγει
καί ὑπάρχουν ὑλικά ἀγαθά ὅσα ποτέ ἄλλοτε, εἶναι ὅμως ὅσο ποτέ ἄλλοτε
ἄδικα μοιρασμένα. Χιλιάδες ἄνθρωποι καθημερινά, πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα
καί ὁ πλοῦτος τῆς γῆς ξοδεύεται γιά πολεμικούς ἐξοπλισμούς ἤ
συγκεντρώνεται στά χέρια μερικῶν.
Ὁ Θεός ἀνατέλει τόν ἥλιο καί βρέχει γιά ὅλους. Ἡ γῆ γεννάει γιά νά
τρέφονται ὅλοι. Ἡ πνευματική ἀναπηρία τοῦ ἀνθρώπου ὅμως καί ἡ ἠθική τους
ἀνικανότητα κάνει τόν πλοῦτο ἐμπόδιο γιά νά ζήσουν οἱ ἄνθρωποι
καλύτερα. Ἐξαιτίας του κινδυνεύουν νά χαθοῦν.
Τά ἀγαθά τῆς γῆς δέν τά διαχειριζόμαστε χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ
βάση κάποιους νόμους καί κανόνες τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης, πού βλέπει
τόν ἄνθρωπο σὰν οἰκονομική μονάδα καί σάν μέσον. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι
Πρόσωπο στόν κόσμο, εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς. Σάν πρόσωπο εἶναι μέλος τοῦ
κοινωνικοῦ σώματος, ἐργάζεται, ὄχι γιά νά παράγει καί νά σωρρεύει ὑλικό
πλοῦτο, ἀλλά γιά νά χαίρεται τόν κόπο του. Γιά τόν κοινωνικό καί
ἐλεύθερο ἄνθρωπο χαρά εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἐργασία, ὁ κόπος του γυρίζει
σ’ αὐτόν σάν δίκαιη πληρωμή καί σάν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζεται,
οἰκονομεῖ τόν κόπο του καί ξέρει, πώς ὅσα ἔχει δέν εἶναι δικά του, εἶναι
καί γι’ αὐτούς πού θέλουν μά δέν μποροῦν νά ἐργαστοῦν. Ὅταν ὅμως ὁ
ἄνθρωπος ἀρχίσει νά ὑπηρετεῖ τόν πλοῦτο, ὅταν ζεῖ γιά νά δουλεύει καί νά
ἀποθηκεύει τόν πλοῦτο, καί δέν ἐργάζεται γιά νά ζεῖ, ὅταν ἐξαρτᾶ τήν
ὕπαρξή του ἀπό τά ἀγαθά του καί ὑποδουλώνεται σ’ αὐτά, τότε χάνει τόν
προορισμό του. Τότε ταυτίζει τό «ἔχειν» μέ τό «εἶναι».
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι πλασμένος γιά νά ζήσει, νά
ζήσει αἰώνια. Τό ζήτημα εἶναι, τί νομίζουμε πώς εἶναι ζωή. Ὁ πειρασμός
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά βλέπει γιά ζωή τόν θάνατο. Νά ἀναφέρεται καί νά
προσκολλᾶται στά πράγματα καί ὄχι στό Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ
νέος τοῦ εὐαγγελίου μέ τό ἐρώτημά του στόν Ἰησοῦ Χριστό ἐκφράζει τήν
ἀγωνία καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου: «Τί νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν
αἰώνια ζωή;». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι συγκλονιστικά ἀπόλυτη. Νά
ξεχωρίσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τά πράγματα, νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τόν ὑλικό
πλοῦτο. Αὐτό εἶναι δύσκολο, ἀκατόρθωτο γιά τόν ἄνθρωπο. Γιά ’κεῖνον ὅμως
πού τό θέλει πραγματικά, τό μπορεῖ ὁ Θεός. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως