Μια φορά ό Γέροντας, φορτωμένος διάφορα πράγματα, ανηφόριζε προς το Μοναστήρι.
Ήταν απόγευμα καί ήθελε να φτάσει προτού να δύσει ό ήλιος. Πέρασε τα περισσότερα κλώσματα, χωρίς να σταματήσει. Στο δρόμο συνάντησε έναν γνωστό του, πρόσφυγα άπ
Ήταν απόγευμα καί ήθελε να φτάσει προτού να δύσει ό ήλιος. Πέρασε τα περισσότερα κλώσματα, χωρίς να σταματήσει. Στο δρόμο συνάντησε έναν γνωστό του, πρόσφυγα άπ
' την Καππαδοκία, ό
όποιος κουβαλούσε με τα δυο του μουλάρια ξύλα. Εκείνη τη μέρα όμως είχε
μια περιπέτεια. Τα μουλάρια του σε μια απότομη κατηφόρα είχαν χάσει την
ισορροπία τους καί είχαν πέσει, ενώ τα ξύλα είχαν σκορπιστεί Ό Γέροντας
τον είδε πού παιδευόταν να ξαναφορτώσει τα ζώα του καί σταμάτησε να τον
βοηθήσει. Το μονοπάτι ήταν πολύ στενό καί δεν βόλευε. Χρειάστηκε να
κουβαλήσουν τα ξύλα με τα χέρια λίγο πιο κάτω καί στη συνέχεια να τα
φορτώσουν. Όταν ολοκληρώθηκε ή προσπάθεια, ό αγωγιάτης είπε στο Γέροντα:
- Μ' έσωσες, μ' έσωσες, π. Παΐσιε. Κινδύνεψα κι εγώ καί τα ζώα.
- Να 'σαι καλά, ευλογημένε, του είπε.
Μετά ξαναπήρε στους ώμους του τους τορβάδες καί συνέχισε το δρόμο. Έφτασε σ' ένα ψηλό σημείο, σε μια κορυφή, άπ' οπού έβλεπε τον αγωγιάτη πού βοήθησε, ενώ ψηλά αγνάντευε το Μοναστήρι καί δεξιά του την απότομη πλαγιά του Λάζαρου, άπ' την οποία σχεδόν καθημερινά έπεφταν μικρές καί μεγάλες πέτρες. Στάθηκε λίγα λεπτά για να πάρει μια ανάσα καί να βεβαιωθεί αν ό πατριώτης του συνέχιζε κανονικά με τα φορτωμένα μουλάρια. Ξαφνικά όμως ένας ισχυρός θόρυβος ακούστηκε καί ό Γέροντας νόμιζε ότι όλο το βουνό μετακινιόταν. Από πολύ μεγάλο ύψος άρχισαν να ξεκόβονται καί να κατρακυλούν μεγάλοι βράχοι, πάνω στους οποίους ήταν μέτριου μεγέθους πεύκα. Το θέαμα ήταν φοβερό. Οι βράχοι παράσερναν κι άλλους βράχους πιο κάτω, προκαλώντας ήχους βιβλικής καταστροφής, ενώ στο πέρασμα τους έσπαγαν δέντρα καί θάμνους. Όλη αυτή ή κατολίσθηση είχε πλάτος περί τα διακόσια μέτρα.
Ό Γέροντας παρακολουθούσε άφωνος. Σκέφτηκε ότι αν δεν καθυστερούσε με τον αγωγιάτη, εκείνη την ώρα θα βρισκόταν στο φοβερό σημείο καί ό θάνατος του θα ήταν βέβαιος. Δοξολόγησε το Θεό καί θέλησε να ευχαριστήσει τον αγωγιάτη. Γύρισε προς το άνοιγμα της χαράδρας, οπού έβλεπε τον ευεργέτη του καί κάνοντας χωνί τα δυο του χέρια επανέλαβε τα λόγια του:
- Μ' έσωσες, μ' έσωσες. Σ' ευχαριστώ.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
- Μ' έσωσες, μ' έσωσες, π. Παΐσιε. Κινδύνεψα κι εγώ καί τα ζώα.
- Να 'σαι καλά, ευλογημένε, του είπε.
Μετά ξαναπήρε στους ώμους του τους τορβάδες καί συνέχισε το δρόμο. Έφτασε σ' ένα ψηλό σημείο, σε μια κορυφή, άπ' οπού έβλεπε τον αγωγιάτη πού βοήθησε, ενώ ψηλά αγνάντευε το Μοναστήρι καί δεξιά του την απότομη πλαγιά του Λάζαρου, άπ' την οποία σχεδόν καθημερινά έπεφταν μικρές καί μεγάλες πέτρες. Στάθηκε λίγα λεπτά για να πάρει μια ανάσα καί να βεβαιωθεί αν ό πατριώτης του συνέχιζε κανονικά με τα φορτωμένα μουλάρια. Ξαφνικά όμως ένας ισχυρός θόρυβος ακούστηκε καί ό Γέροντας νόμιζε ότι όλο το βουνό μετακινιόταν. Από πολύ μεγάλο ύψος άρχισαν να ξεκόβονται καί να κατρακυλούν μεγάλοι βράχοι, πάνω στους οποίους ήταν μέτριου μεγέθους πεύκα. Το θέαμα ήταν φοβερό. Οι βράχοι παράσερναν κι άλλους βράχους πιο κάτω, προκαλώντας ήχους βιβλικής καταστροφής, ενώ στο πέρασμα τους έσπαγαν δέντρα καί θάμνους. Όλη αυτή ή κατολίσθηση είχε πλάτος περί τα διακόσια μέτρα.
Ό Γέροντας παρακολουθούσε άφωνος. Σκέφτηκε ότι αν δεν καθυστερούσε με τον αγωγιάτη, εκείνη την ώρα θα βρισκόταν στο φοβερό σημείο καί ό θάνατος του θα ήταν βέβαιος. Δοξολόγησε το Θεό καί θέλησε να ευχαριστήσει τον αγωγιάτη. Γύρισε προς το άνοιγμα της χαράδρας, οπού έβλεπε τον ευεργέτη του καί κάνοντας χωνί τα δυο του χέρια επανέλαβε τα λόγια του:
- Μ' έσωσες, μ' έσωσες. Σ' ευχαριστώ.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
HΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 28 ΣΕΠ 2012