Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ-Αλ. Παπαδιαμάντης


Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!» Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ’ εμπορεύοντο κ’ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του.Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.-Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τώχασα.Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρύΐνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν. Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλης διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλης.-Τώχασα, το καυμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα!...Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τε τρυφερώς ηγάπα-, όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνη της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα και τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδεΓεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...» Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...Ο γέρο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κ’ εξηκολούθουν να τίκτουν...Ανελογίζεταο αυτά, κ’ έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι’ εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ. «Το καϋμένο το ευάγωγο!».Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα.Ο Παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;-Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ’ εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ,Αδάμ,Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κ.τ.λ.Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγηότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννιούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.- Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.- Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:- Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ’ εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαντην Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:- Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.-Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.-Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καϋμό μου!-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.-Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζί!...Είπε και απέθανε!Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φων ή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:«Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων...»

Ελπίδα και παρηγοριά



Ελπίδα σωτηρίας είναι η γλυκυτάτη Μητέρα του Σωτήρος , η Παναγία. Όπως γέννησε τον Σωτήρα μας, μπορεί να «γεννήσει» και την σωτηρία μας. Αφού ο Σωτήρας δια μέσου αυτής ήλθε στη γη, γιατί να μη στέλνει και τη σωτηρία μέσω αυτής; Μεσίτευσε να πάρει ο Θεός Λόγος σάρκα, για να μπορέση να θυσιασθή «δι᾿ μς τος νθρώπους κα δι τν μετέραν σωτηρίαν». Αυτή του έδωσε το σώμα και το αίμα, που πρόσφερε θυσία για μας, για την σωτηρία μας. Έγινε έτσι μεσίτρια της σωτηρίας μας.
Όταν σκεπτόμαστε αυτό, θέλοντας και μη, έρχονται στο στόμα μας τα λόγια: «Κα σ μεσίτριαν χω, πρς τν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου λέγξ τς πράξεις, νώπιον τν γγέλων, παρακαλ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ν τάχει.».
Αλλ’ ας στρέψωμε καλλίτερα την προσοχή μας στα λόγια ενός μεγάλου πατέρα της Εκκλησίας μας, του αγίου Γερμανού, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του ομολογητού. Λέγει ο άγιος Γερμανός:
«Χάρις σ’ εσένα , Θεοτόκε, οι εξ αιτίας των αμαρτιών τους πτωχοί είδαν τον πλούτο της καλωσύνης του Θεού. Ζήτησαν με τις πρεσβείες Σου το έλεος Του και σώθηκαν. Η βοήθειά Σου, Παναγία, είναι δυνατή και φέρνει σωτηρία. Η προστασία Σου είναι ζωντανή. Οι πρεσβείες Σου ζωή. Η σκέπη Σου παντοτεινή. Κανένας δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, χωρίς Εσένα. Κανένας δεν σώζεται χωρίς τις ικεσίες Σου. Κανένας δεν ελεείται δωρεάν, χωρίς την μεσιτεία Σου.
·       Ποιος άλλος μάχεται τόσο για τους αμαρτωλούς; Ποιος υπερασπίζεται πιο πολύ και πιο επίμονα εκείνους που περνούν ψυχική κρίση και δεν έχουν ως τώρα διορθωθή;
·       Κάθε άλλος ,ακόμη και όταν μπορεί , αναλογιζόμενος το κόψιμο της άκαρπης συκιάς, διστάζει  να παρακαλέσει, για να μην μείνει το αίτημά του ανεκπλήρωτο και προσβληθή.
·       Συ όμως έχεις μητρική στον Χριστό επιρροή. Και δεν είναι ποτέ δυνατόν να αστοχήσεις. Γιατί ο Θεός εκπληρώνει πρόθυμα σε όλα και με κάθε τρόπο το θέλημά Σου, γιατί είσαι η αληθινή και άχραντη Μητέρα Του.
·       Γι’ αυτό κάθε θλιμμένος εύλογα καταφεύγει σε Σένα. Κάθε άρρωστος, σε Σένα προσπίπτει. Κάθε πολεμημένος, Σένα έχει τείχος, σε Σένα καταφεύγει. Συ, μεταστρέφεις την δίκαιη του Κυρίου οργή κι εναντίον μας απειλή, σε ευλογία και συγχώρηση, γιατί αγαπάς με όλη Σου την καρδιά τον λαό, που φέρνει το όνομα του Υιού Σου».

Θα μπορούσε ποτέ άνθρωπος , που στέκει με ευλάβεια μπροστά στο έργο του Χριστού, πιστεύοντας ότι είναι Θεός, η πηγή του αγιασμού, να μην αισθάνεται ελπίδα και παρηγοριά, σαν θυμάται την υπέραγνη Θεοτόκο Μαρία; Και υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο και υψηλό στην ζωή μας αυτή από την ελπίδα και την παρηγοριά  που δίνει ο θεός και το άγιό Του  Πνεύμα;
«Μακάριοι σμν κα μες προστασίαν σε χοντες• μέρας γρ κα νυκτς πρεσβεύεις πρ μν», λέμε σε ένα τροπάριο.
«Μακάριος ο άνθρωπος, που έχει τάξει προστάτη του την Παναγία. Είναι μακάριος έστω κι αν είναι αμαρτωλός», παρατηρεί ο άγιος Γερμανός. Κι συνεχίζει: «Καλλίτερα ο θάνατος, καλλίτερα να χωρισθή η ψυχή μας από το σώμα, παρά να χωρισθή από την Παναγία. Ο θάνατος μας φέρνει πιο κοντά στον Θεό. Ο χωρισμός από την Παναγία είναι και από το Θεό χωρισμός».

Ο Χριστός τιμά την Μητέρα Του. Γι’ αυτό και αγαπά όσους την αγαπούν και την τιμούν. Αξίζει, λοιπόν, με πίστη και με ευλάβεια να Την παρακαλούμε: « κέτευε, σωθναι τς ψυχς τν ρθοδόξως,Θεοτόκον μολογούντων Σε».


Από το βιβλίο: «Δίψα για ζωή»
Μητροπολίτου Νικοπόλεως
ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Έκδοση
Ιεράς Μητροπόλως Νικοπόλεως

Πρέβεζα 2010

Νώτη Γεωργία

Απολυτίκιον της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου



Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε μετέστης προς την ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη, εκ θανάτου τας ψυχάς ημών.

Ηχογράφηση
Θεοτόκης & Παν. Σιώτος

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Διάσωση από κατολίσθηση




Το θαύμα αυτό της Παναγιάς το αφηγήθηκε με πολλή συγκίνηση ένας γέροντας Μεσσολογγίτης, ο οποίος πριν αρκετές δεκαετίες έφτιαχνε μαζί με άλλους ξυλοκόπους κάρβουνα μέσα στο δάσος της Παναγιάς. Είπε:
“Εκείνα τα χρόνια δουλεύαμε πολύ σκληρά, για να βγάλουμε λίγα χρήματα και να ζήσουμε την οικογένειά μας. Ερχόταν ο χειμώνας με τις νεροποντές και τα χιόνια του, κι εμείς συνεχίζαμε να βάζουμε καμίνια μέσα στο δάσος της Παναγιάς, για να βγάλουμε κάρβουνα, να τα πουλήσουμε και να ζήσουμε.
Εκείνη την χρονιά, θυμάμαι, οι βροχές ήταν συνεχείς και τελικά πέσανε και χιόνια. Εμείς εκεί, να βάζουμε καμίνια. Είχαμε φτιάξει κάτι πρόχειρες καλυβούλες και προσπαθούσαμε να προστατευθούμε μέσα σ’ αυτές. Το κρύο όμως και η υγρασία ήταν αφόρητα. Παρ’ όλα αυτά το μεροκάματο έπρεπε να βγει. Ζητούσαμε μέρα νύχτα την προστασία της Παναγίας και παίρναμε κουράγιο , αντικρύζοντας το ιερό Μοναστήρι Της απέναντι από κει που δουλεύαμε. Κι εμείς και όλος ο κόσμος τότε ήμασταν πολύ ευσεβείς. Ακούγαμε “Παναγία” , ακούγαμε “εκκλησούλα” και λαχταρούσαμε. (!)
Ένα βράδυ που χάλαγε ο κόσμος από την βροχή, ενώ είχε χιονίσει εδώ και αρκετές ημέρες, ακούσαμε κατρακυλίσματα βράχων και δένδρων και έναν πάταγο τόσο τρομερό, που τρομοκρατηθήκαμε. Η προσευχή έφθασε αμέσως στο στόμα μας. Μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό και το σκοτάδι, τι να δει κανείς και πως να παραφυλαχθεί; Μας φάνηκε πως το βουνό του αγίου Αρσένη κατρακύλισε προς τα κάτω! Όμως τίποτε δεν χτύπησε τα φτωχικά καλυβάκια μας. Ούτε πέτρα ούτε κορμός. Κάναμε τον σταυρό μας και περιμέναμε πότε να ξημερώσει.
Όταν επί τέλους ξημέρωσε, βγήκαμε έξω, για να δούμε τι είχε συμβεί. Είδαμε και φρίξαμε! Πράγματι, μια ολόκληρη πλαγιά του βουνού είχε κατολισθήσει και τεράστιοι όγκοι χώματος μαζί με δένδρα κατηφόρισαν προς το μέρος που είχαμε τις πρόχειρες καλυβούλες μας! Όλα αυτά είχαν σταματήσει σε απόσταση ενός μέτρου από την καλύβα! Λίγο ακόμη και θα θαβόμασταν ζωντανοί!
Κάναμε τον σταυρό μας και γυρίζοντας δακρυσμένα τα μάτια μας κατά την Εκκλησία της Παναγιάς της Βαρνάκοβας,  Την ευχαριστήσαμε μέσα από την ψυχή μας για το έλεος που έδειξε σε μας, τους φτωχούς ξυλοκόπους. Ποτέ δεν ξεχνώ αυτή την ευεργεσία Της, όσα χρόνια κι αν περάσουν!”

Από το βιβλίο: «ΝΕΩΤΕΡΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑ
Κ΄ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ»
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
ΔΩΡΙΔΑ 2007


Νώτη Γεωργία

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ

ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ:

Τα «απότομα» προκαλούν επικίνδυνους κραδασμούς . Αν βρεθεί κανείς από ένα πολύ παλιό ζεστό δωμάτιο έξω σε παγωνιά, υπάρχει περίπτωση να κρυολογήσει ή να αρπάξει καμιά πνευμονία.
Και στον πνευματικό χώρο οι απότομες αλλαγές είναι δύσκολες. Δεν μπορεί να γίνει κανείς μέσα σε μια στιγμή άγιος.
Όλα χρειάζονται χρόνο, κόπο, μέθοδο, αγωνία.
Κάποτε, ένας μοναχός πέφτει σε κάποιο σοβαρό σαρκικό αμάρτημα. Αμέσως θλίψη τον πνίγει, απελπισία ροκανίζει την ύπαρξή του. Σταματά τον «κανόνα» του και συλλογίζεται τί να κάνει.
- Ω! Χριστέ μου, φώτισέ με!
- Πηγαίνει στον γέροντά του, ανοίγει την καρδιά του. Φανερώνει όλη τη λύπη, την απελπισία που σφίγγει το είναι του , σα φοβερή μέγγενη!
Ο γέροντας του αναφέρει την παρακάτω διήγηση:
Μια φορά ένας γεωργός έχει ένα απόμακρο περιβόλι. ¨Όσο το περιποιείται, αυτό δίνει αρκετά προϊόντα. Επειδή όμως βρίσκεται αρκετά μακρυά από το χωριό, συχνά το παραμελεί. Έτσι το χωράφι σιγά-σιγά γεμίζει αγκάθια, άγρια βάτα, διάφορα αγριοχόρταρα.
Μια μέρα φωνάζει τον πρωτογυιό του:
- Παιδί μου, σε παρακαλώ, να πας να καθαρίσεις το περιβόλι μας, γιατί έχει γίνει αγνώριστο.
- Καλά, πατέρα, θα πάω!
Πρωί-πρωί ετοιμάζει τα σύνεργά του- (τσάπα, αξίνα, τσουγκράνα, φαγητό ) και με το γαϊδουράκι του φτάνει στο «χερσωμένο» χωράφι. Μόλις τ’ αντικρύζει, τα χάνει! Ζαλίζεται, απελπίζεται τέλεια.
- Χριστός και Παναγιά! Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Τι να κάνω; Το χωράφι δεν καθαρίζεται με τίποτε, συλλογίζεται. Πηγαίνει σε μιαν αχυροκαλύβα και ξαπλώνει. Η ώρα περνά, σαν νερό. Ο νεαρός εξακολουθεί να κοιμάται.
Η απελπισία ναρκώνει κάθε δύναμή του.
Βραδυάζει, επιστρέφει στο χωριό άπρακτος.
- Τι έγινε παιδί μου; Καθάρισες καθόλου το χωράφι;
- Καθόλου, πατέρα, δεν έκαμα τίποτε!
- Γιατί, παλληκάρι μου;
- Απελπίστηκα. Είδα πολλά βάτα, σχοίνα, αγριόχορτα. Δεν ήξερα τι να κάνω!
- Και τι έκανες όλη τη μέρα;
- Κοιμόμουνα!
- Καλά δεν ντρέπεσαι το μπόι σου; Κρίμα και σε είχα έξυπνο! Αύριο θα πας και θα καθαρίσεις μονάχα λίγο μέρος , να, όσο το μπόι σου! Καθάρισε το και ξάπλωσε έπειτα όλη τη μέρα.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, ο γυιός ξεκινά πάλι για το περιβόλι. Πριν ανατείλει ο ήλιος φτάνει. Αρπάζει το ξινάρι και τραβά στην άκρη μερικά χόρτα. Σε δέκα λεπτά έχει καθαρίσει διπλάσιο χώρο από το μπόι του!
Οι αρχαίοι έλεγαν: «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Ο γιος συνεχίζει τώρα να εργάζεται μ’ όρεξη και σβελτάδα.
Η απελπισία τώρα έχει εξαφανιστεί από την καρδιά του. Τρία… πέντε.. δέκα μέτρα!
Το βράδυ χαρούμενος επιστρέφει στο χωριό και φωνάζει:
- Πατέρα, πατέρα!
- Τι τρέχει , παιδί μου;
- Καθάρισα δέκα μέτρα! Σε λίγες μέρες θα ‘χω τελειώσει.
Είδες που στα ‘λεγα;
Η απελπισία παιδί μου κατατρώγει κάθε προσπάθεια, σαν ύπουλο σκουλήκι!
Πραγματικά το περιβόλι σε μερικές μέρες γίνεται πεντακάθαρο!
Ο γέροντας , σταματά λίγο:
- Κατάλαβες, παιδί μου, τι θέλω να πω;
- Κατάλαβα, γέροντα! Πρέπει ν’ αρχίσω να καθαρίζω την ψυχή μου. Μα από πού ν’ αρχίσω;
- Μα έχεις ήδη αρχίσει παιδί μου.
Η εξομολόγηση είναι η ευλογημένη αρχή. Ο Θεός την χαρίζει. Είναι δώρο θεόσταλτο.
Τώρα πρέπει να «κινήσεις» και συ την χείρα σου.
- Μάλιστα! Τι πρέπει να κάνω;
- Άρχισε πάλι τον μοναχικό σου κανόνα! Λέγε συνέχεια «Κύριε ελέησόν με», και ετοιμάσου να ..κοινωνήσεις.
Αστραποβολούν τα μάτια του αμαρτωλού.
- Να κοινωνήσω; Εγώ ο τρισάθλιος;
- Ναι, παιδί μου. Σύντομα θα κοινωνήσεις.
- Ξέρεις τι σου χρειάζεται, παιδί μου τώρα. Να σκοτώσεις το δαίμονα της απελπισίας.
- Δηλαδή μπορώ να ξαναγίνω και εγώ δόκιμος μοναχός;
- Βεβαιότατα παιδί μου! Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
Ο νεαρός γρήγορα-γρήγορα σκύβει και φιλά τα πόδια του γέροντα.
- Σ’ ευχαριστώ γέροντα, από τα βάθη της ψυχής μου! Μου χαρίσατε τον ουρανό!
Όταν η ελπίδα τρυπώνει στην καρδιά, όλα γίνονται λαμπρά, φωτεινά, ουράνια, παραδεισένια!


Από το βιβλίο: «ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΕΚΤΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΓΟΝΤΖΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΤΕΥΧΟΣ 7ον

Αθήνα

Νώτη Γεωργία

Όσοι αποχωρούν πριν από το τέλος της Θείας Λειτουργίας μοιάζουν με τον Ιούδα


Θέλετε να πω τίνος το έργο κάνουν εκείνοι που αναχωρούν προτού τελειώσει η Θεία Ευχαριστία και δεν αναπέμπουν τις ευχαριστήριες ωδές στο τέλος της τράπεζας; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να λεχθή, αλλ’ όμως πρέπει να λεχθή εξ αιτίας της αδιαφορίας πολλών.
Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στο τελευταίο δείπνο,  που έγινε κατά την τελευταία εκείνη νύκτα, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους και έφυγε.
Εκείνον λοιπόν μιμούνται και αυτοί, που αναχωρούν πριν από το τέλος της ευχαριστίας. Γιατί, εάν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης∙ εάν δεν εγκατέλειπε τους συμμαθητές του, δεν θα χανόταν∙ εάν δεν αποσπούσε τον εαυτό του από το ποίμνιο , δεν θα τον εύρισκε μόνον ο λύκος ώστε να τον φάη∙ εάν δεν αποχωριζόταν από τον ποιμένα, δεν θα συλλαμβανόταν από το θηρίο. Γι’ αυτό λοιπόν εκείνος έφυγε και πήγε μαζί με τους Ιουδαίους , ενώ αυτοί έφυγαν με τον Κύριο, αφού ανέπεμψαν Ευχαριστίες.
Βλέπεις ότι η τελευταία προσευχή μετά την Θεία Ευχαριστία γίνεται σύμφωνα με τον τύπο εκείνης; και τώρα ,αγαπητοί, ας σκεπτώμαστε αυτά, ας αναλογιζώμαστε αυτά, φοβούμενοι την καταδίκη που επιφυλάσσεται εξ αιτίας αυτού.
Αυτός σου δίνει την σάρκα Του∙ εσύ δεν τον αμείβεις ούτε με λόγια, ούτε τον ευχαριστείς για εκείνα που έλαβες, αλλ’ όταν απολαμβάνης σωματική τροφή, τον ευχαριστείς μετά το φαγητό, ενώ παίρνοντας μέρος σε πνευματική τροφή, που υπερβαίνει ολόκληρη την ορατή και αόρατη κτίσι, ενώ είσαι άνθρωπος με ευτελή φύσι, δεν μένεις μέχρι τέλος, για να Τον ευχαριστήσης με λόγια και έργα; Και πώς αυτά δεν είναι άξια τιμωρίας;
Αυτά τα λέγω, όχι μόνο για να με επαινήτε, ούτε για να κάμνετε θόρυβο και να κραυγάζετε, αλλά, θυμούμενοι τα λόγια αυτά την ώρα αυτή, να δείχνετε την πρέπουσα ευταξία. Μυστήρια και λέγονται και είναι∙ Με μεγάλη λοιπόν ησυχία, με πολλή ευταξία και με την ευλάβεια που ταιριάζει, ας πλησιάζουμε στην ιερή αυτή θυσία, ώστε και περισσότερη εύνοια του Θεού ν’ αποσπάσουμε και την ψυχή μας να καθαρίσουμε και να επιτύχουμε τα αιώνια αγαθά, τα οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με την χάρι και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα συγχρόνως και στο  άγιο Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
( Εις το Άγιον Βάπτισμα, ΕΠΕ 35, 512-518. PG 49, 369-372 )


Από το βιβλίο: «ΜΕΤΑΝΟΙΑ , ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ, ΝΗΣΤΕΙΑ, ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων
ΣΤ΄»
2η Έκδοσις
( Επηυξημένη και βελτιωμένη)
Έκδοσις: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
2008


Νώτη Γεωργία


Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Περί δεισιδαιμονίας και δεισιδαίμονα




Δεισιδαιμονία είναι ο δίχως λογική φόβος του Θεού. Πρόκειται περί υπερβολής και ακρότητας, αφού το μέτρο διατηρεί μόνο η ευσέβεια. Ο δεισιδαίμονας έχει φοβική συνείδηση, γιατί δεν την έχει αναπτύξει και στέκεται προς το θείο γεμάτος φόβο και με τρόπο που δεν ταιριάζει στον Θεό. Έχει ατελή γνώση περί των θείων ιδιωμάτων και πιστεύει για τον Θεό πράγματα ανάξια γι’ Αυτόν. Ο δεισιδαίμονας έχει εσκοτισμένο τον νου και ταραγμένη τη διάνοια. Ο Πλούταρχος λέει για τη δεισιδαιμονία: «Είναι φοβερό το σκοτάδι της δεισιδαιμονίας και όταν καταλάβει τον άνθρωπο ενσπείρει σ’ αυτόν λογισμούς σύγχυσης και τύφλωσης και μάλιστα σε πράγματα που είναι απαραίτητοι οι συλλογισμοί».
Ο δεισιδαίμονας φοβάται εκεί που δεν υπάρχει φόβος και ταράζεται εκεί που όφειλε να βρει την ειρήνη. Φαντάζεται πάντοτε ότι ο Θεός τον καταδιώκει και ζητάει τη σωτηρία από περιδέραια, τα οποία κρεμάει στον λαιμό του. Πιστεύει σε πλάνους και δέχεται σαν αλήθεια καθαρές ανοησίες. Παντού διακρίνει τη επικράτηση των σκοτεινών δυνάμεων και τους αποδίδει μεγαλύτερη δύναμη από τον Θεό. Ο δεισιδαίμονας είναι ηθικά ανελεύθερος και διανοητικά ταπεινωμένος . Πάσχει από θρησκευτική καταδίωξη και είναι ψυχικά άρρωστος. Ο δεισιδαίμονας είναι άνθρωπος δυστυχισμένος και ζει βίο άθλιο.

Από το βιβλίο: «Το γνώθι σαυτόν
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ»
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ
Γ΄ΕΚΔΟΣΗ
Απόδοση στη Νέα Ελληνική:
Ευανθία Χατζή
Επιμέλεια κειμένου- Επίμετρο:
Γιώργος Μπάρλας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ

Αθήνα 2011

Νώτη Γεωργία

Γυναίκα μου, έστειλες την Παναγία στο σπίτι μας!



Σωτήρης Κ. από Αγρίνιο, πατέρας τριών παιδιών. Ήλθε κρατώντας μια λαμπάδα σαν τον κορμό μικρού δένδρου! Ήταν πλημμυρισμένος χαρά κι ευγνωμοσύνη. Μαζί του είχε έλθει και η ευσεβής γυναίκα του.
Πριν μερικές εβδομάδες ,πιστοί από το Αγρίνιο με τον π. Θεόκλητο είχαν έρθει στην Βαρνάκοβα, για να προσκυνήσουν και να κάνουν και Θεία Λειτουργία. Μαζί τους είχε έλθει και η σύζυγος του κυρίου Σωτήρη, κατά προτροπή του ιδίου.
-      Ήμουν άρρωστος από πολύ καιρό και οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν τί έχω. Έφθασα στο σημείο να μην έχω κουράγιο να οδηγήσω το αυτοκίνητο, να πάω να ψωνίσω για τα παιδιά μου, διηγήθηκε πολύ συγκινημένος την ημέρα που ήλθε και πρόσθεσε:
Εγώ έστειλα την γυναίκα μου στην Παναγιά, για να προσευχηθεί και να βοηθηθώ, γιατί κόντευα ν’ απελπιστώ. Καθώς λοιπόν ήμουν ξαπλωμένος με πόνους και στα κακά μου χάλια, κατά τις εννέα το πρωί, ένοιωσα ξαφνικά μια αλαφράδα και μαζί χαρά! Αμέσως κατάλαβα!  Η Παναγία έστειλε τη Χάρι Της. Έκανα τον Σταυρό μου και δοκίμασα να σηκωθώ. Το κατάφερα χωρίς πόνους. Ένοιωθα δύναμη και ευεξία. Ντύθηκα, πλύθηκα, χτενίστηκα και περίμενα τη γυναίκα μου γεμάτος συγκίνησι και χαρά.
Ήρθε κατά το μεσημέρι. Όταν με είδε σηκωμένο και υγιή, άρχισε να κλαίει από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό.
Την άλλη μέρα πήγα στην αγορά του Αγρινίου και αγόρασα την πιο μεγάλη λαμπάδα. Με κοιτούσαν καλά καλά. Εμένα όμως δεν  με ένοιαζε τίποτε. Ήθελα να ανέβω, αν ήταν δυνατό, κάπου ψηλά και να φωνάξω τις ευχαριστίες μου στον Θεό και στην Παναγιά. Να τ’ ακούσουν όλοι οι άνθρωποι για να πιστέψουν!


Από το βιβλίο: «ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
(και η Παράκλησή Της)»
ΙΕΡΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ-ΚΟΙΝΟΒ. ΜΟΝΗ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ

2005

Νώτη Γεωργία

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Φωτιά είναι τα λεφτά της Κυριακής, έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

Ομολογίες του αειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου 

 Έχω ένα φίλο που είναι ταξιτζής. Αυτός τις Κυριακές το πρωί δούλευε και δεν πήγαινε στην Εκκλησία. Μια μέρα τον πλησίασα και τον ρώτησα, πόσα βγάζεις την ημέρα και μου είπε, περίπου 1700 δραχμές. Τότε του πρότεινα, την ερχόμενη Κυριακή το πρωί, να πήγαινε στην Εκκλησία και μετά να πήγαινε στην δουλειά και όσα λιγότερα θα έβγαζε από τις 1700 δραχμές, την διαφορά θα του την έδινα εγώ. Ο φίλος μου το σκέφτηκε και τελικά δέχτηκε την πρότασή μου. Πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία και μετά μέχρι το βράδυ δούλεψε το ταξί. Το βράδυ με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: Δημήτριε, έγινε κάτι φοβερό! Είχα φουλ δουλειά και δεν προλάβαινα τους πελάτες! Έβγαλα 2000 δραχμές! Από τότε ο φίλος μου, κάθε πρωί πηγαίνει στην Εκκλησία. Οι άνθρωποι που δουλεύουν τις Κυριακές και δεν πάνε στην Εκκλησία, τα λεφτά που βγάζουν δεν είναι ευλογημένα και κάποια μέρα θα τα χάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Γιατί όποιος συλλέγει χρήματα μακριά από το Θεό, τα διασκορπίζει. Γι’ αυτό και βλέπουμε πολλές οικογένειες που εργάζονται από το πρωί έως το βράδυ, αλλά να μην μπορούν να βάλουν μερικά χρήματα στην άκρη. Φωτιά είναι τα λεφτά της Κυριακής, έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Χιλιάδες προσκυνητές στην Ι. Μονή Οσίου Νικάνορα στη Ζάβορδα Γρεβενών(ΦΩΤΟ)

2013-08-07 13:13
Χιλιάδες -στην κυριολεξία- προσκυνητές κατέκλυσαν την Ι. Μονή του Οσίου Νικάνορα στη Ζάβορδα, την Τρίτη 6 Αυγούστου 2013, στον εσπερινό της παραμονής της εορτής του Οσίου και πανηγύρεως της μονής.

Το μοναστήρι που ιδρύθηκε το 1534 από τον Όσιο Νικάνορα, βρίσκεται σε ύψωμα του όρους Καλλίστρατου Γρεβενών, κοντά στο χωριό Παναγιά και απέναντι από την Ελάτη.












 ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Κατά τους Πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας  ο ιδρυτής και πρώτος ηγούμενος της Πατριαρχικής Ιεράς Μονής Ζάβορδας  Γρεβενών είναι ο Μέγας ασκητής και μοναχός όσιος Νικάνωρ (1491-1549). Προτού ιδρύσει το μοναστήρι ασκήτευσε σε ασκηταριό που σώζεται μέχρι σήμερα (πλησίον της Μονής), εν κόποις, αγρυπνίες, εν νηστείες 16 χρόνια . Το έτος 1534 «έκτισε την σεβάσμιο Μονή … με πύργους στερεούς» για να υμνεί και να δοξάζεται το όνομα της Αγίας Τριάδος και ταυτοχρόνως να προστατεύεται από τους ληστές και τους κακοποιούς της εποχής εκείνης… Υπήρξε Αγία μορφή των δύσκολων εκείνων χρόνων. Ωφέλησε, δίδαξε και παρηγόρησε τόσο με το Άγιο παράδειγμα του  όσο και με την προσευχή του και τη δύναμη της πίστεως του τους σκλαβωμένους Έλληνες της περιοχής του αλλά και της εποχής του.



ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ
Στους Β.Α  πρόποδες του βουνού υπάρχει μικρό κτιριακό συγκρότημα, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και οι  ξενώνες του Μοναστηριού. Πλακόστρωτος ανηφορικός δρόμος οδηγεί από το συγκρότημα εις την Πύλη του Μοναστηριού.
Εσωτερικό της Ιεράς Μονής:
Από την Πύλη του Μοναστηριού εισέρχεται ο επισκέπτης εις τον περίβολο που είναι στρωμένος με σταχτόχρωμους ποταμόλιθους. Εις το κέντρο του περιβόλου υψώνεται ο ναός του Σωτήρος Χριστού. Το καθολικό της Μονής είναι ναός αθωνικού τύπου, κατάγραφο με τοιχογραφίες, που αποδίδονται στον περίφημο ζωγράφο Φράγκο Καστελάνο. Τρεις σκηνές μάλιστα στην τοιχογράφηση (Ανάσταση Λαζάρου, Είσοδος στα Ιεροσόλυμα, Σταύρωση) έχουν ομοιότητες με τις αντίστοιχες της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Οι διάκοσμοι ολοκληρώθηκαν το 1547, ενώ η ζωγραφική του τρούλου είναι μεταγενέστερη (1869 από το ζωγράφο Μανουήλ).  Το εσωτερικό του είναι κατάγραφο από αγιογραφίες των ετών 1869 και 1889- οι αγιογραφίες αυτές έχουν επικαλύψει τις παλιότερες. Τα αναλόγια και τα προσκυνητάρια έχουν διακόσμηση από «σιντέφι» . Στο νάρθηκα του ναού οι τοιχογραφίες (1835) παρουσιάζουν ενδιαφέρον από ιστορική άποψη, αφού εκεί ιστορούνται ο βίος και τα θαύματα του Οσίου  Νικάνορα.

Στον Ιερό Ναό φυλάσσονται:
  • Η εικόνα Του Σωτήρος Χριστού η οποία φέρει αργυρά επένδυση. Την εικόνα αυτή ανακάλυψε ο Άγιος Νικάνωρ κατόπιν οράματος και έχτισε το μοναστήρι του
  • Τα Ιερά Λείψανα του Αγίου τοποθετημένα εις αργυρές θήκες οι οποίες φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις Αγίων
  • Η θήκη στην οποία φυλάσσεται η κάρα του Αγίου Νικάνορα, διακοσμείται με ανάγλυφες παρατάσεις Αγίων, δικέφαλου αετού και με πολύτιμους λίθους
  • Ιερά Λείψανα του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου
  • Ιερά Λείψανα του Αγίου Γεδεών του Καρακαλινού
  • Ιερά Λείψανα Αγίου Κύρικου και Ιουλίτης
  • Των Αποστόλων Ανδρέα, Βαρνάβα και Βαρθολομαίου
  • Του Αγίου Γεωργίου εξ Ιωαννίνων
  • Του Αγίου Δημητρίου του Μεγαλομάρτυρος
  • Του Αγίου Δημητρίου εξ Σαμαρίνης
Αριστερά και δεξιά του Ιερού είναι δύο μικρά παρεκκλήσια:
    • του Αγίου Αθανασίου εις το βόρειο τμήμα με τοιχογραφίες του 18ου αιώνα
    • και του Τιμίου Προδρόμου στο νότιο μέρος
Εμπρός στην ωραία πύλη του παρεκκλησίου του Τιμίου Προδρόμου ευρίσκεται απλός και απέριττος ο τάφος του Αγίου Νικάνορα. Στο νότιο άκρο του νάρθηκος υπάρχει το καμπαναριό, ύψος 20 μέτρων, το οποίο ανηγήρθη κατά το έτος 1873. Γύρω από το ναό ο χώρος περικλείεται από το ηγουμενείο, τα κελιά των μοναχών, την τράπεζα, το μαγειρείο, τους φούρνους, τους ξενώνες, τους στάβλους, τις κρύπτες κ.α.
Σκήτη του Αγίου Νικάνορα
Στην δυτική πλευρά του Καλλιστράτου όρους και επί των απότομων βράχων επάνω από τον Αλιάκμονα μέσα στο Σπήλαιο υπάρχει το «ασκηταριό» του Αγίου με μικρό ναϊδριο του Αγίου Γεωργίου. Εις το απρόσιτο αυτό «ασκηταριό» εφυλλάσοντο κατά τους δύσκολους χρόνους τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΚΜΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Το μοναστήρι κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική και πνευματική ακμή. Τα αφιερώματα σε κινητά και ακίνητα ήταν πολλά από μέρους των Χριστιανών και Τούρκων ακόμη. Έτσι η περιουσία την οποία απέκτησε η Ζάβορδα ήταν τεράστια. Σε 60.000 στρέμματα ήταν οι βοσκότοποι του Μοναστηριού και σε 6.000 αιγοπρόβατα και 550 μεγάλα ζώα η κτηνοτροφία του. Μετόχια είχε σε πολλά μέρη, η παραγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ήταν πολύ μεγάλη. Εκτός του πλούτου του σε κινητή και ακίνητη περιουσία διέθετε και πολλούς πνευματικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς (εικόνες, τιμαλφή, χειρόγραφα βιβλία, Βυζαντινά κειμήλια, κώδικες και άλλα) ‘Ένα μέρος των θησαυρών διασώθηκε από των πολεμικών περιπετειών του και φυλάσσεται έως σήμερα. Μεταξύ αυτών υπάρχει και χειρόγραφο λεξικό του Πατριάρχου Φωτίου
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Με την μεγάλη περιουσία του, το Μοναστήρι αποτέλεσε σπουδαίο οικονομικό παράγοντα και βοήθησε κατά τους δύσκολους χρόνους της δουλείας πολλούς, οι οποίοι έβρισκαν εργασία και άσυλο σε αυτό. Κατά τους χρόνους αυτούς κατέστη επίσης φυτώριο πνευματικής και εθνικής αναγέννησης. Σε σχολείο εφαρμογής νεοχειροτονημένων ιερέων και σε φυτώριο Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών. Πολλά σχολεία ενισχύθηκαν οικονομικώς και πολλές υποτροφίες δόθηκαν σε φιλομαθείς νέους και καλογέρους που σπούδασαν Θεολογία. Από αυτό΄θα αναδείχθηκαν και δύο Ιεράρχες, ο Δερβών και Βελισσού Παρθένιος και ο Καστοριάς Νικήφόρος.

ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Πολλές και ανεκτίμητες υπηρεσίες προσέφερε η Μονή κατά τους Εθνικούς αγώνες. Το 1821 ο Ν. Κασομούλης διήλθε εξ αυτής και μύησε τον ηγούμενο εις την Φιλική Εταιρεία. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα οι άνδρες της Ελεύθερης Ελλάδας, που έρχονταν να αγωνιστούν στην Μακεδονία στο Μοναστήρι κατέλυαν και τα όπλα στις αποθήκες του τα έκρυβαν. Κτά τους χειμερινούς μήνες στο στενότερο μέρος του ποταμού υπήρχε δεμένο χοντρό σχοινί σε υψηλόκορμα δέντρα από τις όχθες και από αυτό κρέμονταν με καλάθι η « Σπαρτίνα» και διαπερνούσαν από την μια άκρη στην άλλη οι άνδρες των αντάρτικων σωμάτων και τα φοπρτία των όπλων. Χρησιμοποιώντας την Σπαρτίνα οι Μακεδονομάχοι διήρχοντο τον Ποταμό Αλιάκμονα παρά την Μονή μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας.
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Μετά από 20 έτη παύσης του Μοναστηριού από το 1984 έως το 2004 και με τη βοήθεια του Αγίου Νικάνορα ταχύρρυθμα επάνδρωσε το Μοναστήρι με Μοναχούς ο σημερινός Μητροπολίτης μας Γρεβενών κ.κ. Σέργιος.  Σήμερα έχει καταργηθεί το « άβατον» για τις γυναίκες. Στη Μονή ζει, λειτουργεί και προσφέρει το πνευματικό του έργο ο νεαρός μοναχός Τιμόθεος.
    
Το Μαϊο του 1995 ο φοβερός σεισμός της Κοζάνης έπληξε και την Ιερά Μονή της Ζάβορδας, η οποία υπέστη σοβαρές ζημιές. Με τη βοήθεια  του Αγίου Νικάνορα και τη Θεοσεβή κίνηση του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη μας Γρεβενών κ.κ. Σέργιου  και την πρόθυμη συνδρομή των ευλαβών προσκυνητών της Μονής συνέργησαν τα μέγιστα για την αποπεράτωση του έργου της Ιεράς Μονής. Έφιπποι μεταβαίνουν οι νέοι των χωριών της περιοχής Τσαρτσιαμπά από τα χρόνια εκείνα ως σήμερα, κατά τη 17η -18η Ιανουαρίου για να προσκυνήσουν και να μεταφέρουν τα Ιερά Λείψανα του Αγίου εις τον τόπο τους. Εις την Εκκλησία του κάθε χωριού όπου μεταφέρονται ακολουθεί λιτανεία. Έπειτα γίνεται Περιφορά των Ιερών Λειψάνων από σπίτι σε σπίτι καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης. Την ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης τα Ιερά Λείψανα επαναφέρονται στην Ιερά Μονή  του Αγίου Νικάνορα. Κατά την επιστροφή των εκ  του Μοναστηριού όλοι οι κάτοικοι βγαίνουν προς προϋπάντηση, υποδοχή και προσκύνηση των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Νικάνορος. Την 6η  Αυγούστου εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού και 7η Αυγούστου εορτή του Αγίου Νικάνορα πανηγυρίζει η Μονή. Τα πλήθη των πιστών της Δυτικής Μακεδονίας συρρέουν εξ όλων των σημείων, σ’ αυτόν τον αγιασμένο τόπο, για να προσκυνήσουν τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Νικάνορα. Να γονυπετήσουν εμπρός στην Εικόνα του και με βαθιά συγκίνηση να τον παρακαλέσουν:
Άγιε Νικάνωρ, Πρέσβευε υπέρ ολοκλήρου της Ελλάδος, φύλαξε μας από παντός κακού, Χάρισον μας την αγάπη, την ειρήνη, την ομόνοια, για να ζήσουμε όλοι ως μια οικογένεια με Αρχηγό τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, του οποίου υπήρξες καθ’ όλη την ζωή διαπρύσιος κήρυκας και αφοσιωμένος μαθητής.

«ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ»

Πηγή: http://mikrovalto.gr  deskati.gr/


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...