1. Η νηστεία είναι θεία εντολή (Γεν. 2,16-17) και κατά τούτο αμετάβλητος. Κατά τόν Μ. Βασίλειον, "συνηλικιωτίς ἐστι τῆς ἀνθρωπότητος νηστεία γάρ ἐν τῷ παραδείσῳ ἐνομοθετήθη" (Περί νηστείας, Λόγος 1,3). Είναι μέγα πνευματικόν αγώνισμα και η κατ'εξοχήν έκφρασις του ασκητικού ιδεώδους της Ορθοδοξίας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, απαρεγκλίτως στοιχούσα εις τε τα αποστολικά θεσπίσματα και τους συνοδικούς κανόνας και εις την καθ' όλου πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε την υψίστην αξίαν της νηστείας δια τον πνευματικόν βίον του ανθρώπου και την σωτηρίαν αυτού. Εις τον λατρειακόν κύκλον του ενιαυτού του Κυρίου προβάλλεται η όλη περί της νηστείας πατερική παράδοσις και διδασκαλία δια την συνεχή και αδιάπτωτον εγρήγορσιν του ανθρώπου και την επίδοσιν αυτού εις τους πνευματικούς αγώνας. Διο και υμνείται ως θείον δώρημα, ως χάρις πολύφωτος, ως όπλον ακαταμάχητον, ως πνευματικών αγώνων αρχή, ως καλλίστη τρίβος αρετών, ως τροφή ψυχής, ως θεόσδοτος βοηθός, ως πηγή φιλοσοφίας απάσης, ως αφθάρτου διαγωγής και ισαγγέλου πολιτείας το μίμημα, ως μήτηρ των αγαθών απάντων και των αρετών, και ως εικών της μελλούσης ζωής.
2. Η νηστεία ως αρχαιότατος θεσμός απαντά ήδη εις την Παλαιάν Διαθήκην (Δευτ. 9,18. Ιωήλ 2,15. Ιωνάς 3,5-7). Αυτός ο Κύριος ενήστευσεν επί τεσσαράκοντα ημέρας προ της ενάρξεως της δημοσίας δράσεως αυτού (Ματθ. 4,2) και έδωκεν οδηγίας ως προς τον τρόπον ασκήσεως της νηστείας (Ματθ. 6,16-18). Εις την Καινήν Διαθήκην γενικώτερον συνίσταται η νηστεία ως μέσον εγκρατείας, μετανοίας και πνευματικής ανατάσεως, ασκηθείσα ου μόνον υπό του Κυρίου, αλλά και υπό Ιωάννου του Προδρόμου και των Αποστόλων (Μαρκ. 1,6. Πράξ. 13,2. 14,23). Η Εκκλησία από της αποστολικής εποχής διεκήρυξε την υψίστην σημασίαν της νηστείας και ώρισε την Τετάρτην και Παρασκευήν ως ημέρας νηστείας (Διδαχή 8,1), ως επίσης και την προ του Πάσχα νηστείαν (Ειρηναίος Λουγδούνου, εν Ευσεβίω, Εκκλ. Ιστορία 5,24). Η κρατήσασα ποικιλία ως ππρός την έκτασιν και το περιεχόμενον των νηστειών τούτων (Διονυσίου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Βασιλείδην, ΡG 10,1278) αναδεικνύει τον πνευματικόν χαρακτήρα της νηστείας, εις την οποίαν καλούνται άπαντες οι πιστοί να ανταποκριθούν, έκαστος κατά την ιδίαν αυτού δύναμιν και δυνατότητα, χωρίς όμως να παρέχηται και ελευθερία καταφρονήσεως του ιερού τούτου θεσμού: "δρᾶ μή τις σέ πλανήσῃ ἀπό ταύτης τῆς ὁδοῦ τῆς διδαχῆς... Εἰ μέν γάρ δύνασαι βαστᾶσαι ὅλον τόν ζυγόν τοῦ Κυρίου, τέλειος ἔσει· εἰ δέ οὐ δύνασαι, ὅ δύνῃ, τοῦτο ποίει. Περί δέ τῆς βρώσεως, ὅ δύνασαι, βάστασον" (Διδαχή,6,1-3).
3. Η αληθής νηστεία, ως ύψιστον πνευματικόν αγώνισμα, απορρέει εκ του καθ' όλου ασκητικού ιδεώδους της Ορθοδοξίας και συνδέεται αρρήκτως προς την αδιάλειπτον προσευχήν και την ειλικρινή μετάνοιαν. "Μετάνοια χωρίς νηστείας ἀργή"(Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 1,3), ως επίσης και νηστεία άνευ έργων ευποιϊας είναι νεκρά, ιδία δέ κατά τήν σύγχρονον έποχήν, καθ' ην η άνισος και άδικος κατανομή των αγαθών στερεί και αυτού του επιουσίου άρτου ολόκληρους λαούς. "Νηστεύοντες ἀδελφοί σωματικῶς, νηστεύσωμεν καί πνευματικῶς λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας διαρρήξωμεν στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων πᾶσαν ουγγραφήν ἄδικον διασπάσωμεν δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καί πτωχούς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους" (Στιχηρόν Ἰδιόμελον Τετάρτης Α' Εβδομάδος νηστειών). Η νηστεία δεν εξαντλείται εις απλήν και τυπικήν αποχήν εκ τίνων μόνον καθαρισμένων τροφών. "Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ' ἑαυτήν ἡ ἀποχή βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν ἡ νηστεία καλόν" (Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 2,7). Η κατά την νηστείαν ἀποχή εκ τινών καθωρισμένων τροφών και η κατ' αυτήν ολιγαρκία, ου μόνον κατά την ποιότητα, αλλά καί κατά τήν ποσότητα των μεταλαμβανομένων τροφών, αποτελούν το αισθητόν στοιχείον του πνευματικού αγωνίσματος. "Ἡ νηστεία ἀποχή τροφῆς ἐστι κατά τό σημαινόμενον, τροφή δέ οὐδέν δικαιότερους ἡμᾶς ἤ ἀδικωτέρους ἀπεργάζεται. Κατά δέ τό μυστικόν δηλοῖ ὅτι, ὥσπερ τοῖς καθ' ἕνα ἐκ τροφῆς ἡ ζωή, ἡ δ' ἀτροφία θανάτου σύμβολον, οὕτω καί ἡμᾶς τῶν κοσμικῶν νήστευειν χρή, ἵνα τῷ κόσμῳ ἀποθάνωμεν καί μετά τοῦτο, τροφῆς θείας μεταλαβόντες, Θεῷ ζήσωμεν" (Κλήμεντος Αλεξ. Εκλογαί, ΡG 9,704-705). Ούτως η αληθής νηστεία αναφέρεται εις την καθ' όλου εν Χριστώ ζωήν των πιστών και κορυφούται δια της συμμετοχής αυτών εις την θείαν λατρείαν και ιδία εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.
4. Η τεσσαρακονθήμερος νηστεία του Κυρίου κατέστη υπόδειγμα της νηστείας των πιστών, η οποία ενεργοποιεί την μετοχήν αυτών εις την υπακοήν του Κυρίου, ίνα δι' αυτής, "ὅ μή φυλάξαντες ἀποβεβλήκαμεν, φυλάξαντες ἀπολάβωμεν" (Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 45, Εις το άγιον Πάσχα, 28). Η χριστοκεντρική κατανόησις του πνευματικού χαρακτήρος της νηστείας, ιδία της Μ. Τεσσαρακοστής, κανών εις την καθ' όλου πατερικήν παράδοσιν, συγκεφαλαιούται χαρακτηριστικώς υπό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: "Ἐάν οὕτω νηστεύῃς, οὐ μόνον συμπάσχων ἔσῃ καί συννεκρούμενος, ἀλλά καί συνανιστάμενος καί συμβασιλεύων Χριστῷ εἰς αἰῶνας τούς ἀπέραντους σύμφυτος γάρ γεγονώς διά τῆς τοιαύτης νηστείας.Τῷ ὁμοιώματι τῦυ θανάτου αὐτοῦ, καί τῆς ἀναστάσεως κοινωνός ἔσῃ καί τῆς ἐν αὐτῷ ζωῆς κληρονόμος" (Ομιλία 13, τη Πέμπτη Κυριακή των νηστειών, ΡG 151,161).
5. Κατά την ορθόδοξον παράδοσιν, το ιδεώδες της πνευματικής τελειώοεως ευρίσκεται πολύ υψηλά και έκαστος οφείλει, αν θέλη να φθάση εις αυτό, να υψωθή αναλόγως. Ακριβώς δε δια τούτο η ασκησις και ο πνευματικός αγών δεν έχει μέτρον, όπως και η τελειότης των τελείων. Ελάχιστοι ανταποκρίνονται εις τας επιταγάς του ορθοδόξου υψηλού ιδεώδους, ώστε νά θεούνται ζώντες. Και αυτοί, παρ' ότι πράττουν πάντα τα διατεταγμένα, ουδέποτε υψηλοφρονούν, αλλ' ομολογούν ότι "δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμέν καί ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν". Όλοι οι άλλοι έχουν - κατά την ορθόδοξον περί πνευματικής ζωής αντίληψιν - χρέος να μη εγκαταλείπουν τον καλόν της νηστείας αγώνα, αλλ' εν αυτομεμψία και συναισθήσει της ταπεινότητας της καταστάσεως αυτών να επαφίενται δια τας παραλείψεις των εις το έλεος του Θεού, καθ' όσον ορθόδοξος πνευματική ζωή είναι ανεπίτευκτος χωρίς τον πνευματικόν άγωνα της νηστείας.
6. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως φιλόστοργος μήτηρ, ώρισε τα εις σωτηρίαν συμφέροντα και προέταξε τους ιερούς καιρούς της νηστείας ως θεοδώρητον "φυλακτήριον" της καινής εν Χριστώ ζωής των πιστών κατά πάσης επιβουλής του αλλοτρίου. Στοιχούσα τοις θείοις Πατράσι, φυλάσσει απαρασαλεύτως, ως και πρότερον, τα ιερά αποστολικά θεσπίσματα, τους συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις, προβάλλει πάντοτε τας ιεράς νηστείας ως καλλίστην εν τη ασκήσει τρίβον πνευματικής τελειώσεως και σωτηρίας των πιστών και κηρύσσει την ανάγκην τηρήσεως υπ' αυτών των τεταγμένων νηστειών του ενιαυτού του Κυρίου, ήτοι της Μ. Τεσσαρακοστής, της Τετάρτης και της Παρασκευής, των Χριστουγέννων, των Αγίων Αποστόλων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και των μονοήμερων της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της παραμονής των Θεοφανείων και της απότομης της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου, ως και πασών των κατά ποιμαντικήν μέριμναν οριζομένων εκάστοτε νηστειών ή των κατά την προαίρεσιν των πιστών τηρουμένων.
7. Η Εκκλησία, ορίσασα τα προς σωτηρίαν του άνθρωπου συμφέροντα εν τοις ιεροίς της νηστείας καιροίς, έθετο αμα, κατά ποιμαντικήν διάκρισιν, και δια φιλανθρώπου οικονομίας του καθεστώτος της νηστείας. Διο και προέβλεψε την δι' ασθένειαν του σώματος η δι' αδήριτον ανάγκην, ή και δια την χαλεπότητα των καιρών ανάλογον εφαρμογήν της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας κατά την υπεύθυνον κρίσιν και ποιμαντικήν μέριμναν του σώματος των επισκόπων των κατά τόπους Εκκλησιών.
8. Είναι γεγονός ότι σήμερον πολλοί πιστοί δεν τηρούν απάσας τας περί νηστείας διατάξεις, είτε εξ ολιγωρίας είτε λόγω των υπαρχουσών συνθηκών ζωής, οιαιδήποτε καν ώσιν αύται. ’πασαι όμως αι περιπτώσεις αυταί της χαλαρώσεως των περί νηστείας ίερων διατάξεων, είτε είναι γενικώτεραι, είτε ατομικαί, δέον όπως τυγχάνουν φιλοστόργου μητρικής μερίμνης εκ μέρους της Εκκλησίας, ήτις ουδέποτε «θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν». Όθεν δια τους έχοντας δυσκολίαν εις την τήρησιν των ισχυουσών περί νηστείας διατάξεων είτε εκ λόγων ατομικών (ασθένεια, στράτευσις, συνθήκαι εργασίας, διαβίωσις εν τη Διασπορά κ.λπ.) είτε γενικωτέρων (ειδικαί συνθήκαι επικρατούσαι εις τινας χώρας από πλευράς κλίματος, αδυναμίας ευρέσεως νηστίμων τροφών και κοινωνικών δομών) επαφίεται εις την πνευματικήν διάκρισιν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών να καθορίσουν το μέτρον της φιλάνθρωπου οικονομίας και επιεικείας, απαλύνουσαι, κατά τάς ειδικάς ταύτας περιπτώσεις, το τυχόν "στύφον" των ιερών νηστειών. Πάντα δε ταύτα εντός των πλαισίων των ως άνω λεχθέντων και επί τω σκοπώ να μη ατονήση ποσώς ο ιερός θεσμός της νηστείας. Η φιλάνθρωπος αυτή συγκατάβασις δύναται να ασκηθή υπό της Εκκλησίας μετά πάσης φειδούς, οπωσδήποτε δε επί το επιεικέστερον δια τας νηστείας εκείνας, δι' ας δεν υπάρχει ομοιόμορφος πάντοτε και εις απάσας τας περιπτώσεις παράδοσις και πράξις εν τη Εκκλησία. "...Καλόν τό νήστευειν πᾶσαν ἡμέραν, ἀλλ' ὁ μή ἐσθίων τόν ἐσθίοντα μή κρινέτω. Ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν, οὐ βιάζεσθαι, οὐκ ἀναγκαστῶς ἄγειν τό ἐγχειρισθέν προσήκει ποίμνιον, πειθοῖ δέ μᾶλλον καί ἠπιότητι καί λόγῳ ἅλατι ἠρτυμένῳ..." (Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί των αγίων νηστειών, 7).
9. Ωσαύτως πρέπει να εθισθή το πλήρωμα της Εκκλησίας, κλήρος και λαός, να νηστεύῃ και εις ιδιαιτέρας περιστάσεις της ζωής του, ήτοι εις ένδειξιν μετανοίας, εις εκπλήρωσιν πνευματικής υποσχέσεως, προς επίτευξιν ιερού τίνος σκοπού, εις καιρούς πειρασμού, εν συνδυασμώ προς αιτήματα αυτού παρά του Θεού, εις θεομηνίας, προ του βαπτίσματος (δια τους προσερχόμενους εις το βάπτισμα ενηλίκους), εις περιπτώσεις επιτιμίων, προ της χειροτονίας, προς της θείας μεταλήψεως και εις παρομοίας περιστάσεις.