Ο προστάτης των εγγάμων
Άγιος των ημερών μας
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που
νομίζουν ότι αγίους και μάρτυρες ανέδειξε η Εκκλησία μας σε πολύ μακρινούς
χρόνους, ιδιαίτερα μάλιστα κατά την περίοδο των διωγμών. Αληθεύει βέβαια πως
όταν εξωτερικοί εχθροί διώκουν την Πίστη ή αιρετικοί την απειλούν, τότε
δημιουργούνται μάρτυρες και ομολογητές∙ δεν έλειψαν εντούτοις και σε ειρηνικές περιόδους
οι μορφές εκείνες που με την άσκηση, την προσευχή, την έντονη λειτουργική,
μυστηριακή και ησυχαστική ζωή ευαρέστησαν ενώπιον του μόνου Αγίου Θεού και έλαβαν τον στέφανον
της ζωής, τον οποίον έχει υποσχεθεί πᾶσι
τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ. ( Β’
Τιμ. 4,8 ) .
Υπάρχουν άλλοι χριστιανοί που
έχουν ανάγκη να δουν «ορατές αποδείξεις» της Πίστεώς μας, για το λόγο ότι η
ελπίδα τους εξασθενεί και θαρρούν πως οι διηγήσεις των Συναξαρίων για τη ζωή
και τα θαύματα των παλαιών αγίων λίγο απέχουν από την υπερβολή και τον μύθο…
Και όμως! Οι άγιοι δεν έλειψαν
ούτε θα λείψουν ποτέ από τη ζωή και την ιστορία της Εκκλησίας μας. Κάθε εποχή
έχει τους δικούς της : αποστόλους και ομολογητές, ιεράρχες και μοναχούς,
αναχωρητές και ασκητές, μάρτυρες και «εν ειρήνη τελειωθέντας», εγγάμους και
παρθένες, άνδρες , γυναίκες και παιδιά… Βιβλιοθήκη σχηματίζουν τα
Συναξάρια στα οποία περιγράφεται η
θαυμαστή και αξιομίμητη ζωή των αγίων , τα οποία διαβάζονταν κατ’ ιδίαν και
ιδιαίτερα στις «συνάξεις» που έκαναν οι χριστιανοί κατά την επέτειο ημέρα του
μαρτυρίου ή της κοιμήσεως των αγίων…
… Μια τέτοια διακεκριμένη μορφή
νεότερου αγίου είναι και ο Νικόλαος Πλανάς, «ο απλοϊκός ποιμήν των λογικών
προβάτων».
Από παιδάκι στην εκκλησία
Από την παιδική ακόμα ηλικία ο
Νικόλαος , γιος του Ιωάννη και της Αυγουστίνας Μελισσουργού, έδειχνε την κλίση
του προς τα ιερά και τα όσια.
Γεννημένος το έτος 1851 στη
Νάξο από σχετικά εύπορους γονείς , δεν άργησε να αποκαλύψει πως ήταν
αγιασμένος από την κοιλιά της μητέρας
του και να προκόπτει σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ
χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις. (Λουκ. 2,52 ), ενώπιον του Θεού και των
συνανθρώπων του.
Παιδί ακόμα τον έθελγαν τα
αγαπητά σκηνώματα (Ψαλμ. 83, 1 ) του Κυρίου . Έτρεχε στο Ιερό Βήμα για να
υπηρετεί τον ιερέα παππού του Γεώργιο Μελισσινό καθώς ιερουργούσε. Είχε ανοιχτά
τα μάτια της ψυχής και του σώματός του για
να ακούν και να δέχονται τα ιερά λόγια των ευχών και των ύμνων. Ευτρέπιζε τη
γλώσσα του για να ψελλίζει και σιγοψάλλει ψαλμούς και τροπάρια , ᾄδων καὶ ψάλλων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ τῷ Κυρίῳ,
και να συνηθίζει από την πρώτη του νεότητα λαλών
ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς ( Εφες. 5, 19 ) .
Αναφέρει η βιογράφος (μαθήτρια
του Μάρθα μοναχή) , ότι μέσα στο πατρικό κτήμα υπήρχε εκκλησάκι αφιερωμένο στον
άγιο Νικόλαο . «Από μικρό παιδάκι πήγαινε οποιαδήποτε ώρα και έμπαινε κρυφά σ’ αυτό,
φορούσε ένα σενδόνι και έψαλλε ότι ήξευρε ως μικρό παιδί. Μια βραδιά περνούσε
ένας άνθρωπος απ’ έξω από την εκκλησίαν αργά και άκουσε ψαλμωδία . Από φυσική
περιέργεια κατέβηκε από το ζώον να ιδή τί συμβαίνει και τον βλέπει , μικρό
παιδάκι τότε, να ψάλλη! … « ( ο άγιος παπα- Νικόλας Πλανάς «Ο απλοϊκός ποιμήν
των απλοϊκών προβάτων», εκδ. «Αστήρ» , απ’ όπου αντλήσαμε πολλές λεπτομέρειες
του βίου του αγίου ) .
Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε από
τον ιερέα παππού του , τον οποίο και συνόδευε στις λειτουργίες και στους
εσπερινούς που εκείνος τελούσε στα πολλά εξωκκλήσια, βοηθώντας τον στο Ιερό και
το ψαλτήρι και παρατηρώντας την ευλάβεια με την οποία ιερουργούσε. Έτσι και για
το μικρό Νικόλαο είχε εφαρμογή ο ευαγγελικός λόγος : δεν έφευγε από το ναό,
αλλά λάτρευε τον Θεό νύχτα και μέρα… ( Λουκ. 2, 37 ) . Ακόμα και τα παιχνίδια
του με τον τρόπο αυτό της ζωής του είχαν ταυτιστεί: Μάζευε τους μικρούς του
φίλους και παρίσταναν πως τελούν τη θεία Λειτουργία, μιμούμενοι τις κινήσεις
του ιερέα, ψάλλοντας ό,τι σαν παιδιά ήξεραν και στο τέλος ο Νικόλαος έκανε και
το «κήρυγμά» του! Του άρεσε να πηγαίνει στα εξωκκλήσια , να ανάβει τα καντήλια,
να «μιλάει» στο Χριστό, την Παναγία και τους αγίους και να ευφραίνεται
πνευματικά από την παρουσία τους.
Αυτή η ευλαβής ενασχόληση
είλκυσε πλουσιότερη τη χάρη του Θεού και τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα.
Είναι βεβαιωμένο, για παράδειγμα, το ακόλουθο περιστατικό: Ένα βράδυ
χειμωνιάτικο καθόταν μπροστά στο τζάκι του σπιτιού όλη η οικογένεια. Οι γονείς ανήσυχοι
συζητούσαν για την τύχη του καϊκιού τους που βρισκόταν σε ταξίδι στο
φουρτουνιασμένο Αιγαίο ή στη θάλασσα της Προποντίδας , πλέοντας προς την Πόλη.
Ο Νικόλαος , φωτισμένος από τον Θεό, είπε στους γονείς του: «Το καΐκι μιας “Ευαγγελίστρια”
αυτή τη στιγμή βυθίζεται κοντά στην Πόλη…». Τρομαγμένος ο πατέρας του λέει στη
γυναίκα του: «Τι λέει το παιδί;». Όπως αποδείχθηκε , ακριβώς εκείνη τη μέρα και
ώρα είχε βυθισθεί το καΐκι τους!
Από τη Νάξο στην Αθήνα
Η απώλεια του καϊκιού ,μαζί με
τους ναυτικούς του, στοίχισε συναισθηματικά στον πατέρα του παιδιού. Τον πήρε
«η κάτω βόλτα». Έχασε την υγεία του και σε σύντομο χρονικό διάστημα έφυγε από
την παρούσα ζωή, αφήνοντας χήρα την γυναίκα του , με το Νικόλαο τότε 14 ετών
και τη μικρότερη αδελφή του.
Έτσι πλέον , ορφανός από πατέρα
και πολύ νέος ο Νικόλαος βρέθηκε προστάτης της χήρας μητέρας και της αδελφής
του . Η ζωή στη Νάξο, χωρίς το καΐκι, ήταν δύσκολη. Η πρόνοια όμως του θεού
τους «μεταφύτεψε» στην Αθήνα για να
εξασφαλίσουν πόρους ζωής, επειδή εξαιτίας των αντίξοων περιστάσεων της εποχής
στερήθηκαν σύντομα και τα άλλα
περιουσιακά τους στοιχεία και επειδή άλλα ήταν τα σχέδια του Κυρίου για τον
αφοσιωμένο του δούλο Νικόλαο.
Φθάνοντας στην πρωτεύουσα
βρήκαν και εγκαταστάθηκαν σ’ ένα ταπεινό σπίτι μεταξύ του Άη Γιάννη της Πλάκας
και του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού , διότι στην περιοχή αυτή κατοικούσαν και
άλλοι Ναξιώτες , φτωχοί βιοπαλαιστές . Η Αθήνα τότε (γύρω στα 1870) είχε πολύ διαφορετική από τη σημερινή
μορφή. Ήταν κτισμένη γύρω από την Ακρόπολη, έφτανε ως τη σημερινή πλατεία
Ομονοίας , τον «Ευαγγελισμό», το «Παναθηναϊκό στάδιο», λίγο πιο κάτω από την
αρχή της λεωφόρου Συγγρού. Έξω από τα όρια αυτά υπήρχαν χωράφια, κήποι και
αμπέλια και αραιά και που κάποια σπίτια και εξωκκλήσια.
Η μητέρα του Νικολάου , η
Αυγουστίνα, επιδόθηκε σε σκληρό αγώνα για να ζήσει την οικογένειά της. Έκανε
όποια εργασία παρουσιαζόταν: Παραμάνα και οικιακή βοηθός σε ευκατάστατες
οικογένειες, κεντήτρια, εργάτρια σε κήπους και αμπελώνες. Όταν αυτό ήταν
δυνατόν, έπαιρνε μαζί της και τα δυό παιδιά, όχι μόνο για να την βοηθούν αλλά
και για ‘χει την επίβλεψή τους, φοβούμενη να τα αφήσει μόνα τους, μήπως και
αντιμετωπίσουν κάποιον από τους κινδύνους που ελλόχευαν στην πρωτεύουσα. Ήταν η
περίοδος άλλωστε που στην Αθήνα έκαναν την εισβολή φαινόμενα ξενότροπων ηθών
και ζωής, που έρχονταν σε αντίθεση με τα μέχρι τότε κρατούντα. Ο προκλητικός
πλούτος, το ευρωπαϊκό ντύσιμο, οι σπατάλες, η διαφθορά της άρχουσας τάξης από
τη μία και η καθημερινή αγωνία για τον επιούσιο της φτωχολογιάς από την άλλη,
σχημάτιζαν ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι παγίδες ήταν πολλές.
Ο Νικόλαος όμως έμεινε τελείως
ανεπηρέαστος από όλα αυτά. Οι αρχές και οι καλές συνήθειες, αποκτημένες από την
Νάξο από την πρώιμη παιδική ηλικία, βρήκαν και στην Αθήνα τον τρόπο να
καλλιεργηθούν περαιτέρω. Όταν δεν είχε βιοποριστικές ασχολίες, έτρεχε κοντά σε
κληρικούς και φωτισμένους μοναχούς για να ακούει πνευματικούς λόγους∙ σύχναζε σε ιερές Ακολουθίες και Αγρυπνίες∙
βοηθούσε τους ιερείς στο Άγιο Βήμα ή τους ψάλτες στο αναλόγιο. Την Κυριακή
συνήθως εκκλησιαζόταν στο ναό της Μεταμορφώσεως Πλάκας, προσφέροντας συνάμα
όποιο διακόνημα του ζητούσαν. Έτσι τρεφόταν πνευματικά, στερεωνόταν στην πίστη
, εμπέδωνε τα τὰ ἱερὰ γράμματα , τὰ δυνάμενά
σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν (Β΄ Τιμ.
3,15 ) και διαπίστωνε ότι ο Θεός τον
καλούσε στη διακονία της ιερωσύνης.
Γάμος και χειροτονία
Αλλά η μητέρα του ,επηρεασμένη
και από το παράδειγμα του πατέρα της, του αγαθού ιερέα Γιώργου Μελισσουργού,
επιθυμούσε να δει τον Νικόλαο έγγαμο κληρικό. Πράγμα που έγινε όταν μες στον
κύκλο τους βρέθηκε μια σεμνή κοπέλα από τα Κύθηρα, η Ελένη Προβελέγγιου. Και
την άνοιξη του 1879, σε ηλικία 28 ετών, τελέσθηκε ο γάμος τους στο ναό
Μεταμορφώσεως της Πλάκας, ενώ στις 28 Ιουλίου , τελέσθηκε ο γάμος τους στο ναό
Μεταμορφώσεως της Πλάκας , ενώ στις 28 Ιουλίου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε
διάκονος. Από την πρώτη στιγμή οι ενορίτες περιέβαλλαν με αγάπη και σεβασμό τον
νεαρό διάκονο, γνωστό τους άλλωστε από τη μέχρι τότε προσφορά των υπηρεσιών του
στο Ιερό και στο αναλόγιο. Αλλά και εκείνος ήταν ιδιαίτερα εξυπηρετικός προς
αυτούς στις θρησκευτικές τους ανάγκες.
Ο συζυγικός του όμως βίος πάνω
στο χρόνο δοκιμάστηκε σκληρά. Το 1880 η διακόνισσά του Ελένη, αφού γέννησε το
παιδί τους – στο οποίο δόθηκε το όνομα του παππού του Γιάννη – έφυγε ξαφνικά
από τη ζωή, ο δε Νικόλαος κλήθηκε να σηκώσει το σταυρό της χηρείας , όπως είχε
συμβεί και με τη μητέρα του, έχοντας και ένα παιδί –βρέφος. Εδώ φάνηκε η
απέραντη υπομονή και η εμπιστοσύνη του στην πρόνοια του Θεού, στην οποία
αφέθηκε αυτός και το παιδί του.
Και κατά πρώτον μοιράστηκε την
πατρική περιουσία, που είχε απομείνει, με την αδελφή του. Ύστερα; Γράφει η
βιογράφος του: «Δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν ένας πατριώτης του τον παρακάλεσε
να τον λυπηθή γιατί κινδύνευε η περιουσία του από χρέος . Αμέσως προσεφέρθη ο πονόψυχος
να βάλη την περιουσία του ενέχυρον, για να σωθή ο πλησίον του, ώσπου του
την επήρανε και ησύχασε. Απαλλαγείς λοιπόν από τις
κοσμικές και κτηματικές φροντίδες, επεδόθη εξ ολοκλήρου , ψυχή τε και σώματι,
εις την ζωήν των μεγάλων ασκητών της ερήμου, εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως των
Αθηνών.
Τι έκανε δηλαδή; Αφού ανέθεσε
τη φροντίδα του γιου του
(συνεχίζεται)
Πηγή: «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Ο προστάτης των εγγάμων
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ»
Ευαγγέλου Π. Λέκκου
θεολόγου
τ. Διευθυντού της Αποστολικής
Διακονίας
Εκδοτική παραγωγή ΣΑΙΤΗΣ