Τρίτη 2 Ιουνίου 2015
Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015
Ομιλίες για την Πεντηκοστή και το Αγιον Πνεύμα
Η Πεντηκοστή +Δημήτριος Παναγόπουλος
Περί της Πεντηκοστής. Δικαίος Εφραίμ
Εσπερινός της Πεντηκοστής.+Αθηνών Χριστόδουλος
Η Πεντηκοστή στην Θεία Λειτουργία.Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης
Περί της Πεντηκοστής. Δικαίος Εφραίμ
Εσπερινός της Πεντηκοστής.+Αθηνών Χριστόδουλος
Η Πεντηκοστή στην Θεία Λειτουργία.Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης
Εσπερινός Αγίου Πνεύματος-Πεντηκοστάριον-Στιχηρὰ Ἰδιόμελα
Ἦχος δ'
Παράδοξα
σήμερον, εἶδον τὰ ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυΐδ, ὅτε τὸ Πνεῦμα κατῆλθε τὸ
Ἅγιον ἐν πυρίναις γλώσσαις, καθὼς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο. Φησὶ
γάρ· Συνηγμένων τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,
ἐγένετο ἦχος, καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς, καὶ ἐπλήρωσε τὸν οἶκον, οὗ
ἦσαν καθήμενοι, καὶ πάντες ἤρξαντο φθέγγεσθαι, ξένοις ῥήμασι, ξένοις
δόγμασι, ξένοις διδάγμασι, τῆς ἁγίας Τριάδος. (Δίς)
Τὸ
Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἦν μὲν ἀεί, καὶ ἔστι, καὶ ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε
παυσόμενον, ἀλλ' ἀεὶ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συντεταγμένον, καὶ συναριθμούμενον,
ζωή, καὶ ζωοποιοῦν, φῶς, καὶ φωτὸς χορηγόν, αὐτάγαθον, καὶ πηγὴ
ἀγαθότητος· δι' οὗ Πατὴρ γνωρίζεται, καὶ
Υἱὸς δοξάζεται, καὶ παρὰ πάντων γινώσκεται· μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις, τῆς ἁγίας Τριάδος. (Δίς)
Τὸ
Πνεῦμα τὸ ἅγιον, φῶς, καὶ ζωή, καὶ ζῶσα πηγὴ νοερά, Πνεῦμα σοφίας,
Πνεῦμα συνέσεως, ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τὰ
πταίσματα, Θεός, καὶ θεοποιοῦν, πῦρ, ἐκ πυρὸς προϊόν, λαλοῦν, ἐνεργοῦν,
διαιροῦν τὰ χαρίσματα· δι' οὗ Προφῆται
ἅπαντες, καὶ Θεοῦ Ἀπόστολοι, μετὰ Μαρτύρων ἐστέφθησαν. Ξένον ἄκουσμα,
ξένον θέαμα, πῦρ διαιρούμενον, εἰς νομὰς χαρισμάτων.
(Δίς)
Δόξα... Καὶ νῦν... Ἦχος πλ. β'
Βασιλεῦ
οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ
πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθέ, καὶ
σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος, καὶ σῶσον ἀγαθὲ
τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κυριακή 31 Μαΐου 2015
Tα δικαιολογητικά που πρέπει να έχετε για να κάνετε θρησκευτικό γάμο
Ενώ η όλη διαδικασία ενός γάμου είναι τόσο όμορφη, το άχαρο κομμάτι της γραφειοκρατίας, μας χαλάει λίγο τη διάθεση. Για να κάνουμε τη ζωή σας πιο εύκολη σας δίνουμε τη λίστα με ότι χρειάζεται.
1. Πιστοποιητικό γέννησης (εκδίδεται από τα Κ.Ε.Π ή το Δήμο όπου ανήκετε). Χρειάζεται αστυνομική ταυτότητα.
2. Πιστοποιητικό αγαμίας (εκδίδεται από την ενορία όπου ανήκει ο καθένας χωριστά) Απαιτούμενα δικαιολογητικά:
2. Πιστοποιητικό αγαμίας (εκδίδεται από την ενορία όπου ανήκει ο καθένας χωριστά) Απαιτούμενα δικαιολογητικά:
∙ πιστοποιητικό γέννησης
∙ αστυνομική ταυτότητα
∙ δύο μάρτυρες (όχι συγγενείς 1ου - 2ου βαθμού) με τις αστυνομικές ταυτότητες τους
∙ δήλωση του νόμου 105 από τους μάρτυρες ότι είστε άγαμοι και δεν είστε συγγενείς μεταξύ σας
∙ εάν έχετε κάνει μεταξύ σας πολιτικό γάμο πριν χρειάζεται ληξιαρχική πράξη του πολιτικού γάμου
∙ εάν έχετε κάνει άλλο γάμο πριν και έληξε χρειάζεται
διαζευκτήριο από το γραφείο διαζυγίων της αρχιεπισκοπής η πιστοποιητικό
χηρείας για θάνατο.
3. Θα πρέπει να δημοσιεύσετε την αναγγελία του γάμου σας σε ημερήσια εφημερίδα της πόλης σας.
4. Παράβολο χαρτοσήμου (από δημόσιο ταμείο ή εφορία).
5. Πηγαίνετε στην εκκλησία, όπου θα τελεστεί ο γάμος σας, με τα παρακάτω δικαιολογητικά για τις άδειες γάμου:
∙ πιστοποιητικά αγαμίας και των δύο
∙ το φύλλο της εφημερίδας όπου δημοσιεύσατε την αναγγελία του γάμου σας
∙ το παράβολο
∙ αστυνομικές ταυτότητες
Εκεί θα σας ετοιμάσει ο εφημέριος - υπεύθυνος ιερέας τα χαρτιά για την άδεια γάμου και θα υπογράψετε την αμετάκλητη δήλωση για το επώνυμο των παιδιών.
6. Με όλα τα παραπάνω δικαιολογητικά θα πάτε στην Αρχιεπισκοπή της ενορίας που θα γίνει ο γάμος και θα τα καταθέσετε για να επικυρωθεί η άδεια γάμου που πρέπει να εκτελεστεί μέσα σε έξι μήνες, διαφορετικά χρειάζεται ανανέωση.
7. Αν θέλετε να πάρετε το όνομα του συζύγου σας θα πρέπει να απευθυνθείτε σε δικαστική αρχή. ( Με υπάρχον νόμο που θεσπίστηκε στη δεκαετία του 80 η γυναίκα μπορεί και διατηρεί το πατρικό της επίθετο).
8. Τέλος υπάρχει περίπτωση η εκκλησία να ζητήσει από τους μελλόνυμφους να κάνουν εξετάσεις αίματος, για στίγμα
Σάββατο 30 Μαΐου 2015
Μια χώρα γερνάει H Γερμανία «παγκόσμια πρωταθλήτρια υπογεννητικότητας»
Αμβούργο
H
Ιαπωνία φαίνεται πως χάνει την παγκόσμια αρνητική πρωτιά: η χώρα με το
μεγαλύτερο πρόβλημα υπογεννητικότητας είναι πλέον η Γερμανία, δείχνει
νέα μελέτη. Οι συντάκτες της προειδοποιούν μάλιστα για επιπτώσεις από τη
γήρανση του πληθυσμού, και καλούν για μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών
στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με την έκθεση της γερμανικής BDO, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείας λογιστικού ελέγχου παγκοσμίως, την τελευταία πενταετία γεννήθηκαν στη Γερμανία 8,2 παιδιά ανά 1.000 κατοίκους. Στην Ιαπωνία καταγράφηκαν το ίδιο διάστημα 8,4 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους.
Στην Ευρώπη, δεύτερη σε υπογεννητικότητα έρχεται η Πορτογαλία με 9,0 γεννήσεις και ακολουθεί η Ιταλία με 9,0.
Τα υψηλότερα επίπεδα υπογεννητικότητας καταγράφονται στην Αφρική, με τον Νίγηρα να βρίσκεται στην κορυφή της λίστα με 50 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους την τελευταία πενταετία.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έκθεσης, ο Χένινγκ Βέπελ, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών στο Αμβούργο, προειδοποίησε ότι η πτώση της γεννητικότητας απειλεί να μειώσει το ποσοστό του εν δυνάμει ενεργού πληθυσμού -τα άτομα 20 έως 65 ετών- από το 61 στο 54 τοις εκατό έως το 2030.
Ο Άρνο Προμπστ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της BDO, επισήμανε από την πλευρά του ότι οι γερμανοί εργοδότες θα επιβαρυνθούν με αυξημένα έξοδα μισθοδοσίας ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού.
Ο Προμπστ εκτίμησε ότι η χώρα θα χρειαστεί περισσότερους μετανάστες για να αναπληρώσει το κενό, καθώς και περισσότερες εργαζόμενες γυναίκες.
Μόνο το 2012, οι λεγόμενοι «μόνιμοι μετανάστες» που έφτασαν τη Γερμανία έφτασαν τους 400.000.
Σύμφωνα με την έκθεση της γερμανικής BDO, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείας λογιστικού ελέγχου παγκοσμίως, την τελευταία πενταετία γεννήθηκαν στη Γερμανία 8,2 παιδιά ανά 1.000 κατοίκους. Στην Ιαπωνία καταγράφηκαν το ίδιο διάστημα 8,4 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους.
Στην Ευρώπη, δεύτερη σε υπογεννητικότητα έρχεται η Πορτογαλία με 9,0 γεννήσεις και ακολουθεί η Ιταλία με 9,0.
Τα υψηλότερα επίπεδα υπογεννητικότητας καταγράφονται στην Αφρική, με τον Νίγηρα να βρίσκεται στην κορυφή της λίστα με 50 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους την τελευταία πενταετία.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έκθεσης, ο Χένινγκ Βέπελ, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών στο Αμβούργο, προειδοποίησε ότι η πτώση της γεννητικότητας απειλεί να μειώσει το ποσοστό του εν δυνάμει ενεργού πληθυσμού -τα άτομα 20 έως 65 ετών- από το 61 στο 54 τοις εκατό έως το 2030.
Ο Άρνο Προμπστ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της BDO, επισήμανε από την πλευρά του ότι οι γερμανοί εργοδότες θα επιβαρυνθούν με αυξημένα έξοδα μισθοδοσίας ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού.
Ο Προμπστ εκτίμησε ότι η χώρα θα χρειαστεί περισσότερους μετανάστες για να αναπληρώσει το κενό, καθώς και περισσότερες εργαζόμενες γυναίκες.
Μόνο το 2012, οι λεγόμενοι «μόνιμοι μετανάστες» που έφτασαν τη Γερμανία έφτασαν τους 400.000.
Newsroom ΔΟΛ
Ο πλούσιος από το Ντητρόιτ κι ένα όραμα του Γέροντος Εφραίμ ( π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος )
Δημοσιεύθηκε: 26 Μαΐου 2015 Κατηγορίες: Γέρ. Εφραίμ Αμερικής
O π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος διηγείται…
Όταν τον Φεβρουάριο, πήγα στην Αμερική στην Αριζόνα, και είδα το γέροντά μου, μου έκανε μια ερώτηση, μου είπε «προσφέρεις πενήντα χρόνια τον λόγο του Θεού, και από ότι ξέρω από την πρώτη μέρα που έγινες διάκονος, άρχισες να κάνεις κηρύγματα εις την Νέα Μηχανιώνα. Και τα συνεχίζεις μέχρι σήμερα, πενήντα ολόκληρα χρόνια. Έγραψες και βιβλία πολύ ωφέλιμα. Μπορεί να έσωσες και εκατό χιλιάδες ψυχές και διακόσιες. Συ όμως, θα σωθείς ή θα κολασθείς;» Θέλετε να το επαναλάβω; Τον κοίταξα με βουβό το στόμα και το επαναλαμβάνει «παπά μου, συ θα σωθείς ή θα κολασθείς;»
Όταν τον Φεβρουάριο, πήγα στην Αμερική στην Αριζόνα, και είδα το γέροντά μου, μου έκανε μια ερώτηση, μου είπε «προσφέρεις πενήντα χρόνια τον λόγο του Θεού, και από ότι ξέρω από την πρώτη μέρα που έγινες διάκονος, άρχισες να κάνεις κηρύγματα εις την Νέα Μηχανιώνα. Και τα συνεχίζεις μέχρι σήμερα, πενήντα ολόκληρα χρόνια. Έγραψες και βιβλία πολύ ωφέλιμα. Μπορεί να έσωσες και εκατό χιλιάδες ψυχές και διακόσιες. Συ όμως, θα σωθείς ή θα κολασθείς;» Θέλετε να το επαναλάβω; Τον κοίταξα με βουβό το στόμα και το επαναλαμβάνει «παπά μου, συ θα σωθείς ή θα κολασθείς;»
Πριν από χρόνια, μου είπε, πήγα στο Ντητρόιτ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν ογδοντάχρονο, ο οποίος δεν ήθελε εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είδε. Εγώ άρπαξα όμως την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την εξομολόγηση. Και είπε, και είπε, και είπε αυτός ο ογδοντάχρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, λέει, όχι μέσ’ την εκκλησία, ούτε έξω καν. Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες. Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω μέσα, τη συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίσιν του Αγίου Θεού.
Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει … Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα. Αυτός κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος. Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς από την χαρά του την πολλή, γιατί ξελάφρωσε, πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά», και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήτο Ελληνοαμερικανός.
…Και από τα πολλά πηδήματα και την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει, «Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ. Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ», και πέθανε.
Θάνατος οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου.
Ένα όραμα του γέροντα Εφραίμ
Ένα όραμα του γέροντα Εφραίμ
Κάποτε ο γέροντάς μου, ο πατήρ Εφραίμ, είδε το εξής φοβερόν όραμα. Βρέθηκα, μας διηγείται, όπως μας το διηγείται, -μας το έχει διηγηθεί πέντε δέκα φορές μέχρι τώρα,- σε ένα απέραντο τόπο, όπου υπήρχαν χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι, πάσης ηλικίας και φύλου. Και μπροστά σ’ αυτό το πλήθος, στεκόμουν και γώ. Απέναντι από μένα βρισκόταν ένας γίγαντας, ένας δαιμόνιος άνθρωπος, ένας φοβερός κατήγορος, έτοιμος να κατηγορήσει, και να τους καταδικάσει όλους, με επιχειρήματα σατανικά. Επιχειρήματα που του έδιδε αυτό το πλήθος. Το αξιοπερίεργον λοιπόν ήτο, ότι όλο αυτό το πλήθος, ήταν βουβό, είχαν μεν όλοι στόματα, όπως και μάτια και τα λοιπά και πρόσωπο, αλλά το στόμα τους ήταν κλειστό. Ήταν όλοι τους μουγγοί. Διότι όλοι τους ήσαν αναπολόγητοι σ’ αυτή την κρίση που γινόταν, σ’ αυτό το δικαστήριο. Και τώρα τι θα γίνει; Τι πρέπει να κάνω εγώ; Και αμέσως του λέγω θαρρετά. Ο γέροντας, λέει θαρρετά, στον δαιμόνιο αυτόν άνθρωπο. Δεν μπορείς να τους καταδικάζεις όλους αυτούς τους ανθρώπους εσύ, επειδή συ έτσι το θέλεις! Εκεί τότε εκείνο το φοβερό δαιμόνιο, άρχισε να κατηγορεί τον καθέναν χωριστά, για τα αμαρτήματά του. Και πρώτον, διότι δεν είχε κανείς μετάνοια. Το επαναλαμβάνω σε όλους. Δεν είχε κανείς μετάνοια! Δεύτερον, τρίτον, τέταρτον, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο, δέκατο, θα απαριθμήσω μερικά απ’ αυτά. Ο ένας ήταν κλέπτης. Ο άλλος, μέρα νύχτα έλεγε ψέματα. Ο άλλος ήταν υπερήφανος. Και για να μη λέω ο άλλος, ο άλλος, λέω, εγωιστής, κενόδοξος, πόρνος, μοιχός, παιδεραστής, ομοφυλόφιλος, φονιάς, πατροκτόνος, μητροκτόνος, εκτρώσεις, αρσενοκοιτία, μέθυσοι χαρτοπαίκτες, λίδοροι, μαλακοί, δειλοί, φιλάργυροι, οργίλοι, θυμώδεις, κατακριτές, κουτσομπόληδες, αργολόγοι, αιμομίχτες, φθονεροί, ζηλιάρηδες, άδικοι, άρπαγες, δόλιοι, πονηροί, χωρίς προσευχή, χωρίς εκκλησιασμό, χωρίς εξομολόγηση και μετάνοια, χωρίς Θεία Κοινωνία, ανελεήμονες, άσπλαχνοι, άστοργοι, ασεβείς προς τους γονείς και μεγαλυτέρους, κακούργοι, αναρχικοί, ανήθικοι, αργόσχολοι, σκληροτράχηλοι, αγνώμονες, αχάριστοι, θέλετε να πω και άλλα; Και γώ, λέει ο γέροντας, τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς. Να τι κάνει το κομποσχοινάκι σας! Α, πούντα; Να τι κάνει η προσευχή. Να τι κάνει η αγιασμένη ζωή, να τι κάνει η παρρησία προς το Θεό! Υπερασπίζεσαι τον άνθρωπο που είναι αμετανόητος. Και τους παίρνεις φώς! Και θείον φόβον! Για να έρθει στη μετάνοια ! Και όμως αυτός τους καταδίκαζε, με βάση την Αγία Γραφή διότι όλες αυτές οι αμαρτίες που ανέφερα, είναι όντως γραμμένες, σε ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και στο Ευαγγέλιο. Και συνεχίζει ο γέροντας: Κι όμως εγώ τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς, επικαλούμενος την ευσπλαχνία του Θεού, την άκρα μακροθυμία Του και το έλεός Του. Όχι, φώναζε αυτός, θα καταδικαστούν όλοι τους, στους αιώνας των αιώνων, διότι δεν είχαν μετάνοια ειλικρινή, θείον φόβον, αγάπη, μυστήρια, προσευχή, ελεημοσύνη, θεία μυστήρια, και δε συγχωρούσε ο ένας τον άλλον. Και άμα ξέρετε, θυμώσουμε λιγάκι, κατεβάζουμε μια μούρη μέχρι κει κάτω, έτσι, μέχρι κει κάτω πάει η μούρη μας. Ιδίως μεταξύ των συζύγων. Μη παρεξηγείται κανένας. Και μεταξύ φίλων, και μεταξύ συνεργατών, και μεταξύ γειτόνων, και μεταξύ παπάδων, και μεταξύ δεσποτάδων, και μεταξύ μοναχών, και μεταξύ όλων ημών. Έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους μουγκούς και βουβούς, και τους λυπόμουνα κατάβαθα. Δεμένες οι γλώσσες τους. Κλειστά τα στόματά τους. Και όμως εγώ δεν σταματούσα να αντιμάχομαι, -προσέξτε τώρα με τι αντιμάχομαι,- όχι εγώ, ο γέροντας. Με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, μετάνοιες, κομποσχοίνι, ελεημοσύνη, εγκράτεια, δάκρυα παρακλητικά προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν και την Παναγία Μητέρα Του. Και ενώ συνεχώς μαχόμουν μαζί του, λέγοντας αυτός τα δικά του, και ’γω αντιλέγοντας, υπερασπιζόμενος όλους αυτούς, ακριβώς τότε, από τις πολλές φορές, που έλεγε κείνος και έλεγε και ο γέροντας, ήλθε εις εαυτόν. Και ερχόμενος εις εαυτόν, είπα. «Και τώρα τι γίνεται; Παναγία μου φώναξα μέσα στο κελί μου, Χριστέ μου, σε τι μέρες ζούμε; Χάνονται εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ψυχές. Χριστέ μου, πού πάμε; Πού πάμε; Πού πάμε;
Η ώρα του θανάτου έρχεται, οι άνθρωποι και μείς μαζί τους περπατάμε αδιάφοροι. Μας κατέλαβε όλους μια απέραντη πνευματική νάρκη και ραθυμία. Ούτε πίστις, ούτε Θεός, ούτε αγάπη, ούτε έλεος προς τον πλησίον, ούτε συμμετοχή στα άγια μυστήρια, ούτε προσευχή, ούτε μετάνοια, ούτε δάκρυα. Πώς θα σώσουμε; Πώς;
ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Σχετικὰ μὲ τὸ δῶρο τοῦ Παρακλήτου τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τρία πράγματα εἶναι ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακά:
Πρῶτο,
εἶναι ἕνα δῶρο σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ: «καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» Τὸ δῶρο ἢ χάρισμα τοῦ Πνεύματος δὲν ἀπονέμεται μόνο στοὺς ἐπισκόπους καὶ τὸν κλῆρο,
ἀλλὰ σὲ κάθε βαπτισμένο.
Ὅλοι εἶναι Πνευματοφόροι, ὅλοι εἶναι -μὲ τὴν κατάλληλη ἔννοια τῆς λέξης -«χαρισματικοί».
εἶναι ἕνα δῶρο σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ: «καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» Τὸ δῶρο ἢ χάρισμα τοῦ Πνεύματος δὲν ἀπονέμεται μόνο στοὺς ἐπισκόπους καὶ τὸν κλῆρο,
ἀλλὰ σὲ κάθε βαπτισμένο.
Ὅλοι εἶναι Πνευματοφόροι, ὅλοι εἶναι -μὲ τὴν κατάλληλη ἔννοια τῆς λέξης -«χαρισματικοί».
Δεύτερο
εἶναι ἕνα δῶρο ἑνότητας:
«ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ»
. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάνει τοὺς πολλοὺς νὰ εἶναι ἕνα Σῶμα ἐν Χριστῷ.
Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος τὴν Πεντηκοστὴ ἀντιστρέφει τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πύργου τῆς Βαβὲλ. Ὅπως λέμε στὸ Κοντάκιο τῆς Γιορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς:
εἶναι ἕνα δῶρο ἑνότητας:
«ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ»
. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάνει τοὺς πολλοὺς νὰ εἶναι ἕνα Σῶμα ἐν Χριστῷ.
Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος τὴν Πεντηκοστὴ ἀντιστρέφει τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πύργου τῆς Βαβὲλ. Ὅπως λέμε στὸ Κοντάκιο τῆς Γιορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς:
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος·
ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε·
καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ πανάγιον Πνεῦμα.
Τὸ Πνεῦμα φέρνει ἑνότητα καὶ ἀμοιβαία κατανόηση, ἱκανώνοντάς μας νὰ μιλᾶμε «ἐν μιᾷ φωνῇ».
Μεταμορφώνει τὰ ἄτομα σὲ πρόσωπα.
Γιὰ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν περίοδο ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστή, λέγεται ὅτι «εἶχον ἅπαντα κοινὰ» καὶ ὅτι «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία»· κι αὐτὸ θάπρεπε νάναι τὸ σημάδι τῆς κοινότητας τοῦ Χριστοῦ τῆς Πεντηκοστῆς σὲ κάθε ἐποχή.
Τρίτο,
τὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι ἕνα δῶρο διαφοροποίησης· οἱ γλῶσσες τῆς φωτιᾶς «διαμερίζονται» ἢ «χωρίζονται» καὶ κατανέμονται ἄμεσα στὸν καθένα.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν μᾶς κάνει μόνο ὅλους ἕνα, ἀλλά κάνει καὶ τὸν καθένα μας διαφορετικό.
Στὴν Πεντηκοστὴ ἡ πολλαπλότητα τῶν γλωσσῶν δὲν καταργήθηκε ἀλλὰ ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ· ὅπως προηγουμένως, ὁ καθένας μιλοῦσε στὴ δική του γλώσσα, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος ὁ καθένας μποροῦσε νὰ καταλάβει τοὺς ἄλλους.
Γιὰ μένα τὸ νὰ εἶμαι Πνευματοφόρος σημαίνει ν’ ἀντιλαμβάνομαι ὅλα τὰ διακριτικὰ χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητάς μου· σημαίνει νὰ γίνω ἀληθινὰ ἐλεύθερος, ἀληθινὰ ὁ ἑαυτός μου μέσα στὴ μοναδικότητά μου.
Ἡ ζωὴ μέσα στὸ Πνεῦμα ἔχει μια ἀνεξάντλητη ποικιλία·
εἶναι σφάλμα καὶ ὄχι ἁγιότητα,
ὅτι εἶναι ἀνιαρὴ καὶ μονότονη.
Ὅπως συνήθιζε νὰ παρατηρεῖ μὲ ἀνία ἕνας φίλος μου ἱερέας, ποὺ ἀφιέρωνε πολλὲς ὧρες κάθε μέρα ἀκούγοντας ἐξομολογήσεις: «τί κρίμα ποὺ δὲν ὑπάρχουν καινουργια ἁμαρτήματα!»
Ὑπάρχουν, ὅμως, πάντα νέες μορφὲς ἁγιότητας.
Μεταμορφώνει τὰ ἄτομα σὲ πρόσωπα.
Γιὰ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν περίοδο ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστή, λέγεται ὅτι «εἶχον ἅπαντα κοινὰ» καὶ ὅτι «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία»· κι αὐτὸ θάπρεπε νάναι τὸ σημάδι τῆς κοινότητας τοῦ Χριστοῦ τῆς Πεντηκοστῆς σὲ κάθε ἐποχή.
Τρίτο,
τὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι ἕνα δῶρο διαφοροποίησης· οἱ γλῶσσες τῆς φωτιᾶς «διαμερίζονται» ἢ «χωρίζονται» καὶ κατανέμονται ἄμεσα στὸν καθένα.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν μᾶς κάνει μόνο ὅλους ἕνα, ἀλλά κάνει καὶ τὸν καθένα μας διαφορετικό.
Στὴν Πεντηκοστὴ ἡ πολλαπλότητα τῶν γλωσσῶν δὲν καταργήθηκε ἀλλὰ ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ· ὅπως προηγουμένως, ὁ καθένας μιλοῦσε στὴ δική του γλώσσα, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος ὁ καθένας μποροῦσε νὰ καταλάβει τοὺς ἄλλους.
Γιὰ μένα τὸ νὰ εἶμαι Πνευματοφόρος σημαίνει ν’ ἀντιλαμβάνομαι ὅλα τὰ διακριτικὰ χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητάς μου· σημαίνει νὰ γίνω ἀληθινὰ ἐλεύθερος, ἀληθινὰ ὁ ἑαυτός μου μέσα στὴ μοναδικότητά μου.
Ἡ ζωὴ μέσα στὸ Πνεῦμα ἔχει μια ἀνεξάντλητη ποικιλία·
εἶναι σφάλμα καὶ ὄχι ἁγιότητα,
ὅτι εἶναι ἀνιαρὴ καὶ μονότονη.
Ὅπως συνήθιζε νὰ παρατηρεῖ μὲ ἀνία ἕνας φίλος μου ἱερέας, ποὺ ἀφιέρωνε πολλὲς ὧρες κάθε μέρα ἀκούγοντας ἐξομολογήσεις: «τί κρίμα ποὺ δὲν ὑπάρχουν καινουργια ἁμαρτήματα!»
Ὑπάρχουν, ὅμως, πάντα νέες μορφὲς ἁγιότητας.
Μια εναλλακτική σελίδα για την ομοφυλοφιλία
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Χαίρετε!
Επικοινωνούμε μαζί σας, για να σας γνωρίσουμε την ύπαρξη του καινούργιου ιστοτόπου μας Omofylofilia.gr.
Πρόκειται για μία ατελή προσωπική προσπάθεια να μιλήσουμε για μία
κατηγορία προσώπων, που, ενώ επιθυμούν να ζήσουν εν Χριστώ μέσα στην
Ορθόδοξη Εκκλησία μας, φέρουν το μεγάλο σταυρό της ομοφυλοφιλίας.
Η
στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία είναι ξεκάθαρη
και συνοψίζεται στους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Μην πλανάσθε… Οι
άντρες που κοιμούνται με άντρες… δε θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του
Θεού. Και τέτοιοι ήσασταν κάποιοι από εσάς. Αλλά καθαριστήκατε, αλλά
αγιασθήκατε, αλλά δικαιωθήκατε στο όνομα του Κυρίου Ιησού και με το
Πνεύμα του Θεού μας» (Α΄ Προς Κορινθίους 6:9-11).
Γνωρίζοντας
το θανάσιμο κίνδυνο που αποτελούν για την ψυχή οι ομοφυλοφιλικές
πράξεις, αλλά ομολογώντας και το άπειρο έλεος του Θεού που μπορεί να
μεταμορφώσει τον άνθρωπο, αποφασίσαμε με την ευλογία του πνευματικού μας
να δημιουργήσουμε ένα μικρό ιστολόγιο, όπου θα μιλάμε ακριβώς για αυτό:
την υπέρβαση της ομοφυλοφιλίας μέσα από μία αγία ασκητική ζωή εν Χριστώ
Ιησού.
Δυστυχώς, η ποιμαντική της
Εκκλησίας μας προς τους ομοφυλόφιλους (όπως άλλωστε και προς τους
ετεροφυλόφιλους) είναι ελάχιστα γνωστή. Στο πλαίσιο αυτό, θα θέλαμε και
εμείς, ως μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να δώσουμε τη μαρτυρία μας για
τη σώζουσα εναλλακτική επιλογή, που υπάρχει για τους ομοφυλόφιλους και
ακούει στο όνομα Ιησούς Χριστός. Γράφοντας σχετικά κείμενα,
σταχυολογώντας Ορθόδοξα άρθρα ποιμαντικής, αλλά και προσαρμόζοντας στο
Ορθόδοξο πνεύμα αντίστοιχα κείμενα ξένων ομολογιών, επιθυμούμε να
δώσουμε στους ομοφυλόφιλους αδελφούς μας την ελπίδα μιας νέας ζωής.
Αναγνωρίζουμε
ότι η προσπάθειά μας έχει πολλές ελλείψεις και αδυναμίες. Ωστόσο, είναι
αυτή τη στιγμή η μόνη οργανωμένη Ορθόδοξη διαδικτυακή προσπάθεια
επανευαγγελισμού των ομοφυλοφίλων στο ελληνικό διαδίκτυο. Θα θέλαμε
λοιπόν να ζητήσουμε τις προσευχές σας ώστε να μετανοούμε και με τη θεία
βοήθεια να κηρύττουμε το έλεος και να μην κρύπτουμε την ευεργεσία της
σωστικής δύναμης του Τριαδικού Θεού μας.
Αντιλαμβάνεστε ότι ελπίδα να διαφημιστούμε στην Google ή
στα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν υπάρχει. Γι’ αυτό
απευθυνόμαστε σε εσάς και σας ζητούμε, στο βαθμό που το κρίνετε σύμφωνο
με τους σκοπούς του ιστοτόπου σας, να προσθέστε ένα μικρό σύνδεσμο προς
το Omofylofilia.gr και να συμβάλετε έτσι κι εσείς στην προσπάθεια να σωθούν κάποιοι πονεμένοι αδελφοί μας.
Ευχαριστούμε θερμά για τη συμπαράσταση.
Για το Omofylofilia.gr
Ιωάννης Δ.
Ο Απόστολος της Κυριακής 31 Μαΐου 2015 - Της Πεντηκοστής
Καὶ ἔξαφνα
ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν βοή,
σὰν νὰ φυσᾷ
δυνατὸς ἄνεμος,
ὁ ὁποῖος ἐγέμισε
ὅλο τὸ σπίτι
ὅπου ἐκάθοντο.
Πράξεις Αποστόλων (β΄1-11)
Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό.
Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς
ἀποφθέγγεσθαι.
Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό.
Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς
ἀποφθέγγεσθαι.
Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τις ημέρες ἐκείνες, όταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦσαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸ ἴδιο μέρος. Καὶ ἔξαφνα ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν βοή, σὰν νὰ φυσᾷ δυνατὸς ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐγέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου ἐκάθοντο. Καὶ παρουσιάσθησαν γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς νὰ διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ κάθεται εἰς τὸν καθένα μία, καὶ ἐπληρώθησαν ὅλοι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ἄλλας γλώσσας καθὼς τὸ Πνεῦμα τοὺς ἔδινε δύναμιν λόγου.
Κατοικοῦσαν δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ κάθε ἔθνος ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Ὅταν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτή, ἐμαζεύθηκε πλῆθος καὶ ἦσαν ὅλοι κατάπληκτοι, διότι ὁ καθένας τοὺς ἄκουε νὰ μιλοῦν τὴν δικήν του γλῶσσαν. Καὶ ἐξεπλήσσοντο ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Δὲν εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν Γαλιλαῖοι; Πῶς συμβαίνει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας εἰς τὴν δικήν μας μητρικὴν γλῶσσαν; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ οἱ κατοικοῦντες τῆν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Παμφυλίαν, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης, ἡ ὁποία ἐκτείνεται πρὸς τὴν Κυρήνην, καὶ οἱ ἐδῶ ἐγκατεστημένοι Ρωμαῖοι καὶ Ἰουδαῖοι καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν στὶς δικές μας γλῶσσες διὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ».
Τις ημέρες ἐκείνες, όταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦσαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸ ἴδιο μέρος. Καὶ ἔξαφνα ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν βοή, σὰν νὰ φυσᾷ δυνατὸς ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐγέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου ἐκάθοντο. Καὶ παρουσιάσθησαν γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς νὰ διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ κάθεται εἰς τὸν καθένα μία, καὶ ἐπληρώθησαν ὅλοι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ἄλλας γλώσσας καθὼς τὸ Πνεῦμα τοὺς ἔδινε δύναμιν λόγου.
Κατοικοῦσαν δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ κάθε ἔθνος ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Ὅταν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτή, ἐμαζεύθηκε πλῆθος καὶ ἦσαν ὅλοι κατάπληκτοι, διότι ὁ καθένας τοὺς ἄκουε νὰ μιλοῦν τὴν δικήν του γλῶσσαν. Καὶ ἐξεπλήσσοντο ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Δὲν εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν Γαλιλαῖοι; Πῶς συμβαίνει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας εἰς τὴν δικήν μας μητρικὴν γλῶσσαν; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ οἱ κατοικοῦντες τῆν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Παμφυλίαν, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης, ἡ ὁποία ἐκτείνεται πρὸς τὴν Κυρήνην, καὶ οἱ ἐδῶ ἐγκατεστημένοι Ρωμαῖοι καὶ Ἰουδαῖοι καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν στὶς δικές μας γλῶσσες διὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ».
Ευαγγέλιο της Κυριακής 31 Μαΐου 2015 - Της Πεντηκοστής
Ἐκεῖνος
ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ
δὲν θὰ περπατήσῃ
εἰς τὸ σκοτάδι
ἀλλὰ θὰ ἔχῃ
τὸ φῶς
τῆς ζωῆς.
Κατά Ιωάννην (ζ΄ 37-52, η΄ 12)
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς
καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων
εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν
ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ
πιστεύοντες
εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη.
Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυὶδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυὶδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας.
Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη.
Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυὶδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυὶδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας.
Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τόν καιρό ἐκείνο, τὴν τελευταίαν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς ἑορτῆς, ἐστάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐφώναξε δυνατά, «Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ’ ἐμὲ καὶ ἂς πιῇ. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμέ, καθὼς εἶπε ἡ γραφή, «Θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ». Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔπαιρναν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευαν σ’ αὐτόν· διότι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ.
Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἀκουσαν αὐτά, ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Προφήτης», ἄλλοι ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ἄλλοι ἔλεγαν, «Μήπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Δὲν εἶπε ἡ γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαυΐδ καὶ ἀπὸ τὴν κωμόπολιν Βηθλεὲμ ὅπου ἦτο ὁ Δαυΐδ;». Ἔγινε λοιπὸν διχασμὸς γι’ αὐτὸν μεταξὺ τοῦ πλήθους. Μερικοὶ ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε χέρι ἐπάνω του.
Τότε ἐπέστρεψαν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶπαν, «Γιατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε;». Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται, «Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐμίλησε ποτὲ ὅπως μιλεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». Οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ἀπεκρίθησαν, «Μήπως καὶ σεῖς ἔχετε πλανηθῆ; Ἐπίστεψε σ’ αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἢ τοὺς Φαρισαίους; Ὅσο γι’ αὐτὸν τὸν ὄχλον, ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμον εἶναι καταραμένος». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει εἰς αὐτὸν τὴν νύχτα καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, «Καταδικάζει ἄνθρωπον, ὁ νόμος μας ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προηγουμένως καὶ μάθῃ τί ἔκανε;». Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν, «Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐρεύνησε καὶ θὰ ἰδῇς, ὅτι δὲν ἔχει ἔλθει προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν».
Πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐμίλησε καὶ εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήσῃ εἰς τὸ σκοτάδι ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ φῶς τῆς ζωῆς».
Τόν καιρό ἐκείνο, τὴν τελευταίαν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς ἑορτῆς, ἐστάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐφώναξε δυνατά, «Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ’ ἐμὲ καὶ ἂς πιῇ. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμέ, καθὼς εἶπε ἡ γραφή, «Θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ». Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔπαιρναν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευαν σ’ αὐτόν· διότι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ.
Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἀκουσαν αὐτά, ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Προφήτης», ἄλλοι ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ἄλλοι ἔλεγαν, «Μήπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Δὲν εἶπε ἡ γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαυΐδ καὶ ἀπὸ τὴν κωμόπολιν Βηθλεὲμ ὅπου ἦτο ὁ Δαυΐδ;». Ἔγινε λοιπὸν διχασμὸς γι’ αὐτὸν μεταξὺ τοῦ πλήθους. Μερικοὶ ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε χέρι ἐπάνω του.
Τότε ἐπέστρεψαν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶπαν, «Γιατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε;». Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται, «Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐμίλησε ποτὲ ὅπως μιλεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». Οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ἀπεκρίθησαν, «Μήπως καὶ σεῖς ἔχετε πλανηθῆ; Ἐπίστεψε σ’ αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἢ τοὺς Φαρισαίους; Ὅσο γι’ αὐτὸν τὸν ὄχλον, ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμον εἶναι καταραμένος». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει εἰς αὐτὸν τὴν νύχτα καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, «Καταδικάζει ἄνθρωπον, ὁ νόμος μας ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προηγουμένως καὶ μάθῃ τί ἔκανε;». Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν, «Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐρεύνησε καὶ θὰ ἰδῇς, ὅτι δὲν ἔχει ἔλθει προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν».
Πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐμίλησε καὶ εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήσῃ εἰς τὸ σκοτάδι ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ φῶς τῆς ζωῆς».
Τὸ κούρσεμα τῆς Πόλης, Φώτης Κόντογλου
Σὰν πατήθηκε πειὰ ἡ πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ καὶ σκοτώθηκε ὁ βασιλιᾶς, οἱ Τοῦρκοι
γιουργιάρανε μέσα στὴν Πόλη σὰν τ᾿ ἀγριεμένο ξεροπόταμο ποὺ κατεβαίνει στενεμένο
ἀνάμεσα στ᾿ ἀψηλὰ βράχια, ὓστερ᾿ ἀπὸ νεροποντή. Δὲ μπαίνανε ἑκατὸ-ἑκατό, μηδὲ
διακόσιοι, μὰ χιλιάδα ἀπάνω στὴ χιλιάδα. Τέτοια ἤτανε ἡ μανία τους μὴ δὲν
προφτάξουνε νὰ κουρσέψουνε, ποὺ ἀπ᾿ τὸ στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους καὶ
πολλοὶ σκάσανε ποδοπατημένοι ἀπ᾿ τοὺς δικούς τους. Καὶ σὰ μπαίνανε μέσα στὸ
κάστρο, σκορπίζανε ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας ὅποιον
βρίσκανε μπροστά τους, εἴτε γυναίκα, εἴτε παιδί, εἴτε ἄντρα.
Τὸ μεγάλο μακελειὸ βάσταξε ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἴσαμε τὸ μεσημέρι.
Πολλοὶ χριστιανοὶ κρυφτήκανε μέσα σὲ λαγούμια καὶ σὲ σπηλιὲς κ᾿ ὕστερά τους
βρήκανε καὶ τοὺς σκλαβώσανε.
Φτάνοντας οἱ Τοῦρκοι στὴν πλατεία, ἀνεβήκανε στὸν πύργο καὶ κατεβάσανε τὴ
βυζαντινὴ σημαία καὶ τὴ σημαία τ᾿ ἁγίου Μάρκου καὶ ἰσάρανε στὸν τόπο τους τὸ
σαντάρδο τοῦ σοῦλτάνου. Τὰ κάστρα ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη ἴσαμε τὴν ἄλλη πέσανε στὰ
χέρια τοῦ Τούρκου. Μονάχα οἱ Κρητικοί, ποὺ βρισκόντανε μέσα στοὺς πύργους τοῦ
Λέοντα καὶ τοῦ Βασιλείου, βαστήξανε τὸν πόλεμο ἴσαμε τὸ μεσημέρι. Ὁ σουλτὰν
Μεμέτης σὰν τἄκουσε θαύμασε τὴν παλληκαριά τους καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουνε στὴν
πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ὅ,τι εἴχανε ἀπάνω τους.
Ὅπως εἶπα πρωτύτερα, πολὺς κόσμος ἔτρεξε στὴ θάλασσα νὰ γλυτώσῃ, μὰ ἔπεσε
μαζεμένος στὰ καράβια καὶ πολλὰ βουλιάξανε καὶ πνιγήκανε πολὺς λαός. Οἱ
πορτιέρηδες, βλέποντας τὸν κόσμο ποὺ ὡρμοῦσε ὄξ᾿ ἀπὸ τὶς πόρτες, θυμηθήκανε ἕνα
παλιὸ ρητὸ πὤλεγε πῶς ἡ πόλη θὰ ξαναπαιρνότανε ἀπ᾿ τὰ χέρια τῶν Τούρκων ἂν
γυρίζανε πίσω οἱ Χριστιανοί, κλειδώσανε τὶς πόρτες καὶ ρίξανε τὰ κλειδιὰ ὄξ᾿ ἀπ᾿
τὸ κάστρο. Τότε δὰ φούντωσε ἡ σφαγή, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ χωρέσῃ τὸ μυαλὸ τοῦ
ἀνθρώπου. Ὅσοι γλυτώσανε χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τρέχανε νὰ κλειστοῦνε στὴν
Ἁγια-Σοφιά. Κείνη τὴν ὥρα ἤτανε πὤχαν᾿ ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα.
Θεὲ μεγαλοδύναμε, ἀπάνω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς συμφοριασμένους ἔπεσε ὅλη ἡ ὀργή σου!
Μερμηγκιὰ ἀμέτρητη πλημμύρισε τὴν ἐκκλησιά, ἀπάνω, κάτω, στὸ νάρθηκα, στ᾿ ἅγιο
βῆμα, σὲ κάθε μεριά. Σφαλίξανε τὶς πόρτες καὶ παρακαλούσανε μὲ μεγάλες φωνὲς τὸ
Θεὸ νὰ τοὺς λυπηθῇ. Οἱ κουμπέδες κ᾿ οἱ θεόρατες καμάρες ἀντιβουίζανε καὶ ρίχνανε
πιὸ πολλὴ τρομάρα στὶς καρδιὲς τῶν κοριτσιῶν· τὰ μικρὰ παιδάκια ξεψυχούσανε ἀπ᾿
τὸ φόβο τους. Σὲ λίγο φτάξανε οἱ Τοῦρκοι καὶ πιάσανε νὰ βαρᾶνε μὲ τοὺς μπαλτάδες
τὶς πόρτες. Τὸ κοπάδι, ποὺ ἤτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερὰ σὲ κάθε
τσεκουριά.
Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ πῇ τί γίνηκε σὰν μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, βαστώντας στὰ
χέρια τους ἄλλοι ματωμένα μαχαίρια μιὰ ὀργυιὰ μάκρος, ἄλλοι πελέκια ἀκονισμένα,
ἄλλοι κοντάρια, π᾿ ἀστράφτανε οἱ σουβλερὲς μύτες τους. Ἡ ἐκκλησιὰ πιτσιλίστηκε
ἀπ᾿ τὰ αἵματα σὲ δυὸ μπόγια ὕψος, πὤλεγες πὼς ἤτανε χασάπικο. Ὅσοι ἀπομείνανε
ζωντανοὶ εἴχανε τρελλαθῆ. Οἱ Τοῦρκοι δένανε τοὺς ἄντρες μὲ σκοινιά, τὶς γυναῖκες
μὲ τὶς ζῶνες τους. Ἔβλεπες ἀφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες,
κυράδες μὲ τὶς δοῦλες, παπάδες μὲ γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στὸ
αἷμα. Ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλον βιάζανε τὶς γυναῖκες, ἀνάμεσά σε κουφάρια καὶ σὲ
λαβωμένους ποὺ μουγκρίζανε.᾿Ἄλλοι πάλι ἀπὸ κεῖνα τ᾿ ἀγρίμια ξεγυμνώνανε τὴν
ἐκκλησιά. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα ἀπομείνανε μονάχα οἱ τοῖχοι. Δὲν ἀφήσανε μηδὲ καντήλι,
μηδὲ δισκοπότηρο, μηδὲ βαγγέλιο, μηδὲ εἰκόνα, μηδὲ ροῦχα, τίποτα! Πῶς περνᾶ ἡ
ἀκρίδα ἀπὸ νὰ καταπράσινο περιβόλι κ᾿ ὕστερα, σὰν κάνῃ φτερά, ἀφήνει χῶμα
μοναχό, ἔτσι ἀπόμεινε κ᾿ ἡ Ἁγια-Σοφιὰ ξεγυμνωμένη.
Τὸ μαχαίρι κ᾿ ἡ φωτιὰ βάσταξε τρία μερόνυχτα, ὅπως εἶχε ταμένο στοὺς
στρατιῶτες του ὁ σουλτάνος. Ἡ ἀπέραντη Κωνσταντινούπολη ἀντιλαλοῦσε μέρα νύχτα.
Τί αἷμα καὶ τί δάκρυα χυθήκανε! Χιλιάδες καρδιὲς χτυπούσανε, τέτοια συμφορὰ δὲ
μπορεῖ νὰ τὴ συλλογισθῇ ἄνθρωπος. Ἄλλοι σφαζόντανε πρὶν πᾶνε στὰ σπίτια τους,
ἄλλοι καταφέρνανε νὰ φτάξουνε στὰ δικά τους μὰ δὲ βρίσκανε τὰ παιδιά τους καὶ
τὶς γυναῖκες τους. Ἀντρόγυνα χωριζόντουσαν, ὁ ἕνας Τοῦρκος ἔσερνε τὸν ἄντρα κι᾿
ὁ ἄλλος τὴ γυναίκα. Τὰ παιδιὰ τὰ ξεκολλούσανε ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ τῆς μάννας, τὰ
κορίτσια τὰ σέρνανε ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ μέσα στὸ δρόμο. Πεινασμένα σκυλιὰ πίνανε τὸ
αἷμα π᾿ ἄχνιζε μέσα στὰ χαντάκια. Πειὸ πολλὰ ἤτανε τὰ κομμένα κεφάλια, ποὺ
κειτόντανε στὸ χῶμα, παρὰ οἱ πέτρες τῆς γῆς. Φρόνιμες νοικοκυράδες, ποὺ δὲν τὶς
εἶχε δῆ ὁ ἥλιος, ἀτιμαζόντανε γυμνὲς μέσα στὶς πλατεῖες. Παπάδες περπατούσανε
βιαστικά, φορτωμένοι μὲ βαρειὰ σεντούκια, ποὺ τοὺς τἄχανε φορτωμένα οἱ
ζεμπέκηδες καὶ τοὺς δέρνανε σὰν γαϊδούρια καὶ τοὺς τραβούσανε μὲ τὸ καπίστρι
ποὔχανε περασμένο στὸ λαιμό τους. «Καὶ ἦν ἰδεῖν ὁρμαθοὺς ἐξερχομένους ἄπειρους
ὥσπερ ἀγέλας».
Στὰ καράβια δὲν εἶχε ἀπομείνει μηδὲ ἕνας Τοῦρκος, γιατὶ ριχτήκανε στὸ
πλιάτσικο. Μὲ μεγάλη μανία γυρεύανε νὰ βροῦνε τὰ γυναικεῖα μοναστήρια, τὰ
πατούσανε καὶ κουβαλούσανε τὶς καλογρηὲς μέσα στὰ καράβια κ᾿ ἐκεῖ ὁ διάβολος
πειὰ μπορεῖ νὰ πῇ τὸ τί γίνηκε. Πολλὲς γυναῖκες, γιὰ νὰ ξεφύγουνε τὴν ἀτιμία,
πέσανε καὶ πνιγήκανε στὴ θάλασσα καὶ στὰ πηγάδια.
Οἱ Τοῦρκοι εἴχανε τούτη τὴ συνήθεια· ἅμα μπαίνανε μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ
κουρσέψουνε, στήνανε μιὰ σημαία ἀπάνω στὰ κεραμίδια. Οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι, βλέποντας
τούτη τὴ σημαία, δὲ μπαίνανε ποτὲ μέσα, μὰ τραβούσανε πάρα πέρα, νἄβρουνε ἄλλο
σπίτι λεύτερο. Ἴσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε ἀπάνω στὴν Πόλη,
γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βάζανε πολλὲς παντιέρες στὸ ἴδιο σπίτι γιὰ νὰ κάνουνε
πανηγύρι.
Ὅλη τὴ μέρα σφάζανε. Τόσο μουσκεμένη ἤτανε ἡ γῆς, πὤλεγες πὼς ἔβρεξε αἷμα,
κι᾿ ὅπου ἔβρισκε χαντάκι τὸ αἷμα ἔτρεχε σὰ νἄτανε βροχονέρι. Τὰ κουφάρια τὰ
ρίχνανε στὸ μπουγάζι τοῦ Βοσπόρου, καὶ τὸ ρέμα τὰ κατρακυλοῦσε σὰ νἄτανε
πεπόνια, Χριστιανοὶ-Τοῦρκοι ἀνακατεμένοι.
Ὁ σουλτάνος δὲ μπῆκε μέσα στὴν Πόλη μὲ τὸ στρατό, παρὰ ἀπόμεινε στὸ
στρατόπεδο. Κατὰ τὸ μεσημέρι οἱ πασάδες τοῦ πήγανε τὰ κλειδιά, σημάδι πὼς ἤτανε
πειὰ δική του ἡ Κωνσταντινούπολη. Τότε καβαλλίκεψε καὶ μπῆκε μὲ τὴ συνοδειά του
μέσα στὸ κάστρο καὶ τράβηξε ἴσια στὴν Ἅγια-Σοφιά. Δὲ μπῆκε μέσα στὴν ἐκκλησιὰ μὲ
τἄλογο, παρὰ ξεπέζεψε καὶ μπαίνοντας μέσα θαύμασε πολλὴν ὥρα καὶ περιεργάσθηκε
τὸ χτίριο. Ὕστερα φώναξε ἕναν χότζα καὶ τοῦπε ν᾿ ἀνεβῇ ἀπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ νὰ
φωνάξῃ τὴν προσευχή τους «Ἀλλάχου ἐκπέρ, Ἀλλάχου ἐκπέρ, Μουχαμετοὺλ ρεσοὺλ
Οὐλλάχ.» Σὰν τελείωσε ὁ χότζας, ἀνέβηκε ὁ ἴδιος στὴν Ἅγια Τράπεζα καὶ τὸ
ξανάπε.
Τὴν ὥρα πὤβγαινε ἔξω, εἶδε ἕναν Τοῦρκο ποὺ τσάκιζε τὰ μάρμαρα. Ὁ Μεμέτης τὸν
βάρεσε μὲ τὸ καμουτσὶ λέγοντάς του: «Κιοπέκ, σᾶς ἄφησα τὸ θησαυρὸ καὶ τοὺς
ἀνθρώπους, μὰ τὰ χτίρια εἶνε δικά μου!»
Ἀπὸ κεῖ τράβηξε μὲ τοὺς πασάδες καὶ ρώτηξε γιὰ τὸ βασιλιᾶ τῆς Πόλης, ζῆ ἢ
πέθανε. Καὶ σὰν τοὔπανε πὼς σκοτώθηκε, πρόσταξε καὶ πλύνανε πολλὰ κεφάλια στὸ
μέρος ποὺ χάθηκε, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουνε, μὰ δὲ μπορέσανε μέσα σὲ τέτοιο πλῆθος.
Σὲ λίγο ὅμως βρέθηκε τὸ κορμί του καὶ τὸ γνωρίσανε ἀπ᾿ τὰ κόκκινα ποδήματά του
μὲ τοὺς κεντημένους ἀητούς. Κόψανε τὸ κεφάλι καὶ τὸ βάλανε σὲ μιὰ πλατεία κοντὰ
στ᾿ ἄγαλμα τοῦ Γιουστινιανοῦ καὶ κεῖ στάθηκε ἴσαμε τὸ βράδυ. Ὕστερα τὸ
μπαλσαμώσανε καὶ τὤστειλε ὁ σουλτάνος στὴν ἀνατολὴ ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, γιὰ νὰ δῇ ὁ
κόσμος τὴ νίκη του. Τὸ σῶμα τὸ πήρανε οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ θάψανε.
Τὰ πλιάτσικα κ᾿ οἱ σκλάβοι, ἄλλα στοιβαχθήκανε στὶς τέντες, ἄλλα φορτωθήκανε
στὰ καράβια καὶ τραβήξανε νὰ τὰ πουλήσουνε, ὅπως ἔστερξε ὁ σουλτάνος. Κάθε
Τοῦρκος ἤτανε φορτωμένος. Τί μαλάματα, τί ἀσήμια, τί χαλκώματα, τί ροῦχα
μεταξωτά, τί βιβλία! Καράβια ὁλάκερα γεμίσανε καλογέρους καὶ καλογρηές. Ἔβλεπες
ζεϊμπέκια ψειριασμένα νἆνε ντυμένα μὲ ροῦχα δεσποτικά, ἄλλοι φοράγανε χρυσὰ
πετραχήλια, ἄλλοι κορῶνες καὶ καλυμμαύχια στὸ κεφάλι. Σκυλιὰ δεμένα μὲ ζῶνες
κεντημένες, ἐπιγονάτια καὶ φελόνια γιὰ σαγὴ στ᾿ ἄλογα. Μέσα στοὺς ἀσημένιους
δίσκους βάζανε ντομάτες καὶ κρέατα, πίνανε κρασὶ μέσα στὰ δισκοπότηρα. Φορτώσανε
στὶς καρότσες βιβλία, ποὺ δὲν εἴχανε μετρημὸ καὶ τὰ σκορπίσανε σ᾿ ἀνατολὴ καὶ
δύση. Γιὰ ἕνα γρόσι πουλιόντανε ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλάτωνας κ᾿ οἱ ἄλλοι
ξακουσμένοι σοφοὶ τῆς ἀρχαιότητας, γραμμένοι σὲ πετσί, μὲ χρυσοκοντυλιὲς καὶ μὲ
χρυσὰ δεσίματα. Τὰ εἰκονίσματα τὰ σκίζανε μὲ τὸ τσεκούρι καὶ βράζανε κρέας μέσα
στὰ καζάνια.
Τὴ δεύτερη μέρα, δηλαδὴ στὶς 30 Μαγιοῦ, ξαναμπῆκε στὴν Πόλη ὁ σουλτάνος, μὲ
πολλὴ παράταξη, κι᾿ ἀφοῦ τριγύρισε σὲ διάφορα μέρη, πῆγε καὶ στὸ παλάτι. Καὶ
βλέποντάς το ἔρημο εἶπε ἕναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητὴ γιὰ τὴν ματαιότητα τοῦ
κόσμου.
Ἤτανε πειὰ πεθαμένη καὶ θαμμένη ἡ ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, ἡ Θεοσκέπαστη,
ἡ Νέα Σιών, ἡ Ἑφτάλοφη, τὸ καμάρι τῆς Ἀνατολῆς, πὤβρισκε ἄνθρωπος καὶ τοῦ
πουλιοῦ τὰ γάλα. Ποὖχε τὸ κάστρο μὲ τοὺς τρακόσους πύργους, τὰ παζάρια, τὰ
ἀρτοπρατεῖα, τὰ χαλκοπρατεῖα, τὰ ἀργυροπωλεῖα, τὰ βλατοπωλεῖα, τὰ κηροπωλεῖα, τὰ
λουτρά, τὰ συντριβάνια, τὶς βρύσες, τὶς δεκαεννιὰ στέρνες, τὰ ἱπποδρόμια, τὰ
παλάτια, τὶς τρακόσες ἐκκλησιὲς καὶ τὰ διακόσια μοναστήρια, τ᾿ ἀμέτρητα τ᾿
ἀγάλματα κι᾿ ὅ,τι μπορεῖ νὰ βάλῃ ὁ νοῦς τ᾿ ἀνθρώπου. «Τῇ δευτέρᾳ δὲ ἀπὸ τῆς
ἡμέρας ἐκείνης, εἰσελθὼν ὁ Μεχμέτης, περιόδευσε τὴν πόλιν· καὶ ἦν ἡ πᾶσα ἄοικος,
οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε κτῆνος, οὔτε ὄρνεον κραυγάζον ἢ λαλοῦν ἐντός.»
Κοντὰ στὸ παλάτι ἑτοιμάσανε ἕνα μεγάλο τραπέζι γιὰ τὸ σουλτάνο, κι᾿ ἀφοῦ
ἔφαγε, ἤπιε πολὺ κρασὶ καὶ μέθυσε. Τότε πρόσταξε νὰ τοῦ πᾶνε τὸ ναύαρχο Νοταρᾶ
μὲ τὰ παιδιά του καὶ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουνε. Πρῶτα σφάξανε τὰ παιδιὰ μπροστὰ στὸ
συμφοριασμένον τὸν πατέρα, πὤλεγε ὁλοένα «δίκαιος εἶ, Κύριε!», κ᾿ ὕστερα τὸν
ἴδιον. Δὲν περάσανε λίγες μέρες καὶ πρόσταξε νὰ κόψουνε καὶ τὸ Χαλὶλ πασᾶ, ποὺ
τὸν ὑπωπτευότανε πὼς εἶχε προδώσει τὰ μυστικά του στοὺς γραικούς.
Τὸ τέλος τῆς Πόλης φαίνεται ἀκόμα πειὸ λυπητερὸ ἅμα συλλογισθῇ κανένας πῶς
χαλάσθηκε τὸ μήνα Μάη, τὶς μέρες ποὺ μοσκοβολούσανε οἱ πασκαλιὲς κ᾿ οἱ
τριανταφυλλιές. Ἀνήμερα ποὺ σκλαβώθηκε ἡ Πόλη ἤτανε τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, ποὺ τὴ
γιορτάζανε πάντα οἱ Πολίτες στὶς 29 Μαγιοῦ μὲ μεγάλη δόξα στὴν ἐκκλησιά της, ποὺ
γίνηκε ὕστερα τζαμί. Μ᾿ ὅλη τὴν ἀγωνία ποὺ περνούσανε, οἱ γυναῖκες τὴν εἴχανε
στολισμένη, κατὰ τὰ συνηθισμένα, μὲ στεφάνια καὶ μὲ περιπλοκάδες ἀπὸ
τριαντάφυλλα. Τὴν ὥρα, ποὺ μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, ψέλνανε ἀκόμα οἱ ψαλτάδες.
Τοὺς περάσανε ὅλους ἀπ᾿ τὸ μαχαίρι, κι᾿ ἀπὸ τότε βαστᾷ ἡ ὀνομασία «Γκιοὺλ
Τζαμί», δηλαδὴ «Τὸ Τζαμὶ μὲ τὰ τριαντάφυλλα», καὶ μ᾿ αὐτὸ τὄνομα στέκει ὡς τὰ
σήμερα. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιὰ λένε πὼς ὑπάρχει κ᾿ ἕνα μνημόρι, ὁπὤχει ἀπάνω
στὴν πλάκα τούρκικα γράμματα, ποὺ λένε «Ἐδῶ κείτεται ἕνας μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ»
καὶ πῶς αὐτὸς εἶνε ὁ τάφος τοῦ βασιλιὰ Παλαιολόγου.
Τοὺς Γενοβέζους τοῦ Γαλατᾶ ὁ σουλτάνος δὲν τοὺς πείραξε, γιατὶ σταθήκανε
φίλοι του στὸν πόλεμο, τοὺς χάρισε μάλιστα καὶ προνόμια. Τὸ φιρμάνι ποὺ τοὺς
ἔδωσε ἀρχίζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Ἐγὼ ὁ μέγας αὐθέντης καὶ μέγας Ἀμηρᾶς
σουλτάνος ὁ Μεχμὲτ Μπέης, ὁ υἱὸς τοῦ μεγάλου αὐθέντου Ἀμηρᾶ Σουλτάνου τοῦ Μουρὰτ
Μπέη. Ὀμνύω εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν προφήτην
Μωάμεθ, καὶ εἰς τὰ ἑπτὰ μουσάφια ὁποὺ ἔχομεν καὶ ὁμολογοῦμεν, καὶ εἰς τὰς ρκδ´
(124) χιλιάδας προφήτας τοῦ Θεοῦ καὶ πρὸς τὰς ψυχὰς τοῦ πάππου μου καὶ τοῦ
πατρός μου, καὶ πρὸς ἐμαυτὸν καὶ πρὸς τὰ παιδιά μου, καὶ στὸ σπαθὶ ὁποὺ
ζώννομαι...».
Τετάρτη 27 Μαΐου 2015
"Η ΥΔΡΟΓΟΝΙΚΗ ΒΟΜΒΑ"
Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Ο !!!!
"Αγωνιούν οι άνθρωποι
για το αν θα γίνει πόλεμος και θα πέσει η υδρογονική βόμβα... Χριστιανέ
μου τι είναι αυτά που σκέφτεσαι; Ποια υδρογονική βόμβα να πέσει; Η
υδρογονική βόμβα έπεσε! Έπεσε πριν από χιλιάδες χρόνια. Τότε που
αμάρτησε ο Αδάμ. Και το όνομά της θάνατος! Λοιπόν, τι σημασία έχει άν θα
γίνει πόλεμος; Τι σημασία έχει εάν πεθάνεις με πολλούς μαζί από την
βόμβα ή αν θα πεθάνεις μόνος σου από κάποια αρρώστια; Το γεγονός είναι
ένα : Θα πεθάνεις! Φρόντιζε λοιπόν να είσαι έτοιμος και πάψε να
ασχολείσαι εναγωνίως με το άν θα γίνει πόλεμος και αν θα πέσουν
βόμβες... Η βόμβα έχει πέσει και κάθε στιγμή θερίζει ανθρώπινες
υπάρξεις..."
ΑΝΕΚΔΟΤΑ Π. ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΡΟΙΖΗΝΟΣ 1998 Ε΄ ΕΚΔΟΣΗ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)